Σάββατο 26 Ιουλίου 2014

Το Μεσονυκτικόν-Ακολουθίες της Εκκλησίας

          

Μεσονυκτικόν
Η Αγία Τράπεζα. Από το Μεσονυκτικό του Πάσχα (πριν το "Χριστός Ανέστη") στην Μονή του Σινά.
Πολύ περίεργη θα μας φανεί ίσως σήμερα η έμπνευση των ευλαβών ανθρώπων των παλαιών χριστιανικών γενεών να συνθέσουν μία ειδική ακολουθία για τα μεσάνυκτα. Σήμερα την ώρα αυτή της νυκτός οι κάτοικοι των πόλεων κυρίως δεν έχουν ακόμη αρχίσει να απολαμβάνουν την ευχάριστη ανάπαυση του ύπνου. Η ζωή έχει αλλάξει ρυθμό. Την μακάρια εκείνη εποχή των πατέρων μας η περίοδος του φωτός και η περίοδος του σκότους είχαν σαφή όρια και η ζωή ρυθμιζόταν με βάση τη φυσική αυτή διαδοχή της ημέρας και της νύκτας. Η πρώτη ήταν περίοδος εργασίας· η δεύτερη αναπαύσεως. Έτσι το μέσον της νυκτός εύρισκε τον άνθρωπο ξεκουρασμένο ψυχικά και σωματικά, με ήσυχο και ειρηνικό νου. Και μέσα στην μεγάλη σιγή και την ειρήνη της φύσεως ο άνθρωπος του Θεού εύρισκε την ευκαιρία να υψώσει τον νου και την καρδία προς τον Θεό και να δοξολογήσει το αινετό και δοξασμένο όνομα Του.
Μα δεν ήταν μόνο φυσικοί, να πούμε έτσι, λόγοι που γέννησαν την προσευχή του μεσονυκτίου. Στην ιστορία του παλαιού λαού του Θεού, του Ισραήλ, υπήρχε ένα γεγονός συνταρακτικής σημασίας, που έμεινε αλησμόνητο. Κατά τη νύκτα εκείνη της απελευθερώσεως από το ζυγό των Αιγυπτίων, της Εξόδου, «μεσούσης της νυκτός», έδειξε ο Θεός την δυναμική Του επέμβαση· πέρασε ο ολοθρευτής άγγελος και επάταξε τα πρωτότοκα των Αιγυπτίων. Κατά την ανάμνηση του γεγονότος αυτού κατά τη νύκτα του εβραϊκού Πάσχα, οι Εβραίοι της εποχής του Χριστού περίμεναν και πάλι τον ελευθερωτή, που θα συνέτριβε τους εχθρούς του λαού του Θεού. Ο τύπος όμως έγινε πραγματικότης στο νέο λαό του Θεού. Ο λυτρωτής του ανέστη κατά τη νύκτα του Πάσχα, «οψέ Σαββάτων». Η χριστιανική παράδοση εντόπιζε χρονικά το γεγονός αυτό στο μεσονύκτιο. Να λοιπόν ένα βασικό χριστολογικό θέμα που έδωσε ιδιαίτερο νόημα στην ακολουθία του μέσου της νυκτός.

Παρασκευή 25 Ιουλίου 2014

ΓΕΝΙΚΗ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ

 


         ΤΑ ΠΑΘΗ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΘΛΙΨΗ
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΠΩΣ ΘΕΡΑΠΕΥΟΝΤΑΙ
 20ζ) Γενική ἐξομολόγηση: «Ἡ Θεία Ψυχανάλυση»
Τό μυστήριο τῆς Μετανοίας εἶναι τό μυστήριο τῆς ἀληθινῆς ψυχο-θεραπείας. Ὁ μετανοῶν αὐτομέμφεται, αὐτοκατηγορεῖται, ταπεινώνεται ὁπότε ἑλκύει τήν Θεία Χάρη. Ἡ κορύφωση τῆς μετάνοιας εἶναι ἡ ἐξομολόγηση σέ Πνευματικό Ὁδηγό ὅλης μας τῆς ζωῆς. Ἡ προσοχή μετά τήν ἐξομολόγηση ὥστε νά μήν ἐπαναλάβουμε τά λάθη τοῦ παρελθόντος καί ἡ προσπάθεια νά πράξουμε τά ἀντίθετα καλά καί σωστά ὁλοκληρώνει τήν ψυχοθεραπευτική διαδικασία.
Ἡ ἐξομολόγηση ὅλης μας τῆς ζωῆς, καλό εἶναι νά ἐπαναλαμβάνεται ἀπό καιροῦ εἰς καιρόν. Ἡ γενική αὐτήν ἐξομολόγηση, δίδασκε ὁ πολυχαρισματοῦχος καί σοφός Γέροντας Πορφύριος, θεραπεύει τόν ἄνθρωπο ὄχι μόνο ἀπό τίς βλάβες τῶν προσωπικῶν του ἁμαρτιῶν ἀλλά καί ἀπό τά ποικίλα ψυχολογικά τραύματα καθώς καί ἀπό τά βιώματα τῶν προγόνων του.Αὐτήν ἡ σπουδαία λειτουργία τοῦ Μυστηρίου τῆς ἐξομολόγησης (δηλ. ἡ θεραπεία τῶν ψυχολογικῶν τραυμάτων τοῦ ἀνθρώπου), μᾶς ἀποκαλύφθηκε ἀπό τόν Γέροντα.
Διηγεῖται πνευματικό του παιδί: «Ὁ Γέροντας ἔβλεπε μέσα στήν ψυχή τῶν ἀνθρώπων ὅ,τι τοῦ ἀποκάλυπτε ὁ Θεός. Γιά ἕναν γνωστό μου, μοῦ εἶπε: «Βλέπω μέσα στήν ψυχή του, ὄχι πολύ καθαρά, ἕνα κακό πρᾶγμα. Εἶναι τραῦμα· εἶναι παλιό, εἶναι δαιμονικό. Δέν ξέρω τί ἀκριβῶς εἶναι αὐτό. Μπορεῖ ὁ Θεός νά μοῦ τό φανερώσει ἀργότερα». Καί μετά ἀπό μερικές ἑβδομάδες: «Αὐτό τό κακό πρᾶγμα, πού εἶδα στήν ψυχή του, μπορεῖ νά φύγει, ἀλλά μόνο ἄν ἐκεῖνος ἁγιασθεῖ. Μέ τήν ἁγιότητα ἀλλάζει ὁ ἄνθρωπος. Ὅσο ἁμαρτωλός κι ἄν εἶναι, φεύγουν τά ψυχικά τραύματα. Σήμερα οἱ γιατροί τά λένε ψυχασθένειες, ἐνῶ στήν πραγματικότητα εἶναι δαιμονική ἐπίδραση καί ὀφείλεται στίς ἁμαρτίες»1.
Μαζί μέ τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν του, ὁ ἄνθρωπος ὅταν ἐξομολογεῖται, μετανοεῖ καί διορθώνεται-ἐξαγιάζεται λαμβάνει τήν ἴαση ἀπό τίς πληγές, πού τοῦ προξένησε ὁ πονηρός, ὁ κόσμος καί ἡ δική του ἀμέλεια καί ραθυμία.
«Δόξα τῷ ἐν Τριάδι Θεῷ» παρατηρεῖ ὁ π. Σαράντης Σαράντος, «πού θεσμοθέτησε αὐτόν τόν τρόπο συγχωρήσεως τῶν ἀνθρώπων καί ἐντάξεώς τους στήν ἁγία Ποίμνη τῆς Ἐκκλησίας μας. Δόξα τῷ ἐν Τριάδι Θεῷ, πού ἔδειξε καί ἀδιάκοπα δείχνει τό ἄμετρο ἔλεός Του καί προετοιμάζει τό φθαρτό πλάσμα του στήν αἰώνια προσωπική ἐπικοινωνία μαζί Του, ξεκινώντας ἀπό τόν λυτρωτικό διάλογο τῆς ἱερᾶς ἐξομολογήσεως.

