Σάββατο 13 Οκτωβρίου 2012

ΟΡΘΟΛΟΓΙΣΜΟΣ

ΟΡΘΟΛΟΓΙΣΜΟΣ


 

Ο ορθολογισμός (ο)·  η κατά τον ορθό λόγο διανόηση, η προσπάθεια προς λύση των πολιτικών και κοινωνικών προβλημάτων δια της αυστηρής λογικής ως φιλοσοφικό δόγμα: «η θεωρία του ορθολογισμού»

 

Ορθολογιστής (ο)- ο ασπαζόμενος το δόγμα του ορθολογισμού.

 

[Φιλοσοφία]. Ορθολογισμός λέγεται το κατ’ αρχάς η στη θεολογία και στη φιλοσοφία της θρησκείας άποψη εκείνη, κατά την οποίαν οι ατέλειες της πίστεως και ιδίως τα γεγονότα της αποκαλύψεως ερμηνεύονται δια του λόγου ή δύνανται να θεμελιωθούν διά του λογικού. Ευστόχως άρα ορίζει τον ορθολογισμό τούτον ο Μπαουμγκάρτεν ως εξής: «Rationalismus est error omnia in divinis tollem supra rationem errantis posita». Του θεολογικού τούτου ορθολογισμού οπαδοί είναι οι δυιστές, στον οποίο προέχουσα κατέχουν θέση ο φιλόσοφος Χρ. Βόλφ και ο θεολόγος Σέμλερ, και οι καθηγεμόνες του γερμανικού φωτισμού. Η ροπή αυτή υπεχώρησε κατά το πρώτον ήδη ήμισυ του παρελθόντος αιώνα υπό την πίεση του ιστορικού πνεύματος, όπως νυν αναφαίνεται, και δηλαδή σε συνδυασμό προς την αναβίωση του ρομαντισμού.

Στην κυρίως φιλοσοφία ορθολογισμός λέγεται η γνωσιολογική εκείνη ροπή, η οποία εξαίρει ως πηγή της επιστημονικής γνώσεως την νόηση, κατ’ αντίθεση προς την εμπειριοκρατία, διδάσκοντας την υπεροχή και την μονοκρατορία της εμπειρίας. Ενώ δηλαδή ή εμπειριοκρατία παράγει πάσα γνώση εκ της κατ’ αίσθηση αντιλήψεως, ισχυρίζεται ο ορθολογισμός ότι αυτή είναι αδύνατον να πηγάζει εκ των αισθήσεων, επειδή ουσιώδη αυτής γνωρίσματα είναι η καθολικότητα και η αναγκαιότητα, ταύτα δε είναι δυνατά μόνον εφ’ όσον η γνώσης είναι προϊόν της νοήσεως.

