Σάββατο 15 Απριλίου 2017

«ΘΑΝΑΤΟΝ ΘΑΝΑΤΩ ΣΥ ΘΑΝΑΤΟΙΣ ΘΕΕ ΜΟΥ»!

 



«ΘΑΝΑΤΟΝ  ΘΑΝΑΤΩ ΣΥ ΘΑΝΑΤΟΙΣ ΘΕΕ ΜΟΥ»!
«ΘΑΝΑΤΟΝ  ΘΑΝΑΤΩ ΣΥ ΘΑΝΑΤΟΙΣ ΘΕΕ ΜΟΥ»!
Λάμπρου Κ. Σκόντζου
Θεολόγου - Καθηγητού
Το γεγονός του θανάτου αποτελεί την πιο συγκλονιστική και συνάμα την πιο φοβερή κατάσταση στην ανθρώπινη φύση. Μέσα από την μελέτη της παγκόσμιας ανθρωπολογίας  διαπιστώνουμε  ότι η αγωνία  του θανάτου  είναι από την αρχή της ανθρώπινης ιστορίας το μόνιμο και το πιο επώδυνο άγχος του ανθρώπου. Η επί γης ζωή  του  είναι  μια  συνεχής  και ανελέητη  μάχη  κατά  του θανάτου, την  οποία  οι ειδικοί  ονοματίζουν  ως  «ένστικτο αυτοσυντηρήσεως».  Το  πρώτο πράγμα  που προμηνάει  η  γέννησή μας  είναι  ο αναπόφευκτος θάνατός  μας!  Η γέννηση  και ο θάνατος   είναι   οι δυο σταθερές   της   υπάρξεώς   μας. Αυτή είναι δυστυχώς η πραγματικότητα, έστω και αν δεν επιθυμούμε, για λόγους  ψυχολογικούς, να την παραδεχτούμε. Ο θάνατος, ο «έσχατος εχθρός» (Α΄Κορ.15,26) με τα προμηνύματά του είναι  το  υφάδι  της  ανθρώπινης  κακοδαιμονίας  και  του  ατέλειωτου δράματος, διότι αυτός είναι το αναπόφευκτο της ζωής!

 Ενώ  για  την  θύραθεν  διανόηση  το  πικρό  γεγονός  του  θανάτου  είναι  ένα ανεξήγητο μυστήριο, για την χριστιανική μας πίστη το πρόβλημα έχει την εξήγησή του. Ο θάνατος υπήρξε το τραγικό αποτέλεσμα της εισόδου του κακού στον κόσμο και την ανθρώπινη φύση. Είναι η νομοτελειακή κατάληξη του αυτονομημένου από το Θεό ανθρώπου. Είναι το προϊόν της εθελούσιας αποκοπής του από την πηγή της ζωής, όπως η αποκοπή του λαμπτήρα από την πηγή της ηλεκτρικής ενέργειας.

Φυσικά  ο  άνθρωπος  δεν  πλάστηκε  φύσει  θνητός,  αλλά  δυνάμει  αθάνατος.  Η έννοια  της  θνητότητας  και  της  φθοράς  είναι ασυμβίβαστη  με  τις  έννοιες  της αιωνιότητας του Θεού. Η υπέρτατη ελεύθερη επιλογή του ανθρώπου μπορούσε να καθορίσει  την μελλοντική  του  κατάσταση.  Δυστυχώς  προτίμησε  τη  θνητότητα. Έτσι μετά από την μοιραία πτώση κανένας θνητός δεν μπορεί να ξεφύγει από αυτή τη φοβερή κατάληξη. Προορισμός του σώματος είναι το υγρό χώμα της γης και της ψυχής ο παμφάγος και τυραννικός άδης. Εκεί «κατέρχονται» όλοι οι ζώντες, χωρίς καμιά   διάκριση   (Ησ.38,18.   Ιεζ.3114),   εκεί   όπου   βασιλεύει αιώνιο   σκοτάδι (Ψαλμ.87,7), όπου «έσται κλαυθμός και ο βρυγμός των οδόντων» (Ματθ.13,42), όπου «ο σκώληξ ου τελευτά και το πυρ ου σβέννυται» (Μαρκ.9,43), κάτω   στα έγκατα της γης (Δευτ.32,22, πέρα από την άβυσσο (Ιώβ 26,5). Οι τρομακτικές αυτές παραστατικές εικόνες ίσως και να μην αποδίδουν απόλυτα τη φρίκη του Άδη!

