Δευτέρα 6 Ιανουαρίου 2014

Ὁ Νικητής τοῦ θανάτου.Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος

Ὁ Νικητής τοῦ θανάτου.Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος

Ὁ Νικητής τοῦ θανάτου

Σήμερα λοιπὸν ὁ Κύριός μας περιοδεύει στὸν Ἅδη. Σήμερα συνέτριψε τὶς χάλκινες πύλες καὶ τοὺς σιδερένιους μοχλούς του. Πρόσεξε τὴν ἀκριβολογία. Δὲν εἶπε, ἄνοιξε τὶς πύλες, ἀλλὰ «συνέτριψε τὶς χάλκινες πύλες», γιὰ νὰ ἀχρηστεύσει τὸ δεσμωτήριο.
Δὲν ἀφαίρεσε τοὺς μοχλούς, ἀλλὰ τοὺς συνέτριψε, γιὰ νὰ ἀχρηστεύσει τὴ φυλακή. Ὅπου βέβαια δὲν ὑπάρχει οὔτε μοχλὸς οὔτε θύρα, καὶ ἂν κάποιος εἰσέλθει, δὲν ἐμποδίζεται νὰ ἐξέλθει. Ὅταν λοιπὸν συντρίψει ὁ Χριστός, ποιὸς θὰ μπορέσει νὰ διορθώσει;
 Οἱ βασιλεῖς ὅταν πρόκειται νὰ ἀφήσουν ἐλεύθερους τούς φυλακισμένους, δὲν κάνουν αὐτὸ ποὺ ἔκανε ὁ Χριστός, ἀλλὰ δίνουν διαταγὲς καὶ ἀφήνουν στὴ θέση τους καὶ τὶς πόρτες καὶ τοὺς φύλακες, δείχνοντας μ’ αὐτὸ πῶς θὰ χρειαστεῖ νὰ μποῦν πάλι ἐκεῖ μέσα ἢ ἐκεῖνοι ποὺ ἀποφυλακίστηκαν ἢ κάποιοι ἄλλοι στὴ θέση τους.
Ἀλλὰ ὁ Χριστὸς δὲν ἐνεργεῖ μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο. Θέλοντας νὰ δείξει ὅτι καταργήθηκε ὁ θάνατος, συνέτριψε τὶς χάλκινες πύλες του. Καὶ τὶς ὀνόμασε χάλκινες ὄχι ἐπειδὴ ἦταν ἀπὸ χαλκό, ἀλλὰ γιὰ νὰ δηλώσει τὴ σκληρότητα καὶ τὴν ἀδιαλλαξία τοῦ θανάτου.
Καὶ γιὰ νὰ μάθεις ὅτι ὁ χαλκὸς καὶ ὁ σίδηρος ἐκφράζουν τὴν ἀκαμψία καὶ τὴ σκληρότητα, ἄκουσε τί λέει σὲ κάποιον ἀδιάντροπο: «Τὰ νεῦρα σου εἶναι ἀπὸ σίδηρο καὶ ὁ τράχηλος καὶ τὸ μέτωπό σου ἀπὸ χαλκό».
Καὶ ἐκφράστηκε ἔτσι ὄχι διότι εἶχε σιδερένια νεῦρα ἢ χάλκινο μέτωπο, ἀλλὰ ἐπειδὴ ἔδειχνε πὼς εἶναι αὐστηρός, ἀδιάντροπος καὶ σκληρός.
Θέλεις νὰ μάθεις πόσο αὐστηρὸς καὶ ἄκαμπτος καὶ ἀσυγκίνητος εἶναι ὁ θάνατος; Κανένας δὲν τὸν κατάφερε ποτὲ ν’ ἀφήσει ἐλεύθερο κάποιον ἀπὸ τοὺς αἰχμαλώτους του, ἕως ὅτου ἦρθε καὶ τὸν ἀνάγκασε ὁ Κύριος τῶν ἀγγέλων. Πρῶτα λοιπὸν συνέλαβε καὶ φυλάκισε ἐκεῖνον (τὸ θάνατο) καὶ ὕστερα τοῦ πῆρε ὅ,τι τοῦ ἀνῆκε. Γι’ αὐτὸ προσθέτει: «Θησαυροὶ ποὺ βρίσκονται στὸ σκοτάδι καὶ εἶναι κρυμμένοι καὶ δὲν φαίνονται».
Ἂν καὶ ἀναφέρεται σὲ ἕνα πράγμα, ἡ σημασία του εἶναι διπλή. Ὑπάρχουν, δηλαδή, τόποι σκοτεινοί, οἱ ὁποῖοι μπορεῖ πολλὲς φορὲς νὰ φωτιστοῦν, ἂν τοποθετήσουμε μέσα τοὺς λυχνία καὶ φῶς. Οἱ χῶροι ὅμως τοῦ Ἅδη ἦταν πολὺ σκοτεινοὶ καὶ θλιβεροὶ καὶ ποτὲ δὲν μπῆκαν μέσα τοῦ ἀκτίνες φωτός, γι’ αὐτὸ καὶ τοὺς χαρακτήρισε σκοτεινοὺς καὶ ἀόρατους.
Ἐπειδὴ ἦταν στὴν πραγματικότητα σκοτεινοὶ μέχρι τὴ στιγμὴ ποὺ κατέβηκε σ’ αὐτοὺς ὁ Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης καὶ τοὺς κατελάμπρυνε μὲ τὸ φῶς του καὶ ἔκανε τὸν Ἅδη οὐρανό. Γιατί ὅπου βρίσκεται ὁ Χριστός, ὁ τόπος μεταβάλλεται σὲ οὐρανό.
Εὔλογα ὀνομάζει τὸν Ἅδη σκοτεινὸ θησαυροφυλάκιο, γιατί ἐκεῖ ὑπῆρχε σωρευμένος πολὺς πλοῦτος. Πραγματικά, ὅλο τὸ ἀνθρώπινο γένος ποὺ ἀποτελοῦσε πλοῦτο τοῦ Θεοῦ ληστεύτηκε ἀπὸ τὸν διάβολο ποὺ ἐξαπάτησε τὸν πρωτόπλαστο καὶ τὸν ὑποδούλωσε στὸ θάνατο.
Τὸ ὅτι τὸ ἀνθρώπινο γένος ἀποτελοῦσε πλοῦτο τοῦ Θεοῦ, τὸ ἀποδεικνύει καὶ ὁ Παῦλος μὲ ὅσα λέει: «Ὁ Κύριος εἶναι πλούσιος σὲ ὅλους καὶ ἰδιαίτερα σ’ ἐκεῖνον ποὺ τὸν ἐπικαλεῖται». Ὅπως, λοιπόν, ἕνας βασιλιάς, ὅταν συλλάβει κάποιον ληστή, ποὺ λήστευε τὶς πόλεις, ποὺ ἅρπαζε ἀπὸ παντοῦ, ποὺ κρυβόταν μέσα σὲ σπηλιὲς καὶ ἀποθήκευε ἐκεῖ τὰ κλεμμένα πλούτη, ἀφοῦ φυλακίσει τὸν ληστή, ἐκεῖνον μὲν τὸν παραδίνει σὲ τιμωρία, τοὺς δὲ θησαυροὺς του μεταφέρει στὰ βασιλικὰ ταμεῖα, ἔτσι ἔκανε καὶ ὁ Χριστός, μὲ τὸ θάνατό Του φυλάκισε τὸν ληστὴ καὶ τὸν δεσμοφύλακα, δηλαδὴ τὸν διάβολο καὶ τὸ θάνατο, καὶ μετέφερε ὅλα τὰ πλούτη, ἐννοῶ τὸ ἀνθρώπινο γένος, στὰ βασιλικὰ ταμεῖα.
Αὐτὸ δηλώνει καὶ ὁ Παῦλος λέγοντας: «Ὁ Κύριος μᾶς λύτρωσε ἀπ’ τὴν ὑποδούλωσή μας στὸ σκοτάδι καὶ μᾶς μετέφερε στὸ βασίλειο τῆς ἀγάπης του». Καὶ τὸ πιὸ σπουδαῖο εἶναι ὅτι ἀσχολήθηκε μὲ τὸ γεγονὸς αὐτὸ ὁ Ἴδιος ὁ βασιλιάς, τὴ στιγμὴ ποὺ κανένας ἄλλος βασιλιὰς δὲν καταδέχτηκε νὰ κάνει κάτι παρόμοιο, ἀλλὰ δίνει ἐντολὴ στοὺς ὑπηρέτες του νὰ ἐλευθερώσουν τοὺς φυλακισμένους. Ἐδῶ ὅμως δὲν συνέβη ἔτσι, ἀλλὰ ἦρθε ὁ Ἴδιος ὁ βασιλιὰς στοὺς φυλακισμένους καὶ δὲν ντράπηκε οὔτε τὴ φυλακὴ οὔτε τοὺς φυλακισμένους. Γιατί ἦταν ἀδύνατο νὰ ντραπεῖ τὸ πλάσμα Του.
Καὶ συνέτριψε τὶς πύλες καὶ διέλυσε τοὺς μοχλοὺς καὶ κυριάρχησε στὸν Ἅδη καὶ ἐξαφάνισε ὅλη τὴ φρουρὰ καί, ἀφοῦ συνέλαβε δέσμιο τὸν δεσμοφύλακα (τὸν θάνατο), ἐπανῆλθε σ’ ἐμᾶς. Ὁ τύραννος μεταφέρθηκε αἰχμάλωτος, ὁ ἰσχυρὸς δεμένος. Ὁ ἴδιος ὁ θάνατος πέταξε τὰ ὅπλα του καὶ ἔτρεξε ἄοπλος καὶ δήλωσε ὑποταγὴ στὸ βασιλιά.
Εἶδες τί ἀξιοθαύμαστη νίκη; Εἶδες τὰ κατορθώματα τοῦ σταυροῦ; Νὰ σοῦ πῶ καὶ κάτι ἄλλο πιὸ ἀξιοθαύμαστο; Ἂν μάθεις μὲ ποιὸν τρόπο νίκησε ὁ Χριστός, ὁ θαυμασμός σου θὰ γίνει μεγαλύτερος. Μὲ τὰ ὅπλα δηλαδὴ ποὺ νίκησε ὁ διάβολος, μὲ τὰ ἴδια τὸν ὑπέταξε ὁ Χριστός. Ἀφοῦ τοῦ ἅρπαξε (ὁ Χριστὸς) τὰ ὅπλα του, μὲ ἐκεῖνα τὸν κατετρόπωσε.
Καὶ ἄκουσε πῶς; Παρθένος, ξύλο καὶ θάνατος ἦταν τὰ σύμβολα τῆς ἥττας μας. Παρθένος ἦταν ἡ Εὔα, γιατί δὲν εἶχε γνωρίσει ἀκόμα τὸν ἄνδρα της. ξύλο ἦταν τὸ δέντρο καὶ θάνατος ἡ τιμωρία τοῦ Ἀδάμ. Ἀλλὰ νά, καὶ πάλι Παρθένος καὶ ξύλο καὶ θάνατος, αὐτὰ τὰ σύμβολα τῆς ἥττας ἔγιναν σύμβολα τῆς νίκης.
Γιατί ἀντὶ τῆς Εὔας ἔχουμε τὴ Μαρία, ἀντὶ τοῦ ξύλου τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ, τὸ ξύλο τοῦ σταυροῦ, καὶ ἀντὶ τοῦ θανάτου ὡς τιμωρία τοῦ Ἀδάμ, τὸ θάνατο τοῦ Χριστοῦ. Βλέπεις ὅτι ὁ διάβολος νικήθηκε μὲ τὰ ὅπλα πού νίκησε ἄλλοτε; Τὸν Ἀδὰμ πολέμησε ὁ διάβολος καὶ τὸν νίκησε κοντὰ στὸ δέντρο, τὸν διάβολο νίκησε ὁ Χριστὸς πάνω στὸ σταυρό.
Τὸ ξύλο τὴν πρώτη φορὰ ἔστελνε ἀπ’ τὸν Ἅδη στὴ ζωὴ ἀκόμη κι ὅσους εἶχαν πάει ἐκεῖ. Τὸ ξύλο ἐπίσης τὴν πρώτη φορὰ ἔκρυψε τὸν αἰχμάλωτο ποὺ ἦταν γυμνός, τὴ δεύτερη ἔδειχνε σ’ ὅλους γυμνὸ τὸ νικητὴ (τὸ Χριστὸ) ποὺ ἦταν κρεμασμένος ψηλά.
Καὶ ἀκόμη, ὁ πρῶτος θάνατος (τοῦ Ἀδὰμ) καταδίκασε κι ὅλους ἐκείνους ποὺ γεννήθηκαν μετὰ ἀπὸ αὐτόν, ἐνῶ ὁ δεύτερος (τοῦ Χριστοῦ) ἀνάστησε κι ἐκείνους ἀκόμη ποὺ ἔζησαν πρὶν ἀπὸ Ἐκεῖνον. «Ποιὸς μπορεῖ νὰ περιγράψει μὲ λόγια τὴ δύναμη τοῦ Κυρίου; Ἀπὸ νεκροὶ ποὺ ἤμασταν, γίναμε ἀθάνατοι. Αὐτὰ εἶναι τὰ κατορθώματα τοῦ σταυροῦ.
Ἔμαθες γιὰ τὴ νίκη; Ἔμαθες μὲ ποιὸν τρόπο ἐπιτεύχθηκε; Δὲς τώρα πῶς ἐπιτεύχθηκε χωρὶς κόπο. Δὲν βάψαμε τὰ ὅπλα μας στὸ αἷμα, δὲν παραταχθήκαμε σὲ θέση μάχης, δὲν τραυματιστήκαμε, οὔτε εἴδαμε κανέναν πόλεμο, κι ὅμως νικήσαμε.
Ἀγωνίστηκε ὁ Κύριος καὶ μεῖς στεφανωθήκαμε. Ἐπειδὴ λοιπὸν εἶναι καὶ δική μας ἡ νίκη, ἂς ψάλλουμε ὅλοι σήμερα σὰν στρατιῶτες ὕμνο ἐπινίκιο: «Κατανικήθηκε ὁ θάνατος καὶ κατατροπώθηκε. Ποῦ εἶναι θάνατε ἡ νίκη σου; Ποῦ εἶναι Ἅδη τὸ κεντρί σου;».