Η περί ψυχής διδασκαλία του βιβλίου της Γενέσεως (ιγ΄ μέρος)


6.  Μίσος.
Το μίσος ανάμεσα στους ανθρώπους είναι μία καθημερινή πραγματικότητα. Το βιβλίο της Γενέσεως αναφέρει την παρουσία του μίσους στην πρώτη κιόλας ανθρώπινη γενιά[1].
Οι πατέρες θεωρούν το μίσος «ως αποτέλεσμα της πτώσης» διότι το μίσος δεν είναι στην φύση του ανθρώπου, αλλά είναι επίκτητο, εισήλθε στον άνθρωπο μετά την πτώση των πρωτοπλάστων, και αμέσως μετά από την εκδίωξή τους από τον παράδεισο. Επίσης οι πατέρες δέχονται ότι το μίσος είναι μέγιστο κακό, και καρπός της αμαρτίας[2].
Η τυπική περίπτωση του Κάϊν δείχνει καθαρά ποιά είναι η πορεία του μίσους, γεννιέται από τη ζήλια, τείνει στην εκμηδένιση του άλλου και οδηγεί στην ανθρωποκτονία. Όλα αυτά φθάνουν για να καταγγείλουν την σατανική προέλευση του μίσους, «η ψυχή γάρ υπό πειρασμών καταληφθείσα από πολλούς πειρασμούς εκτρέπεται»[3] όπως το εξηγούν οι πατέρες και μάλιστα  ο Μέγας Βασίλειος λέγει: «όπου γαρ ελλείπει η αγάπη, εκεί πάντως αντεισέρχεται το μίσος…ούτως ο το μίσος έχων τον διάβολον εν εαυτώ τρέφει»[4].
Ο Ησαύ[5] όσο και οι αδελφοί του Ιωσήφ[6] μίσησαν τους αδελφούς τους και το θεό όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η Γραφή «εάν τις είπη ότι αγαπώ τον Θεόν, και τον αδελφόν αυτού μισεί, ψεύτης εστίν˙ ο γαρ μη αγαπών τον αδελφόν, ον εώρακε, τον Θεόν ον ουχ εώρακε πως δύναται αγαπάν;»[7]. Ο Αστέριος ο Σοφιστής λέγει «ότι ο μισών τον αδελφόν αυτού ούτος και τον Θεόν μισεί, καν τω στόματι βοά και κράζει ότι αγαπά Θεόν...»[8], ενώ ο Ωριγένης στην ερμηνεία του για το χωρίο αυτό λέγει: «ο μισών αδυνάτως έχει προς το ειρηνικόν τι λαλείν τω μισουμένω. Αποθώμεθα ουν το μίσος, ίνα λαλείν ειρηνικά δυνηθώμεν»[9]. Μίσος παρατηρούμε ακόμη και στις ψυχές των αδελφών της Δείνας, έναντι του Συχέμ, ο οποίος διέφθειρε την αδελφή αυτών[10].
Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις «μίσους» βλέπουμε την φθορά του ανθρώπινου γένους και όπως μας λέγει ο Μ. Βασίλειος «εκακώθη δε η ψυχή παρεκτραπείσα του κατά φύσιν»[11], Έτσι μπορούμε να πούμε ότι η πρωταρχική αιτία του μίσους, αλλά και όλων των παθών και αμαρτημάτων, δεν είναι τα συναισθήματα ή οι επιθυμίες αλλά η άγνοια του Θεού. Αυτή σκοτίζει τον νου του ανθρώπου που προσηλώνεται στις αισθήσεις[12] στο κακό.
Όταν υποταχθεί ο νους στις αισθήσεις, ακολουθεί η υποταγή των ψυχικών δυνάμεων. Με αυτόν τον τρόπο μολύνεται ολόκληρη η ψυχή, ανατρέπεται η ομαλή λειτουργία της και δημιουργούνται τα πάθη «το δυσάρεστον και λυπηρόν αποτέλεσμα προκαλεί πάντοτε το μίσος προς τους προκαλούντας αυτό»[13].
Κι επειδή η ανθρώπινη ψυχή είναι ενιαία και πολυδύναμη, ο ʺμολυσμόςʺ της προέρχεται από την κακή λειτουργία όχι μόνο του νου, αλλά και οποιουδήποτε μέρους της[14]. Το μίσος ως πάθος κατ’ εξοχήν αμαρτωλό, αμαυρώνει, αλλοιώνει και σκοτίζει το «κατ’ εικόνα» του ανθρώπου αλλά και χωρίζει τον άνθρωπο από άνθρωπο και τον άνθρωπο από τον Θεό.

Θεογνωσία

 



Από OrthodoxWiki


   

Θεογνωσία, θεοπτία, όραση του Θεού ή θέα του Θεού στην ορθόδοξη θεολογία, αποκαλείται η δυνατότητα του ανθρώπου να μετέχει στην αλήθεια του θείου όντος. Στη σημερινή μέση θεολογική σκέψη η θεογνωσία πραγματοποιείται σε ένα υποκειμενικό προσωπικό επίπεδο, που ο λόγος (βλ. έννοια στην υποσημείωση 5) δεν μπορεί να μετέχει σε μία τέτοια διαδικασία, καθώς δύναται να ερευνήσει μόνο τη φυσική πραγματικότητα. Παρόμοια αντίληψη μπορούμε να βρούμε στην Προτεσταντική θεολογία[1], ενώ χαρακτηριστική έμεινε η διαμάχη του Γρηγορίου Παλαμά με τους σχολαστικούς, Ακίνδυνο και Βαρλαάμ, καθώς πίστευαν ότι ο άνθρωπος δύναται μέσω μόνο της καλλιέργειας του νου να ανέλθει στη γνώση του Θείου όντος και μάλιστα να γνωρίσει ακόμα και την ίδια την ουσία του[2]. Η ορθόδοξη θεολογία πιστή στη βιβλική θεολογία περί θεογνωσίας, απέρριψε τόσο την υπαρξιακή διάσπαση της καντιανής φιλοσοφίας, που είναι ένα αποτέλεσμα αντίδρασης στην ακραία λογοκρατική και εμπειρική μέθοδο[3], όσο και την υπαρξιακή διάσπαση που οδήγησε η προτεσταντική θεολογία, με την αυτονόμηση της θείας αποκάλυψης από τη φυσική, ως μόνο μέσο της ατομοκρατικής γνώσης του Θεού[4]. Συνάμα η διαμάχη με τους σχολαστικούς έμεινε σα μία μεγάλη νίκη του ορθόδοξου πατερικού πνεύματος, απέναντι στην καταδυνάστευση της λογοκρατίας[5].