Με άλλες λέξεις, στο ερώτημα εάν και κατά πόσον υφίσταται γνώση αντικειμένων εξ υποκειμένου, εκ των προτέρων, δια του καθαρού λόγου, ο ορθολογισμός απαντά καταφατικώς, βέβαιων ότι δια καθαρής νοήσεως προσκτώμεθα απόλυτο και πλήρη γνώση των όντων, την οποίαν αδύνατον να παράσχουν οι αισθήσεις. Την αλήθεια του ισχυρισμού τούτου αμφισβητεί η εμπειριοκρατία, κατά την οποίαν μόνη και αποκλειστική πηγή γνώσεως είναι οι αισθήσεις και η οποία ομολογεί συγχρόνως διά του ισχυρισμού τούτου ότι η απόλυτη και πλήρης γνώση είναι κάτι αδύνατον. Την μεταξύ των δύο τούτων απόψεων αντίθεσιν επεχείρησε να άρει ο Κάντ, αποτελέσας εξ αυτών ενότητα διά του συνδυασμού αμφοτέρων. Ούτως ο ορθολογισμός είναι μία εκ των τριών γνωσιολογικών ροπών, οι οποίες αναφάνηκαν στην φιλοσοφία, μία εκ των τριών δυνατών απαντήσεων στο ερώτημα περί της αρχής και των πηγών της γνώσεως. Η απάντηση αυτού περιλαμβάνει τα έξης περίπου σημεία: Υπάρχουν γνώσεις προερχόμενες όχι εκ των κατ’ αίσθηση αντικειμένων, αλλά εκ της καθαρής νοήσεως· οι γνώσεις αυτές, οι δια της νοητικής λειτουργίας του ανθρώπου συγκροτούμενοι, υπερέχουν των δια της εμπειρίας ποριζομένων γνώσεων· τούτο δε τοσούτω μάλλον, όσο μόνον η νόηση εγγυάται περί της αληθείας, του κύρους, της αξίας και της αντικειμενικότητας της γνώσεως. Η εμπειριοκρατία, και δηλαδή υπό την μάλλον αφελή αυτής μορφή, την της αισθησιαρχίας, αποτελεί την άποψη του μήπω φιλοσοφούντος ανθρώπου, εφ’ όσον το πλείστον των ανθρώπων δέχεται αφελώς ότι την γνώσιν του κόσμου έχει διά των αισθήσεων. Ο γνωσιολογικός ορθολογισμός γεννάται από την στιγμή που απαλλάσσεται η φιλοσοφία από των κοσμολογικών παραστάσεων των πολλών, ισχυριζόμενη ότι η επιστημονική, η φιλοσοφική γνώση ως μόνη και κύρια αυτή πηγή έχει την νόηση ή τον λόγο. Την ορθολογιστική αυτή θεωρία περί της αρχής και της πηγής της  γνώσεως συναντούμε ήδη στην προ του Σωκράτους φιλοσοφία. Έτσι θεωρούν οι Ελεάτες τον λόγο ως το κριτήριο της αληθείας και λέγουν τις αισθήσεις ως απατηλές, εκβάλλοντας αυτές εκ της αληθείας. Ο Διογένης ο Λαέρτιος γράφει για τον Παρμενίδη: «κριτήριον δὲ τὸν λὸγον εἶπε· τάς τε αἰσθήσεις μὴ ἀκριβεῖς ὑπάρχειν· φησὶ γοῦν: μηδὲ σ’ ἔθος πολύπειρον ὁδὸν κατὰ τήνδε βιάσθω κωμᾶν ἄσκοπον ὄμμα καὶ ἡχήεσσαν ἀκουὴν καὶ γλῶσσαν, κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον· διὸ καὶ περὶ αὐτοῦ φησιν ὁ Τίμων: Παρμενίδου τε βίην μεγαλόφρονα, τὴν πολύδοξον, ὃς ρ’ ἐπὶ φαντασίας ἀπάτης ἀνενείκατο νώσεις». Επίσης και ο Ηράκλειτος απορρίπτει την κατ’ αίσθηση γνώση ως αναξιόπιστο και απατηλή, θεωρώντας ως αληθή αυτή μόνο αυτή που πηγάζει εκ της νοήσεως. «Κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων». Ακόμη και ο Δημόκριτος και οι ατομικοί καθόλου απονέμουν σε μόνον τον λόγο την ικανότητα της γνώσεως των όντων, θεωρώντας την μεν νοητική γνώση ως την γνησία και φωτεινή, την δε κατ’ αίσθηση ως νόθο και σκοτεινή. Ορθολογιστής είναι και ο Σωκράτης, ο οποίος εξαίρει εναντίον του υποκειμενισμού των σοφιστών την αξία της νοητικής, σταθερές και καθολικό κύρος κεκτημένης γνώσεως, διακρίνοντας αυτήν από της δόξας, και ακόμη μάλλον ο Πλάτων, ο οποίος διδάσκει ότι το όντως όν γνωρίζουμε δια τής νοήσεως και συγκροτεί την περί αναμνήσεως θεωρία. Των ιδεών γνώση λαμβάνουμε, κατά τον μέγα φιλόσοφο, ουχί διά των αισθήσεων, άλλα δια του νου, ο οποίος εισδύει διά μέσου της ποικιλίας των φαινομένων μέχρι του εσχάτου λόγου αυτών και ανάγεται μέχρι του όντως όντος, της πραγματικής και αληθινής ουσίας των όντων. Και ο Αριστοτέλης δε αυτός θεωρεί τον νουν ως επιστήμης αρχή.