hristospanagia3.blogspot.gr

Οι καθημερινές προφάσεις και δικαιολογίες. Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος

 

Οι καθημερινές προφάσεις και δικαιολογίες. Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος


  Οι καθημερινές προφάσεις και δικαιολογίες
  
Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου

Αν έλθει κάποιος φτωχός, που έχει ανάγκη από λίγο ψωμί, ακούγονται πολλές κακολογίες, διαβολές, κατηγορίες για οκνηρία, λοιδορίες, βρισιές και πειράγματα. Και δε σκέπτεσαι ότι και συ είσαι άνθρωπος, που δεν εργάζεσαι, ο Θεός, όμως, σου δίνει τα αγαθά του.
Μη μου πεις, βέβαια, ότι ασχολείσαι και συ με κάτι, αλλά να μου αποδείξεις αυτό, εάν, δηλαδή, κάνεις και χρησιμοποιείς κάτι από τα απαραίτητα.
Εάν, όμως, μου αναφέρεις την απόκτηση των χρημάτων και κέρδη με απάτη και τη φροντίδα και την αύξηση του πλούτου σου, θα σου απαντήσω ότι όλα αυτά δεν μπορούν να ονομασθούν εργασίες· εργασίες είναι η ελεημοσύνη, οι προσευχές, οι φροντίδες για την προστασία εκείνων που αδικούνται και τα παρόμοια, Από αυτά βρισκόμαστε σε αργία για όλη μας τη ζωή.
Αλλ’ όμως, ο Θεός ποτέ δεν μας είπε, επειδή είσαι οκνηρός, δε σου ανάβω τον ήλιο, σου σβήνω τη σελήνη, ξηραίνω τη γη για να μη σου δίνει καρπούς, ξηραίνω τις λίμνες, τις πηγές και τα ποτάμια, εξαφανίζω τον αέρα, σταματώ τις ετήσιες βροχές. Αντίθετα, όλα μας τα δίνει άφθονα. Σε μερικούς, μάλιστα, που όχι μόνον είναι άνεργοι, αλλά κάνουν και πονηρά έργα, πάλι τους επιτρέπει να απολαμβάνουν τα αγαθά του.
Όταν, λοιπόν, δεις κάποιο φτωχό και πεις, ότι αγανακτώ επειδή είναι υγιής και δεν υποφέρει από τίποτε, και παρ’ όλα αυτά θέλει να τρέφεται χωρίς να εργάζεται, και ίσως να είναι κάποιος δραπέτης και, υπηρέτης, που εγκατέλειψε τον κύριο του· όλα αυτά, που είπα, πες στον εαυτό σου, μάλλον δώσε το θάρρος σ’ εκείνον να σου τα πει και πολύ δίκαια θα σου πει:
Αγανακτώ, διότι, ενώ είσαι υγιής, δεν κάνεις τίποτε από όσα έχει διατάξει ο Θεός, αλλά δραπετεύοντας από τις εντολές του Κυρίου, γυρίζεις σαν να βρίσκεσαι σε ξένη χώρα περνώντας τον καιρό σου μέσα στην κακία· μεθάς, ασχημονείς, κλέβεις, αρπάζεις, καταστρέφεις τα σπίτια των άλλων. Και συ, βέβαια, με κατηγορείς για οκνηρία, εγώ, όμως, σε κατηγορώ για τα πονηρά έργα που κάνεις, όταν συκοφαντείς, όταν ορκίζεσαι, όταν αρπάζεις, όταν λες ψέματα και κάνεις πολλά παρόμοια έργα.
Αυτά τα λέω, όχι για να θέσω νόμο για την οκνηρία, μη γένοιτο· αλλά τα λέω, επειδή επιθυμώ να εργάζονται όλοι. Διότι η αργία δίδαξε κάθε κακία.
Σας παρακαλώ, όμως, να μην είστε άσπλαχνοι, ούτε απάνθρωποι. Διότι και ο Παύλος, αν και κατέκρινε πάρα πολύ την οκνηρία και είπε· «Όποιος δε θέλει να εργάζεται, δεν πρέπει ούτε και να τρώει» (Β΄ Θεσσ. 3,10), δε σταμάτησε μέχρις εδώ, αλλά πρόσθεσε· «εσείς, όμως, να μη χάνετε το θάρρος σας κάνοντας το καλό».
Και, όμως, αυτά είναι αντίθετα με τα προηγούμενα. Διότι, εφόσον διέταξες να μην τρώνε, πώς μας συμβουλεύεις να τους δίνουμε; Ναι, λέει· πραγματικά σας διέταξα να τους αποστρέφεστε και να μην τους συναναστρέφεστε, αλλά και σας παρήγγειλα «να μη τους θεωρείτε σαν εχθρούς, αλλά να τους συμβουλεύετε»· και έτσι δεν δίνω εντολές που συγκρούονται μεταξύ τους, αλλά δίνω εντολές, που συμφωνούν απόλυτα μεταξύ τους.
Διότι, εάν εσύ είσαι πρόθυμος να προσφέρεις ελεημοσύνη, τότε γρήγορα και εκείνος ο φτωχός θα απαλλαγεί από την οκνηρία και συ από την απανθρωπιά σου.
Ναι, αλλά, θα ισχυρισθεί κάποιος, λέει πολλά ψέματα και υποκρίνεται. Μα, ακριβώς, γι’ αυτό είναι άξιος ελεημοσύνης, επειδή έφθασε σε τόση μεγάλη ανάγκη ώστε να κάνει τέτοιες αδιάντροπες πράξεις.
Εμείς, όμως, όχι μόνο δεν ελεούμε, αλλά προσθέτουμε και τα απάνθρωπα εκείνα λόγια λέγοντας· “δε σου έδωσα μία φορά, δύο φορές;”
Τί λοιπόν; Επειδή έφαγε μία φορά, δεν έχει πάλι ανάγκη από τροφή; Γιατί δεν εφαρμόζεις στη δική σου κοιλιά τους ίδιους νόμους και δεν της λες· “χόρτασες χθες και προχθές, μη ζητάς σήμερα”. Αλλά την κοιλιά σου τη γεμίζεις πάνω από το κανονικό, ενώ αυτόν, αν και ζητά τη βασική τροφή, τον αποστρέφεσαι, ενώ έπρεπε ακριβώς γι’ αυτό να τον ελεείς, επειδή είναι υποχρεωμένος να έρχεται και να σου ζητά καθημερινά τροφή. Και, αν τίποτε άλλο δε λυγίζει τη σκληρότητά σου, γι’ αυτό και μόνον έπρεπε να τον ελεήσεις.
Διότι όλα αυτά αναγκάζεται να τα κάνει πιεζόμενος από την πείνα…
Εσύ, όμως, όχι μόνο δεν τον ελεείς, αλλά και τον κοροϊδεύεις. Και μολονότι ο Θεός σε προτρέπει να κάνεις κρυφά την ελεημοσύνη, εσύ φθάνεις στο σημείο να διακηρύσσεις αυτόν, που ήλθε να σου ζητήσει ελεημοσύνη και να τον λοιδορείς για εκείνα για τα οποία έπρεπε να τον ελεείς. Διότι, αν δε θέλεις να δώσεις, για ποιό λόγο κατηγορείς και συντρίβεις αυτήν την ταλαίπωρη και άθλια ψυχή;
Ήλθε με την ελπίδα να βρει τα χέρια σου σαν λιμάνι· γιατί, λοιπόν, σηκώνεις κύματα και του κάνεις βαρύτερο το χειμώνα; Γιατί τον κατηγορείς για δουλοπρέπεια; Μήπως θα ερχόταν σε σένα, αν ήξερε ότι θ’ ακούσει τέτοια λόγια; Εάν, όμως, ήλθε, μολονότι γνώριζε ότι θ’ ακούσει τέτοια λόγια, τότε, ακριβώς, για το λόγο αυτό αξίζει να τον ελεήσεις και να φρίξεις παράλληλα για την δική σου σκληρότητα, διότι ούτε και έτσι γίνεσαι περισσότερο ήρεμος, αν και βλέπεις, δηλαδή, μπροστά σου τόσο καταπιεστική ανάγκη, και δε νομίζεις ότι είναι αρκετός ο φόβος της πείνας για να δικαιολογήσει την αναισχυντία του, αλλά τον κατηγορείς για αναισχυντία. Μολονότι, συ ο ίδιος, πολλές φορές, έχεις κάνει μεγαλύτερες αναισχυντίες και μάλιστα για φοβερά πράγματα.
Βέβαια, στην περίπτωση αυτή, η αναισχυντία είναι άξια συγχωρήσεως, ενώ εμείς, αν και πολλές φορές κάνουμε πράγματα άξια για τιμωρία, φερόμαστε με αναίδεια. Και ενώ πρέπει να φερόμαστε με ταπείνωση, όταν σκεπτόμαστε αυτά, εμείς αντίθετα, επιτιθέμεθα εναντίον αυτών των δυστυχισμένων ανθρώπων και μολονότι μας ζητούν φάρμακα, εμείς τους αυξάνουμε τις πληγές.
Εάν, βέβαια, δεν θέλεις να δώσεις, γιατί τον προσβάλλεις; Αν δεν θέλεις να ελεήσεις, για ποιό λόγο τον βρίζεις; Μα, δεν μπορεί να φύγει με άλλο τρόπο. Τότε, λοιπόν, να ενεργήσεις σύμφωνα με την εντολή του σοφού εκείνου που λέει: «Απάντησέ του με τρόπο ειρηνικό και με πραότητα» (Σοφ. Σειρ. 4,8).
Διότι δεν κάνει όλες αυτές τις αναισχυντίες με τη θέλησή του. Διότι δεν μπορεί, δεν είναι δυνατό να υπάρχει άνθρωπος, που να θέλει να ντροπιάζεται χωρίς λόγο. Και αν ακόμη μερικοί προβάλλουν αμέτρητα επιχειρήματα για το αντίθετο, εγώ ποτέ δε θα μπορούσα να δεχθώ, ότι μπορεί ένας άνθρωπος, που ζει μέσα στην αφθονία, να προτιμήσει να γίνει ζητιάνος. Κανένας, λοιπόν, ας μη σας εξαπατά. Αλλά και αν ακόμη ο Παύλος λέει· « Όποιος δεν θέλει να εργάζεται, δεν πρέπει και να τρώγει», αυτό το λέγει σ’ εκείνους· ενώ σε μας δεν λέει το ίδιο, αλλά το αντίθετο· «Εσείς, όμως, να μη χάνετε το θάρρος σας κάνοντας το καλό»…

