Κυριακή 20 Οκτωβρίου 2013

Η Ορθοδοξία και οι θησαυροί της.Φώτης Κόντογλου

Η Ορθοδοξία και οι θησαυροί της.Φώτης Κόντογλου

11464_1136438939539_1484328068_311756_3319109_n.jpg

... Εάν ο άνθρωπος απελπισθεί από κάθε άλλη βοή­θεια και δέσει σφιχτά την ελπίδα του στον Θεό μοναχά, και ταπεινωθεί και δεν λογαριάζει για τίποτα τον εαυτό του, τότε θα νοιώσει να τον σκεπάζει η θεϊκή ευσπλα­χνία και να του δίνει κάποια δύναμη ώστε να μην υπάρ­χει τίποτα πια για να τον φοβερίζει, κι' ούτε καμμιά ανά­γκη για να τον κάνει να τη συλλογισθεί.
Όλα του φαί­νονται σαν να μην υπάρχουνε, κι' αυτός ελαφρός σαν πνοή γεμάτη δύναμη, χαρά, ελπίδα και αγάπη (γιατί η α­ληθινή αγάπη βγαίνει από την πίστη κι' από την ελπί­δα), πετά υψηλά, γλυτωμένος από το βάρος της σαρκός κι' από τις μάταιες φροντίδες τις σαρκικής διάνοιας, ή­γουν τη φιλοδοξία, τον μωρό ζήλο να ερευνήσει το μυ­στήριο του κόσμου, κι' όλες τις άλλες μικρολογίες με τις οποίες είναι δεμένη η ζωή μας.

Αυτή είναι μια κατά­σταση αλλόκοτη κι' απίστευτη, είναι η είσοδος εις την βασιλείαν του Θεού, που λέγει ο Κύριος, και που δεν λέ­γεται με λόγια, γιατί, δεν είναι ένας σαρκικός ενθουσια­σμός της διάνοιας, αλλά μια λύτρωση που γίνεται με τη χάρη του αγίου Πνεύματος, γι' αυτό και δεν υπάρχουνε και λόγια σε τούτον τον κόσμο με τα οποία να ειπωθεί. Γι' αυτό ο Κύριος, λέγοντας «βασιλεία του Θεού» ή «βασιλεία των ουρανών», δεν εξήγησε ποτέ τί είναι αυτή η «βασιλεία», αλλά μας δίδαξε μοναχά με τί τρόπο θα την αξιωθούμε.
Για να γεννηθεί ο άνθρωπος ο πνευματικός και για να βγει στο φως από το σκοτάδι, είναι ανάγκη να βασα­νισθεί, όπως γίνεται με τη γέννα του σαρκικού ανθρώ­που. Γι' αυτό λέγει ο Χριστός: «Στενή και τεθλιμμένη η οδός η απάγουσα εις την ζωήν». Και στις Πράξεις των Αποστόλων διαβάζει κανένας πως ο Παύλος και ο Βαρνά­βας επήγαν στο Ικόνιον και στην Αντιόχεια «επιστηρίζοντες τας ψυχάς των μαθητών, παρακαλούντες εμμένειν τη πίστει και ότι δια πολλών θλίψεων δει ημάς εισελθείν εις την βασιλείαν του Θεού».

Το πνευματικό νήπιο πρέ­πει να κλάψει σαν το σαρκικό, για να βρει γάλα για να θραφεί. Ο άνθρωπος που δεν ελπίζει σε καμμιά βοήθεια εκτός από τον Θεό, και σε καμμιά ζωή εκτός από αυτόν, και σε καμμιά άλλη χαρά εκτός από αυτόν, και σε καμ­μιά δικαιοσύνη εκτός από αυτόν, και κρεμιέται με δά­κρυα μονάχα σ' Εκείνον, έχοντας «μονογενή ελπίδα», αυτός βρίσκει έλεος και αναπαύεται από «τα της ματαιότητος και πολυμόχθου σαρκός». Γι' αυτόν «η αγάπη η εν Χριστώ ισχυροτέρα εστί της ενταύθα ζωής», κατά τον ά­γιο Ισαάκ. Και δεν θέλει να χωρισθεί από τον Θεό, και προτιμά τον θάνατο από τούτον τον χωρισμό, γιατί νοιώ­θει καλά πως σωστά λέγει ο άγιος Κύριλλος ότι «θάνα­τος αληθής είναι ο χωρισμός της ψυχής από τον Θεόν και όχι ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα».
Σ' αυτή τη μακάρια κατάσταση βρίσκονται οι άγιοι, όχι λίγες ώρες της ζωής τους, αλλά παντοτεινά. Και για τούτο νοιώθουνε πως από τούτον τον κόσμο απογευθήκανε σαν ένα αρραβώνα τη μακαριότητα της αιωνίου ζω­ής. Και αγαπούνε κάθε άνθρωπο και κάθε πλάσμα, επειδή η τέλεια αγάπη προέρχεται από τη χαρά της πίστεως κι' από τη βεβαιότητα κι' από τη στερεή ελπίδα που έ­χουνε μέσα στην ψυχή τους.
21872_103602942998265_100000456797041_95014_3581520_n.jpg
Οι άλλοι άνθρωποι, οι α­μαρτωλοί, μπορεί να ελεηθούνε και να αξιωθούνε για λί­γο αυτή την απελευθέρωση από τη δουλεία της φθοράς, ν' απογευθούνε λίγο από τον ουράνιον άρτον. Μα ύστε­ρα πάλι, σαν αδύνατοι άνθρωποι που είναι, από αμέλεια ξαναπέφτουνε στις μέριμνες του βίου, και χάνουνε εκεί­νη την ευωδία του μυστικού κόσμου στον οποίον ζήσανε εκείνον τον σύντομον καιρό.
Και ποθούνε θερμά να ξα­ναμπούνε πάλι στην ουράνια εκείνη πολιτεία, και την αναθυμιούνται με δάκρυα, κι' ολοένα ελπίζουνε να την ξαναδούνε. Κι' απορούνε πώς την χάσανε και πώς καταντήσανε πάλι δούλοι της σαρκός, και θρηνούνε σαν τους πρωτόπλαστους που καθήσανε έξω από τον Παρά­δεισο, μη μπορώντας να ξαναμπούνε μέσα.
Ξέρω πως πολλοί, διαβάζοντας αυτά που γράφω, θα πούνε πως η ζωή μας σήμερα δεν σηκώνει τέτοια καλο­γερίστικα πράγματα. Μα δεν έχουνε δίκιο. Οι σημερινοί άνθρωποι, όπως έγραψα κι' άλλη φορά, δεν είναι όλοι ευχαριστημένοι από τη ζωή που ζούνε, ας έχουνε κάθε λογής υλικές αναπαύσεις και ασχολίες. Ίσια-ίσια σήμε­ρα η ανθρώπινη ψυχή βρίσκεται σε παραζάλη και σε α­γωνία, γιατί είδε καλά πως, ενώ ήλπιζε να πιάσει την ευ­τυχία με την επιστήμη και με την υλική και διανοητική δραστηριότητα, δεν επέτυχε αυτό που ήλπιζε.
Υπάρχουνε λοιπόν πολλοί άνθρωποι που διψάνε για αληθινή τροφή της ψυχής, και γι' αυτούς γράφω. Κ' ε­κτός από την Ελλάδα, μια τέτοια δίψα κατατρώγει εκα­τομμύρια κόσμο, κατά τα λόγια του Προφήτη που λέγει: «Να, έρχονται ημέρες, λέγει Κύριος, και θα στείλω επά­νω στη γη όχι πείνα για ψωμί, ούτε δίψα για νερό, αλλά πείνα του ν' ακούσετε λόγον Κυρίου»...
Η Ορθοδοξία είναι η πηγή απ' όπου τρέχουνε να ξεδιψάσουνε άνθρωποι που δεν ευρήκανε την αλήθεια ούτε στον Καθολικισμό, ούτε στον Προτεσταντισμό, ού­τε σε καμμιά άλλη από τις μυριάδες αιρέσεις που υπάρ­χουνε σήμερα.

Έτσι αποδείχνεται πως η Ορθοδοξία εί­ναι η πρώτη κι' ανάλλακτη Εκκλησία, που δεν παρα­μορφώθηκε από κοσμικούς νεωτερισμούς, η κιβωτός που κλείνει μέσα της την αληθινή αποκάλυψη της χριστιανι­κής αλήθειας. Κ' η αυστηρή παράδοσή της είναι το μέ­σον που διατηρήθηκε αυτή η αλήθεια, όχι σαν αφηρημέ­νη έννοια, αλλά σαν ζωντανή πραγματικότητα. Στον πρόλογο της «Φιλοκαλίας», που τυπώθηκε στα Εγγλέζι­κα ο Ρώσσος Νίκων γράφει ανάμεσα στα άλλα: «Οι βά­σεις της Ορθοδοξίας είναι η Αγία Γραφή και οι Παραδόσεις, άλλες προφορικές κι' άλλες γραμμένες στα έργα των Πατέρων».
Αλλού γράφει: «Επειδή στις ημέρες μας δεν έχουμε πνευματικούς οδηγούς, γίνεται απαραίτητη η συνεχής μελέτη των ιερών αυτών έργων, ώστε ν' ακο­λουθήσει κανένας ακίνδυνα αυτόν τον θαυμάσιον δρόμο που ανοίγει η τέχνη των τεχνών, η επιστήμη των επι­στημών της πνευματικής τελειοποιήσεως. Για να επιτύ­χουμε σε τούτο, είναι ανάγκη να έχουμε γνήσια ταπείνω­ση, ειλικρίνεια, εγκαρτέρηση και αγνότητα».
Και όμως, εμείς οι Έλληνες, που έχουμε αυτόν τον θησαυρό της Ορθοδοξίας, θέλουμε να θραφούμε θρη­σκευτικά με λογής-λογής ξένα άχερα. Ο πατήρ Νίκων, σε κάποιον δικό μας που πήγε στ' Άγιον Όρος, είπε: «Πρέπει να θεωρείς τον εαυτό σου πολύ ευτυχισμένον που είσαι ορθόδοξος. Γιατί πολυτιμότερο πράγμα από την Ορθοδοξία δεν υπάρχει στον κόσμο».

Φώτης Κόντογλου

Πέμπτη, 29 Αυγούστου 2013Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος (του Φώτη Κόντογλου)


Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος (του Φώτη Κόντογλου)

298_ApotomiKefalisProdromou_2“Ἕναν τέτοιον ἅγιο δέν ἔχουμε καιρό νά γιορτάσουμε. Ἔχουμε ὅμως καιρό νά γιορτάζουμε καί νά κάνουμε φαγοπότια ὅπως ἔκανε ὁ Ἡρώδης, σέ καιρό πού πεινᾶνε χιλιάδες ἀδέλφια μας.”

(ένα καταπληκτικό κείμενου του Φ.Κόντογλου, όπου περιγράφεται ολόκληρος ο βίος του Τιμίου Προδρόμου καθώς και άγνωστα στοιχεία σχετικά με τον Ηρώδη και την εποχή του.)



Σήμερα πού γράφω, 29 Αὐγούστου, εἶναι ἡ μνήμη τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου. Χθές τό βράδυ ψάλαμε τόν Ἑσπερινό κατανυκτικά σ’ ἕνα παρεκκλήσι, κ’ ἤτανε μοναχά λίγες γυναῖκες καί δύο-τρεῖς ἄνδρες.