Η σχολαστική φιλοσοφία ρέπει ισχυρώς προς τον γνωσιολογικό ορθολογισμό, πιστεύοντας από την μια τις έμφυτες αλήθειες, από την άλλη υπερβολικά τιμώντας την νόηση. Στην εμπειρία διαβλέπει το μέσο προς την αυτοτελή ενέργεια της νοήσεως. Και τα μεγάλα συστήματα της νεότερης φιλοσοφίας, τα του Καρτεσίου, Σπινόζα, Λεϊβνιτίου, στηρίζονται επί του ορθολογισμού. Τα μαθηματικά και οι μέθοδοι αυτών καθορίζουν εδώ την διαμόρφωση της φιλοσοφίας, ο δε λόγος κηρύσσεται ως η υψίστη αυθεντία όχι μόνον στην επιστήμη, άλλα και σε αυτή την ηθική και την ηθική πράξη. Κατά τον Λεϊβνίτιον, αναγκαίο και καθολικό κύρος κεκτημένες είναι μόνον οι verites de raison, οι οποίοι διέπονται υπό της βασικής αρχής της αντιφάσεως, ενώ οι verites de fait, οι επί της αρχής του αποχρώντος λόγου στηριζόμενες, είναι τυχαίες και μεταβλητές. Αλλά ο κυρίως ιδρυτής του νεότερου γνωσιολογικού ορθολογισμού είναι ο Καρτέσιος δια της διδασκαλίας αυτού περί έμφυτων ιδεών, της εξάρσεως του φυσικού φωτός, του lumen naturale, και των αιωνίων και αναγκαίων αληθειών, τις οποίες συλλαμβάνει το πνεύμα αφ’ εαυτού. Κατά παρεμφερή τρόπον διδάσκει και ο Σπινόζας ότι η αλήθεια αποκαλύπτεται δι’ εαυτής και ότι μόνος ο λόγος δύναται να γνωρίσει την αληθή, αιώνια και αναγκαία ουσία των όντων. Και οι τρεις ορμώνται, ως είπαμε, από της μαθηματικής επιστήμης, σκοπός δε αυτών είναι η συγκρότηση μαθητικής τίνος θεωρίας περί του κόσμου. Είναι φυσικό ότι τοιαύτη θεωρία δεν είναι δυνατόν να στηρίζεται υπό της εμπειρίας, ακριβώς όπως τα μαθηματικά. Ομοίως η σκωτική σχολή δέχεται την ύπαρξη αναγκαίων και αυτοφανών αληθειών, οι οποίες δεν είναι δυνατόν να εκπήγασαν εκ της εμπειρίας, ακριβώς ένεκα της αναγκαιότητας αυτών. Και η φιλοσοφία του γερμανικού ιδανισμού εξαίρει διά του Φίχτε, του Σέλιγγ και του Έγελου την καθαρή νόηση, η οποία παράγει αφ’ εαυτής το περιεχόμενο της. Ο τελευταίος ιδία απονέμει στη νόηση την δύναμη ίνα δια της ιδίας αυτής κινήσεως συγκρατεί το περιεχόμενο του κόσμου, ανεξαρτήτως της εμπειρίας και άνευ αυτής.

Εκ των συγχρόνων ορθολογιστές στη γνωσιολογία είναι ο Χούσσερλ και εν μέρει ο Κοέν, οι Ιταλοί Κρόττε και Τζεντίλλε και καθόλου οι νέοι εγελιανοί, οι ¶γγλοι Taggant και Mackenric, οι Renouvier και Hamelin, και άλλοι πολλοί, και δέον να σημειωθεί ότι από της εμφανίσεως, της κριτικής φιλοσοφίας δια του Κάντ ο εν την αυστηρή σημασία της λέξεως ορθολογισμός δεν είναι ευχερώς αποδεκτός.