(Αγ. Ιωάννου Χρυσοστόμου, ομιλία στο Κατά Ματθαίον, ΛΕ΄-αποσπάσματα. ΕΠΕ 10)

pemptousia.gr

Απ. Παύλος, ο διδάσκαλος της αγάπης. Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου

 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 

 

Απ. Παύλος, ο διδάσκαλος της αγάπης. Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου


Απ. Παύλος, ο διδάσκαλος της αγάπης
Απόκτη­σε την αγάπη του Παύλου και θα έχεις τέλειο το στεφάνι.
(Εγκώμιο στον Άγιο Απόστολο Παύλο του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου)

Ομιλία Γ΄.

Ο μακάριος Παύλος δείχνοντας τη δύναμη της ανθρώπι­νης προθυμίας και ότι μπορούμε να πετάξουμε και προς αυτόν τον ουρανό, αφήνοντας τους αγγέλους και τους αρχαγγέλους και τις άλλες δυνάμεις, άλλοτε διά μέσου του εαυτού του μόνο προτρέπει τους πιστούς να γίνονται μιμητές του Χριστού λέγοντας, «Να γίνεστε μιμητές μου, όπως και εγώ του Χριστού», και άλλοτε χωρίς τον εαυτό του ανεβάζει τους πιστούς προς τον ίδιο το Θεό λέγοντας, «Να γίνεστε λοιπόν μιμητές του Θε­ού, σαν τέκνα αγαπητά».
Έπειτα για να δείξει ότι τίποτε δεν κάνει τη μίμηση αυτήν τόσο, όσο το να ζει κανείς για το κοινό καλό και να αποβλέπει προς ό,τι είναι χρήσιμο για τον καθένα, πρόσθεσε· «Να συμπεριφέρεστε με αγάπη». Γι’ αυτό αφού εί­πε, «Να γίνεστε μιμητές μου», αμέσως μιλά για την αγάπη, δεί­χνοντας ότι κυρίως αυτή η αρετή φέρει κοντά στο Θεό.
Γιατί οι άλλες αρετές είναι βέβαια κατώτερες από αυτήν και περιστρέ­φονται όλες γύρω από τους ανθρώπους· όπως ο αγώνας εναντίον της επιθυμίας, ο πόλεμος για τη λαιμαργία, η μάχη προς τη φιλαργυρία, ο αγώνας εναντίον του θυμού. Η αγάπη όμως είναι κοινό γνώρισμα των ανθρώπων και του Θεού.
Γι’ αυτό και ο Χριστός έλεγε· «Να προσεύχεστε για εκείνους που σας παρενοχλούν, για να ομοιάσετε προς τον Πατέρα σας, ο οποίος εί­ναι στους ουρανούς».
Αυτό λοιπόν και ο Παύλος γνωρίζοντας ότι είναι το κυριότερο από τα αγαθά, το εφάρμοσε με πολλή προσοχή. Κανένας δεν αγάπησε τόσο τους εχθρούς του, κανένας δεν ευεργέτησε τόσο εκείνους που τον επιβουλεύονταν, κανένας δεν έπαθε τόσα για χάρη εκείνων που τον είχαν λυπήσει.

Γιατί δεν έβλεπε σ’ εκείνα που πάθαινε, αλλά σκεφτόταν ότι και αυτοί ήταν άνθρω­ποι, και όσο περισσότερο εξαγριώνονταν εκείνοι, τόσο περισ­σότερο τους συγχωρούσε τη μανία. Και όπως θα συμπεριφερό­ταν ένας πατέρας προς το παιδί του, όταν το πιάνει μανία (για­τί όσο και αν τον βρίζει και τον κτυπά σκληρά ο πάσχων, τόσο περισσότερο τον ευσπλαχνίζεται και κλαίει), έτσι και εκείνος επειδή σκεπτόταν την ασθένεια, από την επενέργεια των δαι­μόνων, εκείνων που έκαμαν αυτά εναντίον του, διεγειρόταν για περισσότερη φροντίδα.
Άκουσε λοιπόν αυτόν πως με πραότητα και με συμπάθεια μας λέγει γι’ αυτούς, οι οποίοι τον μαστίγωσαν πέντε φορές, τον λιθοβόλησαν, τον φυλάκισαν, οι οποίοι διψούσαν για το αί­μα του και καθημερινά επιθυμούσαν να τον θανατώσουν. «Για­τί βεβαιώνω γι’ αυτούς», λέγει, «ότι έχουν ζήλο για το Θεό, αλλά όχι με σωστή γνώση».
Και πάλι αναχαιτίζοντας εκείνους που τον επιτιμούσαν τους έλεγε· «Να μην υπερηφανεύεσαι, αλλά να έχεις φόβο. Γιατί, αν ο Θεός δε λυπήθηκε τους φυσικούς κλάδους, μήπως δεν θα λυπηθεί και σένα». Όταν όμως είδε ότι η απόφαση του Κυρίου στράφηκε εναντίον τους, έκανε εκείνο που μπορούσε να κάνει.
Συνέχεια έκλαιγε γι’ αυτούς, θλιβόταν, εμπόδιζε εκείνους που ήθελαν να τους ακολουθήσουν στην κα­ταστροφή και προσπαθούσε, όσο του ήταν δυνατό, να βρει ί­χνος συγγνώμης γι’ αυτούς. Και επειδή δεν μπορούσε να τους πείσει με τα λόγια, γιατί ήταν ανένδοτοι και σκληροί, έκανε συνέχεια προσευχές λέγοντας· «Αδελφοί, η σφοδρή μου επιθυμία και η δέησή μου, που απευθύνεται προς το Θεό, είναι υπέρ αυτών για τη σωτηρία τους».
Υπόσχεται όμως σ’ αυτούς και αγαθές ελπίδες λέγοντας, «Δεν μετανοεί ο Θεός για τα χαρίσματα και την κλήση», ώστε να μη απελπισθούν εντελώς και χαθούν.
Όλα αυτά ήταν γνώ­ρισμα ανθρώπου που φρόντιζε και φλεγόταν υπερβολικά γι’ αυτούς, καθώς όταν λέγει, ότι «Θα έλθει από τη Σιών ο λυτρωτής και θα διαλύσει την ασέβεια των Ισραηλιτών». Γιατί πληγωνόταν βαθιά και θλιβόταν όταν τους έβλεπε να χάνονται. Γι’ αυτό επινοούσε πολλές παρηγοριές στον εαυτό του για τον πό­νο του αυτόν, άλλοτε λέγοντας, «Θα έρθει ο λυτρωτής και θα διαλύσει την ασέβεια των Ισραηλιτών», και άλλοτε, «Έτσι και αυτοί απείθησαν από το δικό σας έλεος, για να ελεηθούν και αυτοί».
Κάνει όμως αυτό και ο Ιερεμίας, αγωνιζόμενος και προσπαθώντας να βρει κάποια δικαιολογία για εκείνους που έχουν αμαρτήσει, άλλοτε λέγοντας, «Αν και οι αμαρτίες μας μαρτυρούν εναντίον μας, ενέργησε για το όνομά σου», και άλλοτε πάλι, «Ο άνθρωπος δεν ορίζει το δρόμο του, ο άνθρω­πος προχωρεί και δεν κατευθύνει την πορεία του». Και αλλού πάλι λέγεται· «Θυμήσου ότι είμαστε χώμα».
 Γιατί είναι συνή­θεια εκείνοι που παρακαλούν για τους αμαρτωλούς, και αν ακόμη δεν μπορούν να πουν τίποτε το εύλογο, να επινοούν κά­ποια ασήμαντη δικαιολογία, χωρίς να είναι ακριβής, ούτε να μπορεί να λογαριασθεί σαν αλήθεια, να παρηγορεί όμως εκείνους που υποφέρουν γι’ αυτούς που χάνονται.
Ας μην εξετάζουμε λοιπόν και εμείς αυτές τις δικαιολο­γίες με λεπτομέρεια, αλλά κατανοώντας ότι είναι γνώρισμα ψυχής που υποφέρει και επιζητεί να πει κάτι υπέρ των αμαρτωλών, έτσι ας παίρνουμε τα λεγόμενα. Άραγε λοιπόν μόνο προς τους Ιουδαίους συμπεριφερόταν έτσι ο Παύλος και προς τους εθνικούς όχι; Ήταν πιο πράος απ’ όλους και προς τους δικούς του και προς τους ξένους.
Λοιπόν άκουσε τι λέγει στον Τιμόθεο· «Ο δούλος όμως του Κυρίου δεν πρέπει να φιλονικεί, άλλα να είναι ήπιος προς όλους, ικανός στο να διδάσκει, ανεξίκακος, με πραότητα να σωφρονίζει εκείνους που έχουν αντίθετα φρονήματα, μήπως τους δώσει καμιά φορά ο Θεός μετάνοια για να γνωρίσουν καλά την αλήθεια, και συνέλθουν από την παγίδα του διαβόλου, και τους συλλάβει αυτός για να κάνουν το θέλημα του Θεού».
Θέλεις να δεις αυτόν πώς ομιλεί και προς τους αμαρτωλούς; Άκουσε τι λέγει στους Κορινθίους όταν έγραφε την επιστολή του· «Και φοβούμαι μήπως, όταν έλ­θω, δεν σας βρω τέτοιους που σας θέλω»· και αμέσως παρακά­τω, «Φοβούμαι μήπως όταν έλθω σ’ εσάς με ταπεινώσει ο Θεός και πενθήσω πολλούς που έχουν ήδη αμαρτήσει και δεν μετα­νόησαν για την ασέλγεια και την ακαθαρσία, την οποία έπραξαν». Και προς τους Γαλάτες όταν έγραφε έλεγε· «Παιδιά μου, τους οποίους σας αναγέννησα, μέχρις ότου να μορφωθεί μέσα σας ο Χριστός».
Και για εκείνον που έκαμε την πορνεία άκουσε τον Παύλο, πως δεν υποφέρει λιγότερο από τον ίδιο και παρακαλεί λέγοντας· «Να δείξετε δημόσια σ’ αυτόν αγάπη». Και όταν τον απομάκρυνε από την Εκκλησία, το έκανε αυτό με πολλά δάκρυα. «Γιατί σας έγραψα, λέγει, από πολλή θλίψη και στε­νοχώρια της ψυχής, όχι για να λυπηθείτε, αλλά για να γνωρίσε­τε την αγάπη, που υπερβολικά έχω προς εσάς».
 Και πάλι λέγει· «Έγινα στους Ιουδαίους σαν Ιουδαίος, σ’ εκείνους που βρίσκονται κάτω από το νόμο σαν να είμαι υπό το νόμο, στους ασθενείς στην πίστη σαν ασθενής, σ’ όλους έγινα τα πάντα, για να σώσω με κάθε τρόπο μερικούς». Και αλλού πάλι λέγει· «Για να παρουσιάσω κάθε άνθρωπο τέλειο στο όνομα του Ιη­σού Χριστού».
Είδες ψυχή που αξίζει περισσότερο απ’ όλη τη γη; Προσ­δοκούσε να παρουσιάσει κάθε άνθρωπο τέλειο, και όσο εξαρτιόταν απ’ αυτόν, τους παρουσίασε όλους. Γιατί πραγματικά σαν να γέννησε αυτός ολόκληρη την οικουμένη, έτσι ανησυχούσε, έτσι έτρεχε, έτσι προσπαθούσε να οδηγήσει όλους στη βασιλεία των ουρανών, θεραπεύοντας, παρηγορώντας, δίνον­τας υποσχέσεις, προσευχόμενος, ικετεύοντας, φοβερίζοντας τους δαίμονες, απομακρύνοντας εκείνους που διέφθειραν τους άλλους, με την παρουσία του, με επιστολές, με λόγους, με πρά­ξεις, με τους μαθητές, ανορθώνοντας με το παράδειγμά του εκείνους που κλονίζονταν στην πίστη τους, στηρίζοντας εκείνους που ήταν σταθεροί, σηκώνοντας εκείνους που είχαν πέ­σει, θεραπεύοντας εκείνους που είχαν συντριβεί, παρακινών­τας τους αδιάφορους, βγάζοντας φοβερές κραυγές προς τους εχθρούς, ρίχνοντας φοβερό βλέμμα πάνω στους αντιπάλους.
Σαν να ήταν κάποιος στρατηγός ή άριστος ιατρός, ο ίδιος ήταν σκευοφόρος, ο ίδιος υπασπιστής, ο ίδιος υπερασπιστής, ο ίδιος παραστάτης, ο ίδιος γινόταν τα πάντα στο στρατόπεδο. Και όχι μόνο στα πνευματικά, αλλά και στα υλικά έδειχνε μεγάλη φροντίδα, μεγάλη προσπάθεια.
Άκουσε λοιπόν τον Παύλο, πως λέγει για μία γυναίκα ό­ταν γράφει επιστολή προς ολόκληρη πόλη· «Σας συνιστώ ωστόσο τη Φοίβη, την αδελφή μας, η οποία είναι διακόνισσα της Εκκλησίας των Κεγχρεών, για να την δεχθείτε, όπως ο Κύ­ριος επιβάλλει, καθώς αξίζει στους Χριστιανούς, και να της συμπαρασταθείτε σ’ ό,τι σας χρειαστεί».
Άκουσε αυτόν και πάλι·«Γνωρίζετε το σπίτι του Στεφανά· ώστε και εσείς να υποτάσσεστε σε τέτοιους Χριστιανούς»· και πάλι· «Αναγνω­ρίζετε αυτούς». Γιατί και αυτό είναι γνώρισμα της φιλοστορ­γίας των αγίων, το να βοηθούν δηλαδή και σε τέτοιες περιστά­σεις.
Έτσι και ο Ελισσαίος τη γυναίκα που τον φιλοξένησε, δεν την βοηθούσε μόνο στα πνευματικά, αλλά και στα υλικά φρόντιζε να τη βοηθήσει· γι’ αυτό και έλεγε, «Έχεις να πεις τί­ποτε στο βασιλιά ή τον άρχοντα;».
Και γιατί απορείς, αν με τις επιστολές του ο Παύλος έκανε συστάσεις, αφού και όταν προσκαλούσε κάποιους κοντά του, δεν το θεωρούσε ότι είναι ανάξιο και αυτό, το να φροντίσει δη­λαδή και για τα εφόδιά τους και να το αναφέρει αυτό στην επιστολή του; Γιατί πραγματικά γράφοντας προς τον Τίτο λέγει· «Το Ζηνά το νομοδιδάσκαλο και τον Απολλώ κατευόδωσέ τους με επιμελή προετοιμασία, για να μη τους λείπει τίποτε».
Εάν όμως, όταν τους έστελνε, έδινε εντολή να τους χορηγή­σουν τόσα εφόδια, πολύ περισσότερο θα έκανε τα πάντα, αν τους έβλεπε να κινδυνεύουν κάπου. Πρόσεξε λοιπόν και όταν γράφει προς το Φιλήμονα, πόσο φροντίζει για τον Ονήσιμο και με πόση σύνεση, με πόσο ενδιαφέρον πατρικό γράφει. Αυτός όμως που δεν απέφυγε να γράψει επιστολή υπέρ ενός δούλου, ο οποίος μάλιστα είχε δραπετεύσει και είχε αρπάξει πολλά από τα πράγματα του κυρίου του, σκέψου ποιός ήταν για τους άλ­λους.
Γιατί ένα μόνο πράγμα θεωρούσε ότι είναι ντροπή, το να παραβλέπει δηλαδή κανείς εκείνο που έπρεπε να γίνει για τη σωτηρία κάποιου. Γι’ αυτό τα πάντα κινούσε, και τίποτε δεν δί­σταζε να σπαταλά για χάρη εκείνων που σώζονταν, ούτε λόγια, ούτε χρήματα, ούτε το σώμα του. Γιατί αυτός που παρέδωσε πάρα πολλές φορές τον εαυτό του σε θανάτους, πολύ περισσό­τερο δεν θα λυπόταν τα χρήματα, εάν βέβαια τα είχε.
Και γιατί λέγω, εάν βέβαια τα είχε; Γιατί είναι πραγματικά δυνατό να αποδείξει, ενώ δεν τα είχε, ότι δεν τα λυπόταν. Και να μη νομί­σεις ότι είναι αίνιγμα ο λόγος μου, αλλά άκουσε πάλι τον ίδιο που λέγει ότι, «Με μεγάλη ευχαρίστηση θα δαπανήσω χρήματα και ο ίδιος θα δαπανηθώ ολοκληρωτικά για τη σωτηρία των ψυχών σας». Και όταν μιλούσε στους Εφεσίους έλεγε· «Ε­σείς οι ίδιοι γνωρίζετε ότι στις ανάγκες μου και σ’ αυτούς που ήταν μαζί μου, υπηρέτησαν, αυτά τα χέρια μου».
Και ενώ ήταν μεγάλος ως προς το αποκορύφωμα των αρετών, την αγάπη, ήταν πιο ορμητικός από κάθε φλόγα. Και όπως ακριβώς το σίδερο, όταν πέσει μέσα σε φωτιά, γίνεται ολόκληρο φωτιά, έτσι και ο Παύλος αφού άναψε από τη φλόγα της αγάπης, έγινε ολόκληρος αγάπη.
 Και σαν να ήταν ο κοινός πατέρας όλης της οικουμένης, έτσι προσπαθούσε να μιμηθεί τους πατέρες, ή καλύτερα ξεπέρασε όλους τους πατέρες και σχετικά με τις φροντίδες του για τα σωματικά και πνευματικά, και διαθέτοντας χρήματα και λόγια και το σώμα και την ψυχή και τα πάντα για τους αγαπημένους του.
Γι’ αυτό και την ονόμαζε συμπλήρωμα του νόμου, και σύνδεσμο τελειότητας, και μητέρα όλων των αγαθών και αρχή και τέλος της αρετής. Γι’ αυτό και έλεγε, «Και το τέλος της παραγγελίας μου είναι αγά­πη από καθαρή καρδιά και αγαθή συνείδηση». Και πάλι, «Γιατί το, δεν θα μοιχεύσεις, δεν θα φονεύσεις και κάθε άλλη εντολή συνοψίζονται σ’ αυτό το παράγγελμα, στο να αγαπήσεις τον πλησίον σου σαν τον εαυτό σου».
Αφού λοιπόν η αρχή και το τέλος και όλα τα αγαθά είναι η αγάπη, ας ακολουθήσουμε και σ’ αυτήν τον Παύλο, γιατί από την αγάπη αυτός έγινε τέτοιος. Και μη μου πεις τους νεκρούς τους οποίους ανέστησε, ούτε τους λεπρούς, τους οποίους κα­θάρισε. Τίποτε από αυτά δεν θα σου ζητήσει ο Θεός.
 Απόκτη­σε την αγάπη του Παύλου και θα έχεις τέλειο το στεφάνι.
Ποιός τα λέγει αυτά; Ο ίδιος ο πατέρας της αγάπης, ο ίδιος που την προτίμησε από τα σημεία και τα θαύματα και από πά­ρα πολλά άλλα. Γιατί αφού την είχε επιτύχει σε υπερβολικό βαθμό, γι’ αυτό και με ακρίβεια γνωρίζει τη δύναμή της.
Από αυτήν και ο Παύλος έγινε τέτοιος, και τίποτε δεν τον έκαμε τό­σο άξιο, όσο η δύναμη της αγάπης. Γι’ αυτό και έλεγε· «Επιδιώκετε με ζήλο τα ανώτερα χαρίσματα. Και σας δείχνω ακόμη δρόμο έξοχο και υπέροχο για την απόκτησή τους», εννοώντας την αγάπη, τον πιο καλό και εύκολο δρόμο.
Αυτόν λοιπόν το δρόμο ας βαδίζουμε και εμείς, για να δούμε και τον Παύλο, ή καλύτερα τον Κύριο του Παύλου, και για να επιτύχουμε τα αιώνια στεφάνια, με τη χάρη και τη φιλαν­θρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον οποίο ανήκει η δόξα και η δύναμη, τώρα και πάντοτε, και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

(Ι. Χρυσοστόμου, Έργα, Ε.Π.Ε. τ. 36, σ. 433-445)

pemptousia.gr

Η ελεημοσύνη εξαφανίζει τον θάνατο! Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος

 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 

 

Η ελεημοσύνη εξαφανίζει τον θάνατο! Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος


Η ελεημοσύνη εξαφανίζει τον θάνατο! 

Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου

Είναι τόσο μεγάλη η δύναμή της, ώστε όχι μόνο να καθαρίζει αμαρτήματα, αλλά να εξαφανίζει και τον ίδιο το θάνατο. Και θα σας πω με ποιο τρόπο.
Και ποιος, ισχυρίζεται κάποιος, δίνοντας ελεημοσύνη, έγινε ανώτερος από τον θάνατο; Μην ανησυχείς, αγαπητέ. Αλλά, μάθε από τα ίδια τα πράγματα, ότι η δύναμη της ελεημοσύνης, κατέλυσε και την τυραννία του θανάτου.
Υπήρχε κάποια γυναίκα, με το όνομα Ταβιθά, που ερμηνεύεται Δορκάς (Πράξ, 9,36-43). Αυτή καθημερινό έργο είχε να συγκεντρώνει για τον εαυτό της τον πνευματικό πλούτο από την ελεημοσύνη. Και έντυνε, τις χήρες, και τους έδινε και όλη την άλλη περιουσία της. Συνέβη όμως να αρρωστήσει και να πεθάνει.
Πρόσεχε, όμως, αγαπητέ, ότι, οι γυναίκες εκείνες, που είχαν βοηθηθεί και είχαν ντυθεί από αυτήν, στην κατάλληλη περίπτωση αμείβουν εκείνη, που τις ευεργέτησε. Αφού πλησίασαν τον απόστολο Πέτρο, λέει η Γραφή, έδειχναν τα ενδύματα και όσα έκανε η Δορκάς, όταν ήταν μαζί τους. Και ζητούσαν την τροφό τους και ίσως να έχυναν και δάκρυα και έκαναν τον απόστολο να τις λυπηθεί πολύ.
Τί έκανε, λοιπόν, ο μακάριος Πέτρος; «Αφού γονάτισε, προσευχήθηκε και αφού στράφηκε στο σώμα, είπε· Ταβιθά, σήκω πάνω. Αυτή άνοιξε τα μάτια της και όταν είδε τον Πέτρο σηκώθηκε. Ο Πέτρος της έδωσε το χέρι του και τη σήκωσε πάνω και φώναξε τους χριστιανούς και τις χήρες και την παρουσίασε ζωντανή» (Πράξ. 9,40-41).

Είδες τη δύναμη του αποστόλου, ή μάλλον του Κυρίου που ενεργεί μέσω αυτού; Είδες πόση αμοιβή δέχθηκε για τα καλά της έργα ακόμη και σ’ αυτή τη ζωή; Διότι, πες μου, τί μεγάλο έδωσε αυτή στις χήρες, όσο μεγάλο πράγμα της χάρισαν αυτές; Τους πρόσφερε ενδύματα και τροφές, αλλ’ αυτές την επανέφεραν στη ζωή και βοήθησαν ώστε να απαλλαγεί και από τον θάνατο. Ή μάλλον, όχι αυτές, αλλ’ ο Φιλάνθρωπος Κύριός μας, λόγω των υπηρεσιών που τους πρόσφερε.
Είδατε, αγαπητοί μου, τη δύναμη του φαρμάκου; Αυτό ας ετοιμάσουμε όλοι για τον εαυτό μας, διότι, αν και είναι τόσο δυνατό, δεν είναι και πολύ ακριβό, αλλά πολύ φθηνό· και ούτε χρειάζονται και πολλά έξοδα. Διότι το μέγεθος της ελεημοσύνης δεν κρίνεται από το πλήθος των χρημάτων, αλλ’ από την προθυμία αυτών που δίνουν ελεημοσύνη.
Γι’ αυτό και εκείνος, που έδωσε ένα ποτήρι κρύο νερό έγινε δεκτός· για να μάθουμε ότι ο Κύριος των πάντων ζητεί από όλους την καλή διάθεση. Συμβαίνει πολλές φορές να κάνει κάποιος πολλή μεγάλη ελεημοσύνη, αν και έχει λίγα· και αυτό γίνεται όταν η πρόθεση είναι δυνατή.
Και το αντίθετο, πάλι, μπορεί να συμβεί ενώ, δηλαδή, κάποιος έχει πολλά, να φανεί ότι έχει λιγότερα από αυτούς, που έχουν λίγα, λόγω της μικροπρέπειας του χαρακτήρα του.
Ας μοιράζουμε, λοιπόν, γενναιόδωρα, σε όσους έχουν ανάγκη, τα αγαθά που μας χάρισε ο Κύριος.
Και αυτά που μας τα έχει δώσει, πάλι ας του τα προσφέρουμε, ώστε να γίνουν πάλι δικά μας, αυξημένα κατά πολύ. Διότι τόση μεγάλη είναι η φιλοτιμία του Κυρίου, ώστε αν και δέχεται από αυτά, που έδωσε, δε νομίζει ότι δέχεται τα ίδια, αλλά υπόσχεται ότι θα μας τα αποδώσει με μεγαλύτερη γενναιοδωρία.
Μόνο, αν εμείς θελήσουμε να επιδείξουμε τα δικά μας, να τα δίνουμε, δηλαδή, στους φτωχούς, σαν να τα τοποθετούμε στο χέρι του Θεού, έχοντας υπόψη, ότι εκείνα που θα δεχθεί εκείνο το χέρι, δεν θα μας τα ανταποδώσει μόνον αυτά, αλλά θα μας τα χαρίσει εκατό φορές περισσότερα, δείχνοντας έτσι με όλα αυτά την καλοσύνη του.
Και γιατί τα πολλαπλασιάζει πάλι αυτά; Το χέρι εκείνο δεν δίνει μόνον αυτά, αλλά μαζί με αυτά μας χαρίζει και τη βασιλεία των ουρανών και μας ανακηρύσσει και μας στεφανώνει και μας δωρίζει τα αναρίθμητα αγαθά, εάν θελήσουμε να προσφέρουμε κάτι από αυτά που μας έχουν δοθεί από τον ίδιο.
Μήπως, δηλαδή, μας ζητεί κάτι το βαρύ και το δύσκολο; Όσα από τα αναγκαία μας περισσεύουν, αυτά θέλει να μας τα κάνει απαραίτητα· και εκείνα που βρίσκονται στο θησαυροφυλάκιο άσκοπα και μάταια, επιθυμεί να μοιρασθούν, όπως πρέπει, από εμάς τους ίδιους, ώστε και από εδώ να πάρει αφορμή για να μας στεφανώσει με επισημότητα. Διότι σπεύδει και βιάζεται και φροντίζει και τα κάνει όλα, ώστε να γίνουμε άξιοι όσων μας υποσχέθηκε.
Παρακαλώ, λοιπόν, ας μη στερήσουμε τους εαυτούς μας από τόσο μεγάλα αγαθά… Πρέπει να μοιράζουμε αυτά, που έχουν αποταμιευθεί χωρίς σκοπό, για την διατροφή των φτωχών· σ’ αυτό ποτέ δεν πρόκειται να πέσουμε έξω από το σκοπό μας, ούτε να φοβηθούμε την αποτυχία, που συμβαίνει στη γη. Διότι λέγει: «Εσκόρπισε, έδωσε στους φτωχούς». Άκουσε, όμως, και τη συνέχεια: «Και η δικαιοσύνη του μένει στον αιώνα του αιώνος» (Ψαλμ. 111,9).
Ω! θαυμάσιος σκορπισμός!
Σε σύντομο χρονικό διάστημα έκανε τη διανομή και η αγάπη του μένει στον διαρκή αιώνα. Τί ευτυχέστερο θα μπορούσε να υπάρξει από αυτό;
Γι’ αυτό, παρακαλώ, ας κερδίσουμε την αγάπη του Θεού με την ελεημοσύνη, για ν’ αξίζει να λέγεται και για μας αυτό, ότι, δηλαδή, εσκόρπισαν, έδωσαν στους φτωχούς, η αγάπη τους, όμως, μένει στον αιώνα του αιώνος. Επειδή, δηλαδή, είπε, εσκόρπισε, έδωσε, για να μη νομίσεις ότι, όσα σκορπίσθηκαν, χάθηκαν, γι’ αυτό αμέσως πρόσθεσε, “Η δικαιοσύνη του μένει στον αιώνα του αιώ­νος”. Η δικαιοσύνη εκείνων, που μοιράσθηκαν, μένει άφθαρτη, παρατείνεται αιώνια, και δεν τελειώνει ποτέ.

(Αγ. Ι. Χρυσοστόμου, Εις την Γένεσιν, ΝΕ΄ ΕΠΕ 4,394-404)

Ὁ Χρυσόστομος κατὰ εἰδωλολατρῶν καὶ Ἰουδαίων. Μητροπολίτου Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως Ἰερεμίου

 

Ὁ Χρυσόστομος κατὰ εἰδωλολατρῶν καὶ Ἰουδαίων. Μητροπολίτου Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως Ἰερεμίου


Ὁ Χρυσόστομος κατὰ εἰδωλολατρῶν καὶ Ἰουδαίων (α)* 

Μητροπολίτης Γόρτυνος Ἰερεμίας

1. Θά σᾶς παρουσιάσω, ἀδελφοί μου χριστιανοί, μία πολύ ὡραία ὁμιλία τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ἡ ὁποία ὅμως εἶναι πολύ μεγάλη. Γι᾽ αὐτό καί θά χρειαστοῦν πολλά κηρύγματα νά τήν τελειώσουμε.
Τήν ὁμιλία αὐτή ὁ ἅγιος πατέρας τήν ἀπευθύνει στούς εἰδωλολάτρες καί τούς Ἰουδαίους καί ἀποδεικνύει σ᾽ αὐτούς ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι Θεός. Αὐτό εἶναι τά γενικό θέμα τῆς ὁμιλίας του. Ἀρχίζουμε μέ τό σημερινό μας κήρυγμα τήν ἀνάλυσή της. Σᾶς παρακαλῶ νά τήν προσέξετε, γιατί θά μάθετε πράγματα πού δέν τά ξέρετε.
Ἰδιαίτερα θά μάθετε τί λέει ἡ Παλαιά Διαθήκη γιά τόν Χριστό. ῞Οτι ἡ ζωή τοῦ Χριστοῦ ἦταν γραμμένη στήν Παλαιά Διαθήκη καί προτοῦ ἀκόμη νά γεννηθεῖ ἀπό τήν Παναγία.

2. Κατά πρῶτον ὁ ἅγιος Χρυσόστομος ἀπευθύνεται στούς εἰδωλολάτρες. Θέλει νά ἀποδείξει σ᾽ αὐτούς ὅτι ὁ Χριστός, πού πιστεύουν καί λατρεύουν οἱ χριστιανοί, εἶναι Θεός. Ἀλλά ἀπορεῖ ἀπό ποῦ νά ἀρχίσει τόν λόγο του.
 Ἄν πεῖ στούς εἰδωλολάτρες ὅτι ὁ Χριστός δημιούργησε τόν κόσμο, ἤ ὅτι ἔκανε πολλά θαύματα καί γι᾽ αὐτό εἶναι Θεός, αὐτό δέν θά τό πιστεύσουν οἱ εἰδωλολάτρες.
Ἄν πάλι τούς πεῖ νά πιστεύσουν τόν Χριστό γιά Θεό, ἐπειδή ὁ Χριστός μᾶς ὑποσχέθηκε τόν παράδεισο καί τά αἰώνια ἀγαθά, τότε οἱ εἰδωλολάτρες ὄχι μόνο δέν θά πιστεύσουν, ἀλλά καί θά γελάσουν καί θά χλευάσουν.
Γι᾽ αὐτό καί ὁ σοφός πατέρας λέγει ὅτι θά ἀρχίσει τόν λόγο του πρός τούς εἰδωλολάτρες ἀπό κάπου ἀλλοῦ, ἀπό κάποιο σημεῖο πού εἶναι κοινό καί γιά τούς δυό, καί γιά τούς χριστιανούς καί γιά τούς εἰδωλολάτρες.
Καί τό σημεῖο αὐτό, τό ὁποῖο δέν μπορεῖ νά τό ἀμφισβητήσουν οἱ εἰδωλολάτρες, εἶναι τό ἑξῆς: Ὅτι οἱ χριστιανοί ἄρχισαν νά ὑπάρχουν ἀπό τόν Χριστό. Ὅτι τό γένος τῶν χριστιανῶν φυτεύθηκε ἀπό τόν Χριστό.
Ὅτι ὅλες οἱ ἀνά τήν οἰκουμένη χριστιανικές Ἐκκλησίες ἄρχισαν ἀπ᾽ Αὐτόν. Ἀπό αὐτό τό σημεῖο λέγει ὁ Χρυσόστομος θά ἀρχίσει τόν λόγο του πρός τούς εἰδωλάτρες καί θά ἀποδείξει σ᾽ αὐτούς ὅτι ὁ Χριστός εἶναι Θεός.