 

Η γνώση του Θεού

Κατά την Ορθόδοξη πατερική αντίληψη, η οποία πηγάζει μέσα από τη βιβλική θεώρηση (Ιω. 12, 41), η γνώση του Όντος (Θεού) δύναται να συμβεί με το λόγο και το νου, κατά τη θεωρία (όραση) Του. Η ίδια η ψυχή του ανθρώπου δηλαδή, που με το λόγο ερευνά τη φύση, καλείται με τις ίδιες γνωστικές δυνάμεις να λάβει με μία φιλόπονη εξεταστική έρευνα, τη γνώση του Θεού. Απαραίτητη προϋπόθεση σε μία τέτοια περίπτωση είναι η κάθαρση της ψυχής από τα πάθη[6]. Η γνώση των θείων πραγμάτων δε μπορεί να νοηθεί με άλλο μέσο παρά μόνο με το νου, ο οποίος συνεργεία της χάριτος του Θεού, καθαίρεται ανεβαίνοντας σε υψηλότερες βαθμίδες. Ο νους λοιπόν που είναι η πιο οξεία λειτουργία του λόγου, στην κατάσταση της κάθαρσης, γνωρίζει τόσο τα αισθητά (με την επιστημονική έρευνα), όσο όμως και τα νοητά (με την κάθαρση, τη χάρη και τη δεκτικότητα). Τα όρια όμως αυτής της δυνατότητας θεογνωσίας είναι πεπερασμένα, καθώς ο νους παραμένει κτιστός. Σύμφωνα με το Μέγα Βασίλειο η κατάκτηση της γνώσης εκκινά από τις αισθήσεις και ανέρχεται σε υψηλότερες βαθμίδες έως ότου ο χαριτωμένος νους σταματήσει στα κτιστά όριά του, που είναι η αδυναμία να προσπελάσει τη γνώση της θείας ουσίας[7].
Ο λόγος και ο νους είναι τα μοναδικά όργανα που μπορούν νοήσουν το μυστήριο της φύσης του Θεού. Έτσι ο λόγος (για ορισμό της έννοιας του λόγου, βλ. υποσημείωση 5), που κάνει επιστήμη και φιλοσοφία, φτάνει σε ένα σημείο θεογνωσίας δια μέσου της κτίσης και εν συνεχεία ανελίσσεται σε ψηλότερες βαθμίδες[8]. Η ψυχή δηλαδή δια των αισθήσεων, του λόγου και του νου, μπορεί να οδηγηθεί στη γνώση του Θεού, στη μετοχή των θείων ενεργειών[9] και όχι της ουσίας Του, με την προϋπόθεση της κάθαρσης από τα πάθη[10]. Εδώ όμως τίθεται ένα ερώτημα. Είναι δυνατόν να ψηλαφίσει ο νους, στο ίδιο επίπεδο, τα αισθητά όπως τα νοητά πράγματα; Κατά την πατερική θεολογία τα μυστήρια της θεογνωσίας ξεπερνούν τα μυστήρια των φυσικών δεδομένων, αλλά δεν δέχεται πως ο νους δε μπορεί να μετάσχει σε αυτή την υπαρξιακή εμπειρία. Αυτό διότι ύπαρξη δίχως νου και λόγο δε νοείται. Αυτή λοιπόν η γνώση επιτυγχάνεται με την ανάλογη δεκτικότητα-ικανότητα του ανθρώπου να δεχτεί τις θείες αλήθειες και φυσικά με ένα ξεδίπλωμα και άπλωμα του νου, πέρα από τα γνωστά όρια[11]. Σε αυτή την περίπτωση ο άνθρωπος έχει ένα άλλο σημείο εκκίνησης, μία διαφορετική μέθοδο και δρόμο για να φτάσει στο σκοπό του σε σχέση με την προσπάθειά του να ερευνήσει το φυσικό και ιστορικό επιστητό[12]. Βασική όμως σε κάθε περίπτωση είναι η υπαρξιακή ενότητα του ανθρώπου, όπως συνάμα απαραίτητη είναι η διευκρίνηση πως αυτή η βιωματική εμπειρία, αν οδηγηθεί σε μία διάσπαση της ύπαρξης, του σώματος, της ψυχής και των νοητικών λειτουργιών σε μια αυτονομημένη περιοχή, οδηγεί σε αρνητικές και φθοροποιητικές καταστάσεις. Τις αμαρτιτικές καταστάσεις[13] και τελικά σε αδυναμία κάθαρσης και εύρεσης του Θείου.
Η θεογνωσία είναι μετοχή του ανθρώπου στις θείες ενέργειες. Εδώ όμως δε συντελείται μόνο μια κίνηση του ανθρώπου προς το Θεό, αλλά πρώτιστα του Θεού προς τον άνθρωπο. Ενώ σχεδόν σε όλα τα φιλοσοφικά και θρησκευτικά κινήματα έχουμε μία προσπάθεια του ανθρώπου να προσπελάσει τη θεία πραγματικότητα, στην ορθόδοξη εμπειρία έχουμε τη φανέρωση του Θεού, στην οποία ο άνθρωπος καλείται να γίνει μέτοχος και τελικά να οδηγηθεί στη θεογνωσία. Η διαδικασία που αναφέρθηκε αποτελεί τη βουλητική διάθεση του ανθρώπου να ανέλθει στο θείο, αλλά όχι τον τρόπο πραγμάτωσής της. Ο Θεός λοιπόν, αποκαλύπτει τον εαυτό του στην κτίση και την ιστορία, όχι μέσω της ουσίας του, που είναι απροσπέλαστη από τον άνθρωπο, αλλά μέσω των ενεργειών του. Αυτό αποκαλείται θεοφάνεια[14]. Η αποκάλυψη του Θεού, η Θεοφάνειά Του, παρέχεται διαρκώς στην κτίση για να τη συντηρεί και να την πλουτίζει, συνάμα όμως καλεί τον άνθρωπο σε μετοχή στη θεία δόξα για τη γνώση του αληθινού όντος. Αυτή η γνώση δεν πρέπει λοιπόν ποτέ να νοηθεί ως μία ηθική πραγμάτωση, αλλά ως μια οντολογική κατάσταση. Ο Θεός παρέχει και ο άνθρωπος λαμβάνει, σε μια ενεργειακή σχέση[15]. Αυτή είναι η μυστηριακή σχέση ανθρώπου και Θεού. Αυτή η μυστηριακή σχέση όμως, δε συντελείται σε μία θεωρητική σφαίρα, αλλά μέσω τω μυστηρίων[16]. Τα μυστήρια λοιπόν αποτελούν τον ιστορικό καρπό της κοινότητας, ως απαραίτητες λειτουργίες του εκκλησιαστικού σώματος για να προκόψουν τα μέλη, να καθαρθούν, να τελειωθούν και να οδηγηθούν στη θεογνωσία[17], καθώς πρώτα η θεία φανέρωση (θεοφάνεια είναι και το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας φερ ειπείν) γιατρεύει τη φυσική υποδομή και έπειτα παρέχει θεογνωσία. Γι αυτό και τα μυστήρια συντελούν στην διόρθωση της βούλησης και τη φύσης που είναι η απαραίτητη οδός της θεογνωσίας. Γι αυτό και στην ορθόδοξη πατερική διδασκαλία δεν υπάρχουν σχολαστικοί ορισμοί για τη γνώση του πράγματος ή θεωρητικές συλλήψεις του όντος (του Θεού), αλλά η μετοχή σε αυτό, που αποτελεί τη γνώση[18]. Η διακοπή λοιπόν τη δυνατότητας του ανθρώπου να μετέχει σε αυτό που γι αυτόν είναι προορισμένος και είναι φυσιολογικό, να βλέπει το θείο Ον και να μετέχει της θείας γνώσης, προκύπτει από τη διασάλευση της σχέσης ανθρώπου-Θεού, δηλαδή την αμαρτία. Ο Θεός παραμένει να παρέχει τη γνώση του πάντοτε μέσω της παρουσίας του στην κτίση. Ο άνθρωπος όμως αποκόπτει αυτό το δεσμό, που για να επανέλθει απαιτεί θεραπεία της βούλησης και της ύπαρξης.
Η θεογνωσία στην Ορθόδοξη παράδοση επίσης, διατηρεί μια πολύ βασική διαφοροποίηση. Ως μετοχή στις θείες ενέργειες κι ως φωτισμός, που γίνεται μέσω του νου και του λόγου, που είναι λειτουργίες της ψυχής, δεν εννοείται ποτέ ξεκομμένη από τη ορθή φυσιολογία και ζωή του ανθρώπου. Δεν εννοείται δηλαδή ως κάποια διατάραξη της ανθρώπινης αρμονίας ή παραμερισμό κάποια άλλης λειτουργίας. Εννοείται μόνο μέσα σε υγιή πλαίσια, δίχως άλογους συναισθηματισμούς, βουλησιαρχικές ορμές ή εκστατικές καταστάσεις. Εννοείται μόνο ως μια μεταμόρφωση των ανθρωπίνων λειτουργιών προς μια φυσιολογία, που η ψυχή νοεί κατά θεωρία και λογίζεται κατά πράξη[19], δίχως αποσπάσεις από το ιστορικό πεδίο, δίχως αποδράσεις από τη φυσική πραγματικότητα. Τελικά η θεογνωσία αυτή έχει ως άμεση συνέπεια την αύξηση και την τελείωση της ύπαρξης, μέσα σε φυσικά πλαίσια.