Προς αποτέλεση πάσης γνώσεως είναι αναντίρρητο ότι συνεργούν δύο παράγοντες, ο μεν εμπειρικός, έναντι του οποίου διακείμεθα παθητικά, ο δε λογικός, ο οποίος εκπροσωπεί την αυτενέργεια ημών, την σύλληψη και επεξεργασία του υλικού, του υπό της εμπειρίας παρεχομένου. Γεννάται κατ’ ακολουθία αφ’ εαυτού το ερώτημα περί του ποιος εκ των δύο τούτων παραγόντων είναι ο πρωταρχικός, ο θεμελιώδης, ο μείζονας αξία κεκτημένος.  Ο ορθολογισμός, ως καταφαίνεται εκ των μέχρι τώρα ειρημένων, θεωρεί ως τέτοιον τον λογικό παράγοντα, την νόηση. Πάσα γνώσις γίνεται τοιαύτη δια της διαμορφωτικής δυνάμεως του νου, δια των εν αυτώ ιδεών και αρχών. Η ατέλεια και η δευτερεύουσα αξία της εμπειρίας γίνεται φανερά, εάν κανείς σκεφθεί ότι η γνώση ως ύστατο αυτής σκοπό έχει την αναγκαιότητα και το καθολικό κύρος εαυτής, ως τούτο συμβαίνει περί τα μαθηματικά. Αλλά η εμπειρική γνώσις είναι τυχαία και μεταβλητή και διά τούτο ανέφικτη δι’ αυτήν ο Ιδανικός εκείνος σκοπός, ο οποίος όμως καθιστά την γνώση κυρίως και αληθώς γνώσιν.

Υπάρχουν άλλωστε επιστήμες, διά τις οποίες ο εμπειρικός παράγων ουδεμίαν αξία κέκτηται. Αυτή είναι τα μαθηματικά, των οποίων τα αξιώματα αναπτύσσονται και αποδεικνύονται εκ των προτέρων και δια τούτο ακριβώς τον λόγο και διακρίνονται δια της αναγκαιότητας και της καθολικότητας αυτών. Εκ τούτου συμπεραίνει ο ορθολογισμός ότι ο λογικός και εξ υποκειμένου παράγων της γνώσεως κέκτηται μείζονα αξία του εμπειρικού, αφού είναι δυνατή επιστήμη οφείλουσα εις αυτόν και την γένεση αυτής και την επίτευξη το ιδανικού εκείνου σκοπού της γνώσεως. Το συμπέρασμα τούτο ενισχύεται και εκ του γεγονότος ότι και στις λοιπές επιστήμες οι σπουδαιότατες γνώσεις ημών προέρχονται εκ του λογικού παράγοντος, προ πάσης εμπειρίας και ανεξαρτήτως αυτής. Τα γεγονότα, αυτά καθ’ εαυτά, οι εντυπώσεις και οι κατ’ αίσθηση αντιλήψεις ημών δεν αποτελούν γνώση, αλλά αυτή γεννάται δια της συνδέσεως και της επεξεργασίας αυτών, δια της οποίας μόνης καθίσταται δυνατή η εύρυνση και η εμβάθυνση του πνευματικού ημών πλούτου. Και αυτές οι πρώτες αρχές της γνώσεως ημών, τα αίτια και οι νόμοι που καθορίζουν την πορεία των του κόσμου, η ουσία του κόσμου, η ύλη και η ψυχή κτλ. είναι προϊόντα της νοήσεως, δια της οποίας μόνης συλλαμβάνονται και εκφράζονται. Πάσα λοιπόν κυρίως η επιστημονική γνώσις παράγεται υπό του νου εξ αρχών βέβαιων και εκ των προτέρων, ούτε δημιουργημένες δια της κατ’ αίσθηση αντιλήψεως ούτε ελεγμένες δια τής εμπειρίας ελεγκτών. Αλλά ως προς τι αρχές αυτές ανακύπτουν δύο ίδια ζητήματα, στα όποια δύναται να αναλυθεί το ανωτέρω διατυπωθέν ερώτημα.  Το πρώτον τούτων έχει ως εξής: Πώς καταντούμε στις πρώτες εκείνες αρχές, οι οποίες χρησιμεύουν σε εμάς ως απόλυτες αφορμές της γνώσεως; Και πώς συμβαίνει δεύτερον ότι το διά καθαράς ενεργείας του νου συγκροτηθέν σύστημα αυτό να παρέχει σε εμάς αντικειμενική γνώσιν; Διότι προφανώς η συμφωνία του εξ υποκειμένου συστήματος τούτου των ιδεών προς τον έκτος ημών πραγματικό κόσμο δεν είναι αυτονόητος. Κατά τις απαντήσεις, οι οποίες  δόθηκαν στα δύο ταύτα ερωτήματα, διακρίνεται ο ορθολογισμός σε τρεις κατηγορίες, στον μεταφυσικό, τον μαθηματικό και τον ειδολογικό ορθολογισμό.