2. Καί ἀρχίζει μέ αὐτή τήν ἁπλῆ, ἀλλά δυνατή ἀπόδειξη: Ἄν ὁ Ἰησοῦς Χριστός δέν εἶναι Θεός, ἀλλά εἶναι ἁπλός ἄνθρωπος, τότε πῶς νοεῖται ὅτι τό κήρυγμά του, σέ πολύ σύντομο διάστημα, ἐξαπλώθηκε σ᾽ ὅλο τόν κόσμο καί σ᾽ αὐτά τά βάρβαρα ἔθνη;
Καί ἔγινε αὐτό τό θαυμαστό, ὅτι αὐτοί, «οἱ τῶν λύκων ἀγριώτεροι, δεξάμενοι τό κήρυγμα, προβάτων ἡμερώτεροι γεγόνασι καί περί ἀθανασίας καί περί ἀναστάσεως φιλοσοφοῦσι καί τῶν ἀπορρήτων ἀγαθῶν».
Καί οἱ πιστεύσαντες δέν ἦταν ἁπλοϊκοί μόνο εἰδωλολάτρες, ἀλλά ἄρχοντες καί βασιλεῖς τῶν εἰδωλολατρῶν. Καί τό ἄλλο πάλι τό πολύ θαυμαστό, ὅτι ὁ Χριστός γιά τήν διά- δοση τοῦ κηρύγματός του δέν χρησιμοποίησε βία καί καταναγκασμό, γιατί δέν  εἶχε στρατεύματα, ἀλλά ὡς συνεργούς του εἶχε δώδεκα ἄσημους καί πτωχούς ἀνθρώπους, τούς δώδεκα Ἀποστόλους.
Καί ὅμως, αὐτοί οἱ Δώδεκα ἔπεισαν τά ἔθνη νά ἀπαρνηθοῦν τούς θεούς τους καί νά πιστεύσουν στήν διδασκαλία καί τά δόγματα τοῦ Χριστοῦ. Καί ὄχι μόνον νά τά πιστεύσουν, ἀλλά πολλοί ἀπ᾽ αὐτούς νά βεβαιώσουν καί μέ μαρτυρικό θάνατο τήν πίστη τους σ᾽ αὐτά. Τό φαινόμενο αὐτό, ἀδελφοί μου, ἀποδεικνύει περίτρανα ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι Θεός.

3. Ἀλλά ὁ ἅγιος ᾽Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος ἔχει νά πεῖ καί ἄλλο δυνατώτερο ἐπιχείρημα γιά τό ὅτι ὁ Χριστός εἶναι Θεός. Τό ἐπιχείρημα αὐτό εἶναι ὅτι ἡ ζωή τοῦ Χριστοῦ εἶχε προφητευθεῖ στά βιβλία τῶν Ἰουδαίων, πού τόν σταύρωσαν, πρίν ἀπό πολύ-πολύ χρόνο.
Καί ὅπως προφητεύθηκε ἔτσι καί ἔγινε. Ἀπευθυνόμενος, λοιπόν, τώρα ὁ Χρυσόστομος στούς Ἰουδαίους καί θέλοντας νά πεῖ σ᾽ αὐτούς ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι Θεός, τούς λέγει ὅτι ὁ Μεσσίας, τόν ὁποῖον περιμένουν, δέν εἶναι ἄλλος, παρά Αὐτός.
Καί ἀρχίζει ὁ ἅγιος πατέρας νά ἀνοίγει τήν Παλαιά Διαθήκη, τήν ὁποία καί ἡμεῖς οἱ χριστιανοί, ἀλλά καί οἱ Ἰουδαῖοι δέχονται, καί νά παρουσιάζει ἀπ᾽ αὐτήν προφητεῖες ἀναφερόμενες στόν Μεσσία καί ἐφαρμοζόμενες ἀκριβῶς στόν Ἰησοῦ Χριστό.

 4. Ξέρουμε, ἀγαπητοί μου χριστιανοί, ὅτι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ ἔγινε ἄνθρωπος. Αὐτό γιορτάζουμε τά Χριστούγεννα. Τό ὅτι ὁ Θεός θά γινόταν ἄνθρωπος, κατά τόν ἱερό Χρυσόστομο, τό εἶπε πρῶτα ὁ προφήτης Ἰερεμίας.
Θά σᾶς πῶ ἐπί λέξει τήν προφητεία αὐτή τοῦ Ἰερεμίου. Μιλώντας γιά τόν Θεό ὁ προφήτης λέγει: «Οὗτος ὁ Θεός ἡμῶν, οὐ λογισθήσεται ἕτερος πρός αὐτόν. Ἐξεῦρε πᾶσαν ὁδόν ἐπιστήμης καί ἔδωκεν αὐτήν Ἰακώβ τῷ παιδί αὐτοῦ καί Ἰσραήλ τῷ ἠγαπημένῳ ὑπ᾽ αὐτοῦ. Μετά ταῦτα ἐπί τῆς γῆς ὤφθη καί τοῖς ἀνθρώποις συνανεστράφη» (Βαρ. 3,36-38).
Αὐτά τά λόγια τοῦ Ἰερεμίου διά τοῦ μαθητοῦ του Βαρούχ εἶναι πολύ σπουδαῖα, χριστιανοί μου. Λέει καθαρά ὅτι ὁ Θεός «ἐπί τῆς γῆς ὤφθη καί τοῖς ἀνθρώποις συνανεστράφη», ὅτι δηλαδή ἔγινε ἄνθρωπος. Καί αὐτά τά λόγια βέβαια δέν λέγονται γιά τόν Θεό Πατέρα, ἀλλά γιά τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ, τόν Ἰησοῦ Χριστό, γιατί Αὐτός ἔγινε ἄνθρωπος καί συναναστράφηκε μέ τούς ἀνθρώπους.
Ἀλλά τί σημαίνει ἐκεῖνο πού λέγει ἡ παραπάνω προφητεία τοῦ Ἰερεμίου, ὅτι «ἐξεῦρε πᾶσαν ὁδόν ἐπιστήμης» καί τήν ἔδωσε στούς Ἰσραηλῖτες; Ποιά εἶναι αὐτή ἡ «ὁδός ἐπιστήμης»; Εἶναι ὁ μωσαϊκός νόμος.
Αὐτό δέ πού κάνει ἐντύπωση ἐδῶ εἶναι ὅτι ὁ προφήτης λέγει ὅτι τόν νόμο τόν μωσαϊκό τόν ἔδωσε στούς Ἰσραηλῖτες ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ σαρκωθείς Υἱός τοῦ Θεοῦ. Γιατί γι᾽ Αὐτόν γίνεται λόγος ἐδῶ. Ναί, χριστιανοί μου! Ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι τό δρῶν Πρόσωπο στήν Παλαιά Διαθήκη ὡς ἄσαρκος ἀκόμη, ὡς Ἄγγελος Κυρίου, ὅπως ἐμφανιζόταν στά δίκαια πρόσωπα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης.
 Τελειώνω μέ ἕναν ὡραῖο λόγο τοῦ ἁγίου Χρυσοστόμου γι᾽ αὐτό πού σᾶς εἶπα ὅτι ὁ Χριστός καί προτοῦ ἀκόμη νά σαρκωθεῖ δροῦσε ὡς ἄσαρκος Υἱός τοῦ Θεοῦ στόν λαό Του.
Τόν λόγο τοῦ ἱεροῦ Πατρός, γιά τήν σπουδαιότητά του, τόν λέγω, ὅπως ἔχει στό κείμενο: «Δείκνυσι ἐνταῦθα (μέ αὐτό πού εἶπε ὁ προφήτης Ἰερεμίας) ὅτι καί πρό τῆς παρουσίας τῆς ἐνσάρκου πάντα Αὐτός (ὁ Ἰησοῦς Χριστός) ᾠκονόμει καί πάντα Αὐτός ἔπραττε, νομοθετῶν, προνοῶν, κηδόμενος, εὐεργετῶν».**

Μέ πολλές εὐχές, 
† Ὁ Μητροπολίτης Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως Ἰερεμίας 

**Ὁ λόγος αὐτός τοῦ ἁγίου Πατέρα ἀπετέλεσε βάση γιά τήν δόμηση τῆς διδακτορικῆς μου δια- τριβῆς στό Πανεπιστήμιο μέ θέμα «Ἡ προΰπαρξις τοῦ Χριστοῦ κατά τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο».

Ὁ Χρυσόστομος πρὸς Ἰουδαίους (β). Μητροπολίτου Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως Ἰερεμίου

 

Ὁ Χρυσόστομος πρὸς Ἰουδαίους (β). Μητροπολίτου Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως Ἰερεμίου


Ὁ Χρυσόστομος πρὸς Ἰουδαίους (β)

 Μητροπολίτης Γόρτυνος Ἰερεμίας

1. Ἄρχισα, ἀγαπητοί μου χριστιανοί, νά σᾶς παρουσιάζω μία μεγάλη ὁμιλία τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου. Σ᾽ αὐτήν τήν ὁμιλία ὁ ἅγιος πατέρας ἀποδεικνύει ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι ὁ πραγματικός Μεσσίας, γιατί σ᾽ αὐτόν ἐφαρμόζονται ὅσα προεφήτευσαν οἱ προφῆτες γιά τόν ἐρχόμενο Μεσσία.
Στό προηγούμενο κήρυγμά μας εἴδαμε μία σύντομη προφητεία τοῦ προ- φήτου Ἰερεμία, ὅτι ὁ Θεός θά γίνει ἄνθρωπος καί θά συναναστραφεῖ μέ τούς ἀνθρώπους (βλ. Βαρούχ 3,36-38). Αὐτός εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός!

2. Συνεχίζει τώρα τόν λόγο του ὁ ἅγιος πατέρας καί λέγει: Ἄλλος πάλι προφήτης, περισσότερο αὐτός, δέν λέγει μόνο ὅτι ὁ Θεός θά γίνει ἄνθρωπος, ἀλλά λέγει ὅτι θά γεννηθεῖ καί ἀπό παρθένο μητέρα. Ὁ προφήτης αὐτός, ἀγαπητοί μου, εἶναι ὁ Ἠσαΐας.
Στά χρόνια τοῦ προφήτου Ἠσαΐου ὁ βασιλιάς τῆς Ἰουδαίας Ἄχαζ ἦταν περίτρομος γιατί πολιόρκησαν τήν χώρα του, τήν Ἰουδαία, δύο ἑνωμένοι στρατοί. Ὁ στρατός τοῦ Ἰσραήλ (ἤ «Ἐφραίμ», ὅπως λεγόταν πρῶτα) καί ὁ στρατός τῶν Συρίων.
Ἦταν ὁ περίφημος Συροεφραιμικός πόλεμος, τό 732 π.Χ. Μπροστά στόν κίνδυνο αὐτό ὁ βασιλιάς Ἄχαζ ἀπεφάσισε νά καλέσει γιά συμμαχία τούς ἰσχυρούς Ἀσσυρίους, γιά νά ἀντιμετωπίσει τούς δύο ἑνωμένους ἐχθρικούς στρατούς.
Ἀλλά οἱ Ἀσσύριοι ἦταν εἰδωλολάτρες καί ἄν ἔρχονταν ὡς σύμμαχοι στήν Ἰουδαία, κατά τούς τότε νόμους, θά ὑποχρεωνόταν ὁ βασιλιάς Ἄχαζ νά πληρώνει φόρο ὑποτελείας στόν Ἀσσύριο ἡγεμόνα καί, τό ἀκόμη χειρότερο, οἱ Ἰουδαῖοι θά ἔπρεπε νά δεχθοῦν τούς θεούς τῶν Ἀσσυρίων γιά θεούς τους.
Αὐτό ὅμως γιά τούς Ἰουδαίους ἐσήμαινε ἄρνηση τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ τους, τοῦ Γιαχβέ. Στήν ἐπικίνδυνη αὐτή θέση πού κινδυνεύει ἡ πίστη τοῦ Ἰουδαϊκοῦ λαοῦ ἐπεμβαίνει ὁ προφήτης Ἠσαΐας, γιά νά ἀποτρέψει τόν Ἄχαζ ἀπό τό σχέδιό του αὐτό.
Τοῦ λέγει λοιπόν νά ἐμπιστευθεῖ ἀπόλυτα στόν Παντοδύναμο Θεό, στόν Γιαχβέ, καί τότε δέν θά ἔχει ἀνάγκη ἀπό τήν ἀνθρώπινη βοήθεια τῶν Ἀσσυρίων. Αὐτοί, ἄν ἔρθουν ὡς σύμμαχοι, θά κάνουν ζημιά στό θεοκρατικό ἔθνος τους.

3. Στήν δύσκολη αὐτή περίσταση γιά τό ἔθνος ὁ προφήτης Ἠσαΐας ζητοῦσε νά δυναμώσει τήν πίστη τοῦ βασιλιᾶ καί τοῦ λαοῦ στόν παντοδύναμο Θεό καί νά μή φοβοῦνται λοιπόν καμμία ἐχθρική εἰσβολή. «Πιστεύσατε γιά νά σωθεῖτε», αὐτό ἦταν τό κήρυγμα τοῦ Ἠσαΐου σ᾽ αὐτούς (7,9β).
Ἐπειδή δέ ξέρει καί καταλαβαίνει ὁ προφήτης ὅτι ὁ βασιλεύς καί οἱ ὑπήκοοί του θέλουν φανερά σημεῖα, θέλουν θαύματα γιά νά πειστοῦν, γι᾽ αὐτό καί καταφεύγει σέ θαῦμα, γιά νά δείξει στόν βασιλέα τήν Παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ.
Λέγει λοιπόν στόν βασιλέα Ἄζαζ ὁ προφήτης νά ζητήσει ἀπό τόν Θεό ὁποιοδήποτε «σημεῖο», ὁποιοδήποτε θαῦμα θέλει. Ἔτσι, ἀπό τήν πραγματοποίηση τοῦ θαύματος αὐτοῦ, θά πειθόταν ὁ βασιλιάς ὅτι ὁ Θεός τους ἔχει τήν δύναμη νά κάνει καί τό ἄλλο θαῦμα, πού τόν ἐνδιέφερε, νά ἀποτρέψει δηλαδή καί τόν παρόντα κίνδυνο τοῦ ἔθνους.
 Ἀλλά ὁ βασιλιάς, προσποιούμενος μάλιστα εὐσέβεια, ὅτι τάχα δέν θέλει νά ἐκπειράσει τόν Θεό, ἀρνεῖται τήν πρόταση τοῦ Ἠσαΐου καί δέν ζητάει ἀπό τόν Θεό θαῦμα. Μέ τήν ἄρνηση αὐτή τοῦ ἀσεβοῦς Ἄχαζ ὁ προφήτης ἀναγγέλλει σ᾽ αὐτόν καί σ᾽ ὅλη τήν ἀνθρωπότητα τό μεγαλύτερο θαῦμα τῆς ἱστορίας.
Καί τό θαῦμα αὐτό θά εἶναι ὅτι μιά Παρθένος θά γεννήσει Υἱόν ἄνευ ἀνδρός. Ὁ Υἱός δέ αὐτός θά εἶναι Θεός· γι᾽ αὐτό καί τό ὄνομά Του θά εἶναι «Ἐμμανουήλ», ὀνομασία πού σημαίνει «μεθ᾽ ἡμῶν ὁ Θεός», «μαζί μας εἶναι ὁ Θεός».
Ἀναφέρω, χριστιανοί μου, ἐπί λέξει τήν προφητεία, ὅπως τήν εἶπε ὁ προφήτης Ἠσαΐας: «Ἰδού ἡ Παρθένος ἐν γαστρί ἕξει καί τέξεται Υἱόν καί καλέσουσι τό ὄνομα αὐτοῦ Ἐμμανουήλ· τοῦτο δέ ἐστι μεθερμηνευόμενον “μεθ᾽ ἡμῶν ὁ Θεός”» (Ἠσ. 7,14. Ματθ. 1,23).

4. Αὐτός ὁ Ἐμμανουήλ, πού πρόκειται νά γεννηθεῖ ἀπό τήν Παρθένο, θά εἶναι Θεός, ὅπως τό φανερώνει τό ὄνομά Του, ἀλλά καί ἡ θαυμαστή Του γέννηση πρῶτα, θά εἶναι ὅμως καί ἄνθρωπος. Θά εἶναι Θεάνθρωπος.
Καί ὅτι πραγματικά ἔτσι θά εἶναι φαίνεται ἀπό τά παρακάτω πού λέγει ὁ προφήτης γι᾽ Αὐτόν. Λέγει ὅτι, προτοῦ τό Παιδίον πού θά γεννηθεῖ μάθει νά διακρίνει τό καλό καί τό κακό, θά ἀπομακρύνεται ἀπό τό κακό καί θά ἀκολουθεῖ τό καλό. Λέγει ἐπί λέξει: «Πρίν ἤ γνῶναι τό παιδίον ἀγαθόν ἤ κακόν ἀπειθεῖ πονηρίᾳ τοῦ ἐκλέξασθαι τό ἀγαθόν» (7,16).
Ὁ λόγος αὐτός τοῦ προφήτου δηλώνει πραγματικά καί τήν θεία ἀλλά καί τήν ἀνθρώπινη φύση τοῦ μέλλοντος νά γεννηθεῖ Παιδίου. Τό ὅτι τό Παιδίο σέ νηπιακή ἀκόμη ἡλικία θά ἐκλέξει τό καλό, αὐτό δηλώνει τήν θεότητά Του.
Τό ὅτι ὅμως λέγεται γιά ἐκλογή τοῦ καλοῦ, ἤ, ὅπως τό λέγει ἄλλη γραφή, τήν ὁποία φαίνεται νά ἔχει ὑπ᾽ ὄψιν ὁ Χρυσόστομος, τό ὅτι δηλαδή ὁ Μεσσίας θά ὀνομάζει πατέρα καί μητέρα, αὐτό δηλώνει τήν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Μεσσία.
Ἀλλά, σᾶς λέγω, χριστιανοί μου, γιά ἐξήγηση τῶν παραπάνω, ὅτι τήν ἴδια ἔννοια περί τοῦ Θεανθρώπου Μεσσίου τήν ἐκφρά- ζει καί ὁ ἄλλος λόγος τοῦ προφήτου Ἠσαΐου, πού λέγει στήν παραπάνω περί- πτωση γι᾽ Αὐτόν. Λέγει ὅτι τό Παιδίον πού θά γεννηθεῖ «βούτυρον καί μέλι φάγεται» (7,15).
Τό ὅτι θά τρώγει, ὅπως λέγει ὁ λόγος αὐτός, σημαίνει ὅτι θά εἶναι ἄνθρωπος. Μέ τό ὅτι ὅμως λέγεται ὅτι ἡ τροφή του θά εἶναι βούτυρο καί μέλι σημαίνει ὅτι εἶναι Θεός. Γιατί τό βούτυρο καί μέλι θεωροῦνταν τότε ὡς ἱερά τροφή τῶν θεῶν, τήν ὁποία οἱ εἰδωλολάτρες πρόσφεραν στά ἀγάλματά τους. Ὁ προφήτης Ἠσαΐας, θέλοντας νά ἐκφράσει τήν θεότητα τοῦ Μεσσίου, τό παρέστησε αὐτό ἄφοβα μέ ἔκφραση πού ἐχρησιμοποιεῖτο τήν τότε ἐποχή· ὅτι δηλαδή ἡ τροφή τοῦ μέλλοντος νά γεννηθεῖ ἀπό τήν Παρθένο Παιδίου θά εἶναι βούτυρο καί μέλι.
Ἀλλά θά συνεχίσουμε στό ἑπόμενο κήρυγμά μας μέ ἄλλες μαρτυρίες, πού φέρει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος ἀπό τούς προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, μιλώντας στούς Ἰουδαίους καί ἀποδεικνύοντας σ᾽ αὐτούς ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι ὁ πραγματικός Μεσσίας καί Θεός.

 Μέ πολλές εὐχές, 
† Ὁ Μητροπολίτης Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως Ἰερεμίας

Ὁ Χρυσόστομος πρὸς Ἰουδαίους (γ)



Ὁ Χρυσόστομος πρὸς Ἰουδαίους (γ)

 Μητροπολίτης Γόρτυνος Ἰερεμίας

1. Σᾶς παρουσιάζω, ἀδελφοί μου χριστιανοί, μία χριστολογική ὁμιλία τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου. Μία ὁμιλία δηλαδή τοῦ μεγάλου αὐτοῦ πατέρα τῆς Ἐκκλησίας μας, στήν ὁποία μᾶς παρουσιάζει προφητεῖες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἀναφερόμενες στόν Μεσσία.
Τήν ὁμιλία αὐτή ὁ ἅγιος πατέρας τήν ἀφιερώνει στούς Ἰουδαίους καί παρουσιάζει σ᾽ αὐτούς ἀπό τίς Ἅγιες Γραφές – τήν Παλαιά δηλαδή Διαθήκη – ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι ὁ Μεσσίας· γιατί ὅσα προφήτευσαν οἱ προφῆτες γιά τόν Μεσσία ἐφαρμόζονται ἀπόλυτα, ἀκριβῶς ἀπόλυτα, στό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Στό προηγούμενο κήρυγμα μᾶς εἶπε ὁ ἅγιος Χρυσόστομος τήν προφητεία τοῦ Ἠσαΐου, ὅτι ὁ Μεσσίας θά εἶναι Θεός καί θά γεννηθεῖ ἀπό Παρθένο (Ἠσ. 7,14.15). Ἡ προφητεία αὐτή, ἀγαπητοί μου, ἐκπληρώθηκε στό Πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος γεννήθηκε παρθενικά ἀπό τήν Παρθένο Μαρία, τήν Παναγία μας.
Αλλά παίρνω ἀφορμή ἀπό τόν ἅγιο πατέρα γιά νά πῶ στό σημερινό μου κήρυγμα καί τά παρακάτω: Αὐτό πού κάνει ὁ Χρυσόστομος μέ τήν ὁμιλία του, τήν ὁποία σᾶς ἀναλύω, τό ἔκανε πολύ πρίν ἀπό αὐτόν καί ὁ Εὐαγγελιστής Ματθαῖος. Γιατί θέλοντας ὁ Εὐαγγελιστής τήν σωτηρία τῶν ὁμοεθνῶν του, τῶν Ἰουδαίων δηλαδή, τούς παρουσιάζει ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη τούς λόγους τῶν προφητῶν, οἱ ὁποῖοι πραγματοποιήθηκαν στό Πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Στήν ἀρχή τῶν λόγων του παρουσιάζει καί αὐτός τόν λόγο τοῦ Ἠσαΐου γιά τήν ἐκ Παρθένου Γέννηση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ἀγαπητοί μου, γεννήθηκε παρθενικά. Ὅπως γεννήθηκε στόν οὐρανό, πρό πάντων τῶν αἰώνων, ἀπό τόν Θεό Πατέρα χωρίς μητέρα, ἔτσι γεννήθηκε ἐν χρόνῳ στήν γῆ ἀπό τήν Παρθένο Μητέρα, χωρίς πατέρα.
Εἶναι «ἀμήτωρ» κατά τήν πρώτη ἄχρονο γέννησή Του καί εἶναι «ἀπάτωρ» κατά τήν δεύτερη ἐν χρόνῳ γέννησή Του.

2. Ἡ Παναγία μας γέννησε παρθενικά τόν Ἰησοῦ Χριστό, ὅπως ὅλοι ἔτσι τό πιστεύουμε. Ἀλλά τότε, ἐρωτοῦν μερικοί, γιατί ἡ Παναγία μνηστεύθηκε τόν Ἰωσήφ; Αὐτό, ἀγαπητοί μου, εἶναι ἕνα μυστήριο τοῦ Θεοῦ.
Πραγματικά, ἡ μνηστεία τῆς Παρθένου εἶναι ἕνα σοφό τέχνασμα τοῦ Θεοῦ. Μέ τό θέμα αὐτό ἀσχολήθηκαν οἱ ἅγιοι πατέρες πολύ πρίν ἀπό τόν Χρυσόστομο. Ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ θεοφόρος δίνει πρῶτος τήν ὀρθή ἑρμηνεία στό θέμα αὐτό καί ἀπό αὐτόν τήν παραλαμβάνουν οἱ μετά ἀπό αὐτόν ἅγιοι πατέρες.
Ἀκοῦστε τήν ἀπάντηση τοῦ ἁγίου Ἰγνατίου τοῦ θεοφόρου, πού σᾶς τήν λέγω ἀνεπτυγμένη, γιά νά σᾶς γίνει καταληπτή. Ὅπως μᾶς εἶπε ὁ προφήτης Ἠσαΐας στό προηγούμενο κήρυγμα, καί ἐπαναλάβαμε καί στό σημερινό μας κήρυγμα, ὁ Μεσσίας θά γεννηθεῖ ἀπό Παρθένο.
Τήν προφητεία αὐτή τοῦ Ἠσαΐου τήν ἄκουσαν ὅλοι, ἀλλά τήν ἄκουσε καί ὁ Διάβολος. Ὁ δέ Διάβολος δέν εἶχε συμφέρον νά γεννηθεῖ ὁ Μεσσίας, γιατί «θά τοῦ ᾽σπαγε τό κεφάλι»! Ἔτσι τοῦ εἶπε ὁ Θεός, ὅταν τόν καταδίκασε γιά τήν ἀπάτη πού ἔκανε στούς πρωτοπλάστους.
Εἶπε ὅτι ἀπό τήν γυναίκα θά γεννηθεῖ Ἕνας, ὁ Ὁποῖος, ἔχοντας θεϊκή δύναμη, θά συντρίψει τό κεφάλι τοῦ φιδιοῦ (Γεν. 3,15). Εἶναι τό περίφημο «Πρωτοευαγγέλιο»! Αὐτήν τήν προφητεία τήν φοβόταν πολύ ὁ Διάβολος, γιατί θά τοῦ ἔφερε τήν καταδίκη του. Ἀργότερα δέ ἄκουσε καί ἀπό τόν προφήτη Ἠσαΐα ὅτι αὐτός πού θά τόν συντρίψει, δηλαδή ὁ Μεσσίας, θά γεννηθεῖ ἀπό Παρθένο Μητέρα. Γι᾽ αὐτό καί ὁ καταραμένος, μή ἔχοντας καθόλου συμφέρον νά γεννηθεῖ ὁ Μεσσίας, «βάλθηκε», πού λέμε, νά μήν ὑπάρχει παρθένα γυναίκα.
Εἶχε συμφέρον αὐτός νά παντρεύονται ὅλες οἱ γυναῖκες, ὥστε νά μήν ὑπάρχει παρθένα, πού θά γεννήσει τόν Μεσσία, κατά τήν προφητεία τοῦ Ἠσαΐου. Ἔτσι, γιά νά «ἀπατηθεῖ» ὁ Διάβολος, ὅπως λέγουν οἱ Πατέρες, κατά τό σοφό σχέδιο τοῦ Θεοῦ, ἐμνηστεύθη καί ἡ Παρθένος τῆς Ναζαρέτ, ἡ ΜΑΡΙΑ.
Βλέποντας ὁ Διάβολος τήν μνηστεία αὐτῆς τῆς Κόρης ἡσύχασε ὅτι οὔτε καί αὐτή θά γεννήσει τόν Μεσσία, ἀφοῦ καί αὐτή μνηστεύεται. Τήν ἔπαθε! Ἀπατήθηκε ὁ ἀπατεώνας!!! Ἡ μνηστεία λοιπόν τῆς Παρθένου, κατά τήν ὡραία αὐτή ἑρμηνεία τοῦ ἁγίου Ἰγνατίου, ἔγινε κατά σοφό θεϊκό σχέδιο, γιά νά ξεφύγει τήν προσοχή τοῦ Διαβόλου ἡ παρθενία τῆς Παναγίας. Λέγει ἐπί λέξει ὁ ἅγιος Πατέρας: «Ἔλαθον (= διέφυγαν τήν προσοχή) τόν ἄρχοντα τοῦ αἰῶνος τούτου ἡ παρθενία Μαρίας καί ὁ τοκετός αὐτῆς... μυστήρια κραυγῆς, ἅτινα ἐν ἡσυχίᾳ Θεοῦ ἐπράχθη».

3. Συνεχίζει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος τήν ὁμιλία του στούς Ἰουδαίους καί λέγει σ᾽ αὐτούς τώρα ἄλλον προφητικό λόγο γιά τόν Μεσσία. Τούς λέγει ἄλλο λόγο τοῦ προφήτου Ἠσαΐου, ὅτι ὁ Μεσσίας, ὄχι μόνο θά γεννηθεῖ ἀπό Παρθένο, ἀλλά καί θά κατάγεται ἀπό τήν γενεά τοῦ Δαυίδ. Λέγει ἡ προφητεία: «Ἐξελεύσεται ράβδος ἐκ τῆς ρίζης Ἰεσσαί, καί ἄνθος ἐκ τῆς ρίζης ἀναβήσεται» (Ἠσ. 11,1). Μέ τήν προφητεία αὐτή ὁ Ἠσαΐας προφητεύει ὅτι ἀπό τήν «ρίζα» Ἰεσσαί, ἀπό τόν γενεαλογικό δηλαδή κορμό τοῦ Ἰεσσαί, θά φυτρώσει μία «ράβδος», ἕνας κλῶνος, καί θά βλαστήσει ἕνα «ἄνθος». Ἡ «ράβδος» αὐτή καί τό «ἄνθος» αὐτό, πού θά προέλθουν ἀπό τόν κορμό τοῦ Ἰεσσαί, εἶναι ὁ Μεσσίας. Μέ τήν ἔκφραση «ράβδος» παριστάνεται τό σκῆπτρο τῆς βασιλικῆς ἐξουσίας τοῦ Μεσσίου καί μέ τήν εἰκόνα τοῦ «ἄνθους» ἐκφράζεται ἡ ποθητή καί εὐχάριστη παρουσία τοῦ Χριστοῦ μεταξύ τῶν ἀνθρώπων.
Πραγματικά, χριστιανοί μου! Μέ τήν παναγία ζωή τοῦ Χριστοῦ καί μέ τήν θεϊκή Του διδασκαλία χύθηκε πνευματική εὐωδία στόν κόσμο, πού μέχρι τότε ζοῦσε στήν δυσωδία τῆς ἁμαρτίας. Αὐτός, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, εἶναι τό «ἄνθος τοῦ πεδίου» καί τό «κρίνον τῶν κοιλάδων», πού λέγει τό Ἆσμα τῶν Ἀσμάτων (Ἆσμ. 2,1).
Στόν Χριστό λοιπόν ἀναφέρεται ἡ προφητεία αὐτή τοῦ Ἠσαΐου. Ἀλλά ἡ «ράβδος» αὐτή καί τό «ἄνθος» αὐτό μᾶς εἶπε ὁ προφήτης ὅτι θά προέλθουν ἀπό τήν «ρίζα» τοῦ Ἰεσσαί. Ποιός εἶναι ὁ Ἰεσσαί; Εἶναι ὁ πατέρας τοῦ Δαυίδ. «Ὁ γάρ Ἰεσσαί οὗτος πατήρ τοῦ Δαυίδ ἦν», λέγει ὁ Χρυσόστομος.
Ἄρα ὁ Μεσσίας θά προέρχεται ἀπό τήν πατριά τοῦ Δαυίδ. Ὁ Ἰησοῦς, ὁ Υἱός τῆς Παρθένου Μαρίας, ὡς πραγματικός Μεσσίας, κατάγεται πραγματικά ἀπό τήν γενεά τοῦ Δαυίδ. Ἄν δέ κανείς θέλει τώρα νά τό ἐξετάσει διεξοδικά αὐτό, γιά νά πειστεῖ ὅτι ὁ Ἰησοῦς κατάγεται ἀπό τήν γενεά αὐτή, τοῦ συνιστῶ νά διαβάσει προσεκτικά τό πρῶτο κεφάλαιο τοῦ κατά Ματθαῖον Εὐαγγελίου, πού ἀκοῦμε τήν Κυριακή πρίν ἀπό τήν ἑορτή τῆς Γεννήσεως τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Σ᾽ αὐτό τό κεφάλαιο τοῦ Εὐαγγελίου του ὁ Ματθαῖος, ἀπό γενεαλογικούς καταλόγους, πού φυλάσσονταν στό Ἰουδαϊκό ἔθνος μέ πολλή ἐπιμέλεια, ἀποδεικνύει μέ ἀκρίβεια τήν ἀπό τοῦ οἴκου Δαυίδ καταγωγή τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Βέβαια, στόν κατάλογό του αὐτόν ὁ Ματθαῖος γενεαλογεῖ τόν μνή- στορα Ἰωσήφ καί ὄχι τήν Παναγία. Ἀλλά ὁ νόμος ἔλεγε ὅτι ὁ ἄνδρας ἔπρεπε νά λάβει τήν νύμφη του ἀπό τήν ἰδία φυλή.
Ἀφοῦ λοιπόν ὁ μνήστωρ Ἰωσήφ, κατά τήν γενεα- λογία τοῦ Ματθαίου, κατήγετο ἐξ οἴκου Δαυίδ, ἄρα καί ἀπό τήν ἰδία φυλή κατήγετο καί ἡ Παναγία μας. Δέν χωρεῖ ἀμφιβολία ὅτι ὁ Ἰωσήφ ἐτήρησε τόν Νόμο, γιατί ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος στήν γενεαλογία του αὐτή τόν ὀνομάζει «δίκαιο» (1,19), ἀκριβῆ δηλαδή τηρητή τοῦ Νόμου. Καί ἡ Παναγία λοιπόν κατάγεται ἐξ οἴκου Δαυίδ καί ὁ Υἱός Της ἄρα, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, εἶναι ἀπό τήν γενεά Δαυίδ.
Ἔτσι τό προεφήτευσε ὁ προφήτης Ἠσαΐας μέ τήν προφητεία του «ἐξελεύσεται ράβδος ἐκ τῆς ρίζης Ἰεσσαί, καί ἄνθος ἐκ τῆς ρίζης ἀναβήσεται» (Ἠσ. 11,1). Θά συνεχίσουμε, χριστιανοί μου, μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ στό ἑπόμενο κήρυγμά μας.

 Μέ πολλές εὐχές, 
† Ὁ Μητροπολίτης Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως Ἰερεμίας