 Ο Σωτήρας μας Χριστός ήρθε στον κόσμο να επαναφέρει τον άνθρωπο στην πρότερη της πτώσεως κατάστασή του. Αυτό σημαίνει ότι ήρθε στον κόσμο να πραγματοποιήσει την «διακονίαν της καταλλαγής» (Β΄Κορ.5,18), να κηρύξει το «ευαγγέλιο της ειρήνης» (Εφ.6,15), να καταργήσει την αμαρτία και να νικήσει το θάνατο,  καθ’  ότι  «τούτον  ο  Θεός  αρχηγόν  και σωτήρα ύψωσε  τη δεξιά  αυτού δούναι μετάνοιαν… και άφεσιν αμαρτιών» (Πραξ.5,31).

Κατά τρόπο όμως παράδοξο νίκησε το θάνατο με το θάνατο το δικό Του. Νίκησε τη  φθορά,  που  προκαλεί  η  ταφή  στο  χώμα,  με τη δική Του ταφή. Ανέτρεψε  τον αιώνιο νόμο του θανάτου. Ο Χριστός δέχτηκε να τεθεί στους φυσικούς  νόμους, προκειμένου να επιτελέσει με ακρίβεια τη σωτηρία του κόσμου. Όμως η φύση δε δέχτηκε να εφαρμόσει τους άτεγκτους νόμους της για το Δημιουργό της. Σύμφωνα με  τη βιβλική  διδασκαλία της  Εκκλησίας  μας, το  νεκρό  σώμα  του  Κυρίου  δεν υπέστη  φθορά,  δεν  το  άγγιξε δηλαδή οντολογικά το γεγονός του θανάτου:  «ου κετελήφθη η ψυχή  αυτού  εις  άδου  ουδέ  η  σάρξ  αυτού  είδε  διαφθοράν» (Πραξ.2,31). Η  ενυπάρχουσα  θεότητα  του  Κυρίου  στο  νεκρό  και  άχραντο  σώμα Του δεν επέτρεψε να υποστεί τη φυσική φθορά, διότι αυτό είχε πια αυθαρτοποιηθεί, είχε θεωθεί από η στιγμή που είχε προσληφθεί από Αυτόν.

Επίσης η ψυχή του Κυρίου δεν κρατήθηκε στον παμφάγο Άδη, όπως οι ψυχές όλων  των  ανθρώπων.  Διάλυσε  τις  αλυσίδες και γκρέμισε τις αιώνιες  πύλες  του τόπου  των  βασάνων.  Ο  άγιος  Ιωάννης  ο Δαμασκηνός  αναφέρει πως  ο Χριστός, αφού έλυσε τους πεπεδημένους, απήλθε  εκ μέσου των νεκρών, έχοντας ανοίξει για μας την  οδό της  αναστάσεως (Δαμ. Έκδ.Ορθ.Πιστ.Migne PG94,1101A). Δεν υπάρχει πια θάνατος για τους πιστούς του! Ο ιερός συγγραφέας του εσχατολογικού βιβλίου της Αποκαλύψεως αναφωνεί: «Μακάριοι   οι   νεκροί   οι   εν   Κυρίω αποθνήσκοντες  απ’  άρτι» (Αποκ.14,13).  Ο θάνατος  των  δικαίων  είναι είσοδος στην ειρήνη  του  Θεού  (Σολ.3,3)!  Ο ιερός  Χρυσόστομος  διακηρύττει  πανηγυρικά την αγία νύχτα της Αναστάσεως: «Μηδείς φοβείσθω θάνατον, ηλευθέρωσεν ημάς ο  του  Σωτήρος  θάνατος.  Έσβεσεν  αυτόν, υπ’  αυτού  κατεχόμενος. Εσκύλευσε τον Άδην ο κατελθών  εις τον Άδην. Επίκρανεν αυτόν γευσάμενον της σαρκός αυτού» (Migne P.G.59,721).