Η ΑΣΚΗΣΗ ΩΣ ΟΔΟΣ ΘΕΟΓΝΩΣΙΑΣ

        
      
 

Η χριστιανική άσκηση είναι η ταπείνωση της ψυχής για να γίνει το δοχείο της χάρης του Θεού. Αυτή η χάρη είναι που μας οδηγεί στην αληθινή θεογνωσία. Οι μέθοδοι της άσκησής μας είναι η αμνησικακία, η νηστεία, η προσευχή, η ελεημοσύνη και η μη πλεονεξία. Παράλληλα, οι ασκητικές μέθοδοι αυτές εκφράζουν και την ελπίδα και την αγάπη μας προς τον Κύριο.
Η πρώτη άσκηση είναι η αποφυγή της γαστριμαργίας. Ο κοιλιόδουλος είναι δούλος των τροφών και ως δούλος παύει να είναι ελεύθερος αλλά εξαρτώμενος από μία ανάγκη φυσιολογική μέν που ο ίδιος την μετέτρεψε σε πάθος.
Η νηστεία, όπως και κάθε άσκηση, είναι προσωπικός αγώνας. Δεν γίνεται για επίδειξη προς τους άλλους άλλως καταντά φαρισαϊσμός ή τυπολατρία προς επίδειξη -  αλλά και για ορισμένους μια «θρησκευτική» δίαιτα.
Η νηστεία χωρίς την αγάπη για τον συνάνθρωπο δεν είναι αρεστή στον Θεό. Άλλωστε η νηστεία είναι στενά συνδεδεμένη και με την ελεημοσύνη και την προσευχή. Κάθε άσκηση γίνεται από αγάπη προς τον Θεό και όχι σαν αντάλλαγμα για την απόκτηση της σωτηρίας. Η αληθινή νηστεία γίνεται κρυφά γιατί έτσι εκφράζει ο πιστός την ελπίδα του στον Θεό. Είναι μια μορφή έμπρακτης μετάνοιας η οποία χαρίζει την σωτηρία σε κάθε άνθρωπο.
Ο Ιησούς Χριστός αποκάλυψε ότι ο Θεός είναι Πατέρας με απέραντη αγάπη και καλοσύνη. Χάρη στην μεγάλη ευσπλαχνία Του μας ξαναγέννησε σε μια καινούρια ζωή με την ανάσταση του Ιησού Χριστού. Τελικός σκοπός η ομοίωση του ανθρώπου με τον Θεό. Ως όμοιος με τον Θεό η ζωή του ανθρώπου πρέπει να χαρακτηρίζεται από φιλευσπλαχνία, καλοσύνη, ταπεινοφροσύνη, πραότητα, μακροθυμία, ανοχή και συγχώρηση. Όπως έκανε ο Χριστός, έτσι να κάνουμε όλοι μας μεταξύ μας.
Η έλλειψη αγάπης προς τον άλλον είναι έλλειψη αγάπης προς τον εαυτό μας, αφού τότε αποκλείουμε τον εαυτό μας από την συγνώμη του Θεού. Όπως ο ουράνιος Πατέρας μας πρέπει να σπεύδουμε στην συγχώρεση και στην αγάπη. Ο μνησίκακος μισεί και αποστρέφεται τον άνθρωπο που τον έβλαψε και συνέχεια θυμάται το κακό που του έγινε. Ο Θεός όμως αποστρέφεται το μνησίκακο και ο άνθρωπος αυτό χάνει την φιλανθρωπία του Θεού. Η μνησικακία δημιουργεί μια συνεχή ταραχή στον άνθρωπο, ανησυχία και έναν εσωτερικό πόλεμο – πόλεμο δια της φαντασίας. Η μνησικακία είναι μία από τις μεγαλύτερες αμαρτίες.

Ιησούς Χριστός: Ελληνισμός-Χριστιανισμός (11)ΣΑΚΚΕΤΟΣ

 

 

Ιησούς Χριστός: Ελληνισμός-Χριστιανισμός (11)

Διαβάστε το πρώτο μέρος του κεφαλαίου: «Η Προσδοκία του Αναμενόμενου Μεσσία», του βιβλίου μας: «Ιησούς Χριστός: Ελληνισμός-Χριστιανισμός», με πλήθος ιστορικών και αρχαιολογικών στοιχείων για τις προρρήσεις των αρχαίων Ελλήνων, όσον αφορά στην Έλευση του Θεανθρώπου πάνω στη γη!..
Η ΠΡΟΣΔΟΚΙΑ ΤΟΥ ΑΝΑΜΕΝΟΜΕΝΟΥ ΜΕΣΣΙΑ!..
Προρρήσεις Αρχαίων Ελλήνων και Βιβλικών Προφητών.

«…τον λοιπόν βίον καθεύδοντες διατελοίτε αν ει
μη τινα άλλον ο θεός υμίν επιπέμψειν
κηδόμενος υμών».
(Πλάτωνος, Απολογία Σωκράτους )
ΤΑ ΜΗΝΥΜΑΤΑ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΘΕΩΝ
Προρρήσεις μιας παγκοσμίου προσδοκίας Θεανθρώπου Λυτρωτού
Χωρίς αμφιβολίαν, η παγκόσμιος προσδοκία ενανθρωπήσεως του Αναζητούμενου και Νοσταλγουμένου Ενός Υψίστου, του μόνο όντως Θεού, ως η μόνη εναπομένουσα λύσις της ανθρωπότητας, ήταν κάτι το οποίο απασχολούσε όλα τα υπερνέφελα και υψιπετή πνεύματα της αρχαίας ελληνικής διανοήσεως.
Από την εποχή της Μινωϊκής Θρησκείας και των Ομηρικών Επών μέχρι και των χρόνων της Καινής Διαθήκης, μεμαρτυρημένη είναι η πίστις των Αρχαίων Ελλήνων εις εμφανίσεις των θεών (θεοφάνια) είτε ως φανταστικών είτε ως πραγματικών ανθρώπων.
Ως παράδειγμα να αναφέρουμε τους κατοίκους της Ν. Ιταλίας, την «Μεγάλην Ελλάδα» όπου εθεώρησαν τον Πυθαγόραν ως θεόν, δεδομένου ότι άλλοι των εθεωρούσαν ως τον Πύθιον Απόλλωνα, «άλλοι δ’ άλλον των Ολυμπίων θεών φημίζοντες…»,1 όπως γράφει ο Ιάμβλιχος εις το έργο: «Περί του πυθαγορείου βίου» (6, 30).
Ακόμη και αυτός ο Πυθαγόρας «ως αν όντως ο θεός αυτός ων» είπε «προς ΄Αβαριν τον Σκύθην εξ Υπερβορείων, ότι επί θεραπεία και ευεργεσία των ανθρώπων ήκοι, και δια τούτο ανθρωπόμορφος, ίνα μη ξενιζόμενοι προς το υπερέχον ταράσσωνται και την παρ’ αυτώ μάθησιν αποφεύγωσιν» 2. Εις τον Κρότωνα δε ο Πυθαγόρας «δεχθείς τους εκ Σηβάριδος πρεσβευτάς ωμίλησε κατά τοιούτον τρόπον, όθεν δη και παρά τισιν Απόλλωνα νομισθήναι αυτόν». 3
Ο Ευριπίδης εις το έργο: «Βάκχαι», 4 «βάζει στο στόμα» του θεού Διονύσου τα εξής προφητικά λόγια:
«μορφήν δ’ αμείψας εκ θεού βροτησίαν πάρειμι» 5