Ο μεταφυσικός ορθολογισμός ορμάται εκ της προϋποθέσεως ότι η πραγματικότητα είναι καθ’ εαυτή ιδέα και δια τούτο δύναται να γνωσθεί δια καθαρής νοήσεως. Την προϋπόθεση αυτή κατέστησε πρώτος ο Πλάτωνας βάση του φιλοσοφικού αυτού συστήματος. Κατά τον μέγα φιλόσοφο της αρχαιότητος, ο κόσμος των αισθήσεων δεν είναι ο πραγματικός κόσμος, ο οποίος τουναντίον αποτελείται εκ συστήματος ιδεών. Στην γνώση αυτού, του όντως όντος, φθάνομε δια της μαθηματικής και τής διαλεκτικής, οι οποίες αποτελούν τις δύο μεγάλες μορφές της νοήσεως. Δέον όμως να σημειωθεί ότι η απάντηση του Πλάτωνα δεν είναι κυρίως θα έλεγε κανείς γνωσιολογική, αλλά μεταφυσική. Διότι η γνώση είναι κατ’ αυτόν ανάμνηση της ψυχής εκ των χρόνων τής ασωμάτου αυτής καταστάσεως στο Επέκεινα, ανάμνηση, η οποία καθίσταται δυνατή δια της απαλλαγής από των αισθήσεων και των απατηλών αυτής φασμάτων. Ο μεταφυσικός αυτός ορθολογισμός του Πλάτωνα ανανεώνεται κατά τον δέκατο ένατο αιώνα υπό της φιλοσοφίας του γερμανικού ιδανισμού. Έτσι βρίσκουμε στον Έγελο την αυτή θεμελιώδη προϋπόθεση. Η πραγματικότητα είναι και κατ’ αυτόν ιδέα, εξελισσόμενη μετ’ εσωτερικής αναγκαιότητας. Η πλήρης γνώσης συνίσταται στην νόηση των ιδεών, οι οποίες είναι το όντως ον. Η δευτέρα μορφή του ορθολογισμού, ο μαθηματικός ορθολογισμός, αναφαίνεται κατά τον δέκατο έβδομο αιώνα. Το ιδανικό αυτού είναι η γνώση, η οποία προσλαμβάνει την μορφή της μαθηματικής επιστήμης, τουτέστι την μορφή συστήματος παραγομένου εξ αρχών εκ των προτέρο τεθειμένων στην νόησή μας. Εισηγητής του ορθολογισμού τούτου έγινε ο Καρτέσιος, ο οποίος διδάσκει ότι υπάρχουν στοιχεία της γνώσεως, έμφυτες ιδέες, οι οποίες παράγονται υπ’ αυτού του νου, μηδεμιάς πιστοποιήσεως της εμπειρίας δεόμενα. Τοιαύτες αρχές είναι τα αξιώματα των μαθηματικών, τα όποια δεν κατάγονται εκ της εμπειρίας, άλλα τα όποια θέτει ο νους, ως θέτει αυτός αφ’ εαυτού και τους μαθηματικούς ορισμούς. Το κύρος αυτών δεν εξαρτάται εκ της εμπειρίας, αλλά η αλήθεια αυτών γίνεται αυτοφανής ευθύς ως κατανοηθώσι. Διά αυτό πειράται να αναγάγει και την φυσική στα μαθηματικά, να καταστήσει δηλαδή αυτήν μαθηματική φυσική. Εντεύθεν και ο ορισμός της φύσεως του σωματικού ως καθαρής εκτάσεως. Το σώμα κέκτηται μόνον γεωμετρικές ιδιότητες και διά τούτο υπάγεται στην μαθηματική  θεώρηση. Ο ορισμός αυτού είναι καθαρά μαθηματικός ορισμός, ως εξ άλλου και ο ορισμός της ψυχής. Επί της βάσης των ορισμών τούτων και αξιωμάτων τινών, ως είναι τα περί διατηρήσεως της ουσίας και της δυνάμεως, αναπτύσσει την επιστήμη της φύσεως ως σύστημα