Σύμφωνα  με  τον  απόστολο  Παύλο: «ο  εγείρας  τον  Χριστόν  εκ  νεκρών ζωοποιήσει  και  τα  θνητά  σώματα  ημών» (Ρωμ.8,11). «Χριστός  εγήγερται  εκ νεκρών,  απαρχή των κεκοιμημένων  εγένετο…  εντω  Χριστώ  πάντες ζωοποιηθήσονται» (Α΄Κορ.15,20-23). Προσδοκούμε   λοιπόν   και   τη   δική   μας ανάσταση, ως προϊόν της αναστάσεως του Κυρίου, διότι η ζωή είναι συνώνυμη με το Χριστό. «Έρχεται ώρα και νυν εστιν, ότι οι νεκροί ακούσουσι της φωνής του Υιού  του  Θεού  και  οι ακούσαντες ζήσονται» (Ιωάν.5,25).  Ο  δικός  μας  Θεός,  ο μόνος αληθινός Θεός, «ουκ έστιν ο Θεός νεκρών,  αλλά ζώντων» (Μαρκ.12,27), άλλοι  έχουν  την  ατυχία  να  έχουν  «θεούς»  νεκρών,  οι  οποίοι  αποπνέουν  οσμή θανάτου!

Ως πιστοί του Χριστού, μόνοι εμείς, έχουμε το αποκλειστικό προνόμιο να μην βιώνουμε το άγχος του θανάτου και τις παρεπόμενες συνέπειές του. Ο αρχηγός της πίστεώς μας νίκησε το θάνατο και καθαίρεσε την εξουσία του για τους πιστούς Του. Αυτό  δεν  είναι ένα θεωρητικό  σχήμα  ή  μια  ονειρική  ουτοπία,  αλλά  μια  απτή πραγματικότητα. Έχουμε  γίνει αθάνατοι,  διότι  πάψαμε  να ζούμε αυτονομημένοι από το Θεό. Είμαστε αθάνατοι διότι είμαστε πια οργανικά κύτταρα του αθανάτου σώματος του Χριστού μας. Τρεφόμαστε με το ακήρατο Σώμα Του και ποτιζόμαστε με το τίμιο Αίμα Του, τα οποία μας μεταγγίζουν την αφθαρσία και την αθανασία. Ο δικός μας λεγόμενος θάνατος  είναι πια κοίμηση χωρίς ουσιαστικές οντολογικές επιπτώσεις,  διότι  «ει  δε απεθάνομεν συν  Χριστώ,  πιστεύομεν  ότι  συζήσομεν αυτώ,  ειδότες  ότι Χριστός εγερθείς  εκ  νεκρών  ουκέτι  αποθνήσκει,  θάνατος αυτού ουκέτι κυριεύει» (Ρωμ.6,9). Αντίθετα οι πολέμιοι του Θεού, οι αρνητές του Χριστού και οι «μη υπακούοντες τω ευαγγελίω… τίσουσιν όλεθρον αιώνιον από προσώπου Κυρίου και από της δόξης της ισχύος αυτού» (Β΄Θεσ.1,8),  κι’ αυτό όχι από θεία εκδίκηση, αλλά από δική τους συνειδητή επιλογή. Δεν τους θανατώνει ο Θεός, αλλά οι ίδιοι καταδικάζουν και θανατώνουν τον εαυτό τους.

Όταν  εκείνοι  γρυλλίζοντας  «διακηρύττουν»  το  θάνατό  τους, εμείς πανηγυρίζουμε  το  θάνατο  του  θανάτου  μας  και ψάλλουμε ακατάπαυτα  κατά  την λαμπροφόρο παννυχίδα της Αναστάσεως: «Θανάτου εορτάζωμεν νέκρωσιν, Άδου την καθαίρεσιν»!

Μήνυμα Ἁγίας καί Μεγάλης Παρασκευῆς σωτ. ἔτους 2017 Ἱ. Μ. Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου

 

Μήνυμα Ἁγίας καί Μεγάλης Παρασκευῆς  σωτ. ἔτους 2017  Ἱ. Μ. Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου
Μήνυμα Ἁγίας καί Μεγάλης Παρασκευῆς
σωτ. ἔτους 2017
Ἱ. Μ. Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου 
Ἀγαπητοί ἀδελφοί,
«Μείζονα ταύτης ἀγάπην οὐδείς ἔχει, ἵνα τις τήν ψυχήν αὐτοῦ θῇ ὑπέρ τῶν φίλων αὐτοῦ» (Ἰω. 15, 13)· ὁ Θεάνθρωπος Χριστός, ὁ σήμερον πάσχων καί σταυρούμενος σαρκί ὑπέρ τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου, «ὁ πάντα πρός τό τοῦ πλάσματος συμφέρον οἰκονομῶν», ὁριοθέτησε διά τοῦ Ἑαυτοῦ Του ὡς τεκμήριο τῆς τελείας ἀνθρωπίνης ἀγάπης τήν θυσία τῆς ζωῆς χάριν τῶν φίλων, κατηύθυνε δέ καί πάντας πρός ἀπόκτησιν τοῦ τελείου αὐτοῦ μέτρου τῆς μεγίστης αὐτῆς ἀρετῆς: «αὕτη ἐστίν ἡ ἐντολὴ ἡ ἐμή, ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους καθώς ἠγάπησα ὑμᾶς» (Ἰω. 15, 12). Ἡ νέα αὐτή χριστιανική ὁριοθέτηση τῆς ἀγάπης ὑπερβαίνει κατά πολύ τά μέτρα τοῦ παλαιοδιαθηκικοῦ Νόμου, ὁ ὁποῖος ὅριζε ὅτι «ἀγαπήσεις τόν πλησίον σου ὡς σεαυτόν» (Λευιτ. 19, 18) · ὅπως λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος τό νέο μέτρο ἀγάπης, ἡ αὐτοθυσία, τίθεται «πρός ἀντιδιαστολήν τοῦ μέτρου τῆς παλαιᾶς ἀγάπης» τοῦ Νόμου (PG 31, 1608). Ὁ ἴδιος ὁ Σωτήρ, ὁ ὁποῖος παρέχει τόν Πανάγιον Ἑαυτόν Του ὡς παράδειγμα πρός μίμησιν, «ἡμῖν ὑπολιμπάνων ὑπογραμμόν ἵνα ἐπακολουθήσωμεν τοῖς ἴχνεσιν Αὐτοῦ» (Α΄ Πετ. 2, 21), ἐπεσφράγισε τήν νεοπαγῆ, τήν «καινήν ὑπό τόν ἥλιον» διδασκαλία Του αὐτή περί ἀγάπης, διά τοῦ Σταυρικοῦ Του καί κοσμοσωτηρίου Θανάτου, ἐνῷ μάλιστα ἡ ἀνθρωπότης εὑρίσκετο ὑπό τό καθεστώς τῆς ἁμαρτίας· «συνίστησι δέ τήν Ἐαυτοῦ ἀγάπην εἰς ἡμᾶς ὁ Θεός, ὅτι ἔτι ἁμαρτωλῶν ὄντων ἡμῶν Χριστός ὑπέρ ἡμῶν ἀπέθανε» (Ρωμ. 5, 8).
Τό ἅγιον Πάθος τοῦ ἀπαθοῦς Χριστοῦ, τό ὁποῖον προξενεῖ σήμερον τόν θρῆνον καί τῆς ἰδίας τῆς ἀναισθήτου καί ἀλόγου κτίσεως, ἀναδεικνύεται σέ σωστική πηγή εὐλογιῶν τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, χάρις στό ἄμετρο ἔλεος καί τήν παντοδυναμία Του, ἡ ὁποία φανερώνει τήν κοινή τῆς Ἁγίας Τριάδος κραταιά φιλανθρωπία· αὐτή λυτρώνει («ἐξαιρεῖ») τούς ἀνθρώπους ἀπό τούς τρεῖς ἐχθρούς τῆς ἀνθρωπότητος, τόν θάνατον, τήν ἁμαρτία καί τόν διάβολο· «κραταιά τοιγαροῦν ἀληθῶς ἡ ἀγάπησις τῆς ἰσχύος τοῦ Θεοῦ καί Πατρός, δι΄ ἧς καί θανάτου καί ἁμαρτίας καί τῆς τοῦ διαβόλου πλεονεξίας ἐξῃρήμεθα». Ὁ Υἱός καί Λόγος, ὁ Ὁποῖος καθότι Θεός εἶναι ἀπαθής, ὑπέστη στήν ἀνθρώπινη φύση Του τά ἀναμάρτητα Πάθη τῶν ἐξαιρετικῶς ἀδίκων βασανισμῶν καί τοῦ θανάτου, ἀλλ’ ὡς «αὐτοζωΐα» ἐνίκησε τόν θάνατο: «καί ἀνεβίω πάλιν, καταργήσας μέν τό τῆς φθορᾶς κράτος, ἀποστήσας δέ ἡμῶν τήν ἁμαρτίαν [...] ἐπειδή δέ τέθεικε τήν ψυχήν, καί γέγονεν ἐν νεκροῖς δι΄ ἡμᾶς, ζωή κατά φύσιν ὑπάρχων, ἀνεβίω πάλιν, τήν ἀνθρώπου φύσιν ἀναμορφῶν εἰς καινότητα ζωῆς, καί ἀναχαλκεύων εἰς τό ἀπ΄ ἀρχῆς.» ( ἁγίου Κυρίλλου PG 71, 909.1016).
Ἡ ἱερά Παράδοσις τῆς Ἐκκλησίας μας, μέσῳ τῶν θεοπνεύστων ἐκφραστῶν της, τῶν Ἁγίων Πατέρων, θρηνητικῶς δοξολογεῖ τήν σημερινή, κατά τά Ἄχραντα Πάθη τοῦ Κυρίου, ἐκπλήρωση μυστηρίων παρελθόντων, ἀρχαίων, ἀλλά καί τήν καταβολή μυστηρίων μελλοντικῶν· «σήμερον γάρ προφητικῶν φωνῶν πεπλήρωται σφραγίς», γράφει ὁ ἅγιος Πρόκλος Πατριάρχης ΚΠόλεως, «σήμερον ὁ ᾅδης ἀγνοῶν κατέπιε δηλητήριον· σήμερον ὁ θάνατος ἐδέξατο τόν ἀεί ζῶντα νεκρόν· σήμερον ἐλύθη δεσμά, ἅπερ ὁ ὄφις ἐν παραδείσῳ ἐχάλκευσε· σήμερον οἱ ἐξ αἰῶνος ἠλευθερώθησαν δοῦλοι· σήμερον ὁ λῃστής ἐτυμβωρύχησε τόν πεντακισχιλίοις καί πεντακοσίοις ἔτεσιν ὑπό φλογίνης ρομφαίας φρουρούμενον παράδεισον· σήμερον τό φῶς ἐν τῇ σκοτίᾳ φαίνει καί ὅλον τοῦ θανάτου τόν θησαυρόν ἐκένωσε· σήμερον βασιλική εἰς τό δεσμωτήριον ἐκαινοτομήθη εἴσοδος [...] σήμερον ὁ ἀκρογωνιαῖος λίθος Χριστός, τό τοῦ θανάτου προγονικόν θεμέλιον γενόμενον συνετάραξε, τόν Ἀδάμ ἀνέσπασε καί τόν Ἄβελ διέσωσε καί πᾶσαν τοῦ ᾅδου τήν οἰκοδομήν κατέστρεψε» (PG 65, 784).
Εἶναι πράγματι μυστήριο πού ὑπερβαίνει τήν δύναμη τῆς ἀνθρωπίνης διανοίας τό Πάθος τοῦ Θεανθρώπου, ὅσο καί ἄν προσπαθοῦμε περιγραφικῶς καί ἀντιθετικῶς νά τονίσουμε τήν μοναδικότητά του· ἐρωτᾷ ποιητικῶς ὁ ἅγιος Ἐπιφάνιος Κύπρου τούς ἁγίους Ἰωσήφ καί Νικόδημο, οἱ ὁποῖοι εὐπρέπισαν τό πανάγιον Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, γά τήν θεόσωμο ταφή: «Λοιπόν, πές μου, Ἰωσήφ, ἐνταφιάζεις πρός τήν ἀνατολή σάν νά ἦταν νεκρός τόν Ἰησοῦ, ὁ Ὁποῖος εἶναι ἡ ἀνατολή τῶν ἀνατολῶν; Λοιπόν, σφραγίζεις μέ τά δάκτυλά σου σάν σέ νεκρό τούς ὀφθαλμούς τοῦ Ἰησοῦ, ὁ Ὁποῖος διήνοιξε τούς ὀφθαλμούς τοῦ τυφλοῦ μέ τό ἄχραντο δάκτυλό Του; Λοιπόν, σφραγίζεις καί τό στόμα Του, Ἐκείνου πού διήνοιξε τό στόμα τοῦ μογιλάλου; Περιστέλλεις καί τά χέρια Ἐκείνου πού ἔθεσε σέ κίνηση τά παραλελυμένα χέρια; [...] Ποιές λαμπάδες θά ἀνάψεις γιά τόν Ἰησοῦ πού εἶναι τό Φῶς τό Ἀληθινόν, πού φώτισε κάθε ἄνθρωπο; Ποιούς ταφικούς ὕμνους θά ψάλλεις σέ Ἐκεῖνον πού δοξολογεῖται ἀσιγήτως ἀπό κάθε ἐπουράνια στρατιά; Λοιπόν, χύνεις δάκρυα σάν γιά νεκρό, γιά Ἐκεῖνον πού ἐδάκρυσε καί ἀνέστησε τόν νεκρό Λάζαρο; Συνθέτεις λοιπόν θρήνους γιά Ἐκεῖνον πού δώρησε σέ ὅλους τήν χαρά καί διέλυσε τήν λύπη τῆς Εὔας; Ὅμως, μακαρίζω τά χέρια σου, ὦ Ἰωσήφ, πού ὑπηρέτησαν καί ψηλάφησαν τά, θεωμένα καί στάζοντα αἷμα ἀκόμη, χέρια καί πόδια τοῦ Ἰησοῦ. Μακαρίζω τά χέρια σου, πού προσέγγισαν καί τήν πλευρά τοῦ Θεοῦ πρίν ἀπό τόν Θωμᾶ, τόν ἄπιστο πιστό καί ἐπαινούμενο περίεργο [...] Μακαρίζω τούς ὤμους σου, οἱ ὁποῖοι ἐβάστασαν Ἐκεῖνον πού βαστάζει τά πάντα. Μακαρίζω τήν κεφαλή σου, στήν ὁποία προσήγγισε ὁ Ἰησοῦς, ἡ πάντων Κεφαλή. Μακαρίζω τόν Ἰωσήφ καί τόν Νικόδημο, διότι ἔχουν ὑπερβεῖ τά Χερουβίμ, ἀνυψώνοντες καί μεταφέροντες ἐπάνω τους τόν Θεό· διότι ἔχουν γίνει ὑπηρέτες Θεοῦ ὑπέρτεροι τῶν ἐξαπτερύγων Σεραφίμ, ἀφοῦ ἐτίμησαν καί ἐκάλυψαν τόν Θεό ὄχι μέ πτέρυγες, ἀλλά μέ σινδόνες. Ἐκεῖνον πού τρέμουν τά Χερουβίμ, μεταφέρουν ἐπί τῶν ὤμων τους ὁ Ἰωσήφ καί ὁ Νικόδημος καί μαζί τους Τόν μεταφέρουν καί ὅλες οἱ τάξεις τῶν Ἀσωμάτων» (παρά τῷ Ἑορτοδρομίῳ, τ. Β΄, σ. 255 ).
Ἀγαπητοί ἀδελφοί,
Τό παράδειγμα τῆς θεϊκῆς ἀγάπης τοῦ Σωτῆρος μας, ὁ Ὁποῖος ἐπί τοῦ Τιμίου Σταυροῦ «ὑψωθείς ἐκ τῆς γῆς πάντας εἵλκυσε πρός Ἑαυτόν» (πρβλ. Ἰω. 12, 32) δέν μᾶς κατευθύνει μόνον σέ ὁμοία ἀγάπη πρός τούς συνανθρώπους μας, ἀλλά καθώς «τῷ βάθει τῶν παθημάτων Αὐτοῦ τό ὕψος τοῦ κράτους Αὐτοῦ πιστούμεθα», παροτρυνόμεθα πρός παρομοίαν ἀγάπην αὐτοθυσίας καί χάριν τοῦ Θεοῦ, διότι «δῆλον ὅτι καί ἐπί τοῦ Θεοῦ τοῦτο πάντων μέγιστόν ἐστι» (PG 61, 269). Ἡ χάριν τοῦ Θεοῦ αὐτοθυσία, ὅμως, ἀπαιτεῖ καί τήν ἐξ Ὕψους ἐνίσχυση· ἡ τριπλῆ ἄρνηση τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου κατά τό Πάθος τοῦ Χριστοῦ, μολονότι ἐκεῖνος πρῶτος ἀπό τούς Μαθητές ὁμολόγησε τήν Θεότητα τοῦ Χριστοῦ, δεικνύει ὄχι ὅτι ἐψύγη ἡ ἀγάπη του πρός τόν Χριστό καί Θεό, ἀλλά ὅτι ὁ Πέτρος δέν ὑπολόγισε καί δέν ἐζήτησε ταπεινῶς τήν ἄνωθεν βοήθεια· ἡ πτώση του «οὐκ ἀπό ψύξεως, ἀλλ’ ἐκ τοῦ γυμνωθῆναι τῆς ἄνωθεν βοηθείας γέγονε» (PG 59, 396). Γι’ αὐτό ἡ ἱερά ἐκκλησιαστική ὑμνογραφία μᾶς ὑπενθυμίζει ἐπ’ ἀφορμῇ τοῦ Πρωτοκορυφαίου τῶν Ἀποστόλων νά μή βασιζόμαστε στίς ἰδικές μας δυνάμεις γιά τό ποικίλο Μαρτύριο καί τήν Ὁμολογία ὑπέρ τοῦ Χριστοῦ, ὑποσχόμενοι ὅτι «βέβηλον ἔπος τῶν χειλέων, οὔ ποτε προήσομαι, Δέσποτα· σύν σοί θανοῦμαι ὠς εὐγνώμων, κἄν οἱ πάντες ἀρνήσονται»· ἀντιθέτως, νά στηριζόμεθα διά τῆς προσευχῆς καί τῆς ἀγρυπνίας στό ἔργο τῶν θείων ἐντολῶν· «ἀπό βλεφάρων, μαθηταί, νῦν ὕπνον ἔφης Χριστῷ τινάξατε, ἐν προσευχῇ δέ γρηγορεῖτε, πειρασμῷ μήπως ὄλησθε». Ἄς εὐχόμεθα ταπεινῶς λοιπόν, στόν Σταυρωθέντα ὑπέρ τοῦ κόσμου καί ἐνώπιον τοῦ Σταυροῦ καί τοῦ Τάφου Του, νά μᾶς διατηρεῖ στήν ἐγρήγορση τῆς θερμῆς καί ἐνεργοῦ πρός Αὐτόν ἀγάπης. Ἀμήν.
 
ὁ Καθηγούμενος τοῦ Ἱ. Ἡσυχ. Παντοκράτορος,
† Ἀρχιμ. Κύριλλος
καί οἱ σύν ἐμοί ἐν Χριστῷ ἀδελφοί