Η ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΠΡΟΣΔΟΚΙΑ ΘΕΑΝΘΡΩΠΟΥ ΛΥΤΡΩΤΟΥ

 



Η ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΠΡΟΣΔΟΚΙΑ
ΘΕΑΝΘΡΩΠΟΥ ΛΥΤΡΩΤΟΥ

Λεωνίδου Ι Φιλιππίδου (+ )
Καθηγητού και Πρυτάνεως του Πανεπιστημίου Αθηνών
 Απόσπασμα από το βιβλίο του: Ιστορία της εποχής της Κ. Διαθήκης εξ απόψεως παγκοσμίου και πανθρησκειακής

‘’και αυτόν θα αναμένουν όλα τα Έθνη’’ Γεν. 49, 10
‘’στο όνομά Του θα ελπίζουν οι λαοί’ ’Ησ. 42, 4

1.  Το θέμα

Η παγκόσμια προσδοκία ενανθρώπησης του Αναζητούμενου και Νοσταλγούμενου Ενός Υψίστου Θεού, του μόνου πραγματικού Θεού, ως η μόνη που απομένει, και γι αυτό ελπίζεται, λύση του παναθρώπινου δράματος του χωρισμού Θεού και ανθρώπου.
1. – Στην Ιστορία των θρησκευμάτων, δηλ. στην θρησκειακή ιστορία όλης της ανθρωπότητας η θεανθρώπινη προσδοκία, προσδοκία παγκόσμια, προβάλλει ως αναγκαία και λογική συνέπεια της αδυναμίας του ανθρώπου να γνωρίσει τον Ένα Θεό του, τον Αναζητούμενο δια μέσου των αιώνων, και αν ενωθεί με Αυτόν, δηλ. να λυτρωθεί.
Επομένως στην παγκόσμια θεανθρώπινη προσδοκία αποκορυφώνεται αφενός η διαμέσου των αιώνων μονοθεϊκή ή μονοθεΐζουσα ανάταση της ανθρωπότητας, αφετέρου η διακαής λυτρωτική νοσταλγία της. Γι’ αυτό και η θεανθρώπινη προσδοκία προβάλλει από την βαθειά θρησκεύουσα και αλύτρωτη ψυχή των προχριστιανικών λαών ως πανανθρώπινο αίτημα, ως η μόνη απομένουσα λύση στο ανθρώπινο δράμα.
Διαπιστώσαμε ήδη στους προχριστιανικούς πολυθεϊκούς λαούς την έμφυτη και έντονη εκ διαισθήσεως πίστη σε Ένα Ύψιστο Ον, ως το μόνο αληθινό Ον. Αποδείχτηκε εθνολογικώς και θρησκειολογικώς, ότι η πίστη αυτή οφειλόταν στην κληρονομημένη από πολύ παλαιά ανάμνηση του αφετηριακού Μονοθεϊσμού της πρώτης αποκάλυψης, ήτοι στην παμπάλαια θρησκευτική εμπειρία, η οποία κληροδότησε δια μέσου των αιώνων στις γενεές τα χαράγματά της στα ενδόμυχα βάθη της ανθρώπινης ψυχής. Είδαμε μέσω της ιστορίας των θρησκειών των λαών τις αναλαμπές αυτής της πίστης, ήτοι τις μονοθεΐζουσες και μονοθεϊκές εξάρσεις τους, την αδιάλειπτη πνευματική και ψυχική ανάτασή τους, προς το βαθειά πιστευόμενο Ένα Ύψιστο αληθινό Ον. Παρακολουθήσαμε την συγκινητική προσπάθεια της ανθρωπότητας, να φθάσει τον Αναζητούμενο Ένα Θεό της, ώστε να αποκτήσει πλήρη γι’ Αυτόν γνώση και με την πλήρη γνώση Του να γεφυρώσει το μεταξύ ανθρώπου και Θεού διαιώνιο χάσμα, δηλ. να λυτρωθεί. Και έγινε φανερό, ότι παρά τις κάποιες ακτίνες θείας αλήθειας, οι οποίες φώτισαν τους πνευματικούς εκπροσώπους των λαών, και παρά την από τα βάθη της ψυχής των λαών αναδυόμενη έντονη νοσταλγία τους προς τον Αναζητούμενο Ένα Θεό, δεν μπόρεσαν να φθάσουν στην πλήρη και ικανοποιητική γνώση γι’ Αυτόν και στην μετ’ Αυτού κοινωνία. Η προσπάθεια ανόδου του ανθρώπου προς τον αληθινό Θεό απέβει μάταιη, η αληθινή θεογνωσία παρέμεινε νοσταλγία. Δεν μπόρεσε ο άνθρωπος να φθάσει στον άφθαστο και η νοσταλγία για λύτρωση παρέμεινε λυτρωτική νοσταλγία χωρίς να επιτευχθεί πραγματική λύτρωση, ήτοι επανασύνδεση Θεού και ανθρώπου. Ούτε λύτρωση ούτε λυτρωτής Θεός υπάρχει στις λυτρωτικές υποσχέσεις των προχριστιανικών και εξωχριστιανικών θρησκευμάτων.
Γι’ αυτό, αφού ο άνθρωπος δεν μπόρεσε με τις δικές του δυνάμεις να ανυψωθεί μέχρι την πλήρη γνώση του Θεού του, του Ενός και μόνου πραγματικού και Αληθινού, μία μόνο φυσική, λογική και αναγκαία λύση απέμεινε για αληθινή θεογνωσία και αληθινή λύτρωση, για αποκάλυψη αληθινή του ίδιου του Θεού στους ανθρώπους και για ένωση Θεού και ανθρώπου: η κάθοδος προς τους ανθρώπους αυτού του ίδιου του αναζητούμενου Ενός, του Θεού.
Επειδή δε ο Θεός είναι αόρατος, γι’ αυτό και ‘’ποτέ κανείς δεν είδε τον Θεό’’[i] ‘’είναι αδύνατο στους ανθρώπους να δουν τον Θεό’’[ii]. Εξ άλλου ο μόνος τρόπος να επικοινωνήσουν οι άνθρωποι με τον Θεό και να πιστεύσουν, ότι Αυτός είναι ο Αναζητούμενος Αληθινός Θεός, ήταν ο τρόπος της άμεσης αυτοψίας. Για τον λόγο αυτό, μόνο εάν ο Θεός περιβαλλόταν ανθρώπινο σώμα, ενσωματούμενος δια πραγματικής ενανθρωπήσεως, θα ήταν δυνατόν να πεισθούν οι άνθρωποι και να πιστεύσουν, ότι στο Πρόσωπο του πραγματικού Θεανθρώπου έχουν τον όλο Αναζητούμενο Θεό τους, ο οποίος θα αναστρεφόταν μεταξύ τους ως Θεός με όλη την πληρότητα της θεϊκής Του ουσίας, αποδεικνύοντας τον ίδιο Του τον εαυτό με όλη την εμφάνιση και δράση Του ως τον αληθινό Θεό. Συγχρόνως όμως και ως άνθρωπο ψηλαφητό, τον οποίο μπορούν να δουν, να ρωτήσουν και γενικά με τα ανθρώπινα αισθητήρια να διαπιστώσουν και πιστεύσουν. Εξ άλλου ο άνθρωπος, ως το τελειότατο ον της δημιουργίας, ο μόνος για τον οποίο αποκαλύπτεται, ότι ‘’κατ’ εικόνα Θεού εποίησε αυτόν’’[iii] ο Θεός, ήταν η πλέον οικεία μορφή σ’ Αυτόν, από την στιγμή που ο Θεός θα προσέφευγε σε κάποια επίγεια ορατή μορφή χάρη των ανθρώπων.

Τετάρτη 23 Ιουλίου 2014

Γιατί μνημονεύουμε τα ονόματα

  
 
Γιατί μνημονεύουμε τα ονόματα
Αγίου Ιωάννου της Κροστάνδης
Μερικοί ρωτούν γιατί μνημονεύουμε τα ονόματα των κεκοιμημένων και των ζώντων στις προσευχές που κάνουμε γι’ αυτούς. Ο Θεός σαν παντογνώστης που είναι, δεν ξέρει τα ονόματά τους και τις ανάγκες τους;
Όμως αυτοί που μιλούν και σκέπτονται έτσι, ξεχνούν ότι την προσευχή δεν την κάνομε για ενημέρωση του Θεού. Φυσικά ο Θεός δεν έχει ανάγκη τέτοιας ενημερώσεως. Άλλη είναι η σημασία αυτής της προσευχής.
Προσευχόμεθα υπέρ των ζώντων και των μεταστάντων και τους μνημονεύουμε με τα ονόματά τους, για να δείξουμε, ότι τους αγαπάμε με όλη μας την καρδιά.
Γιατί δεν είμαστε απλώς συγγενείς ή φίλοι ή γνωστοί, αλλά «αλλήλων μέλη». Μέλη της Μιάς Εκκλησίας, του Ενός Μυστικού Σώματος του Χριστού.
Υπάρχει τεράστια διαφορά ανάμεσα στη μηχανική και απαθή μνημόνευση των ονομάτων και στην ολοκάρδια προσευχή. Το ένα απέχει από τον άλλο, όσο ο ουρανός από τη γη.
Η προσευχή πρέπει να είναι ειλικρινής εκδήλωση αγάπης. Η αγάπη είναι η πρώτη και μεγάλη εντολή. Γι’ αυτό ο Θεός τη δέχεται. Και γι’ αυτό την περιμένει! Η αγάπη για τους ζώντες και κεκοιμημένους αδελφούς μας είναι χρέος.
Το πρώτο από όλα. Κάθε λέξη στην προσευχή, κάθε λέξη που πηγάζει από τα βάθη της καρδιάς, έχει πολλή δύναμη: «Πολύ ισχύει δέησις δικαίου ενεργουμένη», λέγει η Αγία Γραφή.
Και αν έχει τόση μεγάλη σημασία η μνημόνευση των ονομάτων ζώντων και κεκοιμημένων σε οποιαδήποτε προσευχή, πόσο μεγαλύτερη σημασία και αξία έχει, όταν μνημονεύονται τα ονόματα στην ιερότερη προσευχή, στη Θεία Λειτουργία; Στη Θεία Λειτουργία ο ιερέας επισφραγίζει τη μνημόνευση των ονομάτων ζώντων και κεκοιμημένων με τα λόγια «Απόπλυνον, Κύριε, τα αμαρτήματα των ενθάδε μνημονευθέντων δούλων Σου τω αίματί Σου τω αγίω».
Πηγή: περιοδικό «Ο Άγιος Λάζαρος», έκδοση Ι.Ν. Αγ. Λαζάρου-Λάρνακα

Η σωτηρία διά της απώλειας

  


Η σωτηρια

Η σωτηρία διά της απώλειας
 
Αγίου Λουκά Κριμαίας
 
«Ος γαρ αν θέλει την ψυχήν αυτού σώσαι, αποτελέσει αυτήν• ος δ’ αν απολέση την εαυτού ψυχήν ένεκεν εμού και του ευαγγελίου, ούτος σώσει αυτήν».
Ω, Κύριέ μου! Είναι πολύ σημαντικός αυτός ο λόγος σου και έχει μεγάλο βάθος. Είναι πολύ σημαντικό για μας να καταλάβουμε το βάθος του λόγου αυτού! Τα λόγια Σου σε πολλούς δημιουργούν σύγχυση και προκαλούν απορία. Τι σημαίνει αυτό που λέει ο Κύριος Ιησούς Χριστός, ότι πρέπει να χάσουμε τη ψυχή μας. Εμείς θέλουμε να την σώσουμε και Αυτός μας λέει να την χάσουμε. Και μάλιστα να χάσουμε την ψυχή μας είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να την σώσουμε, αυτό ακριβώς λέει ο λόγος Του. Και πως να το καταλάβουμε; Αυτό πρέπει να σας εξηγήσω για να διαλύσω τις απορίες σας.
Τι είναι η ανθρώπινη ψυχή; Η ψυχή μας είναι το σύνολο των αισθήσεων, των επιδιώξεων και των επιθυμιών μας, των αντιλήψεων και προσλήψεων από τον εξωτερικό και τον εσωτερικό κόσμο. Το περιεχόμενο της ψυχής του κάθε ανθρώπου είναι διαφορετικό. Όλοι σας γνωρίζετε πόσο διαφορετικές είναι οι σκέψεις, οι επιθυμίες και οι επιδιώξεις της κάθε ανθρώπινης ψυχής.
Πολύ συχνά αυτές οι επιδιώξεις και οι επιθυμίες είναι ακάθαρτες και ανώμαλες. Η ψυχή ενός ανθρώπου που μπορεί να είναι γεμάτη από ψέμα, υπερηφάνεια, εγωισμό, αυτοέπαινο, λαιμαργία, πορνεία ή ακόμα και να έχει τάση να κλέβει και να φονεύει τον πλησίον. Μία τέτοια ψυχή είναι βδέλυγμα ενώπιον του Θεού. Αυτή μοιάζει με τον τόπο που πετάνε τις ακαθαρσίες, ο οποίος είναι γεμάτος απαίσια σκουλήκια. Μια τέτοια ψυχή είναι σαπρή και δεν είναι άξια του ελέους του Θεού.
Οι ψυχές των ανθρώπων είναι καθαρές και γεμάτες καλές επιθυμίες. Αλλά και σε τέτοιες ψυχές, αν αυτές δεν έχουν την χάρη του Θεού, μπορεί να υπάρχει βρωμιά. Γι’ αυτό ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός λέει, ο,τι αυτός που θέλει να τον ακολουθήσει πρέπει να απαρνηθεί τον εαυτό του. Τι σημαίνει να απαρνηθούμε τον εαυτό μας; Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να απαρνηθούμε τα δικά μας σχέδια και την δική μας κατανόηση των οδών της ζωής, να παρατήσουμε τις επιθυμίες και τις επιδιώξεις μας και να απαρνηθούμε την βούλησή μας. Πρέπει την ψυχή μας αυτή, την ρυπαρή και αμαρτωλή, να την χάσουμε και να την απαρνηθούμε ολοσχερώς. Αν δεν θα χάσει ο άνθρωπος αυτή την ακάθαρτη ψυχή του, τότε είναι αδύνατον γι’ αυτόν να αποκτήσει την Βασιλεία των Ουρανών.
Αν θα την χάσει, αν θα απαρνηθεί μία τέτοια ψυχή, τότε θα την σώσει. Διότι μόνο τότε, όταν η ψυχή θα ελευθερωθεί από τις αμαρτωλές επιθυμίες και γίνει φωτεινή, μπορεί να κατοικήσει μέσα της το Άγιο Πνεύμα. Μόνο τότε ο Χριστός θα σώσει αυτή την ψυχή. Γιατί ο Χριστός δεν σώζει κανέναν δια της βίας. Περιμένει να μισήσει ο άνθρωπος τον εαυτό του και με μετάνοια να στραφεί προς τον Θεό και να τον ικετέψει για την σωτηρία του, να επιθυμεί το άγιο Πνεύμα να κατοικήσει στην ψυχή του.

Συχνά ο Θεός δεν απαντά στις προσευχές μας. Σιωπά....Π. ΣΩΦΡΟΝΙΟΣ

 




Πολλοί εκλαμβάνουν τη σιωπή Του ως ένδειξη τού ότι ο Θεός «δεν υπάρχει», «πέθανε». Αν όμως σκεφτόμαστε σε ποιά θέση φέρνουμε το Θεό με τα πάθη μας, τότε θα βλέπαμε ότι Αυτός δεν έχει άλλη επιλογή, παρά μόνο να σιωπήσει.

Ζητάμε από Αυτόν να μας υποστηρίξει στις αδικίες μας. Δεν μας ενοχοποιεί φανερά. Μας αφήνει να πορευτούμε στους πονηρούς δρόμους μας και να θερίσουμε τους καρπούς των προσωπικών μας αμαρτιών. Αν όμως στραφούμε προς Αυτόν με μετάνοια, τότε έρχεται γρήγορα, γρηγορότερα από όσο περιμέναμε.

Γνωρίζοντας τις ανάγκες μας, πολύ συχνά τις προλαμβάνει. Μόλις προφέρουμε στην προσευχή τα αιτήματά μας, που δικαιολογούνται με την πραγματικότητα της ζωής μας μέσα στον κόσμο, Αυτός ήδη τα έχει εκπληρώσει.

Συνεπώς, η σιωπή του Θεού είναι απάντηση στις αδικίες μας η πιο εύγλωττη, η πιο ευγενική.

Διώξαμε από τη ζωή μας το Θεό - Λόγο, τον λόγο του Θεού. Παραμελήσαμε το λόγο αυτό, και να! Θερίζουμε τις συνέπειες του έργου μας.


_________________

«Όπου επισκιάζει η χάρις σου Αρχάγγελε, από εκεί διώκεται η δύναμη του διαβόλου.
Διότι δεν μπορεί να μείνει κοντά στο Φώς σου ο εωσφόρος που έπεσε στο σκοτάδι και παραμένει σ’ αυτό.
Γι' αυτό Μιχαήλ Αρχάγγελε, σε παρακαλούμε να σβήνεις τα βέλη του που είναι γεμάτα πυρ και κινούνται εναντίον μας»




«Μίλα όταν έχεις κάτι καλύτερο από την σιωπή».


Γέροντας Σωφρόνιος:Τρία πράγματα δεν μπορώ να κατανοήσω...

                

Από  imverias.blogspot.gr




Τρία πράγματα δεν μπορώ να κατανοήσω:
1) Πίστη χωρίς δογµα. 2) Χριστιανισμό έξω από την Εκκλησία. 3) Χριστιανισμό χωρίς άσκηση. Καί τα τρία αυτά, Εκκλησία, δογµα και ασκητική, δηλαδή Χριστιανική άσκηση, συνιστούν για µένα ενιαία ζωή.
(Γέρων Σωφρόνιος του Έσσεξ) 

Γέροντας Σωφρόνιος: Ποιος κάνει "κουμάντο" μέσα στην οικογένεια;

Γέροντας Σωφρόνιος: Ποιος κάνει "κουμάντο" μέσα στην οικογένεια;


Αν η γυναίκα εργάζεται εξίσου με τον άνδρα, τότε πάλι καταργείται η δικαιοσύνη, επειδή η γυναίκα στην οικογένεια, παράλληλα με την εργασία, βαστάζει και άλλα βάρη, επιπρόσθετα καθήκοντα, επειδή ακριβώς αυτή είναι η μητέρα των παιδιών. Θα νόμιζε κάποιος ότι, επειδή η γυναίκα βαρύνεται από μεγαλύτερες ευθύνες και ασκεί πολυπλοκότερο ρόλο, σε αυτήν πρέπει να ανήκει το προνόμιο να «κατευθύνει» την οικογένεια. Ασφαλώς κάποιος πρέπει να κατευθύνει την οικογένεια, όπως και κάθε άλλο ανθρώπινο καθίδρυμα. Έτσι, σε πολλές οικογένειες ανακύπτει η πάλη για εξουσία, που πολύ συχνά γίνεται καταστροφική για την οικογένεια. Συνεπώς, όπου και αν στρέψουμε τήν προσοχή μας, παντού βλέπουμε υπερβολικά πολύπλοκα προβλήματα, και δεν πλησιάσαμε ακόμη στην επίλυσή τους.
Έκανα τις λίγες αυτές παρατηρήσεις, για να δω τα πράγματα έτσι όπως τα βλέπει η πλειονότητα των ανθρώπων. Νομίζω όμως ότι εμείς ως χριστιανοί βλέπουμε ακόμη και εκείνα που οι άλλοι δεν προσέχουν. Θεωρούμε ότι το σπουδαιότερο θέμα γενικά για κάθε άνθρωπο είναι το ερώτημα: Τί είναι ο άνθρωπος; Ποιός είναι ο προορισμός του; Γιατί και για ποιό λόγο εμφανίστηκε στον κόσμο; Ποιός σκοπός υπάρχει μπροστά του; Ποιό είναι το νόημα της υπάρξεώς του; Αν δεν απαντήσουμε στα ερωτήματα αυτά, δεν θα μπορέσουμε ποτέ να λύσουμε τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε ούτε σε ένα επίπεδο. Είναι αδύνατον για παράδειγμα να επιτύχουμε αληθινά δίκαια δομή της κοινωνίας χωρίς τη γνώση αυτή. Δεν μπορούμε να λύσουμε το πρόβλημα της κρατικής οργανώσεως, αν δεν έχουμε απάντηση στο κύριο αυτό ερώτημα. Όλη η ιστορία της ανθρωπότητας γράφεται με άσκοπη περιδίνηση, παράλογους πολέμους, άδικη καταπίεση του ισχυρού επάνω στον ασθενή, όπως βλέπουμε στο ζωικό κόσμο. Συνεπώς, τί είναι ο άνθρωπος; Τήν απάντηση στο ερώτημα αυτό την παίρνουμε από την Άγια Γραφή: «Και εποίησεν ο Θεός τον άνθρωπον, κατ’ εικόνα Θεού… άρσεν και θήλυ εποίησεν αυτούς» (Γέν. 1,27). Και λίγο πιο κάτω διαβάζουμε: «Έπλασεν ο Θεός τον άνθρωπον, χουν από της γης, και ενεφύσησεν εις το πρόσωπον αυτού πνοήν ζωής, και εγένετο ο άνθρωπος εις ψυχήν ζώσαν» (Γέν. 2,7).
Αν λοιπόν ο Θεός δημιούργησε τον άνδρα και την γυναίκα ως ενιαία ανθρωπότητα, τότε είναι φυσικό ότι το θέμα της σχέσεως μεταξύ ανδρός και γυναικός ήταν και θα είναι πάντοτε ένα από τα σπουδαιότερα ζωτικά θέματα. Αν στρέψουμε την προσοχή μας στα φυσικά χαρίσματα της γυναίκας και τα συγκρίνουμε με τα αντίστοιχα τους στον άνδρα, θα δούμε από την μακρόχρονη πείρα ότι τα χαρίσματα αυτά είναι ποικίλα· κάποτε συμπίπτουν, ενώ κάποτε γίνονται συμπληρωματικά το ένα του άλλου. Γνωρίζουμε επίσης από την ιστορία και από την Αγία Γραφή ότι στην Ανατολή, όπου γεννήθηκαν όλες οι μεγάλες θρησκείες, η κυριότητα του άνδρα επάνω στη γυναίκα ήταν υπερβολικά ισχυρή. Η γυναίκα στη συνείδηση της Ανατολής ήταν κατά κάποιο τρόπο κατώτερο ον. Ακόμη και στο Ευαγγέλιο βλέπουμε παρόμοια χωρία, όπως για παράδειγμα: «ΟΙ δε εσθίοντες ήσαν άνδρες ωσεί πεντακισχίλιοι χωρίς γυναικών και παιδίων» (Ματθ. 14,21). Ελάμβαναν οπ’ όψιν μόνο τους άνδρες, ενώ τις γυναίκες ούτε καν τις μετρούσαν. Αλλά αυτό δεν το βλέπουμε μόνο στην Ανατολή.
Έτυχε να διαβάσω, όταν ήμουν νέος, κάποιες στατιστικές που έκαναν μερικοί Γερμανοί μορφωμένοι άνθρωποι για τον ρόλο του άνδρα και τον ρόλο της γυναίκας στην ιστορία του πολιτισμού. Οι πολυμαθείς αυτοί Γερμανοί παρουσίαζαν τα κατορθώματα του άνδρα ως άκρως σημαντικά (παρομοιάζοντας τα ως όρη υψηλά), ενώ από τα κατορθώματα της γυναίκας σημείωναν μόνο μερικά που ούτως ή άλλως γράφτηκαν στην ιστορία του πολιτισμού.
Μου φαίνεται ότι η παρεξήγηση αυτή εμφανίστηκε ως συνέπεια της απώλειας της συνειδήσεως εκείνης, που περιέχεται στη Γραφή: «Και εποίησεν ο Θεός τον άνθρωπον κατ’ εικόνα Θεού… άρσεν και θήλυ εποίησεν αυτούς» (Γεν. 1,27).
Αυτό το ξεχνούν όχι μόνο οι άνδρες, αλλά και οι ίδιες οι γυναίκες. Για να διορθώσουμε λοιπόν τη ζωή μας σε όλα τα επίπεδά της, αρχίζοντας από την οικογένεια, οφείλουν οι γυναίκες να ανυψωθούν με το πνεύμα και να φανερώσουν στον κόσμο την αυθεντική αξία τους, τον υψηλό ρόλο τους. Για την χριστιανική Εκκλησία το θέμα του ρόλου της γυναίκας γίνεται κάθε χρόνο διαρκώς οξύτερο.
Βλέπουμε ότι στις χώρες όπου ο άθεος κομμουνισμός διεξάγει ανοικτή πάλη εναντίον της Εκκλησίας με την εφαρμογή κάθε είδους εκβιασμών, διασώζει την Εκκλησία η ανδρεία των γυναικών, η αυτοθυσία τους, η ετοιμότητά τους για κάθε είδους παθήματα. Παντού παρατηρούμε ότι οι γυναίκες στις Εκκλησίες αποτελούν το μεγαλύτερο ποσοστό. Μπορούμε να πούμε ότι στις Εκκλησίες κατά τις ακολουθίες οι γυναίκες συνιστούν την πλειονότητα, κάποτε τα τρία τέταρτα, κάποτε όμως και περισσότερο. Αν τώρα όλες οι γυναίκες αποχωρούσαν από την Εκκλησία, τότε αυτή δεν θα μπορούσε να υπάρχει, γιατί οι άνδρες που εκπληρώνουν υψηλή ποιμαντική διακονία, κατέχοντας υψηλές ιεραρχικές θέσεις, θα έμεναν ολιγάριθμοι και, με απλά λόγια, θα ήταν γι’ αυτούς από υλικής πλευράς αδύνατον να διατηρήσουν την Εκκλησία.
Συνεπώς ο ρόλος της γυναίκας στην Εκκλησία είναι μεγάλος, και όλοι μας πρέπει να σκεφτούμε το φαινόμενο αυτό. Στη χριστιανική μας διδασκαλία για τον άνθρωπο, μιλώντας θεολογικά, η γυναίκα παρουσιάζεται στο ίδιο ακριβώς μέτρο ως άνθρωπος, όπως και ο άνδρας. Οι δυνατότητες της διακονίας της μέσα στην ιστορία είναι απεριόριστες. Το γεγονός ότι ο Θεός Λόγος σαρκώθηκε από γυναίκα καταδεικνύει ότι η γυναίκα δεν είναι καθόλου μειωμένη ενώπιον του Θεού.
αποσπάσματα από: Αρχιμ. Σωφρονίου, Το Μυστήριο της χριστιανικής ζωής, Ι.Μ. Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ, 2010

Άγιος Ισαάκ ο Σύρος: Δύο όπλα κατά του σαρκικού πολέμου.

Άγιος Ισαάκ ο Σύρος: Δύο όπλα κατά του σαρκικού πολέμου.



Δύο όπλα μας προσφέρει και ο όσ. Ισαάκ ο Σύρος κατά του σαρκικού πολέμου.
 Το πρώτο:
«Κανένα άλλο πράγμα δεν είναι τόσο ισχυρό, ώστε ν' αποβάλη από την ψυχή του ανθρώπου τις ενθυμήσεις της παλαιάς ακολασίας, και να διώξη τις μνήμες της, οι οποίες κινούνται και διεγείρονται κατά της σάρκας, και ανάβουν τη φλόγα της αισχρής επιθυμίας, όσο το να καταγίνεται κανείς με πόθο στη μελέτη της θείας Γραφής και να αναζητά τα βάθη των νοημάτων της. 

Όταν οι λογισμοί, από την ηδονή της επίμονης μελέτης της σοφίας του Θεού, η οποία υπάρχει θησαυρισμένη στη θεία γραφή, καθαρισθούν με τη δύναμι εκείνη, με την οποία αποκτάται  τελείως η αληθινή γνώσι, τότε ο άνθρωπος απαρνείται αμέσως το μάταιο κόσμο και λησμονεί όλα του τα αγαθά, και εξαλείφει από την ψυχή του όλες τις ενθυμήσεις, οι οποίες δημιουργούν στο νου του εικόνες της σωματώσεως του κόσμου.» (Ασκητικοί Λόγοι, εκδ. Αστήρ, Αθήναι 1961, 3)
  Και το δεύτερο:
«Είπε κάποτε κάποιος γνωστικός άγιος, ότι κανένα άλλο πράγμα δεν μπορεί να ελευθερώση το μοναχό από το δαίμονα της υπερηφάνειας και να συνεργήση στη σωφροσύνη του τον καιρό που πειράζεται και εξάπτεται σ' αυτόν το πάθος της πορνείας, όσο εκείνο, το να επισκέπτεται και να βοηθάη τους ασθενείς, οι οποίοι βρίσκονται κατάκοιτοι στο κρεβάτι, και εκείνους, οι οποίοι  καταξηράνθηκαν από τη στενοχώρια της σάρκας.» (Αββά Ισαάκ του Σύρου, Ασκητικοί Λόγοι, εκδ. Αστήρ, Αθήναι 1961, 309)