Σήμερα τό πρωί ψάλαμε τή λειτουργία του πάλι μέ λίγους προσκυνητές. Τά μαγαζιά ἤτανε ἀνοιχτά, ὅλοι δουλεύανε σάν νά μήν ἤτανε ἡ γιορτή τοῦ πιό μεγάλου ἁγίου τῆς θρησκείας μας. Ἀληθινά λέγει τό τροπάρι του «Μνήμη δικαίου μετ’ ἐγκωμίων, σοί δέ ἀρκέσει ἡ μαρτυρία τοῦ Κυρίου, Πρόδρομε».
Μέ ἐγκώμια καί μέ εὐλάβεια γιορτάζανε ἄλλη φορά οἱ ὀρθόδοξοι χριστιανοί τόν Πρόδρομο, ἀλλά τώρα τοῦ φτάνει ἡ μαρτυρία τοῦ Κυρίου.
Αὐτή ἡ μαρτυρία θ’ ἀπομείνει στόν αἰώνα, εἴτε τόν γιορτάζουνε εἴτε δέν τόν γιορτάζουνε οἱ ἄνθρωποι, εἴτε τόν θυμοῦνται εἴτε τόν ξεχάσουνε. Κ’ ἡ μαρτυρία εἶναι τούτη: πώς ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος εἶναι «ὁ ἐν γεννητοῖς γυναικῶν μείζων» δηλ. «ὁ πιό μεγάλος ἀπ’ ὅσους γεννηθήκανε ἀπό γυναίκα» κατά τά λόγια τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ. Γι’ αὐτό κ’ ἡ Ἐκκλησία μᾶς ὥρισε νά μπαίνει τό εἰκόνισμά του πλάγι στήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, στό εἰκονοστάσιο τῆς κάθε ὀρθόδοξης ἐκκλησιᾶς.
.
Ὁ ἱερός Λουκᾶς ἀρχίζει τό Εὐαγγέλιό του μέ τήν ἱστορία τοῦ Προδρόμου καί λέγει «Ἐγένετο ἐν ταῖς ἡμέραις Ἡρώδου τοῦ βασιλέως τῆς Ἰουδαίας, ἱερεύς τις ὀνόματι Ζαχαρίας ἐξ ἐφημερίας Ἀβιᾶ»: «Στίς μέρες τοῦ Ἡρώδη τοῦ βασιλιᾶ τῆς Ἰουδαίας ἤτανε ἕνας ἱερέας Ζαχαρίας ἀπό τήν ἐφημερία τοῦ Ἀβιᾶ, κι’ ἡ γυναίκα του ἤτανε ἀπό τίς θυγατέρες τοῦ Ἀαρών, καί τή λέγανε Ἐλισσάβετ κ’ ἤτανε δίκαιοι κ’ οἱ δύο ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, γιατί πορευόνταν μέ ὅλες τίς ἐντολές καί μέ τά δικαιώματα τοῦ Κυρίου, ἀψεγάδιαστοι. Καί δέν εἴχανε παιδί, γιατί ἡ Ἐλισσάβετ ἤτανε στείρα, κι’ ἤτανε κι’ οἱ δύο περασμένοι στήν ἡλικία. Καί ᾽κεῖ πού λειτουργοῦσε τή μέρα πού ἤτανε ἡ σειρά του νά λειτουργήσει ὁ Ζαχαρίας, μπῆκε στό ἱερό νά θυμιάσει, κι’ ὁ κόσμος προσευχότανε ἔξω κατά τήν ὥρα πού θυμίαζε.
Καί φανερώθηκε στόν Ζαχαρία ἕνας ἄγγελος Κυρίου καί στεκότανε δεξιά ἀπό τό θυσιαστήριο.
.
Καί ταράχθηκε ὁ Ζαχαρίας σάν τόν εἶδε, κι’ ἔπεσε φόβος ἀπάνω του. Καί τοῦ εἶπε ὁ Ἄγγελος: Μή φοβᾶσαι, Ζαχαρία, γιατί ἀκούσθηκε ἡ δέησή σου, κι’ ἡ γυναίκα σου θά γεννήσει γυιό καί θά βγάλεις τόνομά του Ἰωάννη, καί θά ᾽ναι γιά σένα χαρά κι’ ἀγαλλίαση, καί πολλοί θά χαροῦνε γιά τή γέννησή του, γιατί θά ᾽ναι μέγας ἐνώπιον τοῦ Κυρίου.
Νά μήν πιεῖ κρασί κι’ ἄλλα πιοτά, καί θά εἶναι γεμάτος ἀπό ἅγιο Πνεῦμα ἀπό τήν κοιλιά τῆς μητέρας του, καί θά γυρίσει πολλούς ἀπό τούς γυιούς τοῦ Ἰσραήλ στήν πίστη τοῦ Θεοῦ τους. Κι’ αὐτός θά ἔλθει μπροστά ἀπ’ αὐτόν μέ τό πνεῦμα καί μέ τή δύναμη τοῦ Ἠλία, γιά νά γυρίσει τίς καρδιές τῶν πατέρων στά παιδιά τους, κι’ ἀνθρώπους ἀνυπάκουους στή φρονιμάδα, καί γιά νά ἑτοιμάσει γιά τόν Κύριο λαό διαλεγμένον.
Κι’ εἶπε ὁ Ζαχαρίας στόν ἄγγελο: Ἀπό τί θά καταλάβω πώς θά γίνουνε αὐτά πού λές; γιατί ἐγώ εἶμαι γέρος κ’ ἡ γυναίκα μου περασμένη. Καί τοῦ ἀποκρίθηκε ὁ Ἄγγελος καί τοῦ εἶπε: Ἐγώ εἶμαι ὁ Γαβριήλ πού παραστέκουμαι μπροστά στό Θεό, καί στάλθηκα νά σοῦ μιλήσω καί νά σοῦ φέρω τήν καλή εἴδηση.
Καί νά, θά πιασθεῖ ἡ λαλιά σου καί δέν θά μπορεῖς νά μιλήσεις, ὡς τή μέρα πού θά γίνουν ὅλα αὐτά, ἐπειδή δέν πίστεψες στά λόγια μου πού θά γίνουνε στόν καιρό τους. Κι’ ὁ λαός περίμενε νά βγεῖ ἀπό τό ἱερό. Καί σάν ἐβγῆκε, δέν μποροῦσε νά μιλήσει, καί καταλάβανε πώς εἶδε κάποια ὀπτασία μέσα στό ἱερό. Κι’ ἐκεῖνος τούς ἔγνεφε κ’ ἤτανε κουφός».
.
Κι’ ἀληθινά γενήκανε ὅλα ὅπως τά εἶχε πεῖ ὁ ἄγγελος στόν Ζαχαρία, κι’ ἔνοιωσε πώς ἀπόμεινε βαρεμένη ἡ Ἐλισσάβετ, κι’ ἔκρυβε τόν ἑαυτό της πέντε μῆνες.
Καί σάν ἦρθε ὁ καιρός νά γεννήσει, γέννησε ἀρσενικό. Καί σάν τ’ ἀκούσανε οἱ γειτόνοι κι’ οἱ συγγενεῖς της, πήγανε καί τή συγχαρήκανε. Κι’ ὕστερα ἀπό ὀχτώ μέρες, πήγανε οἱ συγγενεῖς γιά νά κάνουνε τήν περιτομή τοῦ παιδιοῦ καί τό φωνάξανε μέ τόνομα τοῦ πατέρα του Ζαχαρία.
.
Κι’ ἡ μητέρα τοῦ εἶπε: Ὄχι, θά τό βγάλουμε Ἰωάννη. Κι’ οἱ ἄλλοι τῆς εἴπανε πώς κανένας στό σόγι σας δέν ἔχει αὐτό τόνομα. Ρωτούσανε καί τόν πατέρα του μέ νοήματα τί θέλει νά τό βγάλουνε τό παιδί. Καί ᾽κεῖνος ζήτησε πινακίδι κι’ ἔγραψε: Ἰωάννης εἶναι τόνομά του. Κι’ ὅλοι θαυμάσανε.
Τότες ἄνοιξε μονομιᾶς τό στόμα του κι’ ἡ γλώσσα του σάλεψε καί μιλοῦσε καί φχαριστοῦσε τό Θεό. Κι’ ὅσοι βρεθήκανε στό σπίτι φοβηθήκανε καί διαλαληθήκανε ὅσα γινήκανε σ’ ὅλα τά βουνά τῆς Ἰουδαίας.
Κι’ ὁ Ζαχαρίας φωτίσθηκε ἀπό τό ἅγιον Πνεῦμα καί προφήτεψε κι’ εἶπε: «Βλογημένος νά ᾽ναι ὁ Κύριος ὁ Θεός τοῦ Ἰσραήλ, γιατί θυμήθηκε κι’ ἔστειλε λύτρωση στό λαό του, καί σήκωσε ἀπάνω κι’ ἔσωσε τό σπίτι τοῦ Δαυίδ τοῦ παιδιοῦ του, καί δέν ξέχασε τόν ὅρκο πού ἔδωσε στόν Ἀβραάμ τόν πατέρα μας. Κι’ ἐσύ, παιδί μου, θά γίνεις προφήτης τοῦ Ὑψίστου, καί θά περπατήξεις μπροστά ἀπό τόν Κύριο γιά νά ἑτοιμάσεις τό δρόμο του καί νά δώσεις στό λαό του γνώση καί σωτηρία, ἐπειδή τόν σπλαχνίσθηκε ὁ Θεός μας καί συγχώρησε τίς ἁμαρτίες του, κι’ ἦρθε ἀπάνω μας ἀνατολή ἀπό ψηλά, γιά νά φωτίσει ἐκείνους πού κάθουνται στό σκοτάδι καί στόν ἴσκιο τοῦ θανάτου, καί νά ὁδηγήσει τά πόδια μας σέ δρόμο εἰρήνης». Καί τό παιδί μεγάλωνε καί δυνάμωνε τό πνεῦμα του, καί ζοῦσε στίς ἐρημιές, ὡς τή μέρα πού φανερώθηκε καί κήρυχνε στούς Ἰσραηλίτες (Λουκ. α΄, 5 κ.ἑξ.).
.αρχείο λήψης (51)
Στά δεκαπέντε χρόνια ἀπό τή μέρα πού βασίλεψε στή Ρώμη ὁ Τιβέριος, τόν καιρό πού ἤτανε ἡγεμόνας τῆς Ἰουδαίας ὁ Πόντιος Πιλάτος, κι’ ἤτανε τετράρχης τῆς Γαλιλαίας ὁ Ἡρώδης, γίνηκε λόγος τοῦ Θεοῦ στόν Ἰωάννη τό γυιό τοῦ Ζαχαρία, πού ζοῦσε στήν ἔρημο, καί πῆγε στά περίχωρα τοῦ Ἰορδάνη, κηρύχνοντας νά μετανοοῦνε καί νά βαφτίζουνται γιά νά συγχωρηθοῦνε οἱ ἁμαρτίες τους.
Κι’ ἔλεγε σέ κείνους πού πηγαίνανε νά βαφτισθοῦνε: «Γεννήματα τῆς ὀχιᾶς, ποιός σᾶς ἔδειξε νά φύγετε ἀπό τήν ὀργή πού ἔρχεται καταπάνω σας; Κάνετε λοιπόν καρπούς ἄξιους τῆς μετάνοιας, καί μήν πιάνετε καί λέτε: ἐμεῖς ἔχουμε πατέρα τόν Ἀβραάμ. Γιατί σᾶς λέγω πώς ὁ Θεός μπορεῖ ἀπό τοῦτα τά λιθάρια νά ἀναστήσει παιδιά τοῦ Ἀβραάμ. Καί τό τσεκούρι εἶναι κιόλας κοντά στή ρίζα τῶν δέντρων  κάθε δέντρο πού δέν κάνει καρπό καλό, κόβεται, καί ρίχνεται στή φωτιά».
.
Μία μέρα καθότανε ὁ Ἰωάννης μέ τούς μαθητάδες του, Ἀνδρέα κι’ Ἰωάννη, κι’ εἴδανε τόν Χριστό ἀπό μακριά. Τότε γύρισε ὁ Πρόδρομος καί τούς λέγει: «Νά τό ἀρνί τοῦ Θεοῦ, πού σηκώνει ἀπάνω του τίς ἁμαρτίες τοῦ κόσμου». Κι’ οἱ δύο μαθητές του ἀκολουθήσανε τόν Χριστό.
Μετά καιρό, ἔστειλε ὁ Πρόδρομος δύο μαθητές του νά ρωτήσουνε τόν Χριστό: «Ἐσύ εἶσαι αὐτός πού θάρθει, ἤ ἄλλον περιμένουμε;» Καί τόκανε αὐτό γιά νά φανεῖ πώς ὁ Χριστός ἤτανε ὁ Μεσσίας. Τήν ὥρα πού πήγανε, ὁ Χριστός εἶχε γιατρέψει πολλούς ἀρρώστους. Καί σάν τόν ρωτήσανε ἄν εἶναι αὐτός ὁ Μεσσίας ἤ περιμένουνε ἄλλον, τούς ἀποκρίθηκε: «Πηγαίνετε καί πέστε στόν Ἰωάννη ὅσα εἴδατε κι’ ὅσα ἀκούσατε  τυφλοί βλέπουνε, κουτσοί περπατοῦνε, λεπροί καθαρίζονται, κουφοί ἀκοῦνε, νεκροί ἀναστήνουνται, φτωχοί παίρνουνε ἐλπίδα. Κι’ εἶναι καλότυχος ὅποιος δέν θά σκανδαλισθεῖ γιά μένα καί θά μέ πιστέψει». Σάν φύγανε οἱ μαθητές τοῦ Ἰωάννη, ὁ Χριστός γύρισε κι’ εἶπε στούς Ἰουδαίους γιά τόν Ἰωάννη: «Τί βγήκατε νά δῆτε στήν ἔρημο; Κανένα καλάμι πού νά τό σαλεύει ὁ ἄνεμος;
Τί βγήκατε νά δῆτε; Κανέναν ἄνθρωπο ντυμένον μέ μαλακά ροῦχα; Νά, ὅσοι εἶναι ντυμένοι μ’ ἀκριβά καί μαλακά ροῦχα, κάθουνται στά παλάτια.
Τί βγήκατε λοιπόν νά δῆτε; Κανέναν προφήτη; Ναί, σᾶς λέγω, καί περισσότερο ἀπό προφήτη. Γι’ αὐτόν εἶναι γραμμένο: ‘Νά, ἐγώ στέλνω τόν ἄγγελό μου πρίν ἀπό τό πρόσωπό σου πού θά ἑτοιμάσει τό δρόμο σου μπροστά σου’. Λοιπόν σᾶς λέγω, κανένας προφήτης ἀπ’ ὅσους γεννήσανε γυναῖκες δέν εἶναι μεγαλύτερος ἀπό τόν Ἰωάννη τόν βαπτιστή» (Λουκ. γ΄, 1-9 καί ζ΄, 18-28).
.images (62)
Ἕναν τέτοιον ἅγιο δέν ἔχουμε καιρό νά γιορτάσουμε. Ἔχουμε ὅμως καιρό νά γιορτάζουμε καί νά κάνουμε φαγοπότια ὅπως ἔκανε ὁ Ἡρώδης, σέ καιρό πού πεινᾶνε χιλιάδες ἀδέλφια μας. Ἀπάνω σ’ ἕνα τέτοιο φαγοπότι μαρτύρησε ὁ Πρόδρομος, κι’ αὐτή τήν ἱστορία τήν ξέρουνε ὅλοι. Αὐτός ὁ τύραννος, γιά νά γίνει τετράρχης τῆς Ἰουδαίας, σκότωσε πολλούς ἐχθρούς του.
.
Στόν καιρό του ὁ κόσμος εἶχε γεμίσει ἀπό σκοτωμό καί σκληροκάρδια. Οἱ λεγεῶνες τῆς Ρώμης σφαζόντανε μεταξύ τους. Ὁ Καίσαρας, ὁ Πομπήιος, ὁ Ἀντώνιος, ὁ Ὀκτάβιος, ὁ Βροῦτος, ὁ Κάσσιος πολεμούσανε ὁ ἕνας καταπάνω στόν ἄλλον γιά τό ποιός θά ἐξουσιάζει τήν οἰκουμένη.
Οἱ πιό μικροί σατράπες, σάν τόν Ἡρώδη, τρωγόντανε κι’ αὐτοί μεταξύ τους καί κολλούσανε σ’ ἕνα δυνατόν ὁ καθένας. Ὁ Ἡρώδης ἤτανε φίλος μέ τόν Ἀντώνιο πού πῆρε στήν ἐξουσία τοῦ τήν Ἀσία ὕστερα ἀπό τή μάχη πού ἔγινε στούς Φιλίππους.
.
Σάν σκότωσε ὅλους τούς ἐχθρούς του, ἀπόμεινε ἕνας μοναχός πού τόν λέγανε Ὑρκανό, κ’ ἤτανε ἀρχιερέας, μά ἔκρυβε πονηρά τήν ἔχθρητά του ὡς νά μπορέσει νά τόν ξαποστείλει κι’ αὐτόν στόν ἄλλον κόσμο. Στήν πονηριά ἤτανε τέτοιος, πού ὁ Χριστός τόν ἔλεγε πονηρή ἀλεποῦ.
Μά ἡ πεθερά τοῦ Ἡρώδη Ἀλεξάνδρα, πού ἤτανε κόρη τοῦ Ὑρκανοῦ, κατάλαβε τόν κακό σκοπό του, κ’ ἔγραψε στή βασίλισσα τῆς Αἰγύπτου τήν Κλεοπάτρα καί τήν παρακαλοῦσε νά μιλήσει στόν Ἀντώνιο, τόν ἐραστή της, γιά τό γυιό της τόν Ἀριστόβουλο.
Κεῖνες τίς μέρες πῆγε στήν Ἱερουσαλήμ ἕνας φίλος τοῦ Ἀντωνίου λεγόμενος Δήλιος. Καί σάν εἶδε τόν Ἀριστόβουλο καί τήν ἀδελφή του Μαριάμη, ἀπόμεινε σαστισμένος ἀπ’ τήν ἐμορφιά τους, κι’ εἶπε στήν Ἀλεξάνδρα νά στείλει στό μασκαρά τόν Ἀντώνιο τίς ζωγραφιές τους. Σάν τίς εἶδε ὁ Ἀντώνιος, πολύ εὐχαριστήθηκε κι’ ἔγραψε νά τοῦ στείλουνε τόν Ἀριστόβουλο.
.
Μά ὁ Ἡρώδης, πού εἶχε μυρισθεῖ τά σχέδια τῆς Ἀλεξάνδρας, ἔγραψε στόν Ἀντώνιο πώς ἄν ἔφευγε ἀπό τήν Ἱερουσαλήμ ὁ Ἀριστόβουλος, θά γινόντανε ταραχές κι’ ἀκαταστασίες. Τήν Ἀλεξάνδρα τήν πρόσταξε νά κάθεται στήν Ἱερουσαλήμ, γιά νά βλέπει τί κάνει, γι’ αὐτό καί ᾽κείνη ἔγραψε καί παραπονιότανε στήν Κλεοπάτρα, πού τῆς μήνυσε νά πάρει τόν Ἀριστόβουλο καί νά πάγει στήν Αἴγυπτο.
Γιά νά ξεφύγει λοιπόν ἀπό τά νύχια τοῦ Ἡρώδη, εἶπε καί φτιάξανε δύο σεντούκια καί στόνα μπῆκε αὐτή καί στ’ ἄλλο ὁ Ἀριστόβουλος. Ἀλλά τούς πρόδωσε στόν τύραννο ἕνας ὑπηρέτης του, καί τούς πιάσανε καί τούς πήγανε στήν Ἱερουσαλήμ. Ὁ Ἡρώδης ἔκανε πώς τούς συγχώρησε, μά σέ λίγον καιρό βρῆκε εὐκαιρία νά ἐκδικηθεῖ.
Μία βραδιά ἡ Ἀλεξάνδρα τόν προσκάλεσε σ’ ἕνα συμπόσιο πού ἔκανε στήν Ἱεριχώ, κι’ αὐτός προσκάλεσε τούς φίλους του νά κολυμπήσουνε στίς θαυμαστές γοῦρνες πού εἶχε κανωμένες γιά νά διασκεδάζει. Ἔτσι, ἐκεῖ πού κολυμπούσανε καί παίζανε μεταξύ τους, πνίξανε τόν δυστυχισμένο τόν Ἀριστόβουλο. Ὁ Ἡρώδης ἔκανε πώς πικράθηκε πολύ κι’ ἔθαψε τόν Ἀριστόβουλο μέ μεγάλη πομπή, μά ὁ κόσμος ἤξερε πώς αὐτός τόν σκότωσε.
.
Ὅλη ἡ ζωή του στάθηκε γεμάτη ἀπό φονικά καί ραδιουργίες. Στό τέλος ἀρρώστησε καί σκουλήκιασε τό κορμί του, καί πέθανε ὕστερα ἀπό μεγάλη ἀγωνία στό 2 μ.Χ. Ἀνάμεσα λοιπόν στά τερατουργήματα πού ἔκανε ἤτανε κ’ ἡ σφαγή τῶν 14.000 νηπίων κατά τή Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, κι’ ὁ ἀποκεφαλισμός τοῦ Προδρόμου, σ’ ἕνα συμπόσιο πού ἔκανε, ὅπου ἡ γυναίκα τοῦ ἀδελφοῦ του Φιλίππου, Ἡρωδιάδα, ἔβαλε τήν κόρη της Σαλώμη καί χόρεψε μπροστά του γυμνή. Καί τόσο ἐνθουσιάσθηκε ὁ τύραννος ἀπό τό χορό, πού ἔταξε στή Σαλώμη νά τῆς δώσει τό μισό βασίλειό του.
.
Μά ἐκείνη, δασκαλεμένη ἀπό τή μάνα της, πού ἐχθρευότανε τόν Ἰωάννη ἐπειδή τή μάλωνε γιατί ζοῦσε μέ τόν ἀδελφό τοῦ ἀνδρός της, τοῦ ζήτησε τό κεφάλι τοῦ Προδρόμου. Ὁ Ἡρώδης στεναχωρήθηκε, γιατί κατά βάθος κι’ αὐτό τό θηρίο σεβότανε τόν Ἰωάννη γιά ἅγιο, καί μαζί μ’ αὐτό φοβότανε καί τόν κόσμο πού τιμοῦσε τόν Ἰωάννη σάν προφήτη.
Ἐπειδή ὅμως εἶχε πάρει ὅρκο, ἔστειλε ἕνα στρατιώτη καί τόν ἀποκεφάλισε μέσα στή φυλακή, κι’ ἡ Σαλώμη ἔφερε τό κεφάλι καί τόβαλε ἀπάνω στό τραπέζι, σ’ ἕνα ματωμένο δίσκο. Καί τότε, ἐκείνη ἡ φρενιασμένη τίγρη εὐχαριστήθηκε καί τρύπησε τή γλώσσα του μέ μία βελόνα γιά νά τήν ἐκδικηθεῖ, ἐπειδή ὁλοένα ἔλεγε: «Μετανοεῖτε!». Καί, ὤ τοῦ θαύματος, μόλις τρύπησε τή γλώσσα του ἡ πόρνη, μίλησε κ’ εἶπε πάλι: «Μετανοεῖτε!»
.
Αὐτά γινήκανε μέσα σ’ ἕνα ἀσβολερό φρούριο πού τό λέγανε Μαχαιρούντα, στά βουνά τῆς Περαίας. Τό ἁγιασμένο λείψανο πρόσταξε ὁ Ἡρώδης νά τό θάψουνε μαζί μέ τό κεφάλι, μά ἡ Ἡρωδιάδα ζήτησε νά θάψουνε τήν κεφαλή χωριστά, ἀπό τό φόβο της μήν κολλήσει μέ τό κορμί καί ζωντανέψει καί σηκωθεῖ ἀπάνω.
.
Οἱ μαθητές τοῦ Ἰωάννου πήγανε νύχτα καί κλέψανε τό σῶμα του καί τό θάψανε σ’ ἄλλο μέρος. Αὐτό τό μακάριο τέλος ἔλαβε γιά τήν ἀλήθεια ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος, τό χελιδόνι πού ἔφερε τήν ἄνοιξη στόν ἁμαρτωλό τόν κόσμο ὁπού τόν ἔδερνε χειμώνας βαρύς.
.
Ἀπό τούς μαθητάδες του, δύο πήγανε μέ τόν Χριστό, κι’ ἄλλοι ἀπομείνανε χωρισμένοι ἀπό τόν Χριστό, καί κάνανε μίαν αἵρεση πού λεγότανε Προδρομίτες, κι’ ἀπό τόν Ἰορδάνη ἔφταξε ὡς τό Χουσιστᾶν τῆς Περσίας, καί βρίσκονται ἀκόμα.
Οἱ ἴδιοι λένε τούς ἑαυτούς τούς Ναζωραίους, ἐνῶ οἱ μωχαμετάνοι τούς λένε Σαβί. Πιστεύουνε πώς ὁ Ἰωάννης εἶναι ὁ πιό μεγάλος προφήτης, καί πώς ὁ Θεός θά στείλει ἕνα θεάνθρωπο πού τόν λένε Μαντάι Ἰαχία, πού θά πεῖ ‘Λόγος τῆς ζωῆς’ γιά τοῦτο τούς λένε καί Μανταίους. Γι’ αὐτόν τόν θεάνθρωπο διδάσκουνε πώς βαφτίσθηκε ἀπό τόν Πρόδρομο καί πώς ἔζησε λίγον καιρό στόν κόσμο καί πώς ἔκανε θαύματα, καί πώς σταυρώθηκε, ὡστόσο δέν παραδέχουνται πώς αὐτός εἶναι ὁ Χριστός.
Ἔχουνε κάποια ἱερά βιβλία μέ τ’ ὄνομα Λόγοι τῆς ζωῆς, τούς Ψαλμούς, ἕνα ἄλλο βιβλίο πού τό λένε Ζεβούρ, πού λένε πώς εἶναι πολύ ἀρχαῖο, γραμμένο ἀπό τόν Ἀδάμ, σέ γλώσσα χαλδαϊκή, κι’ ἀκόμα ἕνα πού τό λένε Διβᾶν. Συμπαθοῦνε τούς χριστιανούς, μά ἐχθρεύουνται τούς μωχαμετάνους.
.αρχείο λήψης (52)
Ἀπό τό Βιβλίο τοῦ Φώτη Κόντογλου, Γίγαντες ταπεινοί,
Ἐκδόσεις Ἀκρίτας 2000
αντιγραφή κειμένου από:http://www.imaik.gr/?p=4576


 http://www.youtube.com/watch?v=kopdWzd78Yo

Οἱ Πατέρες τῆς Ὀρθοδοξίας.Ὕδωρ Ἀθανασίας - .Φώτης Κόντογλου

Οἱ Πατέρες τῆς Ὀρθοδοξίας.Ὕδωρ Ἀθανασίας - .Φώτης Κόντογλου 
    
Φώτης Κόντογλου - Ὕδωρ Ἀθανασίας. Οἱ Πατέρες τῆς Ὀρθοδοξίας. 
(Ἰσαὰκ ὁ Σύρος - Ἰωάννης τῆς Κλίμακος - Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής)

Πολλοὶ ἀπὸ κείνους ποὺ δὲ θέλανε νὰ ἀκούσουνε γιὰ θρησκεία, σήμερα ἀλλάξανε, καὶ ζητᾶνε νὰ διαβάσουνε θρησκευτικὰ βιβλία κι᾿ ἄλλα γραψίματα ποὺ ἔχουνε σχέση μὲ τὴ θρησκεία, κ᾿ ἐδῶ καὶ σ᾿ ἄλλες χῶρες. 

Σὲ κάμποσους ἀπ᾿ αὐτοὺς ἄνοιξε τὸ δρόμο ποὺ τοὺς πῆγε κοντὰ στὴ θρησκεία,

 κ᾿ ἰδιαίτερα στὴν Ὀρθοδοξία, ἡ βυζαντινὴ τέχνη τῆς ἁγιογραφίας. Ἀφοῦ εἴδανε πόσο βαθειὰ κι᾿ ἀποκαλυπτικὴ εἶναι αὐτὴ ἡ τέχνη, νοιώσανε καὶ τὴν ἐπιθυμία νὰ γνωρίσουνε καὶ τὴν Ὀρθοδοξία ποὺ βρῆκε ἔκφραση μ᾿ αὐτὴν τὴν τέχνη.
Κι᾿ ἀπὸ τὸ πνευματικὸ ὕψος ποὺ ἀνακαλύψανε στὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωγραφική της Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας,συμπεράνανεκαὶ τὸ μεγάλο πνευματικὸ ὕψος τῆς Ὀρθοδοξίας: «Τὸ δένδρον ἐκ τοῦ καρποῦ αὐτοῦ γνωρίζεται».

Στὸν τόπο μας, ἀλλοίμονο! πολὺ λίγοι ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ καταγίνουνται μὲ τὰ λεγόμενα πνευματικὰ ζητήματα καὶ ποὺ γράφουνε βιβλία, ἔχουνε κάποια σχέση μὲ τὴ θρησκεία, κι᾿ ἀκόμα πιὸ λίγοι μὲ τὴν Ὀρθοδοξία. Οἱ περισσότεροι ἀπ᾿ αὐτοὺς δὲν καταδέχουνται μηδὲ νὰ κοιτάξουνε κατὰ κεῖ. Τὴ χριστιανικὴ θρησκεία κι᾿ ὅ,τι ἔχει σχέση μ᾿ αὐτή, τὴ θεωροῦνε ἀνάξια γιὰ νὰ ἀπασχολήση τὰ σοφὰ κεφάλια τους. Γι᾿ αὐτούς, ὅποιος πιστεύει στὸν Χριστὸ εἶναι θρησκόληπτος, στενόμυαλος κι᾿ ἀνεξέλικτος. Τὸ νἆναι κανένας ἄπιστος, καὶ μάλιστα νὰ κομπάζη γι᾿ αὐτό, εἶναι μεγάλος κ᾿ ὑψηλὸς τίτλος πνευματικῆς σοβαρότητας, ποὺ τὸν ἔχουνε οἱ βαθυστόχαστες διάνοιες. Φόβος καὶ τρόμος τοὺς πιάνει μὴν τύχη καὶ τοὺς πάρουνε γιὰ ἀνθρώπους ποὺ δίνουνε καὶ τὴν παραμικρὴ σημασία στὴ θρησκεία, δηλαδὴ σὲ ἕνα πρᾶγμα ποὺ εἶναι γιὰ τὶς γρηὲς καὶ γιὰ τοὺς φτωχοὺς τῷ πνεύματι. 

Ἕνας τέτοιος μου εἶπε πὼς μὲ θαυμάζει γιὰ τὸ θάρρος ποὺ ἔχω νὰ λέγω καὶ νὰ γράφω πὼς εἶμαι χριστιανός.  

Ὑπάρχουνε οἰκογένειες ποὺ ντρέπουνται γιὰ κάποιον ἀπὸ τοὺς δικούς τους ποὺ εἶναι εὐλαβής, καὶ θυμᾶται κανένας τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ ποὺ εἶπε πὼς ἦρθε στὸν κόσμο νὰ βάλη φωτιά, καὶ νὰ χωρίση τὰ παιδιὰ ἀπὸ τοὺς γονιοὺς κι᾿ ἀδελφὸ ἀπ᾿ ἀδελφό, καὶ πὼς ὅποιος θἄχη σὲ ντροπή του πὼς πιστεύει σ᾿ Ἐκεῖνον καὶ στὰ λόγια του, θὰ τὸν ἔχη κι᾿ ὁ Χριστὸς σὲ ντροπὴ σὰν θὰ ξανἄρθη μὲ θεϊκὴ δόξα τριγυρισμένος ἀπὸ τοὺς Ἀγγέλους: «Ὃς γὰρ ἂν ἐπαισχυνθῇ με καὶ τοὺς ἐμοὺς λόγους ἐν τῇ γενεᾷ ταύτη τὴ μοιχαλίδι καὶ ἁμαρτωλῶ, καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπαισχυνθήσεται αὐτόν, ὅταν ἔλθη ἐν τῇ δόξῃ τοῦ Πατρὸς αὐτοῦ μετὰ τῶν Ἀγγέλων τῶν ἁγίων».

Ναί. Ὁ Χριστὸς εἶναι ''ντροπὴ'' γιὰ τοὺς ἔξυπνους καὶ πολύξερους ἀνθρώπους τούτου τοῦ κόσμου. Ἡ ἀθεΐα εἶναι τὸ σημεῖο τῆς πνευματικῆς ἀριστοκρατίας. Οἱ βαθυστόχαστες αὐτὲς διάνοιες, ἂν καταδεχτοῦνε καμμιὰ φορὰ νὰ μιλήσουνε γιὰ θρησκεία, τὸ κάνουνε γιὰ νὰ τὴν περιπαίξουνε, ἢ γιὰ νὰ τὴ χτυπήσουνε, παίρνοντας ἀφορμὴ ἀπὸ κάποια καινούργια φιλοσοφικὴ θεωρία. Ὅλα τὰ ξέρουνε. Τὸ μόνο πρᾶγμα ποὺ γι᾿ αὐτὸ δὲν γνωρίζουνε τίποτα, εἶναι τὸ τί εἶναι αὐτὴ ἡ θρησκεία ποὺ δὲν παραδέχουνται. 


Ὁ Πασκὰλ λέγει πὼς οἱ περισσότεροι ἀπ᾿ ὅσους πολεμᾶνε τὴ θρησκεία δὲν ξέρουνε τί εἶναι αὐτὸ ποὺ πολεμᾶνε.
 

Οἱ δικοί μας οἱ γραμματισμένοι, προπάντων οἱ λεγόμενοι «λογοτέχνες», δὲν ἔχουνε ἰδέα γιὰ τὴ θρησκεία μας, ἰδιαίτερα γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία, σὲ καιρὸ ποὺ στὴν Εὐρώπη, ποὺ τὴν ἔχουνε γιὰ δασκάλα τους, γίνεται μεγάλη ἀναταραχὴ στὰ πνεύματα, καὶ κάποιες σπουδαῖες ψυχές, σὰν νἆναι ζαρκάδια διψασμένα μέσα στὸν ξέρακα τῆς ὑλιστικῆς γνώσης, τρέχουνε νὰ ξεδιψάσουνε στὶς δροσερὲς βρύσες τῆς Ὀρθοδοξίας.

Ποιὸς ἀπὸ τοὺς δικούς μας «λογοτέχνες», αἰσθητικοὺς καὶ στοχαστές, ξέρει τίποτα ἀπὸ τούτη τὴν πνευματικὴ ἀναστάτωση ποὺ γίνεται σήμερα, μακρυὰ ἀπὸ «τὶς λογοτεχνίες, κι᾿ ἀπὸ τὶς αἰσθητικές» ποὺ καταγίνουνται; Ποιὸς θέλησε, κἂν ἀπὸ περιέργεια, νὰ διαβάση κάποια πατερικὰ βιβλία καὶ νὰ ξεζέψη τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὸ μαγκανοπήγαδο ποὺ γυρίζει μὲ δεμένα μάτια; Μὰ κι᾿ ἂν τ᾿ ἀποφασίση κανένας, θὰ δῆ πὼς εἶναι τόσο ἀλλοιώτικα τὰ νοήματα ποὺ θὰ διαβάση, ὥστε δὲν θὰ καταλάβη τίποτα, ὅπως εἶναι μαθημένος στὰ ἀντιπνευματικὰ διαβάσματα, καὶ θὰ τὰ παρατήση. Ἤ, ἂν τύχη νὰ διαβάση κανένα ἁγιωτικὸ βιβλίο, γραμμένο μὲ κείνη τὴ βλογημένη ἁπλότητα ποὺ ἔχουνε τὰ ἀληθινὰ καὶ ἀπροσποίητα πράγματα, θὰ τὸ περιφρονήση, γιατὶ εἶναι συνηθισμένος στὶς πολύπλοκες καὶ μπερδεμένες φιλοσοφίες, κι᾿ ἂς εἶναι σαπουνόφουσκες.

Τὰ βιβλία ποὺ εἶναι γραμμένα ἀπὸ τοὺς Πατέρας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μεταφράζουνται σήμερα σὲ πολλὲς γλῶσσες τῆς Εὐρώπης, καὶ πιὸ πολὺ τὰ πιὸ αὐστηρὰ καὶ τὰ πιὸ μυστικά, ποὺ τὰ γράψανε κάποιοι ἅγιοι ποὺ ζήσανε σὲ ἐρημιές, σὲ σπηλιές, καὶ σὲ μοναστήρια ἀπομοναχιασμένα τῆς Ἀνατολῆς. 


Ὓστερ᾿ ἀπὸ τόσους αἰῶνες, ἐκεῖνοι οἱ ταπεινοὶ ἐρημίτες ποτίζουνε τὶς διψασμένες ψυχὲς καὶ τὶς δροσίζουνε, χαρίζοντας τὴν εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν ἐλπίδα τῆς ἀθανασίας στὴν ἁμαρτωλὴ ἀνθρωπότητα ποὺ κυλίστηκε στὴν ἀκολασία σὰν τὸν ἄσωτο γυιό, ὡς ποὺ κατάντησε νὰ τρώγη ξυλοκέρατα μὲ τοὺς χοίρους. Αὐτὴ ἡ ἀνθρωπότητα, καταματωμένη ἀπὸ τὴν περιπλάνησή της, πεινασμένη, γυμνὴ κι᾿ ἀπελπισμένη, κράζει στοὺς πτωχοὺς τῷ πνεύματι, στοὺς καταφρονεμένους ἀσκητάδες, νὰ τῆς δώσουνε βοήθεια, νὰ τὴν κρατήσουνε ἀπὸ τὸ χέρι γιὰ νὰ μὴ βουλιάξη μέσα στὴν ἀφρισμένη καὶ μελανὴ θάλασσα τῆς ἀπιστίας, σὰν τὸν ἀπόστολο Πέτρο. Κ᾿ οἱ ἅγιοι γέροντες, ποὺ ζήσανε πρὶν ἀπὸ πεντακόσια, χίλια, χίλια πεντακόσια χρόνια, κι᾿ ἀπομείνανε λησμονημένοι ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, ποὺ μέθυσε ἀπὸ τὰ γεννήματα τοῦ μυαλοῦ του καὶ θέλησε νὰ στήση τὸ θρόνο τοῦ ἀπάνω ἀπὸ τὸ Θεό, βλέποντάς τον, λοιπόν, νὰ παραδέρνη ἐλεεινὸς καὶ ξετραχηλισμένος μέσα στὴν ἀνεμοζάλη τῆς ἀπιστίας καὶ νὰ φωνάζη «βοήθεια!», σκύβουνε πονετικὰ καὶ τὸν τραβᾶνε ἀπὸ τὸ χέρι, ἐκεῖ ποὺ τρέμει σύγκορμος, καὶ τοῦ λένε μὲ τὴ γλυκειὰ μὰ κι᾿ αὐστηρὴ φωνή τους, τὰ λόγια ποὺ εἶπε ὁ Κύριος στὸν Πέτρο, σὰν τὸν εἶδε νὰ βουλιάζη: «Ὀλιγόπιστε, εἰς τί ἐδίστασας;» 

Λοιπόν, ἐπειδὴ εἶναι πολλοὶ σήμερα ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουνε ἐπιθυμία νὰ ἀπογευτοῦνε, ἂς εἶναι καὶ λίγο, ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ πνευματικὸ νέκταρ τῶν Πατέρων, καὶ δὲν βρίσκουνε τὰ προσκυνητὰ συγγράμματά τους, θὰ τοὺς προσφέρουμε λιγοστὰ ἄνθη ἀπὸ τὸν παράδεισο τῆς Ὀρθοδοξίας, ποὺ εὐωδιάζει σήμερα τὴν οἰκουμένη, σήμερα, σὲ καιρὸ ποὺ μεριμνοῦν οἱ ἄνθρωποι καὶ τυρβάζουν περὶ πολλά, σφεντονίζοντας λογιῶν-λογιῶν μηχανὲς στὸ φεγγάρι καὶ στὰ ἄστρα, λὲς καὶ κεῖ θὰ βροῦνε τ᾿ ἀθάνατο νερό.

«Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντὸς ὑμῶν ἐστιν», εἶπε ὁ Χριστός. Αὐτὴ τὴ βασιλεία ξεσκεπάζουνε οἱ Πατέρες, ποὺ ἤπιανε ἀπὸ «τὸ ὕδωρ τὸ ἀλλόμενον εἰς ζωὴν αἰώνιον».

Μὲ τὰ λιγοστὰ ψίχουλα ποὺ δίνουμε ἀπὸ τὰ πατερικὰ βιβλία, δὲν μπορεῖ νὰ καταλάβη ὁ ἀναγνώστης πόσος καὶ τί λογῆς εἶναι ὁ μυστικὸς πλοῦτος ποὺ ὑπάρχει μέσα σ᾿ αὐτὰ τὰ βιβλία. Ἐπειδή, ἐδῶ ὁ τόπος εἶναι στενός, καὶ δὲν χωρᾶ κάποια μεγάλα κεφάλαια ἢ κι᾿ ὁλόκληρους λόγους, ἀπ᾿ ὅπου νὰ νοιώση ὅποιος διαβάζει, τὸ σπουδαῖο νόημα καὶ τὴ βαθειὰ ἀλήθεια ποὺ βρίσκεται μέσα σ᾿ αὐτὰ τὰ κείμενα. Κομματιασμένα, ὅπως τὰ δίνουμε, χάνουνε τὴ λάμψη τους καὶ τὸν παλμὸ ποὺ παίρνει ἡ μιὰ φράση ἀπὸ τὴν ἄλλη. Παρεκτὸς ἀπ᾿ αὐτό, ὅποιος διαβάζει τέτοια γραψίματα, πρέπει νὰ εἶναι εὐλαβής. Πρέπει νὰ ἔχη ἀπὸ πρὶν συνηθίση στὸ νὰ ἀναπνέη ἐκεῖνον τὸν ἀέρα τοῦ μυστηρίου, ποὺ εἶναι ἀλλοιώτικος ἀπὸ τοῦτον ποὺ ἀνασαίνουμε σὰν διαβάζουμε νοήματα, στοχασμοὺς καὶ αἰσθήματα γραμμένα ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ εἶναι βουτηγμένοι στὴν πηχτὴ ὕλη τούτου τοῦ κόσμου.


Μέσα σ᾿ ἕνα βιβλίο μου ἔχω γράψει ἕνα ἐγκώμιο στὸν ἅγιο Ἰσαὰκ τὸν Σύρο, ἕναν Ἄγγελο μὲ κορμὶ ἀνθρώπινο, ποὺ ἀσκήτεψε στὴν ἔρημο, κατὰ τὰ 550 μ.X., κ᾿ ἔγραψε ἕνα βιβλίο μὲ Λόγους Ἀσκητικούς. Βάζω παρακάτω λίγα λόγια ἀπὸ κεῖνο τὸ ἐγκώμιο, ἐπειδὴ ἀπ᾿ αὐτὰ θὰ μπορέσετε νὰ νοιώσετε καλύτερα ὅσα λέγω παραπάνω: 

                                                                    
 «..Ἂς μὴ σιμώση κανένας σὲ τούτη τὴν ἀτίμητη κιβωτὸ μ᾿ ἐλαφρὺν λογισμό, ἀλλὰ μὲ φόβο καὶ μὲ τρόμο. Γιατὶ ἀλλοιῶς, ἄδικα θὰ θελήσῃ νὰ δροσιστῇ ἀπ᾿ αὐτὴ τὴν ἁγιασμένη βρύση ὅποιος ἔχει τὴ γέψη του χαλασμένη ἀπὸ τὰ θολὰ καὶ φαρμακερὰ πιοτὰ τοῦ κόσμου.

«Γιὰ τὸν ἅγιο Ἰσαὰκ μπορεῖ νὰ πῆ κανένας πὼς ἡ Σοφία κάθισε σὰν μέλισσα χρυσὴ ἀπάνω στὸ στόμα του. Ὄχι ἡ σοφία τῶν σοφῶν, ἡ μάταια κ᾿ ἡ σαστισμένη, ἀλλ᾿ ἡ ἀμάραντη, ἡ πηγὴ τῆς ἀφθαρσίας, ποὺ ἐλευθερώνει ἀληθινὰ ὅποιον τὴν κατέχει...


«Κ᾿ ἐπειδὴ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο μιλᾶ μὲ τὸ στόμα του, τὰ λόγια τοῦ εἶναι ἐξαίσια στὸ κάλλος, ἀπὸ θεῖον οἶστρον πυρπολημένα.Γιὰ τοῦτο, μ᾿ ὅλο ποὺ γράφει τόσα πολλὰ ὁ τρισμακάριος, ἀπομένει μέσα στὸ πνεῦμα μας,μιὰ ἱερὴ σιωπή, σὰν νὰ μὴ μίλησε κανένας, παρὰ σὰν νὰ ἀκοῦμε
ἕνα μακρινὸ ἀντιλάλημα κάποιας θάλασσας ποὺ δὲν τὴ βλέπουμε...

«Τὸ μάτι του βλέπει τὸν ἥλιο χωρὶς νὰ θαμπώση. Σὰν ἀητὸς ἐξαίσιος βγαίνει μέσ᾿ 

ἀπὸ τὰ σύννεφα καὶ πετὰ ἀτάραχος ἀπάνω ἀπὸ τὰ μελανὰ βουνά, ἀγναντεύοντας τὸ βαθὺ πέλαγος, σὲ καιρὸ ποὺ ἐμεῖς καθόμαστε μέσα σ᾿ ἕνα στενοπήγαδο, καὶ κράζουμε νὰ μᾶς ἐλεήση...

«...Φαίνεται πὼς ἤτανε σπουδασμένος στὴν Ἑλληνικὴ φιλοσοφία, ὅπως δείχνουνε δυὸ-τρία λόγια ποὺ γράφει: «Ἐπειδὴ δέ σου πεπείραμαι τῆς φιλοσοφίας, ὢ ἀγαπητέ, παρακαλῶ σε ἐν ἀγάπῃ παραφυλάττεσθαι ἐκ τῆς ἐπηρείας τοῦ ἐχθροῦ». Καὶ σὲ ἄλλο μέρος γράφει: «Ἡ αἰτία δὲ τῆς φαντασίας τῶν εἰκόνων, ἡ ἀσθένεια καὶ οὐχ ἡ καθαρότης ἐστι τοῦ νοός. Τοῦτο συνέβη ἐν τοῖς ἔξω φιλοσόφοις, ἐπειδὴ ταῦτα ἐνόμισαν εἶναι τὰ πνευματικά, περὶ ὧν διδαχὴν ἀληθινὴν ἐκ τοῦ Θεοῦ οὐκ ἐδέξαντο. Ἐκ γὰρ τοῦ σφυγμοῦ καὶ τῆς κινήσεως τοῦ λογιστικοῦ αὐτῶν καὶ ἐκ τοῦ λογισμοῦ τῶν ἐννοιῶν αὐτῶν ἔδοξαν, τὴ οἰήσει αὐτῶν, ὅτι εἰσὶ τί». «Οἱ φιλόσοφοι», λέγει, «νομίσανε πὼς ἀλήθεια εἶναι οἱ φαντασίες τους, ἐπειδὴ δὲν πήρανε ἀληθινὴ διδαχὴ ἀπὸ τὸ Θεό. Γιατὶ ἀπὸ τὴ σαρκικὴ κίνηση τοῦ λογικοῦ τους κι᾿ ἀπὸ τοὺς λογισμοὺς τοὺς νομίσανε, μὲ τὴν περηφάνεια ποὺ εἴχανε, πὼς αὐτὲς οἱ φαντασίες ἤτανε κάποιο πρᾶγμα ἀληθινό».

«Τὸ δυνατὸ μυαλό του καὶ τὴ σαρκικὴ γνώση τὰ πέταξε ἀπὸ πάνω του καὶ τὰ νέκρωσε, κ᾿ ἔγινε σὰν παιδὶ ἁπλὸς κι᾿ ἀπονήρευτος. Μαζὶ μ᾿ αὐτὰ ἔθαψε καὶ τὸν χαλασμένον ἄνθρωπο καὶ τὸν ξέχασε, σὰν μνῆμα γεμάτο ξερὰ κόκκαλα».

Ἂς βάνουμε παρακάτω λίγες ἀράδες ἀπὸ τοὺς λόγους τοῦ ἀββᾶ Ἰσαάκ, ποὺ εἶναι, ὅπως ἔγραψε ἕνας σοφὸς σημερινός, σὰν τὰ ξωτικὰ λουλούδια ποὺ βγαίνουνε στὰ ψηλὰ χιονισμένα βουνά:

«Ἀρχὴ τῆς ἀληθινῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ, κι᾿ αὐτὸς ὁ φόβος δὲν ἀφήνει τὸ νοῦ του νὰ ταράζεται. Ὅπως τὸ βάρος ποὺ μπαίνει στὴ ζυγαριὰ τὴ στερεώνει καὶ δὲν ταράζεται ἀπὸ τὸν ἄνεμο, ἔτσι κρατᾶ ἀμετακίνητή τὴ διάνοια κι᾿ ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ, κι᾿ ὅταν αὐτὸς λείψη ἀπὸ τὴν ψυχή, ταράζεται ἡ ζυγαριὰ τῆς διάνοιας».

«Παρακίνησε τὸν ἑαυτό σου νὰ μιμηθῆς τὴν ταπείνωση τοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ ἀνάψη περισσότερο μέσα σου ἡ φωτιὰ ποὺ ἄναψε ὁ Χριστὸς μέσα σου, καὶ νὰ καοῦν ὅλες οἱ ἐπιθυμίες τοῦ κόσμου ποὺ θανατώνουνε τὸν καινούργιον ἄνθρωπο καὶ ποὺ μολύνουνε τὶς αὐλὲς τοῦ Κυρίου, ποὺ εἶναι ἅγιος καὶ δυνατός. Γιατὶ ἐγὼ παίρνω τὸ θάρρος νὰ πῶ, κατὰ τὰ λόγια του ἁγίου Παύλου, πὼς εἴμαστε ναὸς τοῦ Θεοῦ. Ἂς ἁγνίσουμε λοιπὸν τὸ ναό του, ὅπως εἶναι κι᾿ αὐτὸς ἁγνός, γιὰ νὰ ἐπιθυμήσῃ νὰ κατασκηνώσῃ μέσα σ᾿ αὐτόν. Ἂς τὸν ἁγιάσουμε, ὅπως εἶναι κι᾿ αὐτὸς ἅγιος, κι᾿ ἂς τὸν στολίσουμε μὲ κάθε ἀγαθὸ καὶ τίμιο ἔργο. Ἂς θυμιάσουμε αὐτὸν τὸ ναὸ μὲ τὸ θυμίαμα ποὺ ἀναπαύει τὸ θέλημά Του μὲ καθαρὴ καὶ καρδιακὴ προσευχή. Καὶ μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο θὰ ρίξη τὸν ἴσκιο της στὴν ψυχή μας ἡ νεφέλη τῆς δόξας του, καὶ θὰ φεγγοβολήση τὸ φῶς τῆς μεγαλωσύνης τοῦ μέσα στὴν καρδιά μας. Καὶ θὰ γεμίσουνε ἀπὸ χαρὰ κι᾿ ἀπὸ εὐφροσύνη ὅλοι ὅσοι κατοικοῦνε μέσα στὴν ἁγιασμένη σκηνὴ τοῦ Θεοῦ, κ᾿ οἱ ἀδιάντροποι θὰ καοῦνε ἀπὸ τὴ φλόγα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος».

«Ὀνείδιζε τὸν ἑαυτό σου παντοτινά, ἀδελφέ μου, καὶ λέγε: Ἀλλοίμονό μου, ὢ ἄθλια ψυχή, ἔφταξε ἡ ὥρα ποὺ θὰ χωριστῆς ἀπὸ τὸ σῶμα. Γιατὶ εὐχαριστιέσαι μ᾿ αὐτὰ ποὺ θὰ τ᾿ ἀφήσης σήμερα καὶ ποὺ δὲν θὰ τὰ ξαναδῆς πιὰ στοὺς αἰῶνες; Σκέψου ὅσα ἔπραξες καὶ μὲ ποιὰ πράγματα πέρασες τὶς μέρες τῆς ζωῆς σου, ἢ ποιὸς ἐπῆρε τὸν κόπο σου καὶ ποιὸν χαροποίησες μὲ τὸν ἀγώνα σου, γιὰ νὰ ἔλθη νὰ σὲ ὑποδεχτῆ τὴν ὥρα ποὺ θὰ βγαίνης ἀπὸ τὸ σῶμα. Καὶ ποιὸν εὐχαρίστησες στὸ δρόμο τῆς ζωῆς σου, γιὰ νὰ πᾶς νὰ ξεκουραστῆς στὸ λιμάνι του. Καὶ γιὰ χάρη τίνος κακοπάθησες καὶ κοπίασες, γιὰ νὰ πᾶς κοντά του μὲ χαρά. Ποιὸν φίλο ἀπόχτησες γιὰ τὴν ἄλλη ζωή, γιὰ νὰ σὲ προϋπαντήση κατὰ τὴν ὥρα ποὺ φεύγεις ἀπὸ τοῦτον τὸν κόσμο. Καὶ σὲ ποιὸ χωράφι δούλεψες, καὶ ποιὸς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ θὰ σοῦ δώση τὸ μεροκάματό σου κατὰ τὴ μέρα ποὺ θὰ βασιλέψη ὁ ἥλιος τοῦ χωρισμοῦ σου.

Κράξε καὶ φώναξε μ᾿ ἀναστεναγμὸ καὶ μὲ θλίψη, γιατὶ αὐτὲς οἱ φωνὲς ἀναπαύουνε τὸ Θεὸ περισσότερο ἀπὸ τὶς θυσίες κι᾿ ἀπὸ τὰ ὁλοκαυτώματα. Ἂς ἀναβρύζη τὸ στόμα σου πονεμένες φωνές, ποὺ τὶς ἀκοῦνε μὲ χαρὰ οἱ ἅγιοι Ἄγγελοι. Πλύνε τὰ μάγουλά σου μὲ τὰ δάκρυα τῶν ματιῶν σου, γιὰ νὰ ἀναπαυθῆ σὲ σένα τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, καὶ νὰ σὲ λούση ἀπὸ τὴ βρῶμα τῆς κακίας σου. Ἐξιλέωσε τὸν Κύριο μὲ τὰ δάκρυά σου, γιὰ νὰ ἔλθη νὰ σὲ βοηθήση. Ἐπικαλέσου τὴ Μαρία καὶ τὴ Μάρθα γιὰ νὰ σὲ διδάξουνε λυπηρὲς φωνές. Κράξε στὸν Κύριο.

Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ὁ Θεός μας, ἐσὺ ποὺ ἔκλαψες γιὰ τὸν Λάζαρο καὶ ποὺ τὰ μάτια σου στάξανε γι᾿ αὐτὸν δάκρυα πονεμένα, δέξου τὰ πικρὰ δάκρυά μου, δῶσε μου καρδιὰ πικραμένη γιὰ νὰ σὲ ζητήσω ὁλόψυχα. Σὲ ἄφησα, μὴ μ᾿ ἀφήσης. Ξεμάκρυνα ἀπὸ σένα, ἔβγα νὰ μὲ ζητήσης καὶ βάλε με στὴ μάντρα σου μαζὶ μὲ τὰ διαλεχτὰ πρόβατά σου, καὶ θρέψε με μὲ τὸ χορτάρι τῶν θείων μυστηρίων σου».

«Θὰ εὐφρανθῆ ἡ καρδιὰ ἐκείνων ποὺ ζητᾶνε τὸν Κύριο. Ζητήσετε τὸν Κύριο, ὢ κατάδικοι, καὶ δυναμωθῆτε μὲ τὴν ἐλπίδα. Ζητήσετε τὸ πρόσωπό του μὲ τὴ μετάνοια, καὶ θ᾿ ἁγιασθῆτε μὲ τὸ ἁγίασμα τοῦ προσώπου του».
«Πρὶν ἀρρωστήσης νὰ ζητήσης τὴ γιατρειά σου, καὶ πρίν σου ἔρθουνε τὰ θλιβερὰ κᾶνε τὴν προσευχή σου, καὶ τότε θὰ βρῆς τὸ Θεὸ στὸν καιρὸ τῆς λύπης σου, καὶ θὰ σὲ ἀκούση. Ἡ κιβωτὸς τοῦ Νῶε ἔγινε κατὰ τὸν καιρὸ τῆς ἡσυχίας (πρὶν ἔρθει ὁ κατακλυσμός), καὶ τὰ ξύλα τῆς φυτευθήκανε πρὶν ἀπὸ ἑκατὸ χρόνια».

«Νὰ συναναστρέφεσαι μὲ τοὺς ταπεινούς, καὶ θὰ μάθης τοὺς τρόπους των. Γιατί, ἀφοῦ ἡ θωριὰ τοὺς εἶναι ὠφέλιμη στὴν ψυχή, πόσο περισσότερο ἡ διδασκαλία ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὸ στόμα τους; Ἀγάπησε τοὺς φτωχούς, γιὰ νὰ ἐλεηθῆς κ᾿ ἐσύ. Μὴν πᾶς κοντὰ στοὺς φιλόνεικους, γιὰ νὰ μὴ βγῆς ἀπὸ τὴ γαλήνη σου. Ἀγάπησε τοὺς ἁμαρτωλούς, καὶ μίσησε τὰ ἔργα τους, καὶ μὴν τοὺς καταφρονήσης γιὰ τὰ ἐλαττώματά τους, μήπως κ᾿ ἐσὺ πέσης στὰ ἴδια. Νὰ θυμᾶσαι πὼς εἶσαι καμωμένος ἀπὸ χῶμα, ὅπως ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, καὶ κᾶνε καλὸ σ᾿ ὅλους. Σὰν συναπαντήσης κάποιον, τίμησε τὸν περισσότερο ἀπὸ τὴν ἀξία του. Φίλησε τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια του, καὶ βάσταξέ τα μὲ πολλὴ τιμή, καὶ βάλε τὰ ἀπάνω στὰ μάτια σου. Καὶ σὰν χωριστῆ ἀπὸ σένα, πὲς γι᾿ αὐτὸν κάθε καλὸν λόγο. Γιατὶ μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο τὸν τραβᾶς στὸ καλό, καὶ σπέρνεις σ᾿ αὐτὸν σπόρο καλόν, κι᾿ ἀπ᾿ αὐτὴ τὴ συνήθεια ποὺ συνηθίζεις τὸν ἑαυτό σου, τυπώνεται μέσα σου σφραγίδα ἀγαθή, καὶ θ᾿ ἀποχτήσης πολλὴ ταπείνωση. Σημάδι τῆς ἀγάπης εἶναι ἡ ταπείνωση, ποὺ γεννιέται ἀπὸ συνείδηση ἀγαθή».

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος γεννήθηκε κατὰ τὰ 550 μ.X. καὶ φαίνεται πὼς ἤτανε ἀπὸ τὴν Παλαιστίνη. Καλογέρεψε ἀπὸ μικρὸς κι᾿ ἀσκήτεψε στὴν ἔρημό του Σινᾶ, ζώντας σαράντα χρόνια μέσα σ᾿ ἕνα σπήλαιο. Ὕστερα, τὸν παρακαλέσανε οἱ Πατέρες νὰ ἀναλάβη τὴν ἡγουμενία τῆς Μονῆς.
 

Ἔγραψε μοναχὰ ἕνα βιβλίο, τὴ φημισμένη «Κλίμακα». Τὰ λόγια του εἶναι σύντομα καὶ πυκνά, σὰν τὸ Νόμο ποὺ ἔδωσε ὁ Θεὸς στὸν Μωυσῆ, ἀπάνω στὸ βουνὸ Χωρήβ.

Ἰδοὺ μερικὰ λόγια ἀπὸ τὸ ἄφθαρτο αὐτὸ βιβλίο: «Μετάνοια εἶναι τὸ νὰ στερηθῆ ὁ ἄνθρωπος κάθε σωματικὴ ἀνάπαυση κι᾿ ἀπόλαυση, δίχως νὰ λυπηθῆ ὁλότελα.

Βάστα γερὰ τὴ μακάρια χαρμολύπη καὶ τὴν ἁγιασμένη κατάνυξη, καὶ μὴν πάψεις νὰ τὴν ἐργάζεσαι μέσα σου, ὡς ποὺ νὰ σὲ κάνη νὰ ὑψωθῆς ἀπὸ τοῦτον τὸν κόσμο, καὶ νὰ σὲ παραστήση καθαρὸν στὸν Χριστό.

Γίνε σὰν βασιλιᾶς μέσα στὴν καρδιά σου, ὑψηλὰ μὲ ταπείνωση καθισμένος, καὶ προστάζοντας στὸ γέλω: φεῦγα, καὶ φεύγει. Καὶ στὸ γλυκὸ τὸ δάκρυ: ἔλα, κ᾿ ἔρχεται. Καὶ στὸ κορμί μας, ποὺ εἶναι σκλάβος καὶ τύραννος: κᾶνε τοῦτο, καὶ τὸ κάνει.

Εἶδα ἀκάθαρτες ψυχὲς ποὺ ἤτανε παραδομένες μὲ μανία στὸν σαρκικὸν ἔρωτα.
Καὶ ὅμως, σὰν μετανοιώσανε καὶ γυρίσανε στὴν εὐσέβεια, ἀπὸ τὴν πείρα ποὺ εἴχανε, μεταστρέψανε τὸν ἔρωτα ποὺ νοιώθανε στὰ σαρκικά, σὲ ἀγάπη γιὰ τὸν Κύριο, καὶ σὰν τὸ μπολιασμένο δέντρο ἀλλάξανε τὸ κακὸ πάθος τους σὲ ἀγάπη ἀχόρταγη γιὰ τὸ Θεό. Γιὰ τοῦτο κι᾿ ὁ Χριστὸς δὲν εἶπε σὲ κείνη τὴ φρόνιμη τὴν πόρνη πὼς φοβήθηκε, ἀλλὰ πὼς ἀγάπησε πολύ, καὶ μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο μπόρεσε νὰ πολεμήση εὔκολα τὸν ἔρωτα μὲ τὸν ἔρωτα.

Πρέπει νὰ τὸ λογαριάζουμε σὰν δῶρο τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦτο ποὺ θὰ σᾶς πῶ, μαζὶ μ᾿ ὅλα τ᾿ ἀγαθὰ ποὺ μᾶς δώρισε, τὸ ὅτι, δηλαδή, πολλὲς φορὲς πᾶμε καὶ βλέπουμε τοὺς πεθαμένους στὰ μνήματα, κι᾿ ὡστόσο στεκόμαστε ἀδάκρυτοι, ἐνῶ συχνὰ ἐρχόμαστε σὲ κατάνυξη χωρὶς νὰ δοῦμε αὐτὸ τὸ πικρὸ θέαμα.

Ὅποιος κλαίγει ἢ πικραίνεται γιὰ τὸ Θεό, αὐτὸς ἀξιώνεται ἀληθινὰ νὰ δὴ στὴν ψυχὴ τοῦ τὴν οὐράνια καὶ θεϊκὴ παρηγοριά. Κι᾿ ὅποιος φυλάγει καθαρὴ τὴν καρδιά του, μπορεῖ νὰ πάρη ἀπὸ τὸ Θεὸ λάμψη καὶ λαμπρότητα.

Τὰ δάκρυα ποὺ χύνουνται ἀπὸ τὴ θύμηση τοῦ θανάτου, γεννᾶνε τὸ φόβο. Κι᾿ ὁ φόβος γεννᾶ πάλι τὴν ἀφοβιὰ καὶ τὸ θάρρος. Κ᾿ ἡ ἀφοβιὰ φέρνει τὴ χαρά. Κι᾿ ἀφοῦ τελειώσει ἐκείνη ἡ ἀκατάπαυστη χαρὰ ποὺ ἔχει μέσα της ἡ ψυχή, προβάλλει τὸ τριαντάφυλλο τῆς θεϊκῆς ἀγάπης, κι᾿ ἀνεβαίνει στὸ Θεὸ μὲ εὐωδία πολλὴ καὶ πάντερπνη. 

Κανένα πρᾶγμα δὲν ταιριάζει τόσο μὲ τὴν ταπεινοφροσύνη, ὅσο τοῦτο τὸ χαροποιὸ πένθος. Ὅποια ἐνάρετη ἀρετὴ κι ἂν κάνουμε, ἂν δὲν ἔχουμε καρδιὰ θλιμμένη καὶ πονεμένη, γιὰ μάταιη κι᾿ ἀνώφελη λογαριάζεται.

Ὁ Ἰούδας ἤτανε ἀνάμεσα στοὺς μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ, κι᾿ ὁ ληστὴς ἀνάμεσα στοὺς φονιάδες. Καί, ὢ τοῦ θαύματος! Πῶς, μέσα σὲ μία στιγμὴ ἀλλάξανε τόπο!

Ἀκτημοσύνη εἶναι ὄχι μοναχὰ νὰ μὴν ἔχη τίποτα ὁ ἄνθρωπος, ἀλλὰ τὸ νὰ βγάλη καὶ κάθε φροντίδα ἀποπάνω του. Νὰ γίνη ὁδοιπόρος χωρὶς ἐμπόδια καὶ ξένος ἀπὸ κάθε λύπη ἐγκόσμια. Ἀκτημοσύνη εἶναι ἡ πίστη στὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου. Τὸ νὰ ὑποφέρνη κανένας μιὰ προσβολὴ μὲ γενναιότητα, εἶναι κατόρθωμα ἐκείνων ποὺ ἔχουνε ὑψωθῆ ἀπᾶν᾿ ἀπὸ τὸν κόσμο. Ἀλλὰ τὸ νὰ περάση κανένας ἀπὸ παινέματα χωρὶς νὰ ζημιώση τὴν ψυχή του, αὐτὸ εἶναι χάρισμα ποὺ τὸ ἔχουνε μοναχὰ οἱ ἅγιοι.

Εἶναι ντροπὴ νὰ περηφανεύεται ὁ ἄνθρωπος γιὰ ξένα πράγματα. Κ᾿ ἡ χειρότερη ἀνοησία εἶναι τὸ νὰ καυχιέται γιὰ κάποια χαρίσματα ποὺ πῆρε ἀπὸ τὸ Θεό. Ὅσα κατορθώματα ἔκανες πρὶν ἀπὸ τὴ γέννησή σου, γι᾿ αὐτὰ μοναχὰ νὰ ὑπερηφανεύεσαι. Γιατί, ὅσα σου συμβήκανε ὕστερα ἀπὸ τὴ γέννησή σου, σοῦ τὰ δώρισεν ὁ Θεός, ὅπως σου δώρισε καὶ τὴν ἴδια τὴ γέννηση. Ἡ πραότητα εἶναι ἕνας βράχος ποὺ στέκεται ψηλότερα ἀπὸ τὸ θυμὸ τῆς θάλασσας καὶ ποὺ λιώνει τὰ κύματα ποὺ τὴ χτυπᾶνε, καὶ δὲν καταλαβαίνει κλονισμὸ καθόλου ὁλότελα. Ὅποιος ἑνώθηκε μ᾿ αὐτὴ τὴ νύφη ποὺ τὴ λένε ταπείνωση, εἶναι ἥμερος, γλυκόλογος, εὐκολοκατάνυκτος, συμπαθητικός, γαλήνιος, χαροποιός, καλοκάγαθος, ἄλυπος, ἄγρυπνος, ἀκούραστος.

Ὅπως ἡ ἀχτίνα τοῦ ἥλιου μπαίνει ἀπὸ μία τρύπα στὸ σπίτι, καὶ βλέπει κανένας καὶ τὴν πιὸ λεπτὴ σκόνη ποὺ σηκώνεται καὶ πετὰ καὶ μερμιδίζει μέσα σ᾿ αὐτή, ἔτσι κι᾿ ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ, σὰν φτάξει νὰ κατοικήση στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ δείχνει ὅλες τὶς ἁμαρτίες του, ἀκόμα καὶ τὶς πιὸ μικρότερες. Ἡ πίστη εἶναι μία σταθερότητα ἀκούνητη κι᾿ ἀσάλευτη, μιὰ κατάσταση τῆς ψυχῆς ἀτράνταχτη, ποὺ δὲν τὴ σαλεύει καμμιὰ δύναμη.

Νὰ φαίνεσαι ὅποιος εἶσαι στ᾿ ἀληθινά, καὶ νὰ μὴ γυρεύεις ἔμορφα λόγια καὶ στολίδια γιὰ νὰ φαίνεσαι καλὸς κι᾿ ἄξιος. Ἄλλο κανένα πρᾶγμα δὲν ταιριάζει μὲ τὴν ἀληθινὴ ταπείνωση, ὅσο τὰ δάκρυα. Γιὰ τοῦτο, ὅποιος εἶναι ταπεινός, κλαίγει.  Μὴ φοβᾶσαι τίποτα. Ὅποιος ἔχει τὴ μακάρια θλίψη στὴν καρδιά του, δὲν γνωρίζει τί θὰ πῆ φόβος ὁλότελα. Ὅσοι θέλουμε νὰ τρέξουμε στὴ φωνὴ τοῦ Χριστοῦ, ἂς σκεφθοῦμε καλὰ πὼς ὁ Κύριος ὅλους ποὺ καταγίνουνται μὲ τὶς φροντίδες τοῦ κόσμου καὶ ποὺ ζοῦνε μ᾿ αὐτές, τοὺς καταδίκασε λογαριάζοντάς τους γιὰ νεκρούς, καὶ λέγοντας: «Ἄφησε τοὺς νεκροὺς νὰ θάψουνε τοὺς νεκρούς». Ὅποιος μίσησε τὸν κόσμο, αὐτὸς ξέφυγε τὴ λύπη. Κι᾿ ὅποιος ἀπόκτησε κάποιο πρᾶγμα ἀπ᾿ ὅσα βλέπουνται, ποτὲ δὲν γλύτωσε ἀπὸ τὴ λύπη. Γιατί πὼς δὲν θὰ λυπηθῇ σὰν στερηθῇ ἐκεῖνο τὸ πρᾶγμα ποὺ ἀγαπᾶ;

Ἡμεῖς οἱ μοναχοὶ δὲν φεύγουμε ἀπὸ τὸν κόσμο γιατὶ ἀπεχθανόμαστε τοὺς φίλους 

καὶ τοὺς συγγενεῖς μας, ἢ τὸν τόπο ποὺ γεννηθήκαμε. Μὴ γένοιτο! Ἀλλὰ γιὰ νὰ ἀποφύγουμε τὴ βλάβη ποὺ κάνουνε στὴν ψυχή μας.

Τὸν καιρὸ ποὺ βρισκόμουνα στὸ μοναστήρι, ὁ Κύριος πῆρε ἀπὸ τοῦτον τὸν κόσμο ἕνα γέροντα ποὺ ἤτανε δεύτερος μετὰ τὸν ἡγούμενο, Μηνᾶς τὄνομά του, ἄνθρωπον θαυμαστό, ποὺ εἶχε κάνει στὸ μοναστήρι πενηνταεννιὰ χρόνια, ὑπηρετώντας σὲ κάθε ἐργασία. Τὴν τρίτη λοιπὸν ἡμέρα μετὰ τὴν κοίμησή του, τὴν ὥρα ποὺ κάναμε τὸ συνηθισμένο μνημόσυνο γιὰ τὸν κοιμηθέντα, ἔξαφνα εὐωδίασε ὅλος ὁ τόπος γύρω ἀπὸ τὸ μέρος ποὺ βρισκότανε ἡ λάρνακά του. Λοιπόν, ὁ μέγας ἡγούμενος εἶπε νὰ ξεσκεπάσουμε τὴ λάρνακα ποὺ εἴχαμε βάλει μέσα τὸν Ὅσιο. Καὶ σὰν τὴν ξεσκεπάσαμε, βλέπουμε ὅλοι νὰ βγαίνη ἀπὸ τὰ τίμια πόδια του, σὰν ἀπὸ δυὸ βρύσες, τὸ μύρο ποὺ εὐωδίαζε. Τότε εἶπε ὁ διδάσκαλος σ᾿ ὅλους μας: Βλέπετε τοὺς ἱδρώτας τῶν ποδιῶν του ποὺ κοπιάσανε καὶ κουρασθήκανε γιὰ νὰ ὑπηρετοῦνε τοὺς ἄλλους; Σὰν τὸ μύρο τοὺς πρόσφερε στὸ Θεό, καὶ σὰν μύρο τοὺς δέχθηκε ὁ Κύριος.

Ἀπόδειξι τῆς ἀληθινῆς μετανοίας εἶναι ἡ ἀμνησικακία. Κ᾿ ἐκεῖνος ποὺ ἔχει ἔχθρα στὴν καρδιά του καὶ νομίζει πὼς μετανόησε, εἶναι ὅμοιος μὲ κεῖνον ποὺ θαρρεῖ πὼς τρέχει στὸν ὕπνο του. Ἡ καταλαλιὰ γεννιέται ἀπὸ τὸ μίσος. Ἡ καταλαλιὰ εἶναι μία λεπτὴ ἀρρώστια, ἀλλὰ ὅμοια μὲ μιὰ χοντρὴ καὶ κρυμμένη βδέλλα, ποὺ ρουφᾶ καὶ καταστρέφει τὸ αἷμα τῆς ἀγάπης. Ἡ καταλαλιὰ ὑποκρίνεται τὴν ἀγάπη, κ᾿ εἶναι ὁ θάνατος τῆς ἁγνότητας.

Ἂν ἡ σάρκα εἶναι θάνατος, ἐκεῖνος ποὺ τὴ νίκησε, σίγουρα δὲν πεθαίνει.

Εἶδα μέσα στὴν ψυχή μου τὸν ἀσεβῆ νὰ ὑπερυψώνεται καὶ νὰ περηφανεύεται καὶ νὰ ταράζεται σὰν τοὺς κέδρους τοῦ Λιβάνου. Κ᾿ ἔζησα μὲ τὴν ἐγκράτεια, καὶ νά, δὲν ἤτανε πιὰ μέσα μου ὁ θυμός του. Καὶ ζήτησα νὰ τὸν εὔρω, ταπεινώνοντας τὸ λογισμό μου, καὶ δὲν βρέθηκε μέσα μου τόπος του, μήτε τὸ σημάδι του.

Φιλαργυρία εἶναι προσκύνηση σὲ εἴδωλα. Θυγατέρα τῆς ἀπιστίας. Προφασίστρια ἀρρώστιας. Παραπονήτρα γιὰ γεράματα. Προμηνύτρα πείνας. Νὰ μὴ λὲς πὼς μαζεύεις χρήματα γιὰ τοὺς φτωχούς. Γιατὶ μὲ τὰ δυὸ λεπτὰ τῆς χήρας ἀγοράσθηκε ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν.Ὅποιος δὲν ἔχει τίποτα, κ᾿ ἔχει τὸ Θεὸ μέσα του, εἶναι κύριος ὅλου τοῦ κόσμου. Δὲν ἔχει φροντίδες. Ζῆ ἀμέριμνος. Εἶναι ὁδοιπόρος χωρὶς ἐμπόδιο. Ξένος ἀπὸ λύπη. 

Ὁ πονηρὸς εἶναι σύντροφος συνονόματός του διαβόλου. Γι᾿ αὐτὸ κι᾿ ὁ Κύριος μας δίδαξε νὰ τὸν ὀνομάζουμε μ᾿ αὐτὸ τὸ ὄνομα, λέγοντας «ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ».

Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς ἔζησε βασιλεύοντας Κωνσταντῖνος ὁ Πωγωνάτος, δηλαδὴ κατὰ τὰ 670 μ.X. Στὸ παλάτι εἶχε τὸ ἀξίωμα τοῦ Πρωτασηκρίτη, μὰ παράτησε τὶς δόξες τοῦ κόσμου καὶ πῆγε κ᾿ ἔγινε καλόγερος. Στὴν ἡσυχία τοῦ μοναστηριοῦ ἔγραψε πολλὰ καὶ σπουδαία, κατασταθεῖς ἕνας μεγάλος δάσκαλος τῆς Θεολογίας. Καταδιώχθηκε ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς γιὰ τὴν εὐσέβειά του, καὶ πέρασε μία ζωὴ γεμάτη κακουχίες καὶ μαρτύρια, ὡς ποὺ παράδωσε τὸ πνεῦμα, ἐξόριστος στὸ Λαζιστᾶν.

Ἀπογευθῆτε, λοιπόν, λίγα ψίχουλα ἀπὸ τούτη τὴν πνευματικὴ τράπεζα: 


«Σὰν ἀνεβαίνει ὁ νοῦς στὸ Θεό, μὲ τὸν ἔρωτα τῆς ἀγάπης του, τότε δὲν αἰσθάνεται καθόλου κανένα ἄλλο πράγμα. Γιατί, βρισκόμενος μέσα στὴ θεϊκὴ καὶ ἄπειρη λάμψη, γίνεται ἀναίσθητος γιὰ ὅλα ὅσα ἔπλασε ὁ Θεός, σὰν τὸ μάτι ποὺ δὲν βλέπει πιὰ τάστρα, ὅταν ἔβγει ὁ ἥλιος.
 

«Ἐκεῖνος ποὺ βλέπει μέσα στὴν καρδιά του ἀκόμα κ᾿ ἕνα μικρὸ σημάδι ἀπὸ ἔχθρα γιὰ ὁποιοδήποτε φταίξιμο ὁποιουδήποτε ἀνθρώπου, αὐτὸς εἶναι ὁλότελα ξένος ἀπὸ ἀγάπη στὸ Θεό. Γιατί, ἡ ἀγάπη στὸ Θεὸ δὲν παραδέχεται μίσος σὲ κανέναν ἄνθρωπο καθόλου ὁλότελα.
 

«Καλότυχος εἶναι ὁ ἄνθρωπος ποὺ μπορεῖ ν᾿ ἀγαπήση μὲ τὴν ἴδια ἀγάπη κάθε ἄνθρωπο.
«Ὅπως τὸ φῶς τοῦ ἥλιου τραβᾶ τὸ μάτι ποὺ εἶναι γερό, ἔτσι κ᾿ ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ τραβᾶ τὸν καθαρὸ νοῦ μὲ τὴν ἀγάπη.

«Ἀπάθεια εἶναι ἡ εἰρηνικὴ κείνη κατάσταση, ποὺ γίνεται ἡ ψυχὴ δυσκολοκίνητη γιὰ τὴν κακία.
 

«Ὅποιος δὲν καταφρονᾶ τὴ δόξα καὶ τὴν ἀτίμωση, τὸν πλοῦτο καὶ τὴ φτώχεια, δὲν ἀπόχτησε ἀκόμα τὴν ἀγάπη. Ἐπειδή, ἡ τέλεια ἀγάπη ὄχι μοναχὰ αὐτὰ καταφρονά, ἀλλὰ καὶ τούτη τὴν πρόσκαιρη ζωὴ καὶ τὸ θάνατο. «Ἂν ἐχθρεύεσαι κάποιους ἀνθρώπους, καὶ κάποιους ἄλλους μήτε τοὺς ἐχθρεύεσαι μήτε τοὺς ἀγαπᾶς, καὶ κάποιους ἄλλους τοὺς ἀγαπᾶς, τὸν ἕναν πολύ, τὸν ἄλλον λιγώτερο, ἀπ᾿ αὐτὴ τὴν ἀνισότητα νὰ γνωρίζης πὼς βρίσκεσαι μακριὰ ἀπὸ τὴν τέλεια ἀγάπη. Γιατὶ αὐτὴ ἡ τέλεια ἀγάπη ξεχωρίζει ἀπὸ τὸ ὅτι κάνει τὸν ἄνθρωπο νὰ ἀγαπᾶ ὅλους ἴσια κι᾿ ὅμοια.

«Σὰν διώξη ἡ διάνοια ἀπὸ πάνω τῆς τὶς πολλὲς θεωρίες γιὰ τὴ δημιουργία τοῦ κόσμου ποὺ τὴν πλακώνουνε, τότε παρουσιάζεται σ᾿ αὐτὴ καθαρὸς ὁ λόγος τῆς ἀλήθειας, καὶ τῆς δίνει νὰ καταλάβη τὴν ἀληθινὴ γνώση. Τότε ὁ νοῦς βγάζει ἀποπάνω τοῦ τὶς προτερινὲς ψεύτικες ἰδέες, σὰν τὰ λέπια ποὺ πέσανε ἀπὸ τὰ μάτια τοῦ μεγάλου Παύλου, τὸν καιρὸ ποὺ ξαναβρῆκε τὸ φῶς του, ὕστερα ἀπὸ τὸ ὅραμα ποὺ τὸν τύφλωσε στὸ δρόμο τῆς Δαμασκοῦ.

«Ὅσο ζῆ κανένας σὲ τοῦτον τὸν κόσμο, κι᾿ ἂν φτάξη στὴν τελειότητα τῆς ἐπίγειας κατάστασης, μὲ τὴν πράξη καὶ μὲ τὴ θεωρία, ἀπόχτησε μοναχὰ ἕνα μέρος ἀπὸ τὴν ἀληθινὴ γνώση καὶ προφητεία, κ᾿ ἕναν ἀρραβώνα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὄχι ὅμως ὁλόκληρο τὸ πλήρωμα τῆς γνώσης. Καὶ σὰν φτάξη, ὕστερα ἀπὸ τὸ τέλος τῶν αἰώνων στὴν τέλεια γνώση, ποὺ θὰ εἶναι πρόσωπο μὲ πρόσωπο, θὰ καταλάβη τὴν ἴδια τὴν ἀλήθεια, ποὺ στέκεται μόνη της καὶ ποὺ δείχνει τὸν ἑαυτό της σὲ κείνους ποὺ θᾶνε ἄξιοι νὰ τὴν καταλάβουνε. Γιατί, ὅπως λέγει ὁ θεῖος Ἀπόστολος, τότε θὰ καταντήσουνε ὅλοι, ὅσοι θὰ σωθοῦνε, σὲ ἄνδρα τέλειον στὸ μέτρο τῆς ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ, ποὺ σ᾿ Αὐτὸν βρίσκουνται οἱ ἀπόκρυφοι θησαυροὶ τῆς σοφίας καὶ τῆς γνώσης. Καὶ τότε σὰν φανερωθοῦνε αὐτοὶ οἱ θησαυροί, ποὺ εἶναι τώρα κρυμμένοι, θὰ καταργηθῆ τὸ ἀπὸ μέρος.

«Ἡ πίστη εἶναι μία γνώση ἀναπόδειχτη. Ἂν λοιπὸν εἶναι γνώση ἀναπόδειχτη ἡ πίστη, ἄρα εἶναι μία σχέση ἀπάνω ἀπὸ τὴ φύση, ποὺ μ᾿ αὐτή, δίχως γνώση καὶ δίχως ἀπόδειξη, ἑνωνόμαστε μὲ τὸ Θεό, κατὰ τὴν ἕνωση ποὺ εἶναι ἀπάνω ἀπὸ τὴ νόηση.Τόσο βαθειὰ εἶναι ριζωμένη μὲ τὶς αἰσθήσεις στὴν ἀνθρώπινη φύση ἡ δύναμη τοῦ παραλογισμοῦ, ὥστε οἱ περισσότεροι νὰ νομίζουν πὼς δὲν εἶναι τίποτ᾿ ἄλλο, οἱ ἄνθρωποι, παρὰ μοναχὰ σάρκες, ποὺ ἔχουνε τὴ δύναμη νὰ ἀπολαύσουνε τούτη τὴ ζωή.

«Ἡ ἡδονὴ κ᾿ ἡ ὀδύνη δὲν δημιουργηθήκανε μαζὶ μὲ τὴ σάρκα. Ἀλλά, ἡ παράβαση τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ, ἔκανε ὥστε ἡ μὲν ἡδονὴ νὰ ἐπινοηθῆ γιὰ νὰ χαλάση ἡ προαίρεση τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς, ἡ δὲ ὀδύνη ἦρθε σὰν καταδίκη στὸ νὰ διαλυθῆ ἡ σάρκα. Καὶ ἔτσι, ἡ μὲν ἡδονὴ νὰ κάνη τὴν ἁμαρτία θεληματικὸν θάνατο, ἡ δὲ ὀδύνη νὰ ἔχη σὰν ἀποτέλεσμα τὴν καταστροφὴ τῆς σάρκας. Δὲν ὑπάρχει τίποτα πιὸ γρήγορο ἀπὸ τὴν πίστη, καὶ τίποτα πιὸ εὔκολο ἀπὸ τὸ νὰ ὁμολογήση κανένας τὴ χάρη ποὺ ἐπῆρε ἀπὸ Ἐκεῖνον ποὺ πίστεψε. Τὸ ἕνα φανερώνει τὴν ἀγάπη ποὺ ἔχει ὅποιος πίστεψε σὲ Κεῖνον ποὺ τὸν ἔπλασε, καὶ τὸ ἄλλο φανερώνει τὴ θεάρεστη διάθεση ποὺ ἔχει γιὰ τὸν πλησίον του.
 

Ὅποιος ξέπεσε ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἔχει μέσα στὴ σάρκα τοῦ τὸ νόμο τῆς ἡδονῆς ποὺ βασιλεύει ἀπάνω του, καὶ δὲν μπορεῖ ἢ δὲν θέλει νὰ φυλάξη καμμιὰ ἀπὸ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ. Γιατὶ προτίμησε τὴ φιλήδονη ζωὴ ἀπὸ τὴ ζωὴ ποὺ γίνεται κατὰ τὸ θέλημα καὶ τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, καὶ μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο βυθίστηκε στὸ σκοτάδι τῆς ἀμάθειας, ἀντὶ ν᾿ ἀπολαύση τὴ γνώση τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἐρωτικὴ κίνηση τοῦ ἀγαθοῦ, ποὺ προϋπῆρχε μέσα στὸ ἀγαθό, ἐπειδὴ εἶναι ἁπλὴ κι᾿ αὐτοκίνητη, καὶ προέρχεται ἀπὸ τὸ ἀγαθό, γυρίζει πάλι πίσω σ᾿ αὐτό, γιατὶ εἶναι ἀτελεύτητη κι᾿ ἄναρχη.Κι᾿ αὐτὸ ἐξηγεῖ τὸ δικό μας πόθο νὰ ἑνωθοῦμε μὲ τὸ Θεό. Γιατὶ ἡ ἕνωση μὲ τὸ Θεὸ ποὺ γίνεται ἀπὸ τὴν ἀγάπη, εἶναι ὑψηλότερη ἀπὸ κάθε ἕνωση. Ἐκεῖνος ποὺ εἶναι τέλειος στὴν ἀγάπη κ᾿ ἔφταξε στὸ ἔπακρο τῆς ἀπάθειας, δὲν καταλαβαίνει τί διαφορὰ ἔχει τὸ δικό του ἀπὸ τὸ ξένο πράγμα, ἢ ὁ πιστὸς ἀπὸ τὸν ἄπιστο, ἢ ὁ δοῦλος ἀπὸ τὸν ἀφέντη, ἢ τὸ ἀρσενικὸ ἀπὸ τὸ θηλυκό. Ἀλλ᾿ ἐπειδὴ ἔχει γίνει ἀνώτερος ἀπὸ τὴν τυραννία τῶν παθῶν, καὶ βλέπει ὅλους τοὺς ἀνθρώπους σὰν νὰ εἶναι οἱ ἴδιοι, γιὰ ὅλους ἔχει τὰ ἴδια αἰσθήματα.

«Σχεδὸν κάθε ἁμαρτία γίνεται γιὰ τὴν ἡδονή, κ᾿ ἡ τιμωρία της πάλι γίνεται μὲ κακοπάθηση καὶ μὲ θλίψη, ἢ μὲ θεληματικὴ μετάνοια γίνεται ἡ ἀναίρεσή της.  


Ἐκεῖνος ποὺ δὲν φθονεῖ, ποὺ δὲν θυμώνει, ποὺ δὲν μνησικακεῖ καταπάνω σ᾿ ὅποιον τὸν πείραξε, αὐτὸ δὲν σημαίνει πάντα πὼς ἔχει ἀγάπη μέσα γιὰ τὸν ἐχθρό του. Γιατὶ μπορεῖ νὰ μὴν ἀγαπᾶ καὶ ὅμως νὰ μὴν κάνη κακὸ ἀντὶ κακό, ὅπως λέγει ἡ ἐντολή. Ἀλλά, δὲν μπορεῖ νὰ κάνη καλὸ ἀντὶ κακό, δίχως νὰ βιάση τὸν ἑαυτό του. Ἐπειδή, γιὰ νὰ ἔχη κανένας τὴ διάθεση νὰ κάνη καλὸ σὲ κείνους ποὺ τὸν μισοῦν, πρέπει νὰ ἔχη μέσα του τὴν τέλεια ἀγάπη. Ὅπως τὸ σῶμα, σὰν πεθάνη χωρίζεται ἀπὸ τοῦτον τὸν κόσμο, ἔτσι κι᾿ ἡ ψυχή, σὰν βρεθῆ σὲ κείνη τὴν ὑψηλότατη κατάσταση τῆς προσευχῆς, πεθαίνει καὶ χωρίζεται ἀπὸ τὰ νοήματα τοῦ κόσμου.Γιατί, ἂν δὲν πάθη ἕναν τέτοιον θάνατο, δὲν μπορεῖ νὰ βρεθῆ καὶ νὰ ζήση μὲ τὸ Θεό. Καλὴ εἶναι ἡ γνώση καὶ ἡ ὑγεία, ἀλλὰ πολλοὶ ἄνθρωποι ὠφεληθήκανε ἀπὸ τὰ ἐνάντια. Γιατὶ στοὺς κακοὺς ἡ γνώση δὲν συντελεῖ στὸ καλό, τὸ ἴδιο κ᾿ ἡ ὑγεία, μήτε ὁ πλοῦτος, μήτε ἡ χαρά, γιατὶ δὲν τὰ μεταχειρίζουνται γιὰ τὸ ἀληθινὸ συμφέρον τους. Ἂν σταθῆς σὲ προσευχὴ καὶ νοιώσης μέσα σου κάποια χαρὰ ποὺ εἶναι πιὸ μεγάλη ἀπὸ κάθε ἄλλη, τότε βρῆκες τὴν ἀληθινὴ τὴν προσευχή.
 

Σκιὰ θανάτου εἶναι ἡ ἀνθρώπινη ζωή.
 

«Ἂν προσεύχεσαι ἀληθινά, εἶσαι θεολόγος. Κι᾿ ἂν εἶσαι θεολόγος, προσεύχεσαι ἀληθινά.
Τρία εἶναι τὰ αἴτια ποὺ ἀγαπᾶ τὰ χρήματα ὁ ἄνθρωπος, ἡ φιληδονία, ἡ κενοδοξία κ᾿ ἡ ἀπιστία. Κι᾿ ἀπὸ τἆλλα δυό, ἡ ἀπιστία εἶναι ἡ χειρότερη. Πολλὰ πάθη εἶναι κρυμμένα μέσα στὶς ψυχές μας, μὰ φανερώνουνται σὰν παρουσιασθοῦνε κάποιες περιστάσεις.

«Τὸ «ἤγγικεν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν»,

ποὺ ἔλεγε ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος, δὲν ἔχει, κατὰ τὴ γνώμη μου, χρονικὴ σημασία. Γιατὶ ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ δὲν ἔρχεται μετὰ παρατηρήσεως, ὅπως εἶπε ὁ Χριστός, οὔτε θὰ ποῦνε: Νά, ἐδῶ εἶναι, ἢ ἐκεῖ. Ἀλλὰ εἶναι σχετικὸ μὲ τὴ διάθεση ἐκείνων ποὺ εἶναι ἄξιοί της.
Ἐπειδὴ ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ βρίσκεται μέσα μας, κατὰ τὸ Εὐαγγέλιο».

(ἀπὸ τὸ Ἀσάλευτο Θεμέλιο, Ἀκρίτας 1996)
 oparadeisos.wordpress.com/

Οι κρυφοί αιρετικοί και ο αποστεωμένος ορθολογισμός (Φώτης Κόντογλου)

Οι κρυφοί αιρετικοί και ο αποστεωμένος ορθολογισμός (Φώτης Κόντογλου)

Σιγὰ-σιγά, χωρὶς νὰ τὸ καταλάβουμε, οἱ αἱρετικοὶ πληθαίνουνε μέσα στὴν Ἐκκλησία μας, παρεκτὸς τοὺς ἀπ' ἔξω. Οἱ ἀπ' ἔξω αἱρετικοὶ εἶναι φανεροί. Ἐδῶ θὰ μιλήσω γιὰ τοὺς κρυφοὺς αἱρετικούς, τοὺς κρυφοδαγκανιάρηδες σκύλους, αὐτοὺς ποὺ μᾶς φέρνουνε τὸν προτεσταντισμὸ καὶ τὸν καθολικισμὸ ἀπὸ τὴ Δύση, ἐκεῖ ποὺ πᾶνε καὶ σπουδάζουνε.

Καὶ πῶς νὰ μὴν τὸν φέρουνε; Ἀργήσανε μάλιστα. Χρόνια καὶ χρόνια γίνεται αὐτὴ ἡ δουλειά. Παράξενο θὰ 'τανε νὰ μὴν τὸν φέρουνε. Αὐτοί, ὅμως, δὲν φανερώνονται σὰν αἱρετικοί, μήτε κι οἱ ὅμοιοί τους τοὺς θεωροῦνε γιὰ αἱρετικούς. Μιλᾶνε συχνά, σὰν παπαγάλοι, γιὰ ὀρθοδοξία, ἀλλὰ γιὰ μία ὀρθοδοξία «ἐξελιγμένη», συγχρονισμένη, «εὐρωπαϊκὴ Ὀρθοδοξία». Τούτη ἡ Ὀρθοδοξία ποὺ ἔχουμε καὶ ποὺ τὴν κληρονονήσαμε ἀπὸ τοὺς πατεράδες μας, εἶναι παλιά, εἶναι βλάχικη Ὀρθοδοξία, ποὺ δὲν πάει νὰ τὴν ἔχουνε μοντέρνοι ἄνθρωποι, ποὺ ζήσανε στὴν Εὐρώπη καὶ στὴν Ἀμερική!
Κάθε τόσο ἔρχεται στὴν Ἑλλάδα μία φουρνιὰ ἀπὸ νεαροὺς θεολόγους, ποὺ σπουδάσανε στὴν Εὐρώπη καὶ ποὺ δὲν μποροῦνε πιὰ νὰ χωνέψουνε τίποτα ἀπὸ τὰ δικά μας. Ὅλα τους φαίνονται κουτσὰ καὶ στραβά, καὶ δουλεύουνε φανατικὰ γιὰ νὰ χαλάσουνε τὴν ἁγνὴ καὶ σωστὴ πίστη τοῦ λαοῦ μας. Θὰ 'λεγε κανένας πὼς....
γι' αὐτοὺς ἔγραψε ὁ ἀπόστολος Παῦλος τὰ παρακάτω λόγια: «διὰ τοὺς παρεισάκτους ψευδαδέλφους, οἵτινες παρεισῆλθον κατασκοπῆσαι τὴν ἐλευθερίαν ἠμῶν, ἢν ἔχομεν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, ἴνα ἠμᾶς καταδουλώσωνται» (Γαλάτ. β', 4).
Ὁ Ὀρθόδοξος λαὸς μᾶς ἔχει, ἀληθινά, τὴν ἐλευθερία τῆς πίστεως τὴν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, καὶ τοῦτοι οἱ νέοι γραμματεῖς μὲ τὰ διπλώματα, θέλουνε νὰ μᾶς καταδουλώσουνε στὰ ἁμαρτωλὰ ὀρθολογιστικὰ συστήματα τῆς Δύσης.

Οἱ περισσότεροι σπουδαστές μας, μόλις πατήσουνε στὴν Εὐρώπη ἀπομένουνε ἐμβρόντητοι ἀπὸ τὶς ψευτοφιλοσοφίες ποὺ διδάσκουνε κάποιοι σπουδαῖοι καθηγητές, καὶ μάλιστα σὲ ξένη γλώσσα. Ἡ ξένη γλώσσα τοὺς κάνει μεγάλη ἐντύπωση! Κατάπληξη τοὺς κάνουνε κ' οἱ μεγάλες, πολιτεῖες, οἱ φαρδιοὶ δρόμοι, τὰ μεγάλα χτίρια, οἱ λεωφόροι, τὰ τραῖνα, οἱ λογὴς-λογὴς μηχανές, οἱ ἀγορές, τὸ πολὺ χρῆμα, τὰ βλοσυρὰ Πανεπιστήμια. Κι αὐτὸ γίνεται, γιατί οἱ περισσότεροι ἀπ’ αὐτοὺς τοὺς σπουδαστὲς εἶναι χωριατόπουλα, ποὺ νοιώθουνε μέσα τοὺς ντροπὴ γιὰ τὸ χωριό τους, κι ὅ,τι βλέπουνε κι ἀκοῦνε, εἶναι γι’ αὐτοὺς οὐρανοκατέβατο!

Τοὺς ξέρω καλὰ αὐτοὺς τοὺς σπουδαστές, γιατί κι ἐμεῖς περάσαμε ἀπὸ κεῖνες τὶς χῶρες, καὶ ζήσαμε σ' αὐτὲς κάμποσα χρόνια. Ὅποτε ἐρχόντανε στὴν Εὐρώπη ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα, ἤτανε, στὴν ἀρχή, σαστισμένοι καὶ ζαρωμένοι, σὰν καὶ κεῖνα τὰ μαντρόσκυλα ποὺ ἀκολουθήσανε τὸν τσομπάνο καὶ βρεθήκανε στὸ κέντρο τῆς πολιτείας, μέσα στὴν ὀχλοβοὴ κι ἀνάμεσα στ' αὐ­τοκίνητα, καὶ σαστίσανε, τὰ κακόμοιρα, καὶ βάζουνε τὴν οὐρὰ τοὺς ἀνάμεσα στὰ σκέλια τους, τρομοκρατημένα.

Μὰ σὰν γυρίσουνε στὸ μαντρί, τὴν ξανασηκώνουνε περήφανα, καὶ γίνουνται θηρία ἀνήμερα. Μ' αὐτὰ τὰ σκυλιὰ μοιάζανε, στὰ μάτια τὰ δικά μας, ποὺ εἴχαμε ζήσει πρὶν ἀπὸ χρόνια στὶς μεγάλες πολιτεῖες, ἐκεῖνα τὰ νεοφερμένα Ἑλληνόπουλα, ποὺ μᾶς θεωρούσανε στὴν ἀρχὴ σὰν προστάτες τους, κ' ἤτανε ταπεινὰ καὶ φρόνιμα. Μὰ μὲ τὸν καιρὸ ξεθαρρεύανε, καὶ πολλὰ ἀπ’ αὐτὰ παίρνανε στὸ τέλος ἕναν ἐγωισμὸ σιχαμερόν, μιλώντας μὲ καταφρόνηση γιὰ τὴν πατρίδα τους. Καὶ πολλὰ ἀπ' αὐτά, σὰν γυρίζανε πίσω στὴν Ἑλλάδα, κάνανε τὰ θηρία, κάνανε τοὺς πάνσοφους, κάνανε τοὺς προφέσσορας, μιλώντας ὁλοένα γιὰ τὴν Εὐρώπη καὶ γιὰ τὴν κακομοιριὰ τὴ δική μας σὲ ὅλα τὰ πράγματα. Γι' αὐτὸ λέγω, πὼς ἡ Εὐρώπη εἶναι ἡ δοκιμαστικὴ πέτρα γιὰ κάθε ἕναν ἀπό μας, ποὺ θὰ πάει σὲ κάποια χώρα της: ἢ θὰ γίνει πίθηκος ξενόδουλος, θαυμάζοντας σὰν οὐρανοκατέβατα ὅλα ὅσα βλέπει κι ἀκούει σὲ κείνη τὴ χώρα, καὶ θ' ἀρνηθεῖ τὸ γάλα τῆς μάνας του, ἢ θὰ καταλάβει πόσο ψεύτικα εἶναι τὰ φανταχτερὰ στολίδια της, καὶ πόση βαρβαρότητα ὑπάρχει κάτω ἀπὸ τὴν πολιτισμένη ἐπιφάνειά της, καὶ θὰ ἀγαπήσει μὲ πάθος τὸν τόπο του, νοιώθοντας «μὲ ἐπίγνωση», τὴν πνευματική της εὐγένεια καὶ τὴν ὑπεροχή μας, μπροστὰ σὲ κεῖνες τὶς ἀνθρωπομερμηγκιές.


www.paterikiorthodoxia.com

Αρχιμ. ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΔΙΑΜΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ

U Αρχιμ. ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΔΙΑΜΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ
Β΄
Η ΑΙΩΝΙΑ ΣΙΩΠΗ ΤΟΥ

–Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ-
Η μυστική, προσωπική σιωπή του, η έκφραση δηλαδή του κεκρυμμένου ταπεινού ήθους του αφενός και η κοινωνική σιωπή του, η εκδήλωση του μυστηρίου της ζωής του στις σχέσεις του, η μετάφραση του ήθους του σε ενχριστωμένη ζωή αφετέρου, αποτελούν δύο φανερώσεις μιας τρίτης ουράνιας καταστάσεως· αυτής που τώρα ζει στην πληρότητά της. Είναι η σιωπή της αιωνίου καταπαύσεώς του.
Ο π. Λεωνίδας κι όταν ζούσε έδινε την αίσθηση του αθάνατου και αιώνιου ανθρώπου. Και τώρα που δεν ζει, όπως η πτώση μας ορίζει την ζωή, διαμηνύει πως τώρα όντως ζει. Τώρα που σφραγίσθηκε το στόμα του, μετεμόρφωσε και ανέστησε τη σιωπή του. Σήμερα δεν μαζευθήκαμε να πούμε ποιος ήταν ο π. Λεωνίδας. Όλοι οι παρατατικοί, που ως τώρα χρησιμοποιήσαμε, φαίνεται πως είναι λάθος. Ο π. Λεωνίδας δεν είναι αυτός, που κάποτε …ήταν. Αλλά ήταν και είναι αυτός, που τώρα είναι.
Ο π. Λεωνίδας της αιωνιότητος είναι πιο ζωντανός από τον π. Λεωνίδα της ιστορίας. Στην Εκκλησία μας όλα νοούνται, έντονα εσχατολογικά. Είμαστε πιο πολύ αυτό, που μπορούμε να γίνουμε, παρά αυτό που τώρα είμαστε ή αυτό που τώρα κάνουμε. Η δυνατότητα είναι αυτή, που συνδέει με τη ζωή και την αλήθεια· όχι η πραγματικότητα. Το μέλλον και η προοπτική μας, όχι το παρόν. Και αυτό γιατί η βασιλεία του Θεού, το προσδοκώμενον έσχατον, είναι πιο κοντά στην αλήθεια από τον απτό και ορατό πεπτωκότα κόσμο του παρόντος.
Με τη ζωή του, ο π. Λεωνίδας διαρκώς υπενθυμίζει ότι η κλήση μας είναι ανωτέρα της καταστάσεώς μας, η ψυχή πιο ζωντανή από το σώμα, ο Θεός πιο κοντινός κι από τον εαυτό μας και το θέλημά Του πιο ταιριαστό από την αμαρτία, πιο εύκολο από την εκτροπή.
Με τη σιωπή του δείχνει πως υπερβαίνουν το χρόνο οι αιώνιες αλήθειες, το λόγο οι στεναγμοί του αγίου Πνεύματος, την ανθρώπινη αίσθηση και λογική τα μυστήρια της χάριτος του Θεού.
Ο π. Λεωνίδας είναι άνθρωπος θεολογικός. Η σχέση του με τη θεολογία δεν εξαντλήθηκε στη συγγραφή κάποιων βιβλίων. Αλλά περιγράφεται από το γεγονός ότι γέννησε και γεννά στις μέρες μας αυθεντικό θεολογικό βίωμα. Όποιος τον πλησίαζε δεν μάθαινε ούτε ευχαριστιόταν ούτε απελάμβανε την ανθρώπινη κοινωνία και σχέση κοσμικά. Όποιος τον γνώριζε ένοιωθε να γίνεται μέτοχος σε μια θεϊκή αποκάλυψη, όπου ο μυσταγωγός γέροντας μετέφερε με την παρουσία και το λόγο του –όχι τα λόγια του- την αίσθηση της παρουσίας και του Λόγου του Θεού. Αυτό που επιτελούσε εν ζωή ολοκληρώνει τώρα μετά θάνατον.
Ο θάνατός του ήταν επιστροφή και το μέλλον όχι προοπτική, αλλά νοσταλγία, γιατί ο ουρανός του ήταν πιο οικείος από τη γη και το μέλλον πιο αγαπητό απ’ όσο κοντινό του ήταν το παρόν.
Κατάφερε να μη γίνει αντιληπτός στη ζωή του. Ίσως λίγοι μόνο τον υποψιάσθηκαν. Κάποιοι κάτι αντελήφθησαν, κυρίως μετά την αναχώρησή του. Το μυστήριο όμως της ζωής του, αν και αντιληπτό, παρέμεινε αμέθεκτο στις λεπτομέρειές του.
Ο τρόπος της αναχωρήσεώς του είναι ενδεικτικός της ζωής και της σχέσεώς του μ’ αυτόν τον κόσμο.
«Αι ημέραι των ετών ημών εν αυτοίς εβδομήκοντα έτη» (Ψαλμ. 89, 10) . Η καρδιά του, σαν να μην άντεχε να λειτουργεί στους ρυθμούς της αιώνιας και ουράνιας ψυχής του, συχνά λύγιζε την φυσική υπόστασή του και τον εγκατέλειψε χάνοντας τον δικό της ρυθμό και ομολογώντας έτσι, ότι ο άνθρωπος, που επί εβδομήντα χρόνια αδιάκοπα υπηρετούσε, δεν άντεχε ούτε μια μέρα παραπάνω από την υποχρέωση αυτής της ζωής. Στα εβδομήντα τους ακριβώς χρόνια έφυγαν εσχάτως και ο π. Παΐσιος και ο π. Ιάκωβος. Στα εβδομήντα του χρόνια επέστρεψε και ο π. Λεωνίδας. Ο πόθος των αγίων για τον ουρανό φαίνεται πως αδικεί και πληγώνει την γη…
Ήταν πάντα «μόνος μόνω Θεώ». Γι’ αυτό και οικονόμησε ο Θεός να φύγει χωρίς κανείς να παρευρίσκεται κοντά του. Το μυστήριο της υποδοχής του από τους αγγέλους και της συναντήσεώς του με τον ηγαπημένο του Κύριο δεν χρειαζόταν ανθρώπινη μαρτυρία ούτε το άντεχε ανθρώπινη ματιά.
Η ανθρώπινη αγάπη και φροντίδα τον έβαλε στη Μονάδα Εντατικής Παρακολουθήσεως. Ποιος όμως μπορούσε να παρακολουθεί, και μάλιστα εντατικά, αυτόν που κανένας μας δεν κατανοούσε πνευματικά; Θύμιζε η αναχώρησή του τον ερχομό και την Ανάσταση του Κυρίου. «Λαθών ετέχθη», λαθών και ανέστη «στρατιωτών φυλασσόντων» ο Κύριος. Λαθών έζησε σ’ αυτόν τον κόσμο, λαθών και απαρατήρητος γλίστρησε στην αιώνια πατρίδα και εκλάπη υπό των αγγέλων ο π. Λεωνίδας. Στην πάλη ανθρώπων και αγγέλων είχε νικήσει ο αγγελικός κόσμος. Ο π. Λεωνίδας ήταν πλέον περισσότερο άγγελος παρά άνθρωπος…
Και όταν εκοιμήθη ψάχναμε να βρούμε κάποιες φωτογραφίες του. Ούτε μια δεν βρέθηκε καλή. Ο φθαρτός κόσμος μας δεν μπόρεσε, δεν άντεχε να αποτυπώσει καθαρά την ουράνια εικόνα του.
Η αναχώρηση του π. Λεωνίδα άφησε πίσω της θλίψη και πόνο· το κλάμα και το θρήνο του Αδάμ μόλις έχασε τον παράδεισο και ένοιωσε την εξορία του. Κάθε άγιος είναι μια επαλήθευση του Θεού, παραδείσια ανάσα μέσα στο βασίλειο του πτωτικού μας κόσμου. Η αναχώρησή του επαναλαμβάνει την αίσθηση του χαμένου παραδείσου, επαναφέρει την ανυπόφορη βίωση της πτωχείας μας, σκορπίζει την οδύνη της συνειδητοποιήσεως της πτώσεώς μας. Όταν πεθαίνουν και οι αθάνατοι, όταν φεύγουν και οι άγιοι, όταν δεν προλαβαίνουμε ούτε την αναχώρηση αυτών που δεν καταλάβαμε την ζωή, αλλά υποψιασθήκαμε το μεγαλείο, τότε τι και για ποιους είναι αυτός ο κόσμος;
Μας χάρισε όμως και την κληρονομιά του παραδείγματός του. Όταν και οι θνητοί ζουν σαν αθάνατοι και οι πεπτωκότες σαν άγιοι, όταν και οι φθαρτοί μέσα από τη διάλεκτο της «νοητής σιγής» τους απολαμβάνουν «νοερών επαφών» (Αγ. Γρηγορίου Παλαμά Ομιλία ΝΓ΄ Εις την προς τα Άγια των Αγίων Είσοδον και τον εν αυτοίς θεοειδή βίον της Πανυπεράγνου Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας, 59 και 62) και ψηλαφούν τα απρόσιτα μυστήρια του Θεού, όταν και οι χοϊκοί ξεπερνούν τη γη και λειτουργούν στον ουρανό, όταν και οι χρονικοί μετασχηματίζουν τον χρόνο σε υπέρχρονο αιωνιότητα, τη λογική σε υπέρλογο χάρη, την πτώση σε υπέρ φύσιν κατάσταση, τότε ο χωρισμός είναι συνάντηση και η αναχώρηση επιστροφή και λύτρωση, τότε ο θάνατος έχει μεν στην όψη του τη σφραγίδα του πόνου, του κενού και της «σκυθρωπότητος» των μαθητών της Εμμαούς, το περιεχόμενό του όμως ξεχειλίζει από την πλημμυρίδα της βαθιάς μυστικής χαράς της Αναστάσεως και των επαγγελιών της Αναλήψεως. Όταν ο Κύριος ανελήφθη, οι μαθητές Του «υπέστρεψαν εις Ιερουσαλήμ μετά χαράς μεγάλης».
Ζήσαμε την ευλογία της παρουσίας του, τότε που το σώμα μας μόλις διέκρινε το «έσοπτρον», το «αίνιγμά» του, το είδωλο, την απαλότητα της αγγελικής παρουσίας του. Τώρα, που αυτός αντικρίζει «πρόσωπον προς πρόσωπον» (Α΄ Κορ. ιγ΄ 12) τον Κύριο, είναι πιο ζωντανός· μας είναι πιο κοντά μας· τον βλέπει, τον αισθάνεται, τον νοιώθει η ψυχή μας· τώρα μπορούμε να καταλάβουμε ποιος ήταν· τώρα αποκαλύπτεται το πρόσωπό του. Προσπαθεί να πει η γλώσσα μας μιαν ευχή· «ο Θεός να τον αναπαύσει», αλλά η καρδιά μας οδηγείται σε μια προσευχή· «Άγιε του Θεού, πρέσβευε υπέρ ημών». Αμήν!

ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ

ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ
(1895-1965)

Ο ΜΥΣΤΙΚΟΣ ΚΗΠΟΣ ΤΗΣ ΠΟΝΕΜΕΝΗΣ ΡΩΜΙΟΣΥΝΗΣ
Β΄
ΒΥΖΑΝΤΙΟ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ. «Όση διαφορά έχει ο Χριστιανισμός από την ειδωλολατρία, άλλη τόση διαφορά χωρίζει το Βυζάντιο από την αρχαία Ελλάδα. Η αρχαιότητα είναι η βασιλεία του λογικού, ενώ το Βυζάντιο είναι η βασιλεία της πίστεως, της πνευματικής μέθης και της αθανασίας. Ο Πραξιτέλης και ο Απελλής δεν θα ένοιωθαν μια βυζαντινή εικόνα, γιατί δεν είναι φτιαγμένη απάνω στον υλικόν κανόνα. Πολλοί αρχαίοι μιλήσανε για την ματαιότητα του κόσμου , αλλά κανένας δεν την πίστεψε αληθινά, ώστε να την αφήσει, εκτός από τον Διογένη, που και αυτός καμώθηκε ψεύτικα πώς την σιχάθηκε, μόνο και μόνο για να θρέψει τη ματαιοδοξία του. Ενώ στο Βυζάντιο ο βασιλιάς κατέβαινε από το θρόνο και πήγαινε στην έρημο ντυμένος παλιόρασα από γιδότριχα και χαιρότανε γιατί ηλευθερώθη από της δουλείας της φθοράς. Η αγιότης, η όσιότης, η μακαριότης γινήκανε πραγματικότητες της ζωής, δεν ήτανε όπως πριν κάποια ηθικά σύμβολα. Στο Βυζάντιο ο άνθρωπος έγινε πιο εσωτερικός, κατέβητε στον βυθό του εαυτού του, (έγνω εαυτόν), όχι όπως ήθελε η αρχαία φιλοσοφία με το ερευνητικό ψάξιμο των εγκάτων του, αλλά με τον θείο έρωτα, που του έλεγε (Υμείς ναός του πνεύματος εστέ). Με την ταπείνωση έγινε πιο ευαίσθητος στον ψυχικό πόνο και στη συντριβή της καρδίας, και βρήκε τη λύτρωση της συγγνώμης και της μετανοίας».
ΑΓΙΟΓΡΑΦΙΑ. « Ο Φ. Κ. είναι Κυρίως βυζαντινός αγιογράφος και έτσι πέρασε στην Ιστορία. Και η συμβολή του στην πνευματική προαγωγή των Ορθοδόξων, διά της Εικόνας, είναι ανυπολόγιστη ακόμα. Και μπορώ να ισχυρισθώ ότι όχι μονάχα επέδρασε διαμορφωτικά στην εικονιστική συνείδηση των Ορθοδόξων και συνετέλεσε στη δογματική και θεολογική θεώρηση της Εικόνας, αλλά η ακτινοβολία της αγιογραφίας του πέρασε τόσο στον ρωμαιοκαθολικό, όσο και στον προτεσταντικά κόσμο και επηρέασε αρκετούς δυτικούς να ασπασθούν την Ορθοδοξία. Από την άποψη αυτή, ο Φ. Κ. θα μπορούσε να ονομασθή μεγάλος, να πάρη μια διακεκριμένη θέση μεταξύ εκείνων που άνοιξαν δρόμους ζωής, χαράς, λυτρώσεως, Ορθοδοξίας.
Ο Φ. Κ. αποκάλυψε και ξεσκέπασε την βυζαντινή αγιογραφία καλυμμένη από της λησμονιάς τη σκόνη και τη ζωντάνεψε από τη νεκρότητα των συνειδήσεων των τελευταίων αιώνων. Άπειρη ευγνωμοσύνη στον Φ. Κ. οφείλει και αυτό το Άγιον Όρος, που είχε χάσει από την αίσθησή του την εικονογραφική παράδοσή του και είχε αλωθεί από τις χαλκομανίες του δυτικού ανθρωπισμού, τις Γενοβέφες – όπως έλεγε – που είχαν κυριαρχήσει στους αγιορείτες αγιογράφους μέσω των ρωσικών παραγγελιών.
Χάρις λοιπόν στον θαυμάσιο Φ. Κ. δεν υπάρχει σήμερα ούτε ένας αγιορείτης ·αγιογράφος, που να μην ακολουθεί βυζαντινή παράδοση, υστέρα από τις διδασκαλίες του με την μετάφραση του δοκιμίου του Λεωνίδα Ουσπένσκυ και αργότερα με το μνημειώδες έργο του «Έκφραση της Βυζαντινής Αγιογραφίας (με 1100 σελίδες, 500 σχέδια και 250 ολοσέλιδες πολύχρωμες και μονόχρωμες εικόνες σε μια υπέροχη έκδοση του εκδοτικού οίκου «Αστήρ»), με το οποίο διδάσκει την πάντιμη Τέχνη και την Τεχνική της αγιογραφίας».
ΠΟΝΕΜΕΝΗ ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ. «Η Ρωμιοσύνη βγήκε από το Βυζάντιο, ή για να πούμε καλύτερα, το Βυζάντιο στα τελευταία του χρόνια στάθηκε η ίδια η Ρωμιοσύνη. Ακόμα και τον καιρό του Φωκά φανερώνονται καθαρά τα χαρακτηριστικά της, και στα χρόνια των Παλαιολόγων, που ψυχομαχά το βασίλειο, αντρειώνεται η βασανισμένη Ρωμιοσύνη, η καινούργια Ελλάδα. Μεγάλωσε μέσα στην αγωνία η Χριστιανική Ελλάδα, γιατί ο πόνος είναι η καινούργια σφραγίδα του Χριστού. Η Ρωμιοσύνη είναι η πονεμένη Ελλάδα. Η αρχαία Ελλάδα μπορεί να ‘τανε δοξασμένη κι αντρειωμένη, αλλά η καινούργια, η χριστιανική, είναι πιο βαθειά, επειδής ο πόνος είναι ένα πράγμα πιο βαθύ κι από τη δόξα κι από τη χαρά κι από κάθε τι. Οι λαοί που ζούνε με πόνο και με πίστη τυπώνουνε πιο βαθειά τον χαραχτήρα τους στον σκληρό βράχο της ζωής, και σφραγίζουνται με μια σφραγίδα που δεν σβήνει από τις συμφορές κι από τις αβάσταχτες καταδρομές, αλλά γίνεται πιο άσβηστη. Με μια τέτοια σφραγίδα είναι σφραγισμένη η Ρωμιοσύνη. Τα έθνη που εξαγοράζουνε κάθε ώρα τη ζωή τους με αίμα και μ’ αγωνία, πλουτίζουνται με πνευματικές χάρες, που δεν τις γνωρίζουνε οι καλοπερασμένοι λαοί. Αυτοί απομένουνε φτωχοί από πνευματικούς θησαυρούς και από ανθρωπιά, γιατί η καλοπέραση κάνει χοντροειδή τον μέσα άνθρωπο».
Ο ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ. «Πνευματικόν άνθρωπο, λέγει ο κόσμος τον άνθρωπο που ξέρει γράμματα. Μα άληθινά πνευματικός άνθρωπος είναι αυτός που έχει κάποια ιδιαίτερη ψυχική ευαισθησία και καθαρότητα, που δεν την έχουνε οι άλλοι, και που τον κάνει να υποφέρει κρυφά για όλους και για όλα, σαν να ‘ναι εκείνος ο φταίχτης για τις αδυναμίες τους και τα στραβά που γίνονται στον κόσμο. Και αυτό δεν το κάνει σαν ένα χρέος, αλλά σαν να ‘ναι ανάγκη του, γιατί αλλοιώς δεν μπορεί να ζήσει».
Η ΕΚΔΗΜΙΑ ΤΟΥ . Έγραφε και ζωγράφιζε ως την τελευταία στιγμή, όπου κατάλαβε πώς π ρέπει να ετοιμάζεται. Κάλεσε τότε τον άγιο γέροντα π. Φιλόθεο Ζερβάκο, και του εξομολογήθηκε – όπως μάς το διασώζει ο ίδιος ο π. Φιλόθεος: «Προαισθάνομαι ότι θα φύγω σύντομα και δι’ αυτό σας εκάλεσα, να εξομολογηθώ, να μού κάνετε Ευχέλαιον, να κοινωνήσω των Αχράντων Μυστηρίων, να λάβω όλα τα αναγκαία εφόδια διά το μακρυνόν ταξίδιον. Ελπίζω όχι εις τας αρετάς μου, διότι ουδέν αγαθόν εποίησα, αλλά εις το άπειρον έλεος του Θεού και την πολλήν ευσπλαγχνίαν του να με σώση…». «Οπλισμένος με όλα τα εφόδια για το μεγάλο ταξίδι ανοίγει πανιά για την αιωνιότητα ο Φ. Κ. ο Κυδωνιεύς, λογοτέχνης και αγιογράφος, στις 13 Ιουλίου το 1965. Τις ίδιες στιγμές κατά την αγρυπνίαν των Αγίων Αποστόλων (παλαιό ημερολόγιον) στην Ι. Μονή Μεταμορφώσεως του Brooklyn της Νέας ‘Υόρκης, όπως διασώζει ο ηγούμενος, και κατά την Λιτήν, μια μεγάλη εικόνα της Παναγίας μας ακτινοβόλησε. Η εικόνα αυτή της Οδηγήτριας ήταν οικογενειακή εικόνα του κυρ-Φώτη και είχε επιγραφή (Δέησις Φωτίου και Μαρίας)»
…Όποιος από το άρωμα των λουλουδιών του αναζήτησε και βρήκε τον μυστικό κήπο, τον Φώτη Κόντογλου, θα γευθεί τη χαρά της γαλήνης, της απλότητας και της ταπείνωσης. Οι πόνοι του θα ανακουφισθούν. Σαν αγράμματος θα διαβάσει τις βυζαντινές αγιογραφίες του. Θα γνωρίσει τους άσαρκους ασκητάδες της Συρίας και Μεσοποταμίας και θα μάθει απ’ αυτές τις αγνές ψυχές την αληθινή θεολογία, τη στάση του νου και της καρδιάς απέναντι στον Κύριο. Και θα πλημμυρίσει από ευγνωμοσύνη προς τον Θεόν «τούτων και πάντων ένεκεν».
Για τη σύνδεση κειμένων
Αριστείδου

Παρασκευή 4 Οκτωβρίου 2013

Eίναι η Ορθοδοξία η μοναδική κιβωτός της σωτηρίας;... Διαβάστε τι γίνεται στην πράξη.

Eίναι η Ορθοδοξία η μοναδική κιβωτός της σωτηρίας;... Διαβάστε τι γίνεται στην πράξη.



Eίναι η Ορθοδοξία η μοναδική κιβωτός της σωτηρίας;... Διαβάστε τι γίνεται στην πράξη.
Eίναι η Ορθοδοξία η μοναδική κιβωτός της σωτηρίας;
Διαβάστε τι γίνεται στην πράξη...

Όσοι εκ των Ορθοδόξων Χριστιανών κρατούν με συνέπεια την Ορθόδοξη παράδοση μας και το ήθος της εν Χριστό αγιοπνευματικής μας πολιτείας, δεν θέτουν ποτέ στον εαυτό τους το ερώτημα που είναι και ο τίτλος του παρόντος άρθρου μας. Πιστεύουν δηλαδή ακράδαντα, ότι η Ορθοδοξία είναι η απ' αρχής Εκκλησία του Χριστού και των Αποστόλων και πορεύονται αταλάντευτα για την πραγματοποίηση του υψίστου σκοπού, που είναι η ψυχική σωτηρία τους.

Υπάρχουν όμως κάποιοι Ορθόδοξοι, μάλιστα διανοούμενοι και ενίοτε μερικοί διδάσκαλοι της Θεολογίας, οι οποίοι αμφισβητούν τη μοναδικότητα αυτή της Ορθόδοξίας μας. Πιστεύουν ότι, επειδή το Άγιο Πνεύμα είναι Θεός και πανταχού παρών, μπορεί να επισκέπτεται και να χορηγεί τη Θεία Χάρη του και σε ανθρώπους εκτός της Ορθόδοξου Εκκλησίας. Όμως, ούτε και εμείς αμφισβητούμε αυτή την ελευθερία και δράση του Αγίου Πνεύματος και σε μη Ορθοδόξους και αλλοθρήσκους ανθρώπους. Άλλωστε ποιός άνθρωπος μπορεί να ελέγξει ή να κηδεμονεύσει το Άγιο Πνεύμα το οποίο είναι Θεός; Δύναται λοιπόν να πνεύσει, σύμφωνα με την Αγία Γραφή (Ιωαν. 3, 8), όπου και όπως θέλει, στο νού και στην καρδιά ενος ανθρώπου, δια να τον χειραγωγήσει εως ότου έλθει στην Ορθοδοξία και τελικά να τον σώσει.

Στο παρών άρθρο η μοναδικότητα της Ορθοδοξίας δεν τεκμαίρεται με θεολογικά επιχειρήματα, αλλά αποκαλύπτεται μέσα από θαυμαστά και συγκλονιστικά περιστατικά μέσα από τη ζωή της Εκκλησίας μας στην Αφρική.

Το πρώτο περιστατικό, που θα αφηγηθούμε, συνέβει την εποχή του μακαριστού Ιεραποστόλου π. Κοσμά Γρηγοριάτου, ο οποίος εργάσθηκε στο Κόνγκο δώδεκα χρόνια (1977-1989).

Μια μέρα ήλθε ένα ανδρόγυνο Κονγκολέζων στον π. Κοσμά, έχοντας κοντά τους το άρρωστο παιδί τους, το οποίο έπασχε από δαιμόνιο. Του είπαν:

- Πάτερ, θέλουμε να θεραπεύσεις το παιδί μας, το οποίο παρέλυσαν οι μάγοι με τα μαγικά τους.
- Σε ποιά Εκκλησία ανήκετε;
- Στη Ρωμαιοκαθολική.
- Ε, πηγαίνετε τότε στον ιερέα της Εκκλησίας σας.

Έκαναν υπακοή και πήγαν. Όταν άρχισε ο παπικός ιερέας να διαβάζει τις δικές του ευχές, το δαιμόνιο από το στόμα του μικρού παιδιού, είπε στον ιερέα τα εξής: “ποιός είσαι εσύ βρε καπουτσίνε (μοναχικό τάγμα της παπικής εκκλησίας) που έχεις τη δύναμη να με βγάλεις από αυτό το παιδί;”. Αμέσως το δαιμόνιο βγήκε από το παιδί και μπήκε στο σώμα του παπικού ιερέα.

Βλέποντας οι γονείς του παιδιού αυτό το αναπάντεχο φαινόμενο, εξεπλάγησαν και πήγαν να το πουν στον Ορθόδοξο ιερέα, τον π. Κοσμά.

Ο π. Παύλος χειροτονήθηκε προ ετών κληρικός στην Ι. Επισκοπή Κατάνγκας, ενώ ταυτόχρονα είναι υπάλληλος στα γραφεία του κρατικού σιδηροδρόμου. Εργάζεται λοιπόν τις καθημερινές και τις Κυριακές και άλλες γιορτές επιτελεί τα ιερατικά του καθήκοντα. Προ ετών του συνεύει το εξής περιστατικό:

Ο προϊστάμενος της υπηρασίας του ονόματι Μαρκελλίνος, Ρωμαιοκαθολικός στο θρήσκευμα, είχε ένα περίεργο φαινόμενο στο σπίτι του. Συγκατηκούσε με την αδελφή του τη Σεπφώρα, η οπόια ήταν αραβωνιασμένη. Πολλές βραδιές τα μεσάνυκτα, ενω αυτή κοιμόταν, άνοιγε η πόρτα του δωματίου τηςκαι κάποιος έμπαινε μέσα. Με πολύ άγριο τρόπο και φωνές της έλεγε: “Σήκω και φύγε από το κρεβάτι μου...”

Η κοπέλλα ξαφνικά βρισκόταν κάτω στο τσιμεντένιο δάπεδο του δωματίου της, χωρίς να μπορεί να καταλάβει ποιός την κατέβασε από το κρεβάτι της και την έριξε κάτω. Αυτό της συνέβαινε σχεδόν κάθε βράδυ για πολύ καιρό.

Ο πατήρ Παύλος είπε στον προϊστάμενο του και αδελφό της ότι, εφόσον είναι Ρωμαιοκαθολικός στο θρήσκευμα, θα πρέπει να καλέσει δικό τους ιερέα. Εκείνος όμως του είπε ότι πήγε στον ιερέα της θρησκείας τους, χωρίς όμως κάποιο αποτέλεσμα. Επέμενε λοιπόν να ζητεί βοήθεια μόνο από τον Ορθόδοξο ιερέα.

Ο π. Παύλος, μπροστά στην επιμονή του, είπε στην αδελφή του να έλθει μια Κυριακή πρωί στην Εκκλησία του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου στην πόλη Λικάσι. Πράγματι ήλθε η κοπέλα και στάθηκε στο πίσω μέρος του Ι. Ναού παρακολουθώντας τα τελούμενα. Στο τέλος, της διάβασε εξορκισμούς και τη ράντισε με Αγιασμό. Κατόπιν της είπε να πάει πλέον χωρίς φόβο στο δωμάτιο της και το βράδυ να κοιμηθεί. Η κοπέλα όντως, κοιμήθηκε την πρώτη βραδυά, χωρίς τον παραμικρό πειρασμό, ομοίως δε και τις άλλες νύκτες. Η δύναμη της προσευχής του π. Παύλου και η εξουσία της Ορθοδόξου πίστεως επάνω στις δυνάμεις του σκότους είχε επιφέρει το ποθούμενο αποτέλεσμα.

Τον Αύγουστο του 2006 ήλθε στο Κολουέζι μια μάνα με τα δύο παιδιά της, σχεδόν παράλυτα από την επίδραση της μαγείας. Με πλησίασε και μου είπε την ιστορία της. Καταγόταν απο την πόλη Μπουκάβου, μια πόλη με πλυθησμό δύο εκατομύρια κατοίκων του Ανατολικού Κογκό. Ήταν Μουσουλμάνα στο θρήσκευμα. Αφού οι μάγοι με τα μαγικά τους της παρέλυσαν τα παιδιά της, εκείνη πήγε κατ' αρχήν στο Χότζα του τζαμιού της. Όμως όπως μου είπε η ίδια, δεν μπόρεσε να βοηθήσει τα παιδιά της, αντιθέτως χειροτέρευαν. Κατόπιν πήγε στην ιεραποστολή των Ρωμαιοκαθολικών της πόλης. Ο υπεύθυνος, τον οπόιο γνώριζα από το 2005, ονόματι π. Ζιμπλέρ, της είπε τα εξής:
- Η δική μας εκκλησία δεν θεραπεύει δαιμονοπλήκτους και ασθενείς από μάγια. Μόνο μια Εκκλησία έχει τέτοια δύναμη να θεραπευέι δαιμονιζομένους.
- Πού είναι και πως λέγεται αυτή η Εκκλησία;
- Είναι στο νότιο Κονγκό στην πόλη Κολουέζι και λέγεται Ορθόδοξη Εκκλησία. Μόνο σ'αυτήν την Εκκλησία μπορούν τα παιδιά σου να γιατρευτούν.
Πήρε το τραίνο και μετά από ένα μήνα έφθασε στο Κολουέζι με τα παιδιά της. Οι ιερείς μας την ανέλαβαν και διάβασαν εξορκισμούς στα παιδιά της με επικεφαλής τον χαρισματούχο ιερέα και διώκτη δαιμονίων, τον ιθαγενή π. Ιάκωβο Μπάνζα. Με τη χάρη του Θεού και τις προσευχές της Εκκλησίας μας τα αλλόθρησκα παιδιά θεραπεύθηκαν.

Μετά απο τέτοια και άλλα παρόμοια περιστατικά εξηγείται γιατί μετα από λίγα χρόνια ο πάπας της Ρώμης εξέδωσε εγκύκλιο δια της οποίας απαγόρευσε τους εξορκισμούς, εφόσον οι ιερείς του εδαιμονίζοντο.

Ένας απο τους ιερείς της Ι. Επισκοπής Κατάνγκας του νοτίου Κονγκό, ο π. Λάζαρος, είναι απλούστατος και πολύ χαριτωμένος. Η ζωή του είναι γεμάτη από θαυμαστά περιστατικά. Το φθινόπωρο του 2012 τον ρώτησα και πάλι να μου διηγηθεί πως έγινε Ορθόδοξος. Ιδού τι μου είπε: “Γεννήθηκα σε ένα χωριό, 700 χιλιόμετρα μακρυά από το Κολουέζι. Ήμουν από μικρός ορφανός και μεγάλωσα σαν οικιακός βοηθός στο σπίτι ενός Βέλγου.

Φεύγοντας από εκεί ακολούθησα την εκκλησία των Μεθοδιστών. Ο πάστορας τους μετά από έξι μήνες κατήχηση, ώρισε την ημέρα της βαπτίσεως μας σε ένα ποτάμι. Η ψυχή μου αντιδρούσε και δεν πήγα. Μ' έδιωξε ο πάστορας και πήγα σε μια ομάδα των Πεντηκοστιανών. Τα ίδια και εκεί. Μας κάλεσε ο πάστορας για να βαπτιστούμε στο ποτάμι και πάλι αντιδρούσε η χυχή μου και δεν πήγα. Ένα απόγευμα ήμουν στην πόρτα της εκκλησίας αυτής της ομάδος και προχωρούσα για να μπω μέσα. Ξαφνικά ένας άνδρας μ' έπιασε από τον σβέρκο και με τραβούσε προς τα έξω φωνάζοντας μου:

- Όσκαρ (το όνομα μου πριν βαπτισθώ), ο Θεός σε αγαπά και θέλει να σε σώσει. Μια είναι μόνο η δική Του Εκκλησία και λέγεται Ορθόδοξη. Σ' αυτή να πας για να σωθείς. Βρίσκεται κοντά στο ταχυδρομείο του Κολουέζι.

Ήθελα να στρέψω τα μάτια μου και να δω ποιός είναι αυτός που μου ομιλεί, αλλά δεν μπορούσα. Αντί όμως να πάω στην Ορθόδοξη Εκκλησία, πήγα στη Ρωμαιοκαθολική που είναι στην ίδια οδό και πλατεία Μαριάπολις. Όταν είχα φθάσει στην πόρτα, ιδού και πάλι ο άγνωστος αυτός αυστηρός άνδρας. Μου λέει πάλι:
- Τι σου είπα, όχι σ' αυτή αλλά πεντακόσια μέτρα παρακάτω. Η Ορθόδοξη Εκκλησία λέγεται του Αγίου Γεωργίου, στην άλλη πλατεία του ταχυδρομείου, κι αμέσως εξαφανίσθηκε.

Εγώ είχα μαζί μου και ένα φίλο μου. Μπήκαμε στην Εκκλησία του Χριστού μας και η καρδιά μου σκιρτούσε από χαρά. Αισθανόμουν σαν να πετούσα. Εκεί γνώρισα τον π. Κοσμά και μετά από τρία χρόνια κατηχήσεων βαπτίσθηκα.

- Τι αισθάνθηκες όταν βαπτίσθηκες, πάτερ;
- Είδα με τα μάτια μου, μετά τη βάπτιση μας -είμασταν τριακόσια πενήντα άτομα, ημέρα Θεοφανείων του 1984- να φτερουγίζει και να κάθεται πάνω από τα κεφάλια μας ένα περιστέρι...”.

Προφανώς ήταν το Άγιο Πνεύμα εν είδει περιστεράς.

Είναι πάρα πολλά παρόμοια περιστατικά στην Αφρική, από τα οποία διδασκόμεθα μέσα από αυτήν την απλότητα και ειλικρίνεια των ανθρώπων για τη μοναδικότητα της Ορθοδοξίας μας, ως προς το σπουδαιότατο θέμα της σωτηρίας μας.

Οι έχοντες καλή προαίρεση θα δυναμώσουν πνευματικά και θ' αγωνισθούν χωρίς ενδοιασμούς για τη σωτηρία τους. Όσοι είναι κακοπροαίρετοι αντιθέτως, δε θα ωφεληθούν σε τίποτε. Στερούνται του Θείου φωτισμού και της καθαρότητας του νου τους. Και είναι αδύνατο να πιστεύσουν αφού δεν έχουν αγιοπνευματικές εμπειρίες.

Μοναχός Δαμασκηνός Γρηγοριάτης

Πηγή: Ιεραποστολικό περιοδικό "Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός", σελίδες 98-105