μηχανικής. Κατά την νοητική αυτή εργασία η κατ’ αίσθηση αντίληψη κέκτηται οίαν και στη γεωμετρία αξία· παρέχει δηλαδή την πρώτη αφορμή προς σχηματισμό εννοιών και αξιωμάτων. Όπως δε οι μαθηματικές έννοιες περιέχουν σε αυτές την εγγύηση του κύρους αυτών, ουδεμιάς χρήζουν δια της εμπειρίας κυρώσεως, έτσι και οι ορισμοί και  τα αξιώματα εκείνα. Διότι πάσα σαφής και διαυγής έννοια φέρει σε αυτή εαυτή την εγγύηση της αληθείας της. Quidquid clare ac distincte percipio, verum est. Τις αρχές αυτές εφαρμόζει πλήρως δι’ όλου αυτού του συστήματος ο Σπινόζας, του οποίου το κύριο έργο φέρει τον χαρακτηριστικό τίτλο: Ethica more geometrico demonstrata. Σε αυτό χρησιμοποιεί αυστηρά την μορφή της μαθηματικής αποδείξεως. Όλες οι επιστήμες, η φυσική, η μεταφυσική, η γνωσιολογία, η ψυχολογία, η ηθική, η πολιτική, εξετάζονται κατά γεωμετρικό τρόπον, η δε φιλοσοφία καθόλου εμφανίζεται ως σύστημα αναγκαίων λογικώς τύπων, παραγομένων εκ λογικώς αναγκαίων εννοιών και αξιωμάτων. Αλλά σε αντίθεση με τον Καρτέσιο την απάντηση στο δεύτερον εκείνο ερώτημα, το σχετικό προς την συμφωνία του εξ υποκειμένου συστήματος τούτου των εννοιών προς την αντικειμενική γνώση, αντλεί ο Σπινόζας εκ της μεταφυσικής αυτού, κατά την οποίαν ordo et connexio, idearum idem est ac ordo et connexio rerum, εκ του μονισμού αυτού και της εξ αυτού απορρέουσας θεωρίας περί παραλληλισμού. Ο ενδολογικός τέλος ορθολογισμός συνδέεται προς το όνομα του Κάντ, ο οποίος παραλαμβάνει εξ αμφοτέρων των αντιμαχομένων αλλήλων γνωσιολογικών θεωριών, του ορθολογισμού και της εμπειριοκρατίας, όσα αληθή περιέχει σε αυτή εκατέρα αυτών και συνδυάζει αυτά σε νέα γνωσιολογική θεωρία. Κατά την θεωρία αυτή υφίσταται γνώση εκ των προτέρων, αλλά γνώση των φαινόμενων, όχι των πραγμάτων, καθ’ αυτά.

 

Βιβλιογραφία

01. «Le rationalisme comme hypothese mithodologique, 1909

02. Hobhouse, «The Theory of Knowledge», 1896.

03. Messer, «Einfoehrung in die Erkenntnistheorie», 1909.

04. Girgensohn, «Der Rationalismus des Abendlandes», 1926

05. Barrebotti, «Il rationalismo nella storia della filosofia», 1886.

06. Robertson, Rationalism, 1912.

07. Jaspers, «Psychologie der Weltanschauungen», β΄ εκδ. 1922

08. Kulpe, «Einfoehrung in die Philosophic», στ΄ έκδ. 1913

09. Paulsen, «Einleitung in die Philosophic, 23η έκδ., 1910.

 

Πηγή: Ν.Ι. Λούβαρης, Καθηγητής στην εισαγωγή της Ερμηνείας της Καινής Διαθήκης στο Εθνικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος Ιθ΄, σσ. 54 - 55

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου