|
Τρίτη 25 Νοεμβρίου 2014
Άγιος Κλήμης Ρώμης: Ο Μεγάλος Αποστολικός Πατέρας
Τρίτη 18 Νοεμβρίου 2014
ΠΡΟΦΗΤΕΣ: Πιο Μάρτυρες και από Μάρτυρες – π. Ανδρέας Γκατζέλης

Προφήτης Ηλίας ο Θεσβίτης. Εικόνα από:
http://www.saint.gr/732/saint.aspx
http://www.saint.gr/732/saint.aspx
ΠΡΟΦΗΤΕΣ: Πιο Μάρτυρες και από Μάρτυρες
π. Ανδρέας Γκατζέλης
Οι γονείς που αγαπούν και πονάνε για τα παιδιά τους, εξαιτίας της αγάπης τους αλλά και από την εμπειρία τους, πολλές φορές αντιλαμβάνονται τους πιθανούς κινδύνους στους οποίους ενδέχεται να βρεθούν τα παιδιά εάν είναι ανυπάκουα. Ω πόσο μεγάλος είναι ο πόνος των καλών γονέων όταν βλέποντες τον κίνδυνο να πλησιάζει αντιλαμβάνονται ότι τα αγαπημένα τους παιδιά πεισματικά δεν θέλουν να κάνουν τίποτε για να γλυτώσουν!
Από αυτό το παράδειγμα μπορούμε κάπως να αντιληφθούμε την στάση αλλά και τον πόνο και την αγωνία και την αγάπη των Αγίων και Δικαίων Προφητών. Προσεύχονταν και αγωνιούσαν για τους ανθρώπους και παράλληλα τους έβλεπαν να μην μετανοούν και να μην αλλάζουν συμπεριφορά. Ταυτόχρονα γνώριζαν με κάθε ακρίβεια την συνέπεια αυτής της σκληρόκαρδης και αχάριστης συμπεριφοράς και αισθάνονταν τον εαυτό τους σε πνιγερό αδιέξοδο.
Όσο μεγαλύτερη η αγάπη τόσο μεγαλύτερος και ο πόνος. Έτσι και οι θεοφόροι Προφήτες αγαπούσαν με τέλειο τρόπο τα παιδιά του Θεού και γι’ αυτό ο πόνος τους ήταν απροσμέτρητα μεγάλος. Το μαρτύριο τους όμως είναι για εμάς ακατανόητο επειδή δεν έχουμε την ίδια με αυτούς αγάπη.
Ένας σύγχρονος κήρυκας της αγάπης, ο γέροντας Παΐσιος, που μπορούσε να καταλάβει καλύτερα από όλους μας το περιεχόμενο της καρδιάς των Προφητών, τους ονομάζει «πιο Μάρτυρες και από Μάρτυρες». Διότι οι Άγιοι Μάρτυρες για ένα μικρό σχετικά χρονικό διάστημα υπέφεραν ενώ το μαρτύριο της αγάπης των Προφητών ήταν διηνεκές. Αρκετό καιρό πριν έβλεπαν που οδηγείται ο λαός εξαιτίας της απομάκρυνσής του από το θέλημα του Θεού και υπέφεραν. Στην συνέχεια γνώριζαν την απογοήτευση εξαιτίας της απόρριψης του σωστικού τους κηρύγματος. Και τέλος βίωναν την τραγική επαλήθευση των προρηθέντων λόγων.
Ο Προφήτης είναι ένας άνθρωπος που έχει άμεση εμπειρία του Θεού. Κάποιος που δέχθηκε την αποκάλυψη της αγιότητας και των θελήσεων Του, που κρίνει το παρόν και βλέπει το μέλλον με το φως του Θεού. Τέλος είναι αυτός που στάλθηκε από τον Θεό για να υπενθυμίσει στους ανθρώπους τις απαιτήσεις Του και να τους ξαναφέρει στον δρόμο της αγάπης Του.
Ο Προφήτης λοιπόν αποστέλλεται από τον Θεό στον κόσμο για να διδάξει την αληθινή θεογνωσία και να φανερώσει στην πληρότητά του το θέλημα του Θεού για τον άνθρωπο, αλλά και για να προ εξαγγείλει και να φανερώσει προκαταβολικά τις βουλές του Θεού για το μέλλον του ανθρώπινου γένους.
Έτσι κατά κύριο λόγο ο Προφήτης είναι κάποιος που έχει νουν Χριστού. Γνωρίζει από πείρα το θέλημα του Θεού αλλά και τον τρόπο λειτουργίας των πνευματικών νόμων. Το κήρυγμα του επικεντρώνεται στο παρόν και προσπαθεί να ερμηνεύσει και να αποσαφηνίσει τους λόγους και τις αιτίες για τις δυσκολίες και τα βάσανα των συγχρόνων του. Ως εν παρόδω κι εκτάκτως αναφέρεται σε μελλοντικά γεγονότα καλώντας ταυτόχρονα τον λαό σε μετάνοια.
Γι’ αυτό και το κήρυγμα των Προφητών όσο κι αν ακούγεται απειλητικό και φοβερό, παρηγορούσε τους ανθρώπους και τους ενέπνεε στον αγώνα της μετανοίας και της αλλαγής στην ζωή τους. Ακόμη και όταν αναφέρονταν σε μελλοντικές συμφορές δεν μπορούσε κανείς να διακρίνει το παραμικρό ίχνος χαιρεκακίας και αυτοδικαίωσης. Η αναφορά γινόταν με τρόπο που έδινε ελπίδα και γεννούσε την πίστη και την εμπιστοσύνη στην αγαθότητα του Θεού.
Στις μέρες μας όμως δυστυχώς έχουν εμφανιστεί πολλοί αυτόκλητοι «χαρισματικοί προφήτες» που προαναγγέλλουν συμφορές τρομοκρατώντας τους ανθρώπους. Το κήρυγμα τους δεν εμπνέει αληθινή μετάνοια αλλά πρόσκαιρη μεταμέλεια. Δεν οδηγεί σε αγάπη για τον Θεό και τον άνθρωπο αλλά σε φόβο και μια υποδόρια ιδιοτέλεια για το πώς θα ξεφύγουμε με ελάχιστο κόπο από την καταστροφή. Δεν μεταμορφώνει ανθρώπους αλλά φανατίζει και αυτοδικαιώνει δίνοντας την ψευδαίσθηση της «γνώσης των μελλόντων» δίκην μέντιουμ αλλά σε μια εκκλησιαστικοφανή εκδοχή. Με μια λέξη το κήρυγμα τους δεν είναι από τον Θεό.
Βασικά στοιχεία που εμπεριέχονται στο κήρυγμα των Αγίων Προφητών αλλά απουσιάζουν παντελώς από το κήρυγμα των ψευδοπροφητών και διαφόρων δήθεν χαρισματικών της εποχής μας είναι τα παρακάτω.
Πρώτα-πρώτα η κορωνίδα των αρετών, η ΤΑΠΕΊΝΩΣΗ. Ταπείνωση που εκφράζεται με την υπακοή στην Εκκλησία και τους Επισκόπους της.
Έπειτα η Αγάπη και ο πόνος για τον άνθρωπο που δεν εκφράζεται μόνο με όμορφα λόγια και πύρινα κηρύγματα αλλά εμπράκτως με αυτοθυσία και σταυρό. Οι Προφήτες δεν δίδασκαν αφ’ υψηλού κλεισμένοι στην ασφάλεια τις αγιότητας τους αλλά προτιμούσαν να θυσιαστούν αυτοί για να σωθεί ο λαός του Θεού. Τα λόγια τους ήταν βουτηγμένα στον πόνο της καρδιάς τους και δεν επιδίωκαν να εντυπωσιάσουν.
Η άριστη γνώση της οδού του Κυρίου είναι ένα πολύ βασικό χαρακτηριστικό του κηρύγματος των Προφητών. Και η γνώση αυτή φανερώνεται κυρίως στην ερμηνεία σύγχρονων γεγονότων και όχι στην προαναγγελία μελλοντικών. Γεγονότων που αφορούν στην παγκόσμια πορεία αλλά και στην προσωπική ζωή του καθενός. Γνωρίζοντας άριστα τους πνευματικούς νόμους εξηγούσαν κι ερμήνευαν στους ανθρώπους όλα τα περιστατικά της ζωής τους , ευχάριστα ή δυσάρεστα, αλλά και τις μελλοντικές συνέπειες των πράξεων τους. Με την σωστή ερμηνεία γεγονότων του παρόντος ενέπνεαν την πίστη στις μελλοντικές τους προβλέψεις.
Όπου λοιπόν δεν συναντάμε ταπεινή υπακοή στην Εκκλησία και την Ιεραρχία της. Έμπονη και θυσιαστική αγάπη. Και φωτισμένο και παρήγορο κήρυγμα μετανοίας θα πρέπει να είμαστε πολύ επιφυλακτικοί. Να προσέχουμε κυρίως από ανθρώπους που ασταμάτητα και διαρκώς μιλάνε για το μέλλον χωρίς να δέχονται αμφισβήτηση. Αυτό είναι δείγμα αρρωστημένου εγωισμού. Να προσέχουμε από ανθρώπους που δεν ευσπλαχνίζονται και συμπάσχουν έμπρακτα στον πόνο των άλλων. Να προσέχουμε από ανθρώπους που δεν μιλούν ξεκάθαρα και φωτισμένα αλλά με υπονοούμενα και κρυψίνοια. Να προσέχουμε από ανθρώπους που δεν έχουν την ευλογία της Εκκλησίας και του Επισκόπου, διότι έτσι προστατευόμαστε από την πλάνη και τους πλανεμένους. Από την πλάνη των πλανεμένων.
Παρασκευή 14 Νοεμβρίου 2014
Σαρακοστή των Χριστουγέννων
Με τα μάτια της ψυχής μας ας κοιτάξουμε ψηλά στον ουρανό και ας ακολουθήσουμε το αστέρι των σοφών μάγων σε ένα
ΤΑΞΙΔΙ ΠΡΟΣ ΤΗ ΒΗΘΛΕΕΜ
ΤΟ ΑΓΙΟ ΔΩΔΕΚΑΗΜΕΡΟΤους πρώτους αιώνες η Γέννηση και η Βάπτιση του Χριστού συνεορτάζονταν την ίδια ημέρα, και συγκεκριμένα στις 6 Ιανουαρίου, με το κοινό όνομα Επιφάνεια. Από τα μέσα του 4ου αιώνα καθιερώθηκε ως ξεχωριστή η γιορτή των Χριστουγέννων στις 25 Δεκεμβρίου, και παρέμεινε στις 6 Ιανουαρίου μόνο η γιορτή της Βαπτίσεως του Κυρίου.
Παράλληλα διαμορφώθηκε και το Άγιο Δωδεκαήμερο, δηλ. μια περίοδος δώδεκα ημερών (25 Δεκεμβρίου έως 6 Ιανουαρίου), από την ημέρα των Χριστουγέννων έως και την ημέρα των Θεοφανείων, που περιλαμβάνει ακόμη την εορτή της Περιτομής του Κυρίου και τη μνήμη του Μεγάλου Βασιλείου (1η Ιανουαρίου).
Η ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ
Η μεγάλη σημασία της εορτής των Χριστουγέννων και η ευλάβεια των χριστιανών, υπό την επίδραση μάλιστα και της χρονικά παλαιότερης Μεγάλης Τεσσαρακοστής του Πάσχα, οδήγησαν στην καθιέρωση μιας προπαρασκευαστικής περιόδου, όπου οι πιστοί ετοιμάζονται πνευματικά να «οδεύσουν» μέχρι το σπήλαιο της Βηθλεέμ. Η προπαρασκευαστική αυτή περίοδος έχει διάρκεια 40 ημέρες, ονομάζεται Σαρακοστή των Χριστουγέννων και αρχίζει κάθε χρόνο στις 15 Νοεμβρίου. Οι ύμνοι στη λατρεία μας θυμίζουν πως έχουμε εισέλθει σε αυτή την ιερή περίοδο, πως με τρόπο πνευματικό έχουμε πάρει κι εμείς το δρόμο που οδηγεί στη νοητή Βηθλεέμ, δηλ. την Εκκλησία, στην οποία ο Χριστός γεννιέται για να αναγεννήσει κάθε άνθρωπο που ειλικρινά πιστεύει σ’ Αυτόν ως προσωπικό του Σωτήρα. Απο τις 21 Νοεμβρίου (εορτή των Εισοδείων της Θεοτόκου) ψάλλουμε τις Καταβασίες των Χριστουγέννων, η α΄ Ωδή των οποίων έχει ως εξής: «Χριστός γεννάται, δοξάσατε. Χριστός εξ ουρανών, απαντήσατε. Χριστός επί γης, υψώθητε. Άσατε τω Κυρίω πάσα η γη και εν ευφροσύνη ανυμνήσατε λαοί ότι δεδόξασται». Από τις 26 Νοεμβρίου (που είναι η επομένη της αποδόσεως της παραπάνω θεομητορικής εορτής) ψάλλουμε το προεόρτιο Κοντάκιο «Η Παρθένος σήμερον τον προαιώνιον Λόγον εν σπηλαίω έρχεται αποτεκείν απορρήτως. Χόρευε η οικουμένη ακουτισθείσα, δόξασον μετά αγγέλων και των ποιμένων, βουληθέντα εποφθήναι παιδίον νέον, τον προ αιώνων Θεόν».
Η ΝΗΣΤΕΙΑ
Την περίοδο των 40 ημερών, δηλ. από τις 15 Νοεμβρίου έως και την παραμονή των Χριστουγέννων, οι χριστιανοί νηστεύουν. Τη νηστεία αυτή μερικοί ονομάζουν και «νηστεία του αγίου Φιλίππου», προφανώς επειδή αρχίζει την επομένη της μνήμης του συγκεκριμένου αγίου αποστόλου. Όλες αυτές τις ημέρες δεν τρώμε κρέας, γαλακτερά και αυγά. Μπορούμε όμως να καταλύουμε ψάρι –εκτός φυσικά την Τετάρτη και την Παρασκευή. Η ιχθυοφαγία διαρκεί έως και την 17η Δεκεμβρίου (σύμφωνα με το επίσημο βιβλίο «ΔΙΠΤΥΧΑ» της Εκκλησίας της Ελλάδος, που παραπέμπει και στο «Πηδάλιον» της Εκκλησίας). Ψάρι καταλύουμε και την εορτή των Εισοδείων της Θεοτόκου (21 Νοεμβρίου), ακόμη και αν η εορτή αυτή πέσει Τετάρτη ή Παρασκευή. Προσοχή: Και η παραμονή των Χριστουγέννων είναι ημέρα αυστηρής νηστείας και προετοιμασίας των χριστιανών για την ημέρα της Γεννήσεως του Κυρίου και ιδιαίτερα για τη Θεία Λειτουργία, η οποία τελείται πανηγυρικά. Συνεπώς, το βράδυ της παραμονής προσφέρεται μόνο για στιγμές πνευματικής ανάτασης και προετοιμασίας, ενόψει του μεγάλου γεγονότος της επόμενης ημέρας.
ΝΗΣΤΕΙΑ ΤΡΟΦΩΝ ΚΑΙ ΠΑΘΩΝ
Πρέπει να έχουμε πάντα υπόψιν μας ότι για την Εκκλησία μας η αληθινή νηστεία δεν είναι μόνο η αποχή από τροφές, αλλά και η αποχή από πάθη και αμαρτίες. Λέγει χαρακτηριστικά ο Μέγας Φώτιος: «Νηστεία δεκτή από τον Θεό είναι αυτή που μαζί με την αποχή των τροφών συνδυάζει και την αποστροφή προς τη φλυαρία, το φθόνο, το μίσος και τα άλλα αμαρτήματα. Αυτός που νηστεύει από τροφές, αλλά δεν εγκρατεύεται από τα πάθη, μοιάζει με εκείνον που έβαλε λαμπρά θεμέλια στο σπίτι, που έκτισε, αλλά αφήνει να συγκατοικούν μαζί του φίδια, σκορπιοί και κάθε φαρμακερό ερπετό». Επιδίωξή μας λοιπόν για τούτη την περίοδο είναι και η πνευματική νηστεία, δηλ. η αποφυγή της αμαρτίας και η τήρηση του θελήματος του Θεού, η εφαρμογή της αγάπης, η συγχωρητικότητα, η ελεημοσύνη και η απόκτηση ακόμη μεγαλύτερης αρετής. Με τον τρόπο αυτό κατανοούμε καλύτερα και πραγματώνουμε το λόγο του Μεγάλου Βασιλείου «Αληθινή νηστεία είναι η αλλοτρίωση από κάθε κακό, από κάθε αμαρτία, από κάθε εμπαθή λογισμό, από κάθε βρώμικη επιθυμία».
Η ΜΕΤΑΝΟΙΑ
Με τη νηστεία και την προετοιμασία μας για τα Χριστούγεννα συνδέεται και η μετάνοια. Η ειλικρινής εξέταση του εαυτού μας, η παραδοχή των σφαλμάτων μας και η συμμετοχή μας στο ιερό μυστήριο της Εξομολογήσεως αποτελούν απαραίτητες προϋποθέσεις για μια πραγματικά άξια συμμετοχή στη χριστουγεννιάτικη Θεία Λειτουργία. Μάλιστα, είναι καλό να φροντίσουμε ώστε να προσέλθουμε στο ιερό Μυστήριο εγκαίρως και όχι την τελευταία στιγμή. Η προπαρασκευαστική αυτή περίοδος προ των Χριστουγένννων μας παρέχει μια πολύ καλή δυνατότητα να αντιληφθούμε την αθλιότητα που κρύβουμε στα βάθη του «είναι» μας, να αποκτήσουμε φρόνημα ταπεινό και ελεγκτικό του εαυτού μας, να μεταμορφωθούμε ψυχικά, να μετανοήσουμε ειλικρινά και να τολμήσουμε τη μεγάλη συνάντηση με τον Νεογέννητο Κύριο της Βηθλεέμ.
Η ΛΑΤΡΕΙΑΣε μια περίοδο πνευματικής προετοιμασίας και προσμονής, όπως οι σαράντα ημέρες πριν τα Χριστούγεννα, ουσιαστικό ρόλο διαδραματίζει η προσευχή των πιστών και η συμμετοχή μας στη λατρεία της Εκκλησίας. Τις ημέρες αυτές έχουμε πλήθος εορτών και μνήμες Αγίων, που μας φέρνουν πιο κοντά στη χάρη του Θεού, με τον Εσπερινό και τη Θεία Λειτουργία, που τελούμε.
Παράλληλα, αποτελεί πλέον συνήθεια σε πολλούς Ναούς η τέλεση της Θείας Λειτουργίας καθημερινά τις ημέρες αυτές, ως μία ακόμη ευκαιρία για να μείνει ανύστακτη η διάθεσή μας για κοινωνία και ένωση με τον Θεό. Τελούμε λοιπόν το λεγόμενο «Σαρανταλείτουργο», αληθινά μια μοναδική ευκαιρία μέσα στο χρόνο, που παρασύρει κάθε πιστό σε πνευματική ανανέωση, εγρήγορση, αγιότητα. Στον Ιερό Ναό μας θα τελεσθεί κι εφέτος το «Σαρανταλείτουργο», και είναι ωφέλιμο να συμμετέχουμε σε αυτό και να προετοιμαζόμεθα για να προσέλθουμε στη Θεία Κοινωνία.
Να λοιπόν, είναι μπροστά μας ο δρόμος προς τη Βηθλεέμ. «Δεύτε ίδωμεν πιστοί, πού εγενήθη ο Χριστός», ψάλλει η Εκκλησία μας. Ας ακολουθήσουμε τις συμβουλές της μητέρας μας Εκκλησίας, ας προετοιμασθούμε κατάλληλα όλες αυτές τις ημέρες και ας αξιωθούμε να προσκυνήσουμε «τον Παλαιό των ημερών που έγινε Βρέφος για χάρη μας, τον καθήμενο σε ουράνιο θρόνο ψηλό που τοποθετήθηκε σε φάτνη, Εκείνον που έσπασε τα δεσμά της αμαρτίας και τώρα τυλίγεται με τα σπάργανα, επειδή αυτή είναι η θέλησή Του» (Ιερός Χρυσόστομος).
|
H ιστορία της νηστείας της Σαρακοστής των Χριστουγέννων............

H νηστεία των Χριστουγέννων
H δεύτερη πιο μακρά περίοδος νηστείας μετά τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή είναι η νηστεία των Χριστουγέννων, γνωστή στη γλώσσα του ορθοδόξου λαού μας και ως σαραντα(η)μερο. Περιλαμβάνει και αυτή σαράντα ημέρες, όμως δεν έχει την αυστηρότητα της νηστείας της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Αρχίζει την 15η Νοεμβρίου και λήγει την 24η Δεκεμβρίου.
Η εορτή της κατα σάρκα γεννήσεως του Κυρίου μας Ιησού Χριστού αποτελεί τη δεύτερη μεγάλη Δεσποτική εορτή του χριστιανικού εορτολογίου. Μέχρι τα μέσα του Δ' αιώνα η Εκκλησία της Ανατολής συνεόρταζε τη γέννηση και τη βάπτιση του Χριστού υπό το όνομα τα Επιφάνεια την ίδια ήμερα, στις 6 Ιανουαρίου. Τα Χριστούγεννα ως ξεχωριστή εορτή, εορταζομένη στις 25 Δεκεμβρίου εισήχθη στην Ανατολή από τη Δύση περί τα τέλη του Δ' αιώνα.
Ό άγιος Ιωάννης ό Χρυσόστομος, που πρώτος ομιλεί για την εορτή των Χριστουγέννων, την ονομάζει «μητρόπολιν πασών των εορτών» και μας πληροφορεί περί το 386 ότι «ούπω δέκατον έστιν έτος, εξ ου δήλη και γνώριμος ημίν αύτη η ημέρα (της εορτής) γεγένηται».
Με τη διαίρεση της άλλοτε ενιαίας εορτής και την καθιέρωση των τριών ξεχωριστών εορτών, της Γεννήσεως την 25η Δεκεμβρίου, της Περιτομής την 1η και της Βαπτίσεως την 6η Ιανουαρίου, διαμορφώθηκε και το λεγόμενο Δωδεκαήμερον, δηλαδή το εόρτιο χρονικό διάστημα από τις 25 Δεκεμβρίου ως τις 6 Ιανουαρίου. Έτσι διασώθηκε κατά κάποιο τρόπο η αρχαία ενότητα των δύο μεγάλων εορτών της Γεννήσεως και της Βαπτίσεως του Κυρίου.
Ή μεγάλη σημασία που απέκτησε με την πάροδο του χρόνου στη συνείδηση της Εκκλησίας η νέα εορτή των Χριστουγέννων και η ευλάβεια των πιστών και ιδιαίτερα των μοναχών, απετέλεσαν τις προϋποθέσεις για την καθιέρωση και της προ των Χριστουγέννων νηστείας. Σ' αυτό ασφαλώς επέδρασε και η διαμορφωμένη ήδη τεσσαρακονθήμερη νηστεία της Μεγάλης Τεσσαρακοστής που προηγείτο του Πάσχα.
Όπως η εορτή έτσι και η νηστεία, ως προετοιμασία για την υποδοχή των γενεθλίων του Σωτήρος, εμφανίστηκε αρχικά στη Δύση, όπου η νηστεία αυτή ονομαζόταν Τεσσαρακοστή τον άγιου Μαρτίνου επειδή άρχιζε από την εορτή του άγιου τούτου της Δυτικής Εκκλησίας. Το ίδιο επανελήφθη και σ' εμάς, όπου πολλοί τη νηστεία των Χριστουγέννων ονομάζουν του άγιου Φιλίππου επειδή προφανώς αρχίζει την επομένη της μνήμης του Αποστόλου. Οι πρώτες ιστορικές μαρτυρίες, που έχουμε για τη νηστεία προ των Χριστουγέννων, ανάγονται για τη Δύση στον Ε' και για την Ανατολή στον ΣΤ' αιώνα. 'Από τούς ανατολικούς συγγραφείς σ' αυτήν αναφέρονται ό Αναστάσιος Σιναιτης, ό πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Νικηφόρος ο Ομολογητής, ο άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης, καθώς επίσης και ο πατριάρχης Αντιοχείας Θεόδωρος Βάλσαμων.
Ή νηστεία στην αρχή, καθώς φαίνεται, ήταν μικρής διάρκειας. Ό Θεόδωρος Βαλσαμων, που γράφει περί τον ΙΒ' αιώνα και κατά συνέπεια μας πληροφορεί για τα όσα ίσχυαν στην εποχή του , σαφώς την ονομάζει «επταήμερον». Όμως υπό την επίδραση της νηστείας της Μεγάλης Τεσσαρακοστής επεξετάθη και αυτή σε σαράντα ήμερες, χωρίς εν τούτοις να προσλάβει την αυστηρότητα της πρώτης.

Πως θα πρέπει να την νηστεύουμε
Καθ' όλη τη διάρκεια του σαρανταημέρου δεν καταλύουμε κρέας, γαλακτερά και αυγά. Αντίθετα, επιτρέπεται να καταλύουμε ψάρι όλες τις ήμερες πλην, φυσικά, της Τετάρτης και της Παρασκευής από την αρχή μέχρι και την 17η Δεκεμβρίου. Ψάρι καταλύουμε επίσης και κατά την εορτή των Εισοδίων της Θεοτόκου, οποιαδήποτε ημέρα κι αν πέσει.
Από την 18η μέχρι και την 24η Δεκεμβρίου, παραμονή της εορτής, επιτρέπεται η κατάλυση οίνου και ελαίου μόνο εκτός, βέβαια, των ημερών Τετάρτης και Παρασκευής που θα παρεμβληθούν και κατά τις οποίες τηρούμε ανέλαιη νηστεία. Επίσης με ξηροφαγία θα πρέπει να νηστεύουμε την πρώτη ήμερα της νηστείας, 15η Νοεμβρίου, καθώς και την παραμονή της εορτής, έκτος βέβαια κι αν πέσουν Σάββατο η Κυριακή.
ΝΗΣΤΕΙΑ: ΑΠΟΧΗ ΑΠΟ ΠΑΣΗΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ
«Επίσης οφείλουμε να μην τηρούμε μόνο την τάξη της νηστείας που αφορά τις τροφές, αλλά να απέχουμε και από κάθε αμαρτία, έτσι ώστε, όπως νηστεύουμε ως προς την κοιλιά, να νηστεύουμε και ως προς τη γλώσσα, αποφεύγοντας την καταλαλιά, το ψέμα, την αργολογία, τη λοιδορία, την οργή και γενικά κάθε αμαρτία που διαπράττουμε μέσω της γλώσσας.
Επίσης χρειάζεται να νηστεύουμε ως προς τα μάτια. Να μη βλέπουμε μάταια πράγματα. Να μην αποκτούμε παρρησία διά μέσου των ματιών. Να μην περιεργαζόμαστε κάποιον με αναίδεια. Ακόμη θα πρέπει να εμποδίζουμε τα χέρια και τα πόδια από κάθε πονηρό πράγμα.
Με αυτό τον τρόπο νηστεύοντας μια νηστεία ευπρόσδεκτη στον Θεό, αποφεύγοντας κάθε είδους κακία που ενεργείται διά μέσου της καθεμιάς από τις αισθήσεις μας, θα πλησιάζουμε, όπως είπαμε, την άγια ήμερα της αναστάσεως αναγεννημένοι, καθαροί και άξιοι της μεταλήψεως των άγιων μυστηρίων».
ΔΩΡΟΘΕΟΣ ΓΑΖΗΣ
Από το "Η νηστεία της Εκκλησίας", Αρχιμ. Συμεών Κούτσα Εκδ. Αποστολική Διακονία, σελ. 88-92
http://orthodox-world.pblogs.gr
Δευτέρα 10 Νοεμβρίου 2014
«Περί τῶν κανονικῶν συνεπειῶν τῆς καύσεως νεκρῶν»
|
Απροκάλυπη προώθηση του Μυστικισμού της Καμπαλά από διάσημη τραγουδίστρια της Pop
Στέφανος Χατζησταματίου
Η Madonna και το Λιοντάρι (Ha’ Ari)
To 2005 κυκλοφόρησε το δέκατο άλμπουμ της διάσημης τραγουδίστριας της ποπ, Madonna. Το δέκατο τραγούδι του άλμπουμ τιτλοφορείται “Isaac” και θα μας απασχολήσει στο παρόν άρθρο.
Φημολογείται ότι το τραγούδι είναι αφιερωμένο στον Isaac ben Shalom Luria Ashkenaz (1534-1572), γνωστό και ως Ha’ Ari, έναν Εβραίο ραββίνο και μυστικιστή του 16ου αι. πατέρα της σύγχρονης Καμπάλα. Ο Luria υπήρξε σημαντικός ραβίνος των Εβραίων, μετά την εξορία τους από την Ισπανία. Η προσφορά του στην ανάπτυξη της σύγχρονης Καμπάλα έγκειται σε δύο κύρια σημεία, πρώτον την μορφοποίησή της και δεύτερον στην εκλαΐκευση της. Η διάδοση της Καμπάλα στο ευρύτερο κοινό, πέραν των κύκλων των λίγων μυημένων ήταν δικό του ξεκίνημα.
Το τραγούδι της Madonna ξεκινά με τους εξής στίχους:
Im nin'alu daltei n'divim - daltei marom lo nin'alu
που σημαίνουν:
Αν οι πόρτες των πλουσίων είναι κλειστές, οι πόρτες του ουρανού δεν θα κλείσουν ποτέ.
Σε ελεύθερη μετάφραση οι στίχοι αναφέρονται στην ασπλαχνία του κόσμου σε σύγκριση με το έλεος του Θεού.
Η στίχοι προέρχονται από ένα ποίημα ενός μεγάλου Εβραίου ποιητή του 17ου αι., του Shalom Shabbazi(1619-1720). Έχουν μελοποιηθεί πολλές φορές και το τραγούδι “Im nin’ alu” είχε γίνει μεγάλη επιτυχία το 1985 από την Εβραία τραγουδίστρια Ofra Haza. Στην έκδοση της Madonna τους τραγουδάει ο Ραβίνος του Καμπαλιστικού Κέντρου του Λονδίνου, Yitzhak Sinwani, ο οποίος παίζει και το σοφάρ, παραδοσιακό πνευστό όργανο που χρησιμοποιείται στις εβραϊκές εορτές Rosh Hashanah και Yom Kippur.
Στην συνέχεια η Madonna τραγουδά:
Staring up into the heavens
In this hell that binds your hands
Will you sacrifice your comfort
Make your way in a foreign land
Wrestle with your darkness
Angels call your name
Can you hear what they are saying
Will you ever be the same
In this hell that binds your hands
Will you sacrifice your comfort
Make your way in a foreign land
Wrestle with your darkness
Angels call your name
Can you hear what they are saying
Will you ever be the same
Την ίδια στιγμή επάνω στην σκηνή υπάρχει ένα τεράστιο κλουβί και μέσα του μια γυναίκα ντυμένη με ένα ένδυμα που θυμίζει την ισλαμική μπούργκα. Στην εξέλιξη του τραγουδιού η γυναίκα αυτή αποβάλει το ένδυμα σε έναν μυστικιστικό συμβολισμό απελευθέρωσης και με χορευτικές κινήσεις που θυμίζουν το πέταγμα πουλιού έρχεται στο προσκήνιο. Είναι αλήθεια ότι για όσους δεν είναι εξοικειωμένοι με την διδασκαλία της Καμπάλα, το αποκρυφιστικό νόημα του τραγουδιού μεταδίδεται καλύτερα από την χορεύτρια.
Όλο το τραγούδι βρίθει από καμπαλιστικές πεποιθήσεις. Το σοφάρ ως όργανο χρησιμοποιείται για να σημάνει σημαντικά γεγονότα, εν προκειμένω τον διαφωτισμό που θα ακολουθήσει από την Madonna. Κατά την καμπαλιστική διαδασκαλία, όταν κάποιος μελετά την αστρολογία (και στο τραγούδι στους στίχους Staring up into the heavens) μπορεί να «απελευθερωθεί» από τις θρησκευτικές δεισιδαιμονίες (In this hell that binds your hands) και να γίνει ο ίδιος αγγελιοφόρος του μηνύματος.
Εν προκειμένω η Madonna είναι αυτή που ανοίγει το κλουβί και απελευθερώνει την χορεύτρια. Αν και η χρήση της μπούργκα δείχνει να αναφέρεται στον ισλαμικό φονταμενταλισμό και στον τρόπο που αντιμετωπίζει την γυναίκα, το μήνυμα είναι γενικευμένο και αναφέρεται σε όλους τους θρησκευτικούς νόμους που κατά τους μυστικιστές περιορίζουν την ανθρώπινη ελευθερία.
Η Madonna καλεί τους ακροατές της ν’ απαλλαγούν από τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις (Wrestle with your darkness), την στιγμή που η ίδια τους φέρνει το μήνυμα της Καββάλα (angels call your name), να υπακούσουν (can you hear what they are saying) και να εναρμονίσουν την ζωή τους με αυτή την διδασκαλία (will you ever be the same).
Στο σημείο αυτό θα διακόψουμε την ερμηνεία του νοήματος του τραγουδιού και θα αναφερθούμε στην συζήτηση που αυτό προκάλεσε. Εβραίοι Ραββίνοι έψεξαν τη Madonna, διότι σύμφωνα με τους κανονισμούς τους το όνομα του Isaac Luria απαγορεύεται να χρησιμοποιείται για κέρδος. Η ίδια απάντησε ότι δεν αναφέρεται στον Luria αλλά στον Καμπαλιστή ραββίνο Isaac Sinwani που εμφανίζεται και τραγουδά. Η δικαιολογία είναι γελεία, διότι τα τραγούδια δεν τιτλοφορούνται από το όνομα του τραγουδιστή. Θα δείξουμε ότι πράγματι αφορά τον Luria.
Στους παρακάτω στίχους η Madonna τραγουδά:
You will find the gate that's open
Even though your spirit's broken
Even though your spirit's broken
δηλ. όποιες κι αν ήταν οι προηγούμενες θρησκευτικές σου πεποιθήσεις (even though your spirit is broken, κατά απόλυτη αρνητική έννοια, όλες οι θρησκείες κάνουν κακό στο πνεύμα του ανθρώπου) – η ίδια ήταν πριν Ρωμαιοκαθολική -, εσύ μπορείς να γίνεις δέκτης και οπαδός του μηνύματος της Καμπάλα (you will find the gate that ‘s open). Το άνοιγμα, όμως, αυτό για την διάδοση της Καμπάλα στις μάζες, έξω από τους καμπαλιστικούς κύκλους, το έκανε ο Isaac Luria, όπως είπαμε παραπάνω. Αυτή ήταν η διδασκαλία του. Άρα σαφώς το τραγούδι είναι αφιερωμένο σ’ αυτόν.
Το ότι ο μυστικισμός και η Καμπάλα εμπνέουν το έργο της Madonna είναι γνωστό ήδη από το 2005. Τότε είχε κυκλοφορήσει μια σειρά παιδικών βιβλίων γραμμένα από την ίδια, εμπνευσμένα από αυτές τις πεποιθήσεις. Επίσης είναι γνωστό ότι πάντοτε μετέφερε τα πιστεύω της στο τραγούδι, όπως την εποχή που ήταν Ρωμαιοκαθολική στα “Like a Virgin” & “Like a Prayer”, και τώρα που ακολουθεί την Καμπάλα στο “Die Another Day” και το υπό εξέταση “Isaac”.
Από την άλλη, ο ερωτισμός που δείχνει να κυριαρχεί στις παραστάσεις της είναι μόνο επιφανειακός. Κάτω από την επιφάνεια κρύβεται το βαθύτερο νόημα των παραστάσεων, το οποίο είναι καθαρά εμπνευσμένο από τον μυστικισμό. Το γεγονός της χρήσης μεταμοντέρνων τεχνοτροπιών από τους συγγραφείς και σκηνοθέτες των video και των συναυλιών της, καθώς και η ευφυΐα της ίδιας ώστε να προκαλεί συζητήσεις και διαμάχες αλλά και να συγκαλύπτει με συμβολισμούς όσα θέλει να βγάλει προς τα έξω, μπερδεύουν κριτικούς και κοινό. Ο ακροατής πρέπει να είναι καλά ενημερωμένος πάνω σε θέματα τέχνης, ιστορίας, θρησκειολογίας και ποπ κουλτούρας για να μπορέσει να συλλάβει το βαθύτερο νόημα των παραστάσεών της, επειδή αυτό κρύβεται κάτω από τα επίπεδα του ερωτισμού της τεχνοτροπίας αλλά και της πνευματικότητας. Ας μην ξεχνάμε ότι παραμένει η βασίλισσα της ποπ επί εικοσιπενταετία.
Μητροπολίτης Κυθήρων Σεραφείμ, Η Ριζάρειος Σχολή τυγχάνει αγνώριστος και αξιοθρήνητος
ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΣΕΒ.ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΚΥΘΗΡΩΝ ΣΕΡΑΦΕΙΜ
ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΠΡΟΕΔΡΟΝ ΤΟΥ Δ.Σ. ΤΗΣ ΡΙΖΑΡΕΙΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ
ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΠΡΟΕΔΡΟΝ ΤΟΥ Δ.Σ. ΤΗΣ ΡΙΖΑΡΕΙΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ
Ἐν Κυθήροις τῇ 4ῃ Νοεμβρίου 2014
Ἀριθ. Πρωτ. : 854
Ἀξιότιμον Κύριον
Νικόλαον Χούλην
Πρόεδροντοῦ Δ.Σ. τῆς Ριζαρείου Ἐκκλησιαστικῆς Σχολῆς
εἰς Ἀθήνας
Ἀξιότιμον Κύριον
Νικόλαον Χούλην
Πρόεδροντοῦ Δ.Σ. τῆς Ριζαρείου Ἐκκλησιαστικῆς Σχολῆς
εἰς Ἀθήνας
Ἀξιότιμε κ.Πρόεδρε,
Σᾶς εὐχαριστῶ πολύ διά τήν ὑπ' ἀριθ. 1068/374/29-9-2014 πρόσκλησιν νά συμμετάσχω εἰς τήν πανηγυρικήν Θείαν Λειτουργίαν εἰς τόν ἐν Χαλανδρίῳ Ἱερόν Ναόν τῆς Ριζαρείου Ἐκκλ. Σχολῆς, εἰς τήν ὁποίαν θά προστῇ ὁ Μακ. Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας κ. Θεόδωρος Β' (9-11-2014).
Πολύ θά τό ἤθελα αὐτό ὑπό ὁμαλάς καί εὐλογημένας διά τήν Σχολήν μας συνθήκας, ἀλλά, δυστυχῶς, ἐμποδίζομαι συνειδησιακῶς νά προσέλθω εἰς τόν ἑορτασμόν αὐτόν. Ἀπό τά βάθη τῆς ψυχῆς μου ἐξέρχεται ὁ ἔμπονος στεναγμός καί ἠχηρά κραυγή πικρᾶς ὀδύνης˙ «Πῶς ᾂσωμεν τήν ᾠδήν Κυρίου ἐπί γῆς ἀλλοτρίας;»(Ψαλμ. 136,4).
Ἀληθῶς, κ.Πρόεδρε, ἀδυνατῶ νά ἀτενίσω ἀδεῶς τήν ἁγίαν εἰκόνα τοῦ ἑορταζομένου κατ' αὐτήν τήν ἡμέραν Ἁγιωτάτου Πατρός ἡμῶν Νεκταρίου Ἐπισκόπου Πενταπόλεως, ἁγίου Σχολάρχου διατελέσαντος τῆς Σχολῆς μας καί καταλιπόντος ἀγαθωτάτην μνήμην καί ἁγίαν ἐποχήν Σχολαρχίας. Τί θά ἔλεγε σήμερα ὁ «ἐν ἐσχάτοις καιροῖς ἐξανατείλας ὡς ἀστήρ οὐρανόφωτος» Ἅγιος Νεκτάριος πρό τῆς δεινῆς καταπτώσεως καί τῆς ἀλλοτριώσεως τῆς πεφιλημένης Σχολῆς μας;
Ὄντως μοῦ εἶναι δυσχερέστατον νά προσβλέψω εἰς τήν προτομήν τοῦ μακαρίου καί ἀοιδίμου κτήτορος τῆς Ρ.Ε.Σ. Γεωργίου Ριζάρη καί τήν ῥῆσιν του, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ καί τήν προμετωπίδα τῆς Σχολῆς˙«παρακαλῶ νά εἰσέρχωνται εἰς τήν Σχολήν ταύτην ὅσοι θά ἐνδυθῶσιν Ἱερωσύνης ἔνδυμα». Ἡ τιμία καί ἱερά Ριζάρειος Διαθήκη ἠγνοήθη καί περιεφρονήθη βαναύσως, παρεποιήθη δέ καί μετεβλήθη παρανόμως καί προκλητικῶς.
Πρός τί νά πανηγυρίσωμεν καί νά συνεορτάσωμεν οἱ Ριζαρεῖται Ἀρχιερεῖς μέ προεξάρχοντα τόν Μακ. Πατριάρχην; Ἡ φιλτάτη Σχολή μας τυγχάνει ἀγνώριστος καί ἀξιοθρήνητος. Μόνον τόν ψαλμικόν στίχον«ἐπί τῶν ποταμῶν Βαβυλῶνος ἐκεῖ ἐκαθίσαμεν καί ἐκλαύσαμεν ἐν τῷ μνησθῆναι ἡμᾶς τῆς Σιών» (Ψαλμ. 136,1) θά ἦτο συγκεχωρημένον νά εἴπωμεν εἰς τήν περίστασιν αὐτήν.
Γνωρίζω ὅτι σᾶς λυπῶ, ἀλλά νά ἔχετε ὑπ' ὄψιν σας ὅτι ἐξερχόμενοι ἐκ τοῦ παρόντος βίου θά θρηνήσητε ἀνόνητα ὑμεῖς καί οἱ συμπράξαντες εἰς τό ἀνοσιούργημα τοῦτο, ἐάν μή ἐγκαίρως μετανοήσητε καί ἐπανορθώσητε.
Εὐχέτης σας πρός Κύριον
Εὐχέτης σας πρός Κύριον
Ὁ Μητροπολίτης
† Ὁ Κυθήρων Σεραφείμ
Η «Χριστιανική Επιστήμη» (Christian Science) και η αμφισβήτησις των ανθρωπολογικών διηγήσεων της Γενέσεως
Η «Χριστιανική Επιστήμη» (Christian Science) και η αμφισβήτησις των ανθρωπολογικών διηγήσεων της Γενέσεως
Του πρωτ. π. Βασιλείου Α. Γεωργοπούλου, Επικ. Καθ. Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ.
Η «Χριστιανική Επιστήμη» (Christian Science) είναι γνωστή αιρετική και παραχριστιανική κίνηση, που ιδρύθηκε από την Mary Baker Eddy (1821-1910), έχει διεθνή παρουσία, χωρίς φυσικά να απουσιάζει και από την Ελλάδα. Μεταξύ των άκρως αντιχριστιανικών και αιρετικών δοξασιών που πιστεύει και διαδίδει συμπεριλαμβάνονται και οι κακόδοξες και παράδοξες θέσεις της για τις ανθρωπολογικές διηγήσεις (Κεφ. 1-3) του βιβλίου της Γενέσεως.
Ι) Για την «Χριστιανική Επιστήμη» η χριστιανική θέση ότι ο άνθρωπος αποτελείται από ψυχή και σώμα, συγκροτείται από πνευματικό και υλικό στοιχείο είναι μία πλάνη, ένα λάθος που πρέπει, κατά τους ισχυρισμούς της, να καταστραφεί με την αλήθεια, που ταυτίζεται με τις δοξασίες της αίρεσης. Δεν υπάρχει κανένα υλικό στοιχείο. Για την αίρεση η θέση, ότι υπάρχει υλικό στοιχείο μαζί με το πνευματικό στον άνθρωπο είναι το μεγάλο λάθος των θνητών.
ΙΙ) Το «κατ’ εικόνα», για την αίρεση, είναι απόδειξη για την ανυπαρξία οποιουδήποτε υλικού στοιχείου στον άνθρωπο. Η βιβλική διήγηση για την πτώση του ανθρώπου, σύμφωνα με την «Χριστιανική Επιστήμη», είναι μύθος. Είναι ιστορικό λάθος. Δεν είναι πραγματικό γεγονός. Δεν συνέβη ποτέ. Οι προπάτορες ποτέ δεν υπήρξαν ως ιστορικά πρόσωπα. Οι βιβλικές ανθρωπολογικές διηγήσεις πρέπει να εκλαμβάνονται μόνο αλληγορικά.
ΙV) Πραγματικό και αληθινό είναι για την αίρεση το αναμαρτησία του ανθρώπου. Η βιβλική διήγηση για την πτώση είναι μόνο μια αλληγορία, που προσδιορίζει το αναληθές. Κατ’ επέκταση, για την «Χριστιανική Επιστήμη», δεν υπάρχει η αμαρτία ούτε ως θεολογικό δεδομένο. Ο άνθρωπος είναι ανίκανος για το κακό και για την αμαρτία.
V) Η αντίληψη ότι αμαρτάνουν οι άνθρωποι είναι μια ψευδαίσθηση. Ο άνθρωπος που νομίζει ότι είναι αμαρτωλός είναι απλώς θύμα ψευδαίσθησης. Για την αίρεση ο άνθρωπος δεν μπορεί να θεωρηθεί χωρισμένος από την αγιότητα.
Οι θέσεις της «Χριστιανικής Επιστήμης» και στο κεφάλαιο της ανθρωπολογίας βρίσκονται σε κάθετη αντίθεση, όχι μόνο με την πραγματικότητα και την Αγία Γραφή, αλλά και με το σύνολο του χριστιανικού κόσμου. Και στην αίρεση αυτή διαπιστώνουμε τη χρήση χριστιανικής ορολογίας, που όμως είναι σε απόλυτη αναντιστοιχία ως προς την νοηματοδότησή της με την παραδοσιακή χριστιανική και εκκλησιαστική θεώρηση των όρων αλλά και με αυτή την κοινή λογική.
Ύστερα από τις παραπάνω επισημάνσεις ποιος θα διαφωνήσει με την αυστηρή αξιολογική κρίση, που είχε διατυπώσει, παλαιότερα, ο λουθηρανός θεολόγος P. Scheurlen, υποστηρίζοντας, ότι η «Χριστιανική Επιστήμη»: «δεν είναι καμμία επιστήμη, αλλά είναι μία γελοιογραφία του Χριστιανισμού». (Βλ. P. Scheurlen, Die Sekten der Gegenwart, [3η έκδ], 1923, σ. 118). Νομίζουμε κανείς.
Ορθόδοξος Τύπος, Αριθμός Φύλλου 2044, 7 Νοεμβρίου 2014
Σάββατο 8 Νοεμβρίου 2014
Το συγγραφικό έργο του Αγίου Νεκταρίου
|
Στην λίστα που ακολουθεί μπορείτε να βρείτε τα συγγράμματα του Αγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως, με αύξοντα αριθμό, τίτλο, τόπο έκδοσης και χρονολογία έκδοσης.
1.Λόγοι εκκλησιαστικοί, Αθήνα, 1884. 2.Δέκα λόγους εκκλησιαστικούς δια την Μεγάλην Τεσσαρακοστήν, Αλεξάνδρεια, 1885. 3.Περί των Ιερών Συνόδων και περί των δύο πρώτων Οικουμενικών Συνόδων, Αλεξάνδρεια, 1888. 4.Λόγος εκφωνηθέντας εν τω Αχιλλοπουλείω Παρθεναγωγείο κατά την Εορτήν των Τριών Ιεραρχών, Αλεξάνδρεια, 1889. 5.Σχεδίασμα περί ανεξιθρησκείας, Αλεξάνδρεια, 1890 (έργο του Ευγενίου Βουλγάρεως με σημειώσεις του Αγίου στο τέλος). 6.Αι Οικουμενικαί Σύνοδοι της του Χριστού Εκκλησίας, Αθήνα, 1892. 7.Τα παρ' ημίν τελούμενα Ιερά Μνημόσυνα, Αθήνα, 1892. 8.Περί της εν τω κόσμω Αποκαλύψεως του Θεού, Αθήνα, 1892. 9.Υποτύπωσις περί ανθρώπου, Αθήνα, 1893. 10.Φυσική Θεολογία, Αλεξάνδρεια, 1893 (έργο του Νεοφύτου Βάμβα). 11.Χριστιανική Ηθική, Αλεξάνδρεια, 1893 (έργο του Νεοφύτου Βάμβα). 12.Περί των αποτελεσμάτων αληθούς και ψευδούς μορφώσεως, Αθήνα, 1894. 13.Περί επιμελείας ψυχής, Αθήνα, 1894. 14.Ιερών και Φιλοσοφικών Λογίων Θησαύρισμα (Τόμος Α), Αθήνα, 1895. 15.Περί των αιτίων του Σχίσματος, Αθήνα, 1895 (στο περιοδικό «Ιερός Σύνδεσμος»). 16.Ποιμαντικές Ομιλίες, Αθήνα, 1895 (στο περιοδικό «Ιερός Σύνδεσμος»). 17.Ιερών και Φιλοσοφικών Λογίων Θησαύρισμα (Τόμος Β), Αθήνα, 1896. 18.Επικαί και ελεγειακαί γνώμαι μικρών Ελλήνων ποιητών, Αθήνα, 1896. 19.Μάθημα Χριστιανικής Ηθικής, Αθήνα, 1897. 20.Μάθημα Ποιμαντικής, Αθήνα, 1898. 21.Ορθόδοξον Ιεράν Κατήχησιν, Αθήνα, 1899. 22.Χριστολογία, Αθήνα, 1900. 23.Μελέτην περί της αθανασίας της ψυχής και περί των Ιερών Μνημοσυνών, Αθήνα, 1901. 24.Περί της Μητρός του Κυρίου, Αθήνα, 1902 (στο περιοδικό «Αναμόρφωσις»). 25.Περί των αγίων του Θεού, Αθήνα, 1902 (στο περιοδικό «Αναμόρφωσις»). 26.Περί των αγίων εικόνων, Αθήνα, 1902 (στο περιοδικό «Αναμόρφωσις»). 27.Περί της Ιεράς Παραδόσεως, Αθήνα, 1902 (στο περιοδικό «Αναμόρφωσις»). 28.Περί Εκκλησίας, Αθήνα, 1902 (στο περιοδικό «Αναμόρφωσις»). 29.Ευαγγελική Ιστορία δι' αρμονίας των Ιερών Ευαγγελιστών, Αθήνα, 1903. 30.Κατανυκτικόν Προσευχητάριον, Αθήνα, 1904. 31.Γνώθι σαυτόν, ήτοι μελέται θρησκευτικαί και ηθικαί, Αθήνα, 1904. 32.Μελέτην περί της Μητρός του Κυρίου, της Υπεραγίας Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας, Αθήνα, 1904. 33.Μελέτην περί Μετανοίας και εξομολογήσεως, Αθήνα, 1904. 34.Μελέτην περί του Μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας, Αθήνα, 1904. 35.Μελέτην περί των αγίων του Θεού, Αθήνα, 1904. 36.Θεοτοκάριον μικρόν, Αθήνα, 1905. 37.Πανδέκτης των Θεοπνεύστων Αγίων Γραφών, Αθήνα, 1906. 38.Περί όρκου, Αθήνα, 1906 (στο περιοδικό «Ιερός Σύνδεσμος»). 39.Ιερατικόν Εγκόλπιον, Αθήνα, 1907. 40.Θεοτοκάριον, Αθήνα, 1907. 41.Ψαλτήριον του προφητάνακτος Δαυίδ, εντεταμένον εις μέτρα κατά την τονικήν βάσιν μετά ερμηνευτικών σημειώσεων, Αθήνα, 1908. 42.Τριαδικόν, ήτοι Ωδαί και Ύμνοι προς τον εν Τριάδι Θεόν, Αίγινα, 1909. 43.Κεκραγάριον, Αίγινα, 1910. 44.Μελέτη ιστορική περί των αιτίων του Σχίσματος, της διαιωνίσεως αυτού και περί του δυνατού ή του αδυνάτου της ενώσεως των δύο Εκκλησιών, της Ανατολικής και Δυτικής (Τόμος Α), Αίγινα, 1911. 45.Μελέτη ιστορική περί των αιτίων του Σχίσματος, της διαιωνίσεως αυτού και περί του δυνατού ή του αδυνάτου της ενώσεως των δύο Εκκλησιών, της Ανατολικής και Δυτικής (Τόμος Β), Αίγινα, 1912. 46.Περί της Μιας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, Αίγινα, 1913. 47.Περί της Ιεράς Παραδόσεως, Αίγινα, 1913. 48.Ιστορικήν μελέτην περί του Τιμίου Σταυρού, Αίγινα, 1914. 49.Προσευχητάριον κατανυκτικόν, Αίγινα, 1914. 50.Μελέτας περί των Θείων Μυστηρίων, Αίγινα, 1915. 51.Περί Εκκλησίας, 1920 (εκδόθηκε από την Ριζάρειο). 52.Χριστιανικήν Ηθικής της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας, 1955 (εκδόθηκε από τον Αρχιμανδρίτη Τίτο Ματθαιάκη). 53.Περί Μεσαίωνος και του Βυζαντινού Ελληνισμού (Εκδόσεις Πελασγός, 1994). Ακολουθεί λίστα με συγγράμματα του Αγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως, για τα οποία αν και γνωρίζουμε την ύπαρξη τους, δεν γνωρίζουμε αν εκδόθηκαν ποτέ. 1.Μελέτη περί των αγίων λειψάνων. 2.Περί κήρου μελίσσης και ελαίου ως προσφοράς και περί θυμιάματος. 3.Περί της αφιερώσεως των Θεώ οσίων παρθένων και περί μονών και μοναχικού βίου. 4.Εορτολόγια της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας (2 τόμοι). 5.Νέον Τριαδικόν. 6.Περί Ελληνισμού. 7.Νέον Πασχάλιον αιώνιον. 8.Ερμηνεία των Πράξεων των Αποστόλων. 9.Περί της εν πνεύματι και αλήθεια λατρείας. 10.Ιερά Λειτουργική. 11.Κεφάλαια πέντε περί των λειτουργικών βιβλίων. 12.Η Θεία Λειτουργία του Αγίου και ενδόξου Αποστόλου και Ευαγγελιστού Μάρκου. 13.Ιστορίας Εκκλησιαστικής μυστική θεωρία. 14.Εγκυκλοπαιδεία της φιλοσοφίας. 15.Χρηστομάθεια. |
Μεσογαίας Νικόλαος: “Παράδεισος είναι η αίσθηση της παρουσίας του Θεού, ενώ Κόλαση η βίωση της απουσίας Του”
Μέσα σε κλίμα αγιορείτικης κατάνυξης, τελέσθηκε ο Μεθέορτος Εσπερινός και η Παράκληση της Αναλήψεως του Κυρίου Υμών Ιησού Χριστού, στο Μετόχι της Ιεράς Μονής Σίμωνος Πέτρας του Αγίου Όρους στο Βύρωνα.
Στον Εσπερινό και την Παράκληση χοροστάτησε ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Μεσογαίας και Λαυρεωτικής Νικόλαος, ο οποίος για 14 χρόνια διακόνησε ως ιερομόναχος στο Σιμωνοπετρίτικο Μετόχι. Τον πλαισίωσαν πατέρες της Μονής αλλά και ιερείς της Μητροπόλεως Μεσογαίας. Συμπροσευχήθηκε επίσης και ο Καθηγούμενος της Ιεράς Μονής Σίμωνος Πέτρας, Αρχιμ. Γέροντας Ελισαίος.
Η συμμετοχή του κόσμου ήταν και φέτος μεγάλη, ενώ χαρακτηριστική ήταν η παρουσία πολλών νέων κάθε ηλικίας.
Στη σύντομη προσλαλιά του ο Σεβασμιώτατος αναφέρθηκε στη σημασία της εορτής της Αναλήψεως. “Η Ανάληψη είναι μια εορτή επαγγελιών. Η πρώτη επαγγελία αναφέρεται στο κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο, όταν ο Χριστός λέει στους Μαθητές πως ενώ χωρίζομαι και φεύγω από εσάς, δεν μένω σε απόσταση αλλά θα είμαι κοντά σας και κανείς δεν μπορεί να είναι εναντίον σας. Είναι η παρουσία του Χριστού στη ζωή μας. Η δεύτερη επαγγελία αναφέρεται στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο όπου ο Χριστός υπόσχεται στους Μαθητές πως δε θα τους αφήσει ορφανούς αλλά θα αποστείλει το Πνεύμα το Άγιο και τους προτρέπει να παραμείνουν στην Ιερουσαλήμ όπου θα λάβουν “δύναμιν εξ’ ύψους”. Η τελευταία επαγγελία αναφέρεται στις Πράξεις των Αποστόλων όπου κατά την στιγμή της Ανάληψης εμφανίζονται δύο Άγγελοι και πληροφορούν τους Αποστόλους ότι Αυτός ο Χριστός που αναλαμβάνεται, πάλι θα επιστρέψει, κάνοντας αναφορά στη Δευτέρα Παρουσία. Συνεπώς, ο Χριστός ακόμα και όταν φεύγει μένει, έπειτα δεν μας αφήνει ορφανούς αλλά στέλνει το Άγιον Πνεύμα και τέλος θα επανέλθει εν Δόξη. Επισφράγισμα των τριών υποσχέσεων αυτών είναι η ευλογία του, καθώς αποχωρίστηκε από τους Μαθητές εν μέσω ευλογίας, γεγονός που πιστοποιούσε την εγκυρότητα των επαγγελιών Του. Αυτή η χαρά της Εκκλησίας, είναι η αίσθηση ότι δεν είμαστε μόνοι μας. Παράδεισος είναι η αίσθηση της παρουσίας του Θεού, ενώ Κόλαση η βίωση της απουσίας Του. Εύχομαι, φεύγοντας από εδώ, να έχουμε κι εμείς αυτό το αίσθημα της παρουσίας του Θεού στη ζωή μας”.
Tου Σπύρου Παπαγεωργίου
Ἅγιος Νεκτάριος ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α´
Περὶ τῆς δόξης τῶν δικαίων ἐν τῇ γῇ ὑπὸ τοῦ Θεοῦ καὶ περὶ τῆς τιμῆς τῆς ἀποδιδομένης αὐτοῖς ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας.
Κατὰ τὸν αὐτὸν χρόνον καθ᾿ ὃν ὁ ὑπέρτατος Κριτὴς ἀξιοῖ νὰ ἀπονείμει τοῖς δικαίοις μετὰ θάνατον ἀπαρχήν τινα τῆς δόξης αὐτῶν ἐν τῷ Οὐρανῷ, ἤτοι τῇ Ἐκκλησίᾳ τῇ θριαμβευούσῃ, ἀπονέμει αὐτοῖς μίαν δόξαν καὶ ἐν τῇ ἐπὶ τῆς γῆς συγχρόνως στρατευομένῃ Ἐκκλησίᾳ. Αὕτη ἡ δόξα ἐκδηλοῦται ἐν τούτῳ ὅτι ἡ ἐπίγειος Ἐκκλησία σέβεται τοὺς δικαίους ὡς ἁγίους καὶ φίλους τοῦ Θεοῦ. Ἐπικαλεῖται αὐτοὺς ἐν ταῖς προσευχαῖς αὐτῆς ὡς μεσίτας παρ᾿ αὐτῷ, τιμᾷ ἐπίσης τὰ αὐτῶν λείψανα καὶ πᾶν ὅ,τι ἀνῆκεν αὐτοῖς, ὡς καὶ τὰς εἰκόνας αὐτῶν.Ἡ χριστιανικὴ Ἐκκλησία τιμᾶ τοὺς ἁγίους οὐχὶ ὡς θεούς, ἀλλ᾿ ὡς πιστοὺς δούλους, ὡς ἁγίους καὶ φίλους τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ ἐκθειάζει τοὺς ἀγῶνας καὶ τὰ ἔργα τὰ τετελεσθέντα ὑπ᾿ αὐτῶν πρὸς δόξαν Θεοῦ τῇ ἐνεργείᾳ τῆς χάριτος αὐτοῦ, εἰς τρόπον ὥστε ἅπασα ἡ τιμὴ ἣν αὐτοῖς ἔδωκεν ἡ Ἐκκλησία, νὰ ἀναφέρηται πρὸς τὴν Ὑψίστην Μεγαλειότητα τὴν ἐπιβλέψασαν μετ᾿ εὐχαριστήσεως ἐπὶ τὸν ἐπὶ γῆς βίον αὐτῶν. Αὕτη τιμᾷ αὐτοὺς δι᾿ ἐτησίας μνήμης, δι᾿ ἑορτῶν δημοτελῶν ἢ πανηγύρεων, καὶ δι᾿ ἀνιδρύσεως ναῶν εἰς τιμὴν τοῦ ὀνόματος αὐτῶν. Οὕτω νοητέα ἡ τιμὴ πρὸς τοὺς ἁγίους (ὁμολογ. Ὀρθοδ. πίστ. ἀποκρ. 52 καὶ ἐπιστολαὶ Πατριάρχου, ἀποκρ. 3).
Οἱ Ἅγιοι τοῦ Θεοῦ ἄνθρωποι οἱ θαυμαστωθέντες ἐν τῇ γῇ ὑπὸ τοῦ Κυρίου, διότι «τοὺς ἁγίους τοὺς ἐν τῇ γῇ ἐθαυμάστωσεν ὁ Κύριος», ἐτιμήθησαν ὑπὸ τῆς τοῦ Θεοῦ ἁγίας Ἐκκλησίας εὐθὺς ἀπὸ τῆς ἱδρύσεως αὐτῆς ὑπὸ τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ. Ἑκάστη τῶν ἐκασταχοῦ χριστιανικῶν κοινοτήτων τῶν ἀνὰ τὴν Οἰκουμένην ἱδρυθεισῶν καθῆκον ἑαυτῆς ἀπαραίτητον ἡγεῖτο ἅμα δὲ καὶ κλέος καὶ καύχημα τὸ τελεῖν ἐτησίως μνήμας τῶν ἀθλητικῶς ἐν Χριστῷ τελειωθέντων καὶ τοῦ μαρτυρικοῦ στεφάνου ἀξιωθέντων ἵνα νεαρὸς εἰς τὸ διηνεκὲς τὰς πράξεις αὐτῶν διασώσῃ. Ἐκαλεῖτο δὲ ἡ ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τῶν Μαρτύρων γενέθλια Μαρτύρων (dies natalis), διότι κατ᾿ αὐτὴν εἰσῆλθoν στεφανηφόροι εἰς τὴν αἰώνιον ζωὴν τὴν ἐν οὐρανῷ, ὅπως ζήσωσιν αἰωνίως ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ Θεοῦ. Τούτου δὲ ἕνεκα ἀπὸ ταύτης τῆς ἡμέρας αἰωνίως ἤρχετο καὶ ἡ κατάταξις αὐτῶν εἰς τὴν χορείαν τῶν τῷ Θεῷ εὐαρεστησάντων ἁγίων καὶ κεκλημένων εἰς τὴν αἰώνιον ζωήν.
Τὰ τίμια τῶν ἁγίων Μαρτύρων λείψανα θεωρούμενα παρὰ τῶν χριστιανικῶν κοινοτήτων τιμιότερα λίθων πολυτελῶν κατετίθεντο ἐντὸς τῶν Ἱερῶν Ναῶν καὶ ἐξησφαλίζοντο ὡς θησαυρὸς πολύτιμος· κατὰ δὲ τὴν ἐπέτειον μνήμην τῆς ἀθλήσεως αὐτῶν οἱ πιστοὶ ἦγον ἑορτὴν καὶ πανήγυριν εἰς τιμὴν τοῦ ἀθλητοῦ καὶ Μάρτυρος τοῦ Κυρίου, ἀνεγινώσκοντο τὰ ἆθλα τῶν μαρτύρων, λόγοι δὲ πανηγυρικοὶ καὶ ἐγκωμιαστικοὶ ἐξεφωνοῦντο παρὰ τῶν ἐκκλησιαστικῶν ῥητόρων τῶν χριστιανικῶν κοινοτήτων.
Πολλάκις ἐπὶ τῶν τάφων τῶν μαρτύρων ἠγείροντο Ἱεροὶ Ναοὶ Μαρτύρια καλούμενοι, οἷς ἐδίδετο τὸ ὄνομα τοῦ Μάρτυρος πρὸς τιμὴν αὐτοῦ· κατὰ δὲ τὴν ἐπέτειον τῆς ἑορτῆς Μάρτυρος συνέτρεχαν πάντες οἱ πιστοὶ ἐν τῷ Ναῷ πρὸς δόξαν Θεοῦ καὶ τιμὴν τοῦ Μάρτυρος τοῦ δοξασθέντος ὑπὸ τοῦ Θεοῦ (Χρυσοστ. εἰς τὸν Μάρτυρα Λουκιανόν).
Οἱ χριστιανοὶ ἠσπάζοντο τὴν ἱερὰν λάρνακα τοῦ τιμίου λειψάνου τοῦ Μάρτυρος καὶ ἐλάμβαναν ἔλαιον ἐκ τῆς κανδήλας τοῦ ἁγίου πρὸς καθαρισμὸν καὶ θεραπείαν ἀπὸ τῶν ἀσθενειῶν αὐτῶν. (Γρηγορ. Νύσσ. ἐν βίῳ Γρηγορ. τοῦ θαυματ. Καὶ Χρυσοστ. εἰς Μάρτ. Ἰουλ.)
Οἱ Χριστιανοὶ ἐτίμων πλὴν τῶν ἁγίων λειψάνων καὶ τὴν γῆν τοῦ Ἁγίου Τάφου ἐν ᾧ κατετέθη τὸ Πανάγιον τοῦ Κυρίου σῶμα, καὶ τὸ σουδάριον ὃ ἦν ἐπὶ τῆς κεφαλῆς τοῦ Χριστοῦ καὶ τὰ ὀθόνια ἤτοι τὴν σινδόνα ἐν ᾗ ἐτυλίχθη τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. Ἐπίσης ἐτίμων καὶ τὴν εἰκόνα τοῦ Κυρίου τὴν ἀποτυπωθεῖσαν θείᾳ εὐδοκίᾳ ἐν μάκτρῳ καὶ ἀποπεμφθεῖσαν τῷ Αὐγάρῳ ποθοῦντι νὰ ἵδῃ αὐτόν.
Ἐπίσης ἐτίμων καὶ τὴν τιμίαν ἐσθῆτα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ τὴν ζώνην αὐτῆς.
Ἡ πρὸς τοὺς ἁγίους τιμὴ εἶναι ὑπαγόρευσις ὑψηλοῦ θρησκευτικοῦ συναισθήματος καὶ ἐνθέου ζήλου πιστῆς καὶ ἀγαπώσης τὸν Θεὸν καρδίας καὶ ἐκδήλωσις τοῦ διακατέχοντος αὐτὴν πόθου πρὸς δόξαν τοῦ Θεοῦ τοῦ δοξάζοντος τὴν στρατευομένην αὐτοῦ Ἐκκλησίαν. Ἡ πρὸς τοὺς ἁγίους τιμὴ εἶναι ἔκφρασις τῆς ἀγάπης τῶν πιστῶν πρὸς αὐτοὺς διὰ τὰς ὑψηλὰς αὐτῶν ἀρετὰς καὶ τοὺς μεγάλους ἀγῶνας καθ᾿ οὖς γενναίως ἀγωνισάμενοι ἔλαβον τὸν τῆς δόξης ἀμαράντινον στέφανον. Ἡ πρὸς τοὺς ἁγίους τιμὴ εἶναι ἔνδειξις σεβασμοῦ ἡμῶν πρὸς αὐτοὺς διὰ τὴν ἐθελούσιον αὐτῶν θυσίαν ὑπὲρ τῆς πίστεως τοῦ Χριστοῦ, ἣν διὰ τοῦ ἰδίου αἵματος καὶ τῆς τελείας αὐταπαρνήσεως ὁμολόγησαν καὶ ἐστήριξαν. Ἡ πρὸς τοὺς ἁγίους τιμὴ εἶναι ἔκφρασις ἀϊδίου εὐγνωμοσύνης πρὸς τοὺς ἀθλητὰς τοῦ Χριστοῦ τοὺς πολεμήσαντας τὰς πλάνας τῶν πολεμίων τῆς ἀληθείας καὶ διαφυλάξαντας τὴν πίστιν ἁγνήν, καὶ μεταδόντας ἡμῖν ἀλώβητον τὴν Ἱερὰν παρακαταθήκην καὶ ἀκεραίαν καὶ ἀμίωτον τὴν ἀποκαλυφθεῖσαν ἀλήθειαν.
Ἡ πρὸς τοὺς ἁγίους τιμὴ εἶναι ἐκδήλωσις τῆς ταυτότητος τῶν αἰσθημάτων καὶ φρονημάτων ἡμῶν πρὸς τοὺς ἱεροὺς τῆς πίστεως ἀθλητάς. Ἡ πρὸς τοὺς ἁγίους τιμὴ εἶναι ὁμολογία τῆς θερμῆς καὶ ζώσης ἡμῶν πίστεως πρὸς τὸν ἀθλοθέτην καὶ ἀγωνοθέτην Χριστὸν τὸν ἐνισχύσαντα ἐν τῷ σταδίῳ τοὺς τῆς πίστεως ἀθλητὰς καὶ δοξάσαντα αὐτούς.
Ἡ πρὸς τοὺς ἁγίους τιμὴ εἶναι ἔνδειξις τοῦ πλημμυροῦντος τὰς καρδίας ἡμῶν ἐνθέου πόθου πρὸς ἀπομίμησιν αὐτῶν, καὶ βεβαίωσις τοῦ διαφλέγοντος τὴν ψυχὴν ἡμῶν ἔρωτος πρὸς ἀνύψωσιν ἐν τῷ ὕψει τῶν ἀρετῶν αὐτῶν, αἵτινες κεῖνται ἡμῖν αἰώνιον ὑπόδειγμα.
Ἡ πρὸς τοὺς ἁγίους τιμὴ εἶναι ἠθικὴ ὀφειλὴ πρὸς αὐτοὺς διὰ τὰς πρὸς ἡμᾶς αὐτῶν ποικίλας εὐεργεσίας, εἶναι χρέος διὰ τὰς πρὸς τὸν Σωτῆρα ὑπὲρ ἡμῶν αὐτῶν ἐντεύξεις, εἶναι ὑποχρέωσις πρὸς αὐτοὺς διὰ τὰς πρὸς ἡμᾶς αὐτῶν ποικίλας εὐεργεσίας, εἶναι χρέος διὰ τὰς πρὸς τὸν Σωτῆρα ὑπὲρ ἡμῶν αὐτῶν ἐντεύξεις, εἶναι ὑποχρέωσις πρὸς αὐτοὺς ἀπαιτουμένη παρ᾿ ἡμῶν ὑπὸ τοῦ Θεοῦ τοῦ δοξάζοντος ἐπὶ τῆς γῆς τοὺς ἁγίους αὐτοῦ· διότι θέλει ὁ Θεὸς νὰ δοξάζωνται οἱ πιστοὶ ἐπὶ τῆς γῆς οὓς Αὐτὸς ἐδόξασε καὶ ἐστεφάνωσε· διότι «τοὺς ἁγίους τοὺς ἐν γῇ ἐθαυμάστωσεν ὁ Κύριος». Ἡ μὴ ἀπόδοσις τῆς νενομισμένης τιμῆς καὶ σεβασμοῦ πρὸς τοὺς ἁγίους τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀσέβεια, ἀχαριστία, ἀδιαφορία καὶ ἔλλειψις πόθου πρὸς τελείωσιν ἐν τῇ ἀρετῇ.
Περὶ τῆς τιμῆς τῶν ἁγίων ἡ Ἐκκλησία ἀπὸ τῆς ἱδρύσεως αὐτῆς μίαν ἔσχε γνώμην, μίαν δοξασίαν, μίαν φωνήν. Οἱ αἰῶνες ἅπαντες τοῦτο μαρτυροῦσιν.
Ὁ Ἐπιφάνιος λέγει· «Ὁ τιμῶν Κύριον τιμᾶ καὶ Ἅγιον, ὁ δὲ ἀτιμάζων ἅγιον ἀτιμάζει καὶ τὸν ἑαυτοῦ Δεσπότην». (Ἐπιφαν. ἐν αἱρέσ. 78 κεφ. 21) Καὶ ἀληθῶς, ἐὰν ὁ ἀτιμάζων τοὺς ὑπὸ τοῦ βασιλέως τετιμημένους τὸν βασιλέα ἀτιμάζῃ, ὡσαύτως καὶ ὁ τοὺς ἁγίους τοὺς δοξασθέντας ὑπὸ τοῦ Θεοῦ μὴ τιμῶν, τὸν Θεὸν οὐ τιμᾷ, καὶ ἀγνώμων πρὸς τὸν Θεὸν καὶ πρὸς τοὺς ἁγίους αὐτοῦ δείκνυται.
Ἐπίσης καὶ ὁ Μέγας Βασίλειος ἐν ἐπιστολῇ 197, 2 λέγει: «ἡ γὰρ πρὸς τοὺς εὔνους τῶν ὁμοδούλων διάθεσις τὴν ἀναφορὰν πρὸς τὸν Δεσπότην ἔχει, ᾧ δεδουλεύκασι· καὶ ὁ τοὺς διὰ πίστιν ἠθληκότας τιμῶν, δῆλός ἐστι τὸν ἴσον ζῆλον ἔχων τῆς πίστεως· ὥστε μία αὕτη πρᾶξις πολλῆς ἀρετῆς ἔχει τὴν μαρτυρίαν».
Ὡσαύτως καὶ ὁ θεῖος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος γράφων κατὰ Ἰουλιανοῦ περὶ τῆς ὀφειλομένης πρὸς τοὺς ἁγίους τιμῆς λέγει· «Οὐκ ᾐδέσθης τὰ ὑπὲρ Χριστοῦ σφάγια, οὐδ᾿ ἐφοβήθης τοὺς μεγάλους ἀγωνιστάς; Τὸν Ἰωάννην ἐκεῖνον, τὸν Πέτρον, τὸν Παῦλον, τὸν Ἰάκωβον, τὸν Στέφανον, τὸν Λουκᾶν, τὸν Ἀνδρέαν καὶ τὴν Θέκλαν, τοὺς ἐπ᾿ ἐκείνους τε καὶ πρὸ ἐκείνων τῆς ἀληθείας προκινδυνεύσαντας; οἱ πυρὶ καὶ σιδήρῳ, καὶ θηρσὶ καὶ τυράννοις προθύμως ἀντηγωνίσαντο; Καὶ παροῦσι κακοῖς καὶ ἀπειλουμένοις, ὥσπερ ἐν ἀλλοτρίοις σώμασιν, ἢ ἀσώματοι; Τίνος ἕνεκεν; ἵνα μὴ προδῶσι μηδὲ μέχρι ῥήματος τὴν εὐσέβειαν, ὧν αἱ μεγάλοι τιμαὶ καὶ πανηγύρεις· ὧν αἱ ἐπιφάνειαι, καὶ ὧν αἱ προρρήσεις· ὧν καὶ τὰ σώματα μόνον ἴσα δύνανται ταῖς ἁγίαις ψυχαῖς, ἢ ἐπαφώμενα ἢ τιμώμενα· ὧν καὶ αἱ ῥανίδες αἵματος μόνον, καὶ μικρὰ σύμβολα πάθους ἴσα δρῶσι τοῖς σώμασι. Ταῦτά οὐ σέβεις ἀλλ᾿ ἀτιμάζεις;» (Γρηγόριος ὁ Ναζιανζ. κατὰ Ἰουλ. στηλιτ. Α´ τομ, Α´ σελ. 76-77).
Ἐπίσης καὶ ὁ Μέγας Βασίλειος ἐν ὁμιλίᾳ ιθ´ εἰς τοὺς Ἁγίους Τεσσαράκοντα Μάρτυρας λέγει:
«Μαρτύρων μνήμης τὶς τῶν γένοιτο κόρος τῷ φιλομάρτυρι; διότι ἡ πρὸς τοὺς ἀγαθοὺς τῶν ὁμοδούλων τιμὴ ἀπόδειξιν ἔχει τῆς πρὸς τὸν κοινὸν Δεσπότην εὐνοίας. Δῆλον γὰρ ὅτι ὁ τοὺς γενναίους ἄνδρας ἀποδεχόμενος, ἐν τοῖς ὁμοίοις καιροῖς οὐκ ἀπολειφθήσεται τῆς μιμήσεως. Μακάρισον γνησίως τὸν μαρτυρήσαντα, ἵνα γένῃ μάρτυς τῇ προαιρέσει καὶ ἐκβῇς χωρὶς διωγμοῦ, χωρὶς πυρός, χωρὶς μαστίγων, τὸν αὐτὸν ἐκείνοις μισθὸν ἠξιωμένος. Ἡμῖν δὲ οὐχ ἕνα πρόκειται θαυμάζειν οὐδὲ δύο μόνους, οὐδὲ μέχρι δεκάδος, ὁ ἀριθμὸς πρόεισι τῶν μακαριζομένων ἀλλὰ τεσσαράκοντα ἄνδρας ὡς μίαν ψυχὴν ἐν διηρημένοις σώμασιν ἔχοντας, ἐν μιᾷ συμπνοίᾳ καὶ ὁμονοίᾳ τῆς πίστεως, μίαν καὶ τὴν πρὸς τὰ δεινὰ καρτερίαν, καὶ τὴν ὑπὲρ τῆς ἀληθείας ἔνστασιν ὑπεδείξαντο. Πάντες παραπλήσιοι ἀλλήλοις, ἴσοι τὴν γνώμην, ἴσοι τὴν ἄθλησιν. Διὸ καὶ ὁμοτίμων τῶν στεφάνων τῆς δόξης καταξιώθησαν. Τίς ἂν οὖν ἐφίκοιτο λόγος τῆς τούτων ἀξίας; Οὐδὲ τεσσαράκοντα γλῶσσαι ἐξήρκεσαν ἂν τοσούτων ἀνδρῶν ἀνυμνῆσαι. Καίτοι εἰ εἷς ἦν ὁ θαυμαζόμενος τήν γε τῶν ἡμετέρων λόγων δύναμιν ἐξήρκει καταπαλαίσαι, μὴ ὅτι πλῆθος τοσούτον, φάλαγξ στρατιωτική, σύστημα δυσκαταγώνιστον, ὁμοίως ἔν τε πολέμοις ἀήττητον, καὶ ἐν ἐπαίνοις ἀπρόσιτον».
Καὶ ἀλλαχοῦ πάλιν ὁ ἴδιος περὶ τῆς τιμῆς πρὸς τὰ ἅγια λείψανα λέγει:
«Καὶ ὅτε μὲν Ἰουδαϊκῶς ἀπέθνησκον οἱ ἄνθρωποι, βδελυκτὰ ἦν τὰ θνησιμαῖα· ὅτε δὲ ὑπὲρ Χριστοῦ ὁ θάνατος, τίμια τὰ λείψανα τῶν ὁσίων αὐτοῦ... νῦν δὲ ὁ ἀψάμενος ὀστέου μάρτυρος, λαμβάνει τινὰ μετουσίαν ἁγιασμοῦ ἐκ τῆς τοῦ σώματος παρεδρευούσης χάριτος. «Τίμιος γὰρ ἐναντίον Κυρίου ὁ θάνατος τῶν ὁσίων αὐτοῦ».
Ὁμοίως καὶ ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος τὰ αὐτὰ λέγει περὶ ἁγίων λειψάνων ὧδε:
«... εἰ γὰρ νεκροῖς σώμασι καὶ διαλυθεῖσιν εἰς κόνιν μείζονα τῶν ζώντων ἁπάντων δύναμιν ὁ Θεὸς ἐχαρίσατο, πολλῷ μᾶλλον ζωὴν αὐτοῖς χαριεῖται βελτίω τῆς προτέρας καὶ μακαριωτέραν κατὰ τὸν τῶν στεφάνων καιρόν».
Καὶ αὖθις ὁ αὐτὸς Χρυσορρήμων Πατήρ: «Ἐμερίσατο ὁ Θεὸς πρὸς ἡμᾶς τοὺς μάρτυρας· τὰς ψυχὰς λαβὼν αὐτός, τὰ σώματα ἡμῖν ἔδωκεν, ἵνα ἔχωμεν ὑπόμνησιν ἀρετῆς διηνεκοῦς τὰ ἅγια τούτων ὁστέα».
Ὁμοίως καὶ ὁ Ἱερὸς Ἰσίδωρος γράφων πρὸς Ἱέρακα περὶ λειψάνων λέγει:
«Εἰ σκανδαλίζῃ ἐπὶ τῇ κόνει τῶν μαρτυρικῶν σωμάτων παρ᾿ ἡμῶν τιμωμένη διὰ τὴν περὶ τὸν Θεὸν αὐτῶν ἀγάπην καὶ ἔνστασιν, ἐρώτησον τοὺς ἐξ αὐτῶν λαμβάνοντας τὰς ἰάσεις καὶ μάθε πόσοις πάθεσι θεραπείαν χαρίζονται. Καί οὐ μόνον οὗ σκώψεις τὸ γινόμενον, ἀλλὰ καὶ ζηλώσεις τὸ ποθούμενον».
Ὁ Φιλοστόργιος ἐν τῷ Ζ´ βιβλίῳ 4 τῆς Ἐκκλησιαστικῆς αὐτοῦ ἱστορίας ἱστορεῖ, ὅτι ἐπὶ Ἰουλιανοῦ ἐν Παλαιστίνῃ οἱ ἀσεβεῖς ἐξαγαγόντες τῶν θηκῶν τὰ τοῦ προφήτου Ἐλισσαίου καὶ τοῦ Βαπτιστοῦ Ἰωάννου καὶ συγκαταμίξαντες ζῴων ὁστοῖς ἀλόγων ὁμοῦ πρὸς κόνιν κατέκαυσαν καὶ εἰς τὸν ἀέρα διεσπείραντο. Τοῦτο δὲ ἔπραττον «Τῶν ἑλληνιστῶν τὰ ἀτοπώτατα κατὰ τῶν Χριστιανῶν πανταχοῦ παλαμωμένων». Ἐκ τῆς διηγήσεως ταύτης δείκνυται, ὅτι οἱ Χριστιανοὶ ἀπὸ τῶν πρώτων ἤδη αἰώνων ἐτίμων τὰ ἅγια λείψανα τῶν προφητῶν, οἱ δὲ Ἑλληνισταὶ τὰ ἀτοπώτατα κατ᾿ αὐτῶν ἐργαζόμενοι πρὸς θλῖψιν αὐτῶν τὴν ἱστορηθεῖσαν ἀνουσιουργίαν εἰργάσαντο.
Ἡ μαρτυρία αὐτὴ τοῦ ἱστορικοῦ Φιλοστοργίου, φρονοῦμεν ὅτι οὐχὶ μικρὸν ὑποστηρίζει τὴν ὑποστηριζομένην ἀλήθειαν, ὅτι οἱ Χριστιανοὶ ἀπὸ τῶν πρώτων ἤδη αἰώνων ἐτίμων τὰ ἁγία λείψανα τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καὶ πάντων τῶν ἁγίων τῶν ὑπὸ τοῦ Θεοῦ μαρτυρηθέντων καὶ δοξασθέντων.
Ὁ δὲ Νικηφόρος πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως πρὸς Λέοντα Πάπαν Ῥώμης γράφων, λέγει τὰ ἑξῆς: «Προσκυνῶ καὶ περιπτύσσομαι τὰ σεβάσμια τῶν ἁγίων λείψανα, ὡς ἰατρεῖον ψυχικῶν τε καὶ σωματικῶν παθημάτων τυγχάνοντα».
Καὶ Φώτιος ἐν ἐπιστολῇ Ι´, σελ. 17, λέγει: «Καὶ ναοὺς ἁγίων, καὶ τάφους καὶ λείψανα πιστοῖς βρύοντα ἰάσεις πιστῶς προσκυνοῦμεν, τὸν αὐτοὺς δοξάσαντα Χριστὸν τὸν Θεὸν ἡμῶν μεγαλύνοντες καὶ ἀνευφημοῦντες».
Ὅτι ὁ σεβασμὸς πρὸς τὰ ἁγία λείψανα ἐξεδηλώθη ἀπὸ τῶν πρώτων τῆς Ἐκκλησίας αἰώνων μαρτυρεῖ ἡ περισυλλογὴ τῶν ἁγίων λειψάνων τοῦ ἱερομάρτυρος Ἰγνατίου, ἡ ἀρχαιοτάτη περὶ τῶν ἁγίων λειψάνων μαρτυρία. Ἐκεῖνο δὲ ὅπερ μαρτυρεῖται περὶ τῶν ἁγίων λειψάνων τοῦ ἱερομάρτυρος Ἰγνατίου τοῦ Ἀποστολικοῦ Πατρός, τοῦτο πάντως ἐγένετο καὶ περὶ τῶν ἁγίων λειψάνων τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ὧν μέχρι σήμερον περισώζονται ἁγία λείψανα ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας μεμαρτυρημένα, καὶ τῶν μαθητῶν αὐτῶν καὶ πάντων τῶν ἁγίων μαρτύρων τοῦ Χριστοῦ καὶ ὁσίων καὶ δικαίων τῶν ὑπὸ τοῦ Κυρίου δεδοξασμένων. Ὁ σεβασμὸς πρὸς τὰ ἅγια λείψανα οὐ μόνον δὲν εἶναι πρᾶξις ἀπρεπής, ἀλλὰ μᾶλλον ἱερὰ καὶ ἀληθοῦς εὐσεβείας προϊόν, ὡς ἔκφρασις τῆς πλημμυρούσης τὴν καρδίαν τῶν πιστῶν ἀγάπης καὶ εὐλαβείας πρὸς τοὺς ἁγίους μάρτυρας καὶ ὁσίους, ὧν ὁ βίος πρόκειται αὐτοῖς ἀΐδιον παράδειγμα ἐξεγεῖρον τὸν ζῆλον πρὸς μίμησιν καὶ ἐπαυξάνον τὴν εὐλάβειαν καὶ τὴν πίστιν.
Ὁ Εὐσέβιος ἐν τῇ Ἐκκλησιαστικῇ αὐτοῦ ἱστορίᾳ ἐν βιβλ. δ´ κεφ. 15 ἱστορῶν τὰ τοῦ μαρτυρίου τοῦ Ἁγίου ἱερομάρτυρος Πολυκάρπου, ἀναφέρει τὰ ἑξῆς περὶ τῶν λειψάνων τοῦ Ἁγίου ἱερομάρτυρος:
«Τοῦτον μὲν γὰρ (τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν) Υἱὸν τοῦ Θεοῦ, προσκυνοῦμεν τοὺς μάρτυρας ὡς μαθητὰς τοῦ Κυρίου καὶ μιμητὰς ἀγαπῶμεν ἀξίως ἕνεκα εὐνοίας ἀνυπερβλήτου τῆς εἰς τὸν ἴδιον βασιλέα καὶ διδάσκαλον· ὧν γένοιτο καὶ ἡμᾶς συγκοινωνοὺς καὶ συμμαθητὰς γενέσθαι. Ἱδὼν οὖν ὁ Ἑκατοντάρχης τὴν τῶν Ἰουδαίων γενομένην φιλονικίαν, θεὶς αὐτὸν ἐν μέσῳ, ὡς ἔθος αὐτοῖς ἔκαυσεν. Οὗτός τε ἡμεῖς ὕστερον ἀνελόμενοι τὰ τιμιώτερα λίθων πολυτελῶν καὶ δοκιμώτερα ὑπὲρ χρυσίον ἄστα αὐτοῦ, ἀπεθέμεθα ὅπου καὶ ἀκόλουθον ἦν (ἐν τῷ Ναῷ), ἔνθα ὡς δυνατὸν ἡμῖν συναγομένοις ἐν ἀγαλλιάσει καὶ χαρᾷ, παρέξει ὁ Κύριος ἐπιτελεῖν τὴν τοῦ μαρτυρίου αὐτοῦ γενέθλιον ἡμέραν, εἴς τε τὴν τῶν προηθληκότων μνήμην καὶ τῶν μελλόντων ἄσκησίν τε καὶ ἑτοιμασίαν».
Ὁ Εὐσέβιος ἱστορεῖ προσέτι καὶ τὰ ἑξῆς περὶ τῆς τιμῆς τῶν ἁγίων μαρτύρων ἐπὶ τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου:
«Τὴν δὲ γ´ ἐπώνυμον αὐτοῦ πόλιν ἐξόχῳ τιμῇ γεραίρων, εὐκτηρίοις πλοίοσιν ἐφαίδρυνε, μαρτυρίοις (ναοῖς) τὲ μεγίστοις, καὶ περιφανεστάτοις οἴκοις· τοῖς μὲν πρὸ τοῦ ἄστεως, τοῖς δὲ ἐν αὐτῷ τυγχάνουσι, δι᾿ ὧν ὁμοῦ καὶ τὰς τῶν μαρτύρων μνήμας ἐτίμα, καὶ τὴν αὐτοῦ πόλιν τῷ τῶν μαρτύρων καθιέρου Θεῷ.»(Ἔκκλ. Ἱστ. ἐν τῷ βίῳ Κωνσταντίνου. Βιβλ. III κεφ. ΜΗ´.)
Ὁ δὲ Σῳζόμενος (βιβλ. γ´ κεφ. ιδ´) λέγει περὶ τοῦ τάφου τοῦ θεσπεσίου Ἱλαρίωνος τὰ ἑξῆς θαυμάσια δι᾿ ὧν μαρτυρεῖται, ὅτι οὐ μόνον τὰ τῶν ἁγίων λείψανα, ἀλλὰ καὶ οἱ τάφοι καὶ οἱ πρότερον τοιοῦτοι κενωθέντες θεραπείας παρέχουσι.
«Διέπρεπε δὲ τότε Ἱλαρίων ὁ θεσπέσιος... ἐπὶ τοσοῦτον δὲ θεοφιλὴς ἐγένετο, ὡς ἔτι καὶ νῦν ἐπὶ τῷ αὐτῷ τάφῳ πολλοὺς ἰᾶσθαι κάμνοντας καὶ δαιμονώντας, καὶ τόγε παραδοξότατον, παρά τε Κυπρίοις, οὗ πρότερον ἐτάφη, καὶ παρὰ Παλαιστινίοις, παρ᾿ οἷς ἐστι νῦν, συμβὰν γὰρ αὐτὸν ἐν Κύπρῳ διατρίβοντα τελευτῆσαι, πρὸς τῶν ἐπιχωρίων ἐκηδεύθη, καὶ ἐν πολλῇ τιμῇ καὶ θεραπείᾳ παρ᾿ αὐτοῖς ἦν. Μετὰ δὲ ταῦτα Ἡσύχας, ὃς εὐδοκιμώτατος ἐγένετο τῶν αὐτοῦ μαθητῶν, κλέψας τὸ λείψανον, διεκόμισεν εἰς Παλαιστίνην καὶ ἐν τῷ ἰδίῳ Μοναστηρίῳ ἔθαψεν».
Ὁ θεῖος Χρυσόστομος ἐν τῇ πρὸς Κορινθ. Βα ἐπιστολή, ὁμιλία 26, λέγει τὰ ἑξῆς περὶ τῆς δόξης τῶν ἁγίων καὶ τῶν ἁγίων λειψάνων αὐτῶν:
«Τὰ δὲ ὁστᾶ τῶν ἁγίων οὐ ταύτην ἔχει τὴν ἐξουσίαν τὴν οἰκτρὰν καὶ ταπεινὴν τὴν τῶν ἀρχόντων, τοῦ λύειν καὶ δεσμεῖν τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλ᾿ ἐκείνην τὴν πολλῷ μείζονα· δαίμονας γὰρ παρίστησι καὶ βασανίζει καὶ τῶν δεσμῶν ἐκείνων τῶν πικροτάτων ἀπολύει τοὺς δεδεμένους.... τοῦ δαίμονος οὗ φέροντος τὴν θαυμαστὴν δύναμιν ἐκείνην. Καὶ οἱ τὰ σώματα φέροντες τῶν ἀσωμάτων κρατοῦσι δυνάμεων ἡ κόνις καὶ τὰ ὁστᾶ καὶ ἡ τέφρα τὰς ἀοράτους ἐκεῖνας διαξαίνει φύσεις. Διὰ τοῦτο ὑπὲρ μὲν τοῦ βασιλικὰς ἰδεῖν αὐλὰς οὐδεὶς ἄν ποτε ἀποδημήσειε· βασιλεῖς δὲ πολλοὶ πολλάκις ἀποδεδημήκασι ταύτης ἕνεκεν τῆς θεωρίας. Τῆς γὰρ μελλούσης κρίσεως ἴχνη καὶ σύμβολα τὰ μαρτύρια τῶν ἁγίων (οἱ ναοὶ ἐπ᾿ ὀνόματι αὐτῶν ἀνεγηγερμένοι) παρέχεται δαιμόνων μαστιζομένων, ἀνθρώπων κολαζομένων καὶ ἐλευθερουμένων. Εἶδες τῶν ἁγίων τὴν δύναμιν καὶ τετελευτηκότων; κτλ.»
Ἡ Ζ´ ἁγία οἰκουμενικὴ Σύνοδος περὶ ἁγίων λειψάνων λέγει ἐν τῷ Ζ´ κανόνι τὰ ἑξῆς:
«Τῇ οὖν ἀσεβεῖ αἱρέσει τῶν χριστιανοκατηγόρων καὶ ἄλλα ἀσεβήματα συνηκολούθησαν. Ὥσπερ γὰρ τὴν τῶν σεπτῶν εἰκόνων ἀφείλοντο ὄψιν ἐκ τῆς ἐκκλησίας, καὶ ἕτερα ἔθη παραλελοίπασιν, ἃ χρῇ ἀνανεωθῆναι καὶ κατὰ τὴν ἔγγραφον καὶ ἄγραφον θεσμοθεσίαν οὕτω κρατεῖν. Ὅσοι οὖν σεπτοὶ ναοὶ καθιερώθησαν ἐκτὸς ἁγίων λειψάνων μαρτύρων, ὁρίζομεν ἐν αὐτοῖς κατάθεσιν γίνεσθαι λειψάνων μετὰ τῆς συνήθους εὐχῆς. Ὁ δὲ ἄνευ ἁγίων λειψάνων καθιερὼν ναόν, καθαιρείσθω, ὡς παραβεβηκὼς τὰς ἐκκλησιαστικὰς παραδόσεις».
Ὁ δὲ Ἱστορικὸς Σωκράτης βιβλ. γ´ κεφ. 18 λέγει τὰ ἑξῆς περὶ τῆς δυνάμεως τῶν μαρτυρικῶν λειψάνων:
«Τὰ γὰρ κατὰ τὴν Ἀντιόχειαν ἱερὰ τῶν Ἑλλήνων ἀνοιγῆναι κελεύσας (ὁ Ἰουλιανός), χρησμὸν λαβεῖν παρὰ τοῦ ἐν Δάφνῃ Ἀπόλλωνος ἔσπευδεν ὡς δὲ ὁ ἐνοικῶν τῷ Ἱερῷ δαίμων τὸν γείτονα δεδοικώς, λέγω δὴ Βαβύλαν τὸν μάρτυρα, οὐκ ἀπεκρίνατο· πλησίον γὰρ ἦν ἡ σορός, ἡ τὸ σῶμα τοῦ μάρτυρος, κρύπτουσα· γνοῦς τὴν αἰτίαν ὁ βασιλεύς, τὴν σορὸν τάχος κελεύει μετοικίζεσθαι. Τοῦτο μαθόντες οἱ κατὰ τὴν Ἀντιόχειαν χριστιανοί, ἅμα γυναιξὶ καὶ νέᾳ ἡλικίᾳ χαίροντες καὶ ψαλμωδοῦντες, ἀπὸ τῆς Δάφνης ἐπὶ τὴν πόλιν μετέφερον τὴν σορόν.»
Κύριλλος δὲ ὁ Ἱεροσολύμων ἐν κατηχήσει ιη´ λέγει περὶ ἁγίων λειψάνων τάδε:
«Καὶ τὸν Ἐλισσαῖον τὸν δὶς ἐγείραντα, ἔν τε τῷ ζῆν καὶ μετὰ τὸ τελευτῆσαι αὐτόν· ζῶν μὲν γὰρ ἐνήργησε τὴν ἀνάστασιν, διὰ τῆς αὐτοῦ ψυχῆς, ἵνα δὲ μὴ μόνον τιμηθῶσι τῶν δικαίων αἱ ψυχαί, πιστευθῇ δὲ ὅτι καὶ ἔγκειται ἐν τοῖς τῶν Δικαίων σώμασι δύναμις, ὁ ῥιφθεὶς ἐν τῷ μνημείῳ τοῦ Ἐλισσαίου νεκρός, τοῦ νεκροῦ σώματος τοῦ προφήτου ἐφαψάμενος, ἐζωοποιήθη, καὶ τὸ σῶμα τοῦ προφήτου τὸ νεκρὸν ἀπετέλεσε ψυχῆς ἔργον καὶ τὸ τελευτῆσαν καὶ κείμενον, ζωὴν παρέσχε τῷ τελευτήσαντι, καὶ παράσχον τὴν ζωήν, αὐτὸ ὁμοίως ἔμεινεν ἐν νεκροῖς. Διατί; ἵνα μὴ ἐξαναστάντος τοῦ Ἐλισσαίου, τῇ ψυχῇ μόνῃ προσγραφῇ τὸ πρᾶγμα, δειχθῇ δὲ ὅτι καὶ ψυχῆς μὴ παρούσης, ἔγκειταί τις δύναμις τῷ τῶν ἁγίων σώματι, διὰ τὴν ἐν τοσούτοις ἔτεσιν ἐνοικήσασαν ἐν αὐτῷ δικαίαν ψυχήν, ἧς ὑπηρέτημα γέγονε. Καὶ μὴ ἀπιστῶμεν νήπιοι, ὡς μὴ γεγενημένου τούτου. Εἰ γὰρ σουδάρια καὶ σημικίνθια τὰ ἔξωθεν ὄντα, τῶν σωμάτων ἁπτόμενα τῶν νοσούντων, ἤγειρε τοὺς ἀσθενεῖς, πόσῳ μᾶλλον αὐτὸ τὸ σῶμα τοῦ προφήτου ἤγειρε τὸν νεκρόν»;
Καὶ Μητροφάνης δὲ ὁ Κριτόπουλος ἐν Κεφ. ις´ τῆς ἑαυτοῦ ὁμολογίας λέγει περὶ τῶν ἁγίων λειψάνων τὰ ἑξῆς:
«Τὴν αὐτὴν δὲ τιμὴν ἀπονέμει ἡ Ἐκκλησία καὶ τοῖς ἁγίοις λειψάνοις εἰ μόνον ἀληθῆ καὶ ἀνόθευτα εἴη. Πολλαὶ γὰρ πανουργίαι καὶ καπηλίαι ἐπενοήθησαν περὶ ταῦτα, ὡς συμβαίνειν τὸν αὐτὸν ἅγιον, οὗ τὰ λείψανα ὀνομάζουσι τρικέφαλον, καὶ τετρακέφαλον εἶναι τοσαυτόχειρα δὲ καὶ τοσαυτόποδα. Πολλαχοῦ γὰρ δεικνύουσι τὰ αὐτὰ μέλη τοῦ αὐτοῦ ἁγίου, ὅπερ ὡς ἄτοπον καὶ καπηλευτικὸν ἡ Ἐκκλησία μισεῖ καὶ ἀποτρέπεται».
Περὶ δὲ τῆς ὀφειλομένης τοῖς ὄντως ἁγίοις λειψάνοις τιμῆς τὸν δὲ τὸν λόγον ἀποδίδωσιν:
«Ἐπειδὴ οἱ Ἐθνικοὶ οἱ διῶκται τῶν Χριστιανῶν ἐπονείδιστον καὶ ἐφύβριστον ἡγοῦντο τὸν ὑπὲρ Χριστοῦ θάνατον, ὁ Θεὸς καὶ Πατὴρ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ τίμιον καὶ ἔνδοξον θέλων ἀποδεῖξαι τὸν τοιοῦτον τρισόλβιον θάνατον, ἅτε δὴ ὑπὲρ τοῦ Μονογενοῦς αὐτοῦ γενόμενον, ἐπέθηκε τοῖς λειψάνοις τῶν ὑπὲρ ἐκείνου θανόντων χάριν καὶ δωρεὰν τοῦ Παναγίου Πνεύματος, ὅπερ ἡ Ἐκκλησία καταμαθοῦσα προθύμως ἀπεδέξατο καὶ τοῖς μετέπειτα παρέδωκεν. Ὅτι δὲ ἀληθῶς χάρις τοῦ Παναγίου Πνεύματος προσετέθη τοῖς ἁγίοις λειψάνοις μαρτυροῦσι πολλοὶ τῶν τῆς ἀρχαιοτάτης Ἐκκλησίας συγγραφέων καὶ σοφοὶ καὶ ἅγιοι καὶ τὰ διὰ τῶν ἁγίων λειψάνων γενόμενα θαύματα· οἷα διαμονῶν φυγαὶ καὶ ποικίλων νόσων θεραπεία, ὧν τοὺς τόπους καιροῦ διδόντως δυνάμεθα παραστῆσαι, εἰ καὶ νῦν διὰ τὸ κατεπεῖγον τῆς ὥρας παρατρέχω».
Περὶ τῆς τιμῆς τῶν ἁγίων μαρτύρων ἡ ἁγία ἐν Λαοδικείᾳ Σύνοδος ἐν τῷ ΝΑ´ κανόνι λέγει:
«Ὅτι οὐ δεῖ ἐν τῇ τεσσαρακοστῇ μαρτύρων γενέθλια ἐπιτελεῖν, ἀλλὰ τῶν ἁγίων μαρτύρων μνήμας ποιεῖν ἐν τοῖς Σαββάτοις καὶ ταῖς Κυριακαῖς»»· ἡ ἀπαγόρευσις δὲ αὐτὴ διετάχθη ὡς λέγει ὁ Βαλσάμων, ὡς ὄντων τῶν γενεθλίων τῶν μαρτύρων χαροποιῶν καὶ πανηγύρεων προξένων, ἔξ οὗ δηλοῦται, ὅτι πανάρχαιον τὸ τιμᾶν τοὺς ἁγίους μάρτυρας καὶ πανηγυρίζειν κατὰ τὴν μνήμην τῆς ἡμέρας τῶν γενεθλίων ἤτοι τοῦ μαρτυρίου τοῦ ἁγίου μάρτυρος. Τοῦτο δὲ μαρτυρεῖται καὶ ὑπὸ τοῦ Τερτυλλιανοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Κυπριανοῦ. Οὗτος ὁ Τερτυλλιανὸς (de corona, c.3) λέγει! «μνήμας ὑπὲρ τῶν κεκοιμημένων ἐτησίους ποιοῦμεν». Ἤκμασε δὲ ὁ Τερτυλλιανὸς κατὰ τὸ 160 — 245. Ἐπίσης καὶ ὁ ἅγιος Κυπριανὸς ἐν ἐπιστολῇ λδ´ λέγει: «θυσίας ὑπὲρ αὐτῶν (τῶν μαρτύρων) προσφέρομεν πάντοτε, καὶ μνήμας ἐπιτελοῦμεν κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς ἀθλήσεως τοῦ μάρτυρος, καὶ ἐτησίους πανηγυρίζομεν μνήμας». Ὁ Κυπριανὸς δὲ ἐμαρτύρησε κατὰ τὸ 258.
Πανάρχαιον λοιπὸν ἀποφαίνεται ἐκ πάντων τούτων τὸ ἔθος τῆς χριστιανικῆς Ἐκκλησίας τῆς τιμῆς καὶ τοῦ σεβασμοῦ πρὸς τοὺς ἁγίους καὶ πρὸς τὰ ἅγια αὐτῶν λείψανα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β´
Περὶ τῆς πρὸς τὸν Θεὸν πρεσβείας τῶν ἁγίων.
Ἡ ἔννοια τῆς Ἐκκλησίας κατὰ τὸ ὀρθόδοξον φρόνημα ἐνέχει τὸ περὶ πρεσβείας τῶν ἁγίων δόγμα, ὅπερ ἦν καθολικὸν παρ᾿ ἁπάσῃ τῇ Ἐκκλησίᾳ τῶν πρώτων αἰώνων καὶ ἐθεωρήθη ἀνέκαθεν ὡς ἀλήθεια ἀναμφήριστος καὶ ἐπρεσβεύθη ὡς τοιοῦτον καθ᾿ ὅλους τοὺς αἰῶνας.Ἐν τῇ ἐννοίᾳ τῆς Ἐκκλησίας ὡς σώματος Χριστοῦ παραλαμβάνονται πάντες οἱ ἐν τῇ πίστει ἀναγεννηθέντες ζῶντες καὶ τεθνεῶτες καὶ γενόμενοι σῶμα Χριστοῦ.
Ἐν τῇ ἐννοίᾳ τῆς Ἐκκλησίας περιλαμβάνονται πλὴν τῶν εἰς Χριστὸν πιστευσάντων καὶ πάντες οἱ πρὸ τοῦ Νόμου καὶ ἐν τῷ Νόμῳ ἀποθανόντες δίκαιοι οἱ ἀπεκδεχόμενοι σωτηρίαν διὰ τοῦ Υἱοῦ τῆς ἐπαγγελίας, διὰ τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ ἀναμενομένου Σωτήρως κόσμου. Κατὰ τὴν ἔννοιαν ταύτην τὴν ἀποδιδομένην τῇ Ἐκκλησίᾳ, ἡ Ἐκκλησία περιλαμβάνει ὡς μέλη ἑαυτῆς καὶ θεωρεῖ ὡς μέλη Χριστοῦ καὶ πάντας τοὺς ἀπὸ Ἀδὰμ δικαίους τοὺς εἰς Χριστὸν πιστεύσαντας πρὸς τῆς ἐλεύσεως αὐτοῦ.
Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ διακρίνεται εἰς στρατευομένην καὶ θριαμβεύουσαν, καὶ στρατευομένην μὲν λέγομεν τὴν ἐπὶ γῆς ὑπὲρ τοῦ ἔργου τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ στρατευομένην καὶ ἀγωνιζομένην κατὰ τῶν ὑπεναντίων δυνάμεων τῆς ἀπωλείας· θριαμβεύουσαν δὲ τὴν ἐν οὐρανῷ αὐλιζομένην, τὴν ἀγωνισθεῖσαν καὶ θριαμβεύσασαν καὶ ἐν δόξῃ πρὸς τὸν ἀγωνοθέτην Χριστὸν ἀπελθοῦσαν.
Αἱ Ἐκκλησίαι αὗται, ἡ τε ἐν οὐρανῷ καὶ ἡ ἐπὶ γῆς, εἰσὶν ἡ μία ἀδιαίρετος τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία, ἡ νύμφη τοῦ Χριστοῦ. Ταύτης τῆς Ἐκκλησίας κεφαλή ἐστιν ὁ Χριστός, ὅστις συγκροτεῖ εἰς ἓν σῶμα τήν τε ἐν οὐρανῷ καὶ τὴν ἐπὶ γῆς Ἐκκλησίαν.
Κατὰ τὴν ὀρθόδοξον ἄρα ἔννοιαν τὴν διδομένην τῇ Ἐκκλησίᾳ οἱ ἐν Κυρίῳ ἀποθνῄσκοντες ὡς ἅγια τῆς Ἐκκλησίας μέλη, ὡς μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, εὑρίσκονται ἐν ἀδιαρρήκτῳ μετὰ τῆς Ἐκκλησίας ἑνότητι. Ὡς μέλη τῆς Ἐκκλησίας εὑρίσκονται ἐν συναισθήσει τῶν λειτουργιῶν τῆς Ἐκκλησίας καὶ συναινοῦσι καὶ συνδοξάζουσι μετὰ τῆς ὅλης Ἐκκλησίας τὸν Σωτῆρα καὶ δέονται ὑπὲρ τῆς στρατευομένης Ἐκκλησίας καὶ τῶν ἐν ἀσθενείᾳ ψυχικῇ ἢ σωματικῇ μελῶν αὐτῆς, τῶν μήπω τετελειωμένων ἐν τῇ ἀρετῇ, καὶ βοηθοῦσι τῇ θείᾳ ἐπινεύσει τοῖς δεομένοις αὐτῶν.
Αἱ δεήσεις τῆς θριαμβευούσης Ἐκκλησίας ἑνοῦνται ταῖς εὐχαῖς τῆς στρατευομένης Ἐκκλησίας καὶ οὐρανὸς καὶ γῆ δοξάζει τὸν Κύριον καὶ δέεται ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς καὶ σωτηρίας.
Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀδυνατεῖ νὰ νοήσῃ διάσπασιν καὶ χωρισμὸν τῶν ἑαυτῆς μελῶν, τῶν τε ζώντων καὶ τεθνεώτων, διότι ἀδυνατεῖ νὰ νοήσῃ μέλη Χριστοῦ χωρισθέντα τῆς Ἐκκλησίας, τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, μετὰ θάνατον καὶ κατασταθέντα νεκρὰ καὶ ἀναίσθητα. Ἡ Ἐκκλησία ἀδυνατεῖ νὰ ἐννοήσῃ τοιοῦτον χωρισμὸν μετὰ τὴν μετὰ τοῦ Κυρίου ἕνωσιν ἀδυνατεῖ νὰ ἐννοήσῃ μέλη αὐτῆς λαβόντα τὴν ἐν Χριστῷ ζωὴν καὶ μὴ ἔχοντα πλέον αὐτὴν ἀδυνατεῖ νὰ ἐννοήσῃ μέλη ἄνευ νοήσεως, ἄνευ συναισθήσεως· τουναντίον ἡ Ἐκκλησία πιστεύει κατὰ τὰς ἁγίας Γραφάς, ὅτι «ἄρτι βλέπομεν δι᾿ ἐσόπτρου ἐν αἰνίγματι, τότε δὲ πρόσωπον πρὸς πρόσωπον ἄρτι γινώσκω ἐκ μέρους, τότε δὲ ἐπιγνώσομαι καθὼς καὶ ἐπεγνώσθην» (Α´ Κορινθ. ιγ´ 12-13.)
Ἡ ὀρθόδοξος Ἐκκλησία πιστεύει ὅτι πάντες οἱ πιστοί, ζῶντες καὶ τεθνεῶτες, ὡς μέλη Χριστοῦ ἔχουσι ζωογονοῦσαν τὴν ἣν ἔλαβον ζωὴν τοῦ Χριστοῦ καὶ ὅτι αὐτή ἐστιν ἀΐδιος, ὅτι τὸ πνεῦμα τοῦ Χριστοῦ ἐνοικεῖ ἐν αὐτοῖς καὶ ὅτι μετὰ τὴν διάλυσιν τοῦ χοϊκοῦ σκήνους πλήρη ἔχουσιν τὴν συναίσθησιν τῆς ζωογονούσης αὐτοὺς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ καὶ τέλειον τὸν φωτισμὸν τῆς γνώσεως (Β´ Κορινθ. δ´ 8—15 καὶ ε´ 1—10) καὶ γινώσκουσι τὰ ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ συμβαίνοντα καὶ ἐπικαλούμενοι ὑπὸ τῶν στρατευομένων μελῶν τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὑπ᾿ αὐτῆς τῆς Ἐκκλησίας παρέχουσι θείᾳ εὐδοκίᾳ τὴν ἑαυτῶν ἀντίληψιν καὶ βοήθειαν τοῖς ἐπικαλουμένοις διὰ τὴν παρρησίαν ἣν ἔχουσι πρὸς τὸν Κύριον καὶ Σωτῆρα ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν.
Κατὰ τὴν δοξασίαν λοιπὸν ταύτην τῆς Ἐκκλησίας σφάλλονται μεγάλως καὶ ἐλέγχονται ἀγνοοῦντες τὸ πνεῦμα τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας οἱ φρονοῦντες ὅτι οἱ πρὸς τὸν Κύριον ἐκδημήσαντες ἅγιοι ἀγνοοῦσι τὰ καθ᾿ ἡμᾶς. Τὴν ἀλήθειαν τοῦ ὀρθοδόξου δόγματος περὶ τῆς πρεσβείας τῶν ἁγίων καὶ ἑπομένως τῆς τελείας τῶν καθ᾿ ἡμᾶς γνώσεως τῶν ἁγίων κυροῦσί οὐ μόνον τὰ εἰρημένα ἀλλὰ καὶ ῥητὴ τοῦ Εὐαγγελίου μαρτυρία, ἥτις κυροῖ ταύτην καὶ βέβαιοι ὡς ὀρθόδοξον.
Ὁ Κύριος λέγει ἐν τῷ Ἱερῷ Εὐαγγελίῳ «ἐπὶ ἑνὶ ἁμαρτωλῷ, μετανοοῦντι χαρὰ ἔσται ἐν οὐρανῷ» (Λουκ. ιε´ 8). Ποῖοι χαίρουσιν ἐν οὐρανῷ; μόνον οἱ Ἄγγελοι! ἀλλ᾿ ἐάν οἱ Ἄγγελοι χαίρωσι, διατὶ οὐχὶ καί οἱ ἅγιοι οἱ ὡς ἄγγελοι Θεοῦ παριστάμενοι τῷ Σωτῆρι Χριστῷ, οἱ ὑπὸ τοῦ φωτὸς τῆς γνώσεως φωτισθέντες; Ἐὰν οἱ ἅγιοι ἀγνοῶσι τὰ καθ᾿ ἡμᾶς, πόθεν οἱ ἄγγελοι ἐπίστανται ταῦτα; Εἰ δὲ τῷ θείῳ φωτισμῷ φωτιζόμενοι οἱ ἄγγελοι γινώσκουσι, διατὶ τοῖς ἁγίοις τοῖς ἔχουσι τὸν θεῖον φωτισμὸν ἀρνούμεθα τοῦτο; Ὥστε οἱ χαίροντες ἐν Οὐρανῷ εἰσιν οἱ τε ἄγγελοι καὶ οἱ ἅγιοι. Ὥστε καὶ οἱ ἄγγελοι καὶ οἱ ἅγιοι οἱ ἐν οὐρανῷ ἐπίστανται τὰ καθ᾿ ἡμᾶς.
Ἐπίσης ὁ Σωτὴρ λέγει πρὸς τοὺς Ἰουδαίους, ὅτι «Ἀβραὰμ ὁ πατὴρ ὑμῶν ἠγαλλιάσατο, ἵνα ἵδῃ τὴν ἡμέραν τὴν ἐμὴν καὶ εἶδε καὶ ἐχάρη» (Ἰωάν. η´ 56)· ὅτι ἐνταῦθα σαφῶς περὶ τῆς γνώσεως λέγει τοῦ Ἀβραάμ, καὶ ἑπομένως καὶ ὅλων τῶν ἁγίων, δῆλον. Ἐν τοῖς πρὸς Ἑβραίους ια´ 13 λέγει περὶ τοῦ Ἀβραάμ, καὶ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακὼβ ὅτι «κατὰ πίστιν ἀπέθανον πάντες μὴ κομισάμενοι τὰς ἐπαγγελίας, ἀλλὰ πόρρωθεν αὐτὰς ἰδόντες καὶ ἀσπασάμενοι κτλ.» Ὥστε τὸ «εἶδε καὶ ἐχάρη» δηλοῖ τὴν γνῶσιν, ἣν ἔλαβεν ὁ Ἀβραὰμ καὶ τὴν χαράν, ἣν ἠσθάνθη ἰδὼν τὴν ἐπαγγελίαν τὴν γενομένην αὐτῷ περὶ τῆς ἐλεύσεως τοῦ Σωτῆρος ἐκ τοῦ σπέρματος αὐτοῦ τὸ κατὰ σάρκα πληρωθεῖσαν.
Εἰς τὴν ὑπὸ Γ. Κωνσταντίνου ἑρμηνείαν τοῦ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγελίου ἀναγινώσκομεν ταῦτα: «Ἐχάρη δὲ Ἀβραὰμ ἐν Οὐρανοῖς ἰδὼν τὴν πραγματοποίησιν τῶν ἐπαγγελιῶν κατὰ τὴν ἔλευσιν τοῦ Χριστοῦ διὰ τῆς χάριτος τοῦ ὁποίου ὁ ταλαίπωρος Λάζαρος εὗρεν ἀνάπαυσιν ἐν τοῖς κόλποις αὐτοῦ». Ὥστε οἱ ἅγιοι γινώσκουσι τὰ καθ᾿ ἡμᾶς.
Ἐπίσης ἐκ τῆς παραβολῆς τοῦ Σωτῆρας περὶ τοῦ πλουσίου καὶ τοῦ πτωχοῦ Λαζάρου μανθάνομεν αὐθεντικῶς, ὅτι ὁ Ἀβραὰμ ἐγίνωσκεν τελείως οὐ μόνον τὰ περὶ τῆς καταστάσεως ἑκάστου ἐν τῷ κόσμῳ, ἀλλὰ καὶ τὴν ἱστορίαν αὐτὴν τοῦ Ἰουδαϊκοῦ ἔθνους, καὶ ὅτι Μωσέα ἔσχον καὶ προφήτας καὶ νόμον καὶ διδασκαλίαν κτλ. ὡς δηλοῦται ἐκ τῆς ἀπαντήσεως τοῦ Ἀβραὰμ πρὸς τὸν πλούσιον: «Εἰ Μωσέως καὶ τῶν προφητῶν οὐκ ἀκούουσιν οὐδ᾿ ἐὰν τὶς ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ πεισθήσονται» (Λουκ. ις´ 25—31).
Ἐν τῇ παλαιᾷ Ἁγίᾳ Γραφῇ ἐν Β´ βιβλίῳ τῶν Μακκαβαίων (κεφ. ιε´ στιχ. 1-16) σαφῶς καὶ ἀπεριφράστως ἀναφέρεται ἡ τῶν καθ᾿ ἡμᾶς γνῶσις τοῖς ἀποιχομένοις δικαίοις καὶ ἡ δέησις αὐτῶν ὑπὲρ τῶν ἐπιζώντων ἀδελφῶν αὐτῶν. Ἐν τοῖς εἰρημένοις στίχοις ἀναφέρεται ὁ Ἱερεμίας εὐχόμενος ὑπὲρ τοῦ λαοῦ τῶν Ἰουδαίων καὶ Ὀνίας ὁ γενόμενος Ἀρχιερεὺς ἀνὴρ καλὸς καὶ ἀγαθὸς ἐπίσης εὐχόμενος ὑπὲρ τοῦ λαοῦ καὶ καθ᾿ ὕπαρ τοῦτο τῷ Ἰούδᾳ τῷ Μακκαβαίῳ ἀποκαλύψας. Οἱ τὴν πρεσβείαν τῶν ἁγίων ἀποκρούοντες ἀδυνατοῦσι νὰ ἀποκρούσωσι καὶ τὴν μαρτυρίαν ταύτην διότι καὶ μετὰ τὴν ἀπόκρουσιν αὐτῶν μένει ἡ μαρτυρία τῶν Ἰουδαίων τῶν πιστευσάντων τῷ Ἰούδᾳ· διότι ἐπίστευσαν τοῖς λόγοις καὶ ἔτι πιστεύουσιν αὐτοῖς. Ἐὰν οἱ Ἰουδαῖοι δὲν ἐπίστευον ἐξ ἱερᾶς παραδόσεως εἰς τὴν ἐμφάνειαν τῶν ἁγίων, ὁ Ἰούδας δὲν ἤθελε γίνη πιστευτὸς ὡς ἐναντία πρὸς τὰ δεδομένα αὐτοῖς φθεγγόμενος.
Ἡ μαρτυρία αὐτὴ τότε μόνον δύναται νὰ παύσῃ ἔχουσα ἰσχύν, ἐὰν τὰ βιβλία τῶν Μακκαβαίων ἀπορριφθῶσιν ὡς ἐστερημένα ἱστορικῆς ἀληθείας, ἀλλὰ τοῦτο εἶναι ἀδύνατον, διότι ἡ ἱστορικὴ ἀξία τῶν βιβλίων μαρτυρεῖται ὑπὸ τῆς πολιτικῆς ἱστορίας.
Οἱ τὰς πρεσβείας τῶν μεταστάντων ἁγίων ἀποκρούοντες, ἀποκρούουσι καὶ τὰς πρεσβείας τῶν ἐπιζώντων ἁγίων καὶ αὐτῆς τῆς Ἐκκλησίας ὑπὲρ τῶν δεομένων τῆς παρακλήσεως αὐτῶν διὰ τὴν πρὸς τὸν Θεὸν παρρησίαν ἣν ἒχουσι· διότι ἀποκρούουσι πᾶσαν μεσιτείαν καὶ φρονοῦσι τὸ τοιοῦτον ὡς ἐναντιούμενον τῇ Γραφῇ. Ἡμεῖς πρὸς βεβαίωσιν τοῦ Ὀρθοδόξου φρονήματος θέλομεν προσαγάγει μαρτυρίας ἔκ τε τῆς Παλαιᾶς καὶ τῆς Κ. Διαθήκης.
α) Μαρτυρία» ἐκ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης.
Τὸ δόγμα περὶ τῆς πρεσβείας τῶν ἁγίων μαρτυρεῖτε πρῶτον ἐκ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Ἐν αὐτῇ ἱστορεῖται ὅτι ὁ Ἀβραὰμ ἐδεήθη τοῦ Θεοῦ ὑπὲρ τοῦ Ἀβιμέλεχ· «προσηύξατο δὲ Ἀβραὰμ πρὸς τὸν Θεόν, καὶ ἰάσατο ὁ Θεὸς τὸν Ἀβιμέλεχ καὶ τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ τὰς παιδίσκας αὐτοῦ καὶ ἔτεκον» (Γέν. κ´ 17)· καὶ ὁ Μωϋσῆς ὑπὲρ τοῦ Φαραώ: «Καὶ ἐξῆλθε ὁ Μωϋσῆς ἀπὸ Φαραώ, καὶ ηὔξατο πρὸς τὸν Θεὸν ἐποίησε δὲ Κύριος καθάπερ εἶπε Μωϋσῆς, καὶ περιεῖλε τὴν κυνόμυιαν ἀπὸ Φαραὼ καὶ τῶν θεραπόντων αὐτοῦ καὶ τοῦ λαοῦ καί οὐ κατελείφθη οὐδὲ μία.» (Ἔξοδ. η´ 28-31, Ἔξοδ, λβ´ 11-14). Ἐπίσης ὑπὲρ τοῦ λαοῦ τῶν Ἰουδαίων: «καὶ ηὔξατο Μωϋσῆς καὶ ἐκόπασε τὸ πῦρ» (Ἀριθ. ια´ 2) καὶ ὑπὲρ τοῦ Ἀαρὼν (Δευτερ. θ´ 12, 20), καὶ προσέτι Σαμουὴλ ὑπὲρ τοῦ Ἰσραήλ: «καὶ ἐβόησε Σαμουὴλ πρὸς Κύριον καὶ ἑπήκουσεν αὐτοῦ ὁ Κύριος» (Α´ Βασιλ. ζ´ 8-9 καὶ Α´ Βασιλ. ια´ 19-23, Γ´ Βασιλ. ιγ´ 1-7, Α´ Βασιλ. ιβ´ 23).
Ἐν τῷ Βιβλίῳ τοῦ Ἰὼβ ὁ Κύριος λέγει πρὸς Ἐλιφὰζ τὸν Θαιμανίτην: «ἥμαρτες σύ, καὶ οἱ δύο φίλοι σου· οὐ γὰρ ἐλαλήσατε ἐνώπιόν μου ἀληθὲς οὐδέν, ὥσπερ ὁ θεράπων μου Ἰώβ. Νῦν δὲ λάβετε ἑπτὰ μόσχους καὶ ἑπτὰ κριοὺς καὶ πορεύθητε πρὸς τὸν θεράποντά μου Ἰὼβ καὶ ποιήσει κάρπωσιν ὑπὲρ ὑμῶν. Ἰὼβ δὲ ὁ θεράπων μου εὔξεται ὑπὲρ ὑμῶν, ὅτι εἰ μὴ προσώπων αὐτοῦ λήψομαι, εἰμὴ γὰρ δι᾿ αὐτὸν ἀπώλεσα ἂν ἡμᾶς... καὶ ἐποίησαν καθὼς συνέταξεν αὐτοῖς ὁ Κύριος καὶ ἔλυσε τὴν ἁμαρτίαν αὐτοῖς διὰ Ἰώβ» (Ἰώβ. μβ´ 7—9).
Οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ ἱερεῖς κατὰ τὴν διάταξιν τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου ηὔχοντο τῷ Θεῷ ὑπὲρ τοῦ λαοῦ. Ἐν Λευιτικῷ θ´ 7 ὁ Μωϋσῆς λέγει τῷ Ἀαρών: «πρόσελθε πρὸς τὴν θυσιαστήριον καὶ ποίησον τὸ περὶ τῆς ἁμαρτίας σου καὶ τὸ ὁλοκαύτωμά σου καὶ ἐξίλασαι περὶ σεαυτοῦ καὶ τοῦ οἴκου σου καὶ ποίησον τὰ δῶρα τοῦ λαοῦ, καὶ ἐξίλασαι περὶ αὐτῶν, καθάπερ ἐνετείλατο Κύριος κτλ.» Ἡ ἐπίκλησις ἐν τῇ προσευχῇ τοῦ Μανασσῆ, βασιλέως Ἰούδα «Κύριε Παντοκράτορ, ὁ Θεὸς τῶν Πατέρων ἡμῶν τοῦ Ἀβραὰμ καὶ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακὼβ καὶ τοῦ σπέρματος αὐτῶν τοῦ δικαίου κτλ» εἶναι τύπος παρακλήσεως ἐν ᾧ ἐμφαίνεται ἡ τῶν προπατόρων πρὸς τὸν Θεὸν πρεσβεία, διότι δι᾿ οὐδένα ἕτερον λόγον μνημονεύει τῶν προπατόρων καὶ τοῦ σπέρματος αὐτῶν τοῦ δικαίου ἢ ὅπως προσαγάγῃ πρεσβευτὰς ὑπὲρ ἑαυτοῦ τοὺς εὐαρεστήσαντας αὐτῷ καὶ ἐπικαλεσθῇ τὸ ἔλεος αὐτοῦ ὅπερ ἑαυτοῦ.
Ἐπίσης ἐν τοῖς λόγοις τοῦ Ἡσαΐου πρὸς τὸν Ἐζεκίαν, εὐξάμενον τῷ Θεῷ ὅπως μὴ ἀποθάνῃ ὡς ἠγγέλθη αὐτῷ ὑπὸ τοῦ Ἡσαΐου, «τάδε λέγει Κύριος ὁ Θεὸς Δαυὶδ τοῦ πατρός σου, ἤκουσα τῆς προσευχῆς σου καὶ εἶδον τὰ δάκρυά σου· ἰδοὺ προστίθημι τὸν χρόνον σου ἔτη δεκαπέντε κτλ», ἐμφαίνεται γενομένη ἡ χάρις καὶ τὸ ἔλεος χάριν Δαυὶδ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ, οὕτινος φαίνεται τοῦ ὀνόματος ἐμνήσθη ἐν τῇ ἑαυτοῦ προσευχῇ ὁ Ἐζεκίας (Ἡσαΐας ΛΗ´ 1—7).
Ἐπίσης καὶ ἐν Βασιλ. Δ´ κεφ. κ´ 15 ὁ Ἐζεκίας ἐπικαλούμενος τὸν Θεὸν τὸν προσφωνεῖ Θεὸν τοῦ Ἰσραήλ· ἡ ὑπόμνησις δὲ τοῦ ὀνόματος ἐδήλου τὴν πρεσβείαν τοῦ Ἰσραήλ, ἤτοι τοῦ Ἰακὼβ καὶ τοῦ σπέρματος αὐτοῦ τοῦ δικαίου.
Ἐν τῇ προσευχῇ τοῦ Βασιλέως Σολομῶντος κατὰ τὰ ἐγκαίνια τοῦ Ναοῦ τοῦ Θεοῦ, ὁ Σολομὼν ἐπικαλεῖται τὸν Θεόν, ὅπως ἐπακούσῃ αὐτοῦ δεομένου ὑπὲρ τοῦ Ναοῦ, καὶ μνημονεύει τῶν λόγων τοῦ Θεοῦ πρὸς Δαυὶδ τὸν πατέρα αὐτοῦ λέγων: «καὶ νῦν, Κύριε, ὁ Θεὸς τοῦ Ἰσραήλ, φύλαξον τῷ παιδί σου τῷ Δαυὶδ τῷ πατρί μου ὃ ἐλάλησας αὐτῷ λέγων κτλ.». Ἐν τῇ ὅλῃ προσευχῇ φαίνεται ὁ Σολομὼν παρακαλῶν τὸν Θεὸν νὰ μνησθῇ τοῦ Ἰσραὴλ καὶ τοῦ Δαυὶδ καὶ ἐπακούση αὐτοῦ δεομένου.
Ἡ ἐπίκλησις αὕτη φέρει τύπον πρεσβείας τῶν ἁγίων τῶν εὐαρεστησάντων τῷ Θεῷ. Τοιούτους τύπους προσευχῶν εὑρίσκομεν καὶ ἐν ἁπάσῃ τῇ Π. Διαθήκῃ. Ἐκ τούτων δὲ ἀποδεικνύεται, ὅτι ἐν τῇ Παλαιᾷ Διαθήκῃ ὁμολογεῖται ὅτι οἱ δίκαιοι ζῶντες καὶ τεθνεῶτες πρεσβεύουσι τῷ Θεῷ.
β) Μαρτυρίαι ἐκ τῆς Καινῆς Διαθήκης περὶ τῆς πρεσβείας τῶν ἁγίων
Ἐν τῇ Καινῇ Διαθήκῃ τὸ εὔχεσθαι ὑπὲρ ἀλλήλων εἶναι ἐντολῇ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ (Ματθ. ε´ 44, Λουκ. ς´ 27). Αὐτὸς ὁ Κύριος ἔδειξεν ὑμῖν ὑπόδειγμα εὐχηθεὶς ὑπὲρ τῶν σταυρωτῶν αὐτοῦ (Λουκ. κγ´ 34). Ἐπίσης ὁ ἀρχιδιάκονος Στέφανος ηὐχήθη ὑπὲρ τῶν λιθοβολησάντων αὐτὸν (Πράξ. ζ´ 60). Καὶ ὁ Παῦλος τὰ αὐτὰ διδάσκει πρὸς τοὺς Ῥωμαίους (ιβ´ 14)· ἐπίσης καὶ πρὸς Κορινθίους (Α´ δ´ 13—15)· καὶ ὁ Πέτρος ἐν τῇ αη´ αὐτοῦ ἐπιστολῇ (γ´ 9) καὶ ὁ Ἰάκωβος (ε´ 16)· καὶ ὁ Ἰωάννης εὔχεται τῷ Γαίῳ εὐοδοῦσθαι περὶ πάντων καθὼς εὐοδοῦται αὐτοῦ ἡ ψυχὴ (Γῆ 2)· καὶ καθόλου εἰπεῖν τὸ διαπνέον ἐν τῇ Γραφῇ πνεῦμα εἶναι τὸ ὑπὲρ ἀλλήλων εὔχεσθαι τῷ Θεῷ. Ὁ εὐχόμενος ὑπὲρ ἑτέρου μεσιτεύει μεταξὺ τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ ὑπὲρ οὗ γίνεται ἡ μεσιτεία, ὥστε πᾶς ὁ εὐχόμενος ὑπὲρ ἑτέρου μεσιτεύει ὑπὲρ ἑτέρου καὶ τελεῖ ἔργον τοῦ μεσίτου.
Ἡ Ἐκκλησία ἔλαβεν ἐντολὴν καὶ τὸ παράδειγμα παρὰ τῶν Ἀποστόλων νὰ εὔχηται ὅπερ τοῦ σύμπαντος κόσμου καὶ μεσιτεύει πρὸς τὸν Χριστὸν ὑπὲρ τοῦ κόσμου. Ἡ Ἐκκλησία ἐν ταῖς πρὸς τὸν Θεὸν αὐτῆς δεήσεσιν εὔχεται πρὸς τὸ γενέσθαι τὸν Κύριον εὐίλατον ταῖς δεήσεσιν αὐτῆς καὶ ἐπακοῦσαι τῶν δεήσεων αὐτῆς, προσάγει δὲ τὰς τῶν ἁγίων πρεσβείας καὶ τῆς Θεομήτορος πεποιθυΐα ἐπὶ τῇ παρρησίᾳ αὐτῶν πρὸς τὸν Κύριον καὶ τῇ πρὸς τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ τὴν στρατευομένην ἀδιαλείπτῳ καὶ ἀμειώτῳ ἀγάπη αὐτῶν.
Ἡ Ἐκκλησία ἐπικαλουμένη τὰς πρεσβείας τῶν ἁγίων πιστεύει, ὅτι οἱ ἅγιοι οἱ πρεσβεύσαντες ζῶντες τῷ Κυρίῳ ὑπὲρ τῆς εἰρήνης τοῦ κόσμου, τῆς εὐσταθείας τῶν ἁγίων τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησιῶν κτλ. δὲν διαλείπουσι τοῦτο πράττοντες καὶ ἐν τῇ οὐρανίῳ τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία τῇ θριαμβευούσῃ, καὶ εἰσακούουσι τῶν δεήσεων ἡμῶν ἐπικαλουμένων αὐτούς, καὶ εὔχονται πρὸς τὸν Κύριον, καὶ γίνονται φορεῖς τῆς χάριτος καὶ τοῦ ἐλέους τοῦ Κυρίου.
Περὶ πρεσβείας τῶν ἁγίων ὅτι οἱ ἅγιοι οἴδασι τὰ καθ᾿ ἡμᾶς· Δ´ Βασιλ. Ε´ 26. Πράξεων Ε´ 1—11 καὶ ιβ´ 5. Ἰωανν. Η´ 56. Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγ. Ἐκκλ. Ἱεραρ. κεφ. 7, 3. Ἀναστασίου Σιναΐτου, ἐρωταποκρ. ς´ Ὠριγενης (Σ. ἔ. 186) Τόμ. Α´, Σελ. 269 ἔκδ. Παρισ. 1733. Ὁ Καισαρείας Εὐσέβιος ὁ Παμφίλου (Σ. ἔ. 270) περὶ πρεσβείας τῶν ἁγίων γράφει (Εὐαγγ. Προπαρασκευὴ Βιβλ. ΙΓ. σελ. 663 τῆς ἐν Κολωνίᾳ ἐκδόσεως τοῦ 1688 καὶ ἡ ἐν Γάγγρᾳ τῆς Παφλαγονίας Σύνοδος Σ. ἔ. 325) ἐν τῷ Κ´ αὐτῆς Κανόνι ὁρίζει...
Περὶ τῶν προσευχῶν τῶν ἁγίων σαφῶς διαλαμβάνει ἡ ἀποκάλυψις (Ἰωάν. ε´ 8). Ἐν ταῖς Πράξεσι δὲ τῶν Ἀποστόλων ἱστορεῖται, ὅτι ἡ Ἐκκλησία προσηύξατο ὑπὲρ τοῦ Πέτρου τοῦ τηρουμένου ἐν τῇ φυλακῇ: «ὁ μὲν οὖν Πέτρος ἐτηρεῖτο ἐν τῇ φυλακῇ· προσευχῇ δὲ ἣν ἐκτενὴς γινομένη ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας πρὸς τὸν Θεὸν ὑπὲρ αὐτοῦ» (Πράξ. ιβ´ 5—7—12).
Ὁ δὲ Ἀπόστολος Παῦλος γράφει πρὸς Ῥωμαίους ὅτι ἀδιαλείπτως μνείαν αὐτῶν ποιεῖται πάντοτε ἐπὶ τῶν προσευχῶν αὐτοῦ (Ρωμ. α´ 9) καὶ παρακαλεῖ αὐτοὺς νὰ συναγωνισθῶσιν αὐτῷ ἐν ταῖς προσευχαῖς ὑπὲρ αὐτοῦ πρὸς τὸν Θεόν, ἵνα ῥυσθῆ ἀπὸ τῶν ἀπειθούντων Ἰουδαίων καὶ ἡ διακονία αὐτοῦ ἡ εἰς Ἱερουσαλὴμ εὐπρόσδεκτος τοῖς ἁγίοις γένηται κτλ. (Ρωμ. ιε´ 30—31).
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἐν τῇ Βα´ πρὸς Κορινθίους Ἐπιστολῇ λέγει ὅτι ἐρρύσθη ἐκ θανάτου καὶ ῥύσεται αὐτὸν ὁ Χριστὸς «συνυπουργούντων καὶ ὑμῶν ὑπὲρ ἡμῶν τῇ δεήσει, ἵνα ἐκ πολλῶν προσώπων τὸ εἰς ἡμᾶς χάρισμα διὰ πολλῶν εὐχαριστηθὴ ὑπὲρ ἡμῶν» (α´, 19—11). Ἐν δὲ τῇ πρὸς Ἐφεσίους ὁ Παῦλος γράφει· «οὐ παύομαι εὐχαρίστων ὑπὲρ ὑμῶν μνείαν ποιούμενος ἐπὶ τῶν προσευχῶν μου» (α´ 16), καὶ παραγγέλλει αὐτοῖς λέγων: «διὰ πάσης προσευχῆς καὶ δεήσεως προσευχόμενοι ἐν παντὶ καιρῷ ἐν πνεύματι καὶ εἰς αὐτὸ τοῦτο ἀγρυπνοῦντες ἐν πάσῃ προσκαρτερήσει καὶ δεήσει περὶ πάντων τῶν ἁγίων, καὶ ὑπὲρ ἑμοῦ» (στ´ 18—10).
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος τὸ αὐτὸ παραγγέλλει καὶ ἐν ἁπάσαις αὐτοῦ ταῖς ἐπιστολαῖς. Ἐν τῇ πρὸς Φιλιππησίους γράφει: «Εὐχαριστῶ τῷ Θεῷ μου ἐπὶ πάσῃ τῇ μνείᾳ ὑμῶν πάντοτε» κτλ. (α´ 3—4).
Ἐν τῇ πρὸς Κολοσσαεὶς ἀναγγελεῖ, ὅτι πάντοτε ὑπὲρ αὐτῶν προσεύχεται (α´ 3—4) καὶ ἐντέλλεται αὐτοῖς νὰ εὔχονται καὶ οὖτοι ὑπὲρ αὐτοῦ λέγων; «Τῇ προσευχῇ προσκαρτερεῖτε, γρηγοροῦντες ἐν αὐτῇ ἐν εὐχαριστίᾳ, προσευχόμενοι Ἅμα καὶ περὶ ἡμῶν» (δ´ 2—3).
Καὶ πρὸς Θεσσαλονικεῖς γράφει: «εὐχαριστοῦμεν τῷ Θεῷ πάντοτε περὶ πάντων ὑμῶν μνείαν ποιούμενοι ἐπὶ τῶν προσευχῶν ἡμῶν, ἀδιαλείπτως μνημονεύοντες ὑμῶν τοῦ ἔργου τῆς πίστεως» κτλ, Α´ α´ 2—3)· ἐντέλλεται ἐν τέλει αὐτοῖς εὔχεσθαι ὑπὲρ αὐτοῦ λέγων: «ἀδελφοὶ προσεύχεσθαι περὶ ἡμῶν» (Ε´ 25), καὶ ἐν τῇ δευτέρᾳ αὐτοῦ ἐπιστολῇ πρὸς αὐτοὺς γράφει: «Τὸ λοιπὸν ἀδελφοὶ προσεύχεσθε περὶ ἡμῶν» (Γ´ 1—2).
Ἐν δὲ τῇ Αη´ πρὸς Τιμόθεον παρακαλεῖ λέγων: «Παρακαλῶ οὖν πρῶτον πάντων ποιεῖσθαι δεήσεις, προσευχάς, ἐντεύξεις εὐχαριστίας ὑπὲρ πάντων ἀνθρώπων, ὑπὲρ βασιλέων καὶ πάντων τῶν ἐν ὑπεροχῇ ὄντων, ἵνα ἤρεμον καὶ ἡσύχιον βίον διάγωμεν ἐν πάσῃ εὐσεβείᾳ καὶ σεμνότητι. Τοῦτο γὰρ καλὸν καὶ ἀποδεκτὸν ἐνώπιον τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Θεοῦ» (Β´ 1—4).
Καὶ ἐν τῇ Β´ πρὸς Τιμόθεον γράφει «ὅτι ἀδιάλειπτον ἔχει περὶ αὐτοῦ μνείαν ἐν τῇ δεήσει αὐτοῦ νυκτὸς καὶ ἡμέρας» (α´ 3), καὶ εὔχεται καὶ ὑπὲρ τῆς ψυχῆς τοῦ κοιμηθέντος ἐν Κυρίῳ Ὀνησιφόρου λέγων «δωῃ αὐτῷ Κύριος εὑρεῖν ἔλεος παρὰ Κυρίου ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ». Τὰ αὐτὰ γράφει καὶ πρὸς Φιλήμονα (α´ 4—22) καὶ πρὸς Ἑβραίους (ιγ´ 18).
Ὁ Ἀπόστολος Ἰάκωβος συνιστᾷ τὰς ὑπὲρ ἀλλήλων δεήσεις λέγων: «εὔχεσθε ὑπὲρ ἀλλήλων ὅπως ἰαθῆτε· πολὺ γὰρ ἰσχύει δέησις δικαίου ἐνεργούμενη»· Ἵνα δὲ ὑποδείξῃ αὐτοῖς τὴν ἰσχὺν τῆς δεήσεως τοῦ δικαίου ἐπιλέγει: «Ἠλίας ἄνθρωπος ἦν ὁμοιοπαθὴς ἡμῖν καὶ προσευχῇ προσηύξατο τοῦ μὴ βρέξαι, καὶ οὐκ ἔβρεξεν ἐπὶ τῆς γῆς ἐνιαυτοὺς τρεῖς καὶ μήνας ἕξ· καὶ πάλιν προσηύξατο καὶ ὁ οὐρανὸς ἔδωκεν ὑετὸν καὶ ἡ γῆ ἐβλάστησε τὸν καρπὸν αὐτῆς» (ε´ 16—18).
Ὁ δὲ Ἰωάννης ὁ Θεολόγος ἐντέλλεται νὰ εὐχώμεθα καὶ ὑπὲρ τῶν ἁμαρτανόντων ἀδελφῶν ἡμῶν λέγων: «ἐάν τις ἴδη τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ ἁμαρτάνοντα ἁμαρτίαν μὴ πρὸς θάνατον, αἰτήσει, καὶ δώσει αὐτῷ ζωὴν κτλ».
Ἐκ τῶν μέχρι τοῦδε εἰρημένων ἀποδεικνύεται
α) ὅτι τὸ εὔχεσθαι ὑπὲρ ἀλλήλων εἶναι ἐντολὴ τοῦ Σωτῆρος καὶ τῶν Ἀποστόλων,
β) ὅτι τὸ τοιοῦτον εἶναι εὐάρεστον τῷ Θεῷ,
γ) ὅτι ὁ Θεὸς δέχεται τὰς ὑπὲρ τῶν ἀδελφῶν ἡμῶν δεήσεις,
δ) ὅτι εἰσακούει τῆς αἰτήσεως καὶ δίδωσι ζωὴν τοῖς ἁμαρτάνουσιν, ἤτοι ἀφίησι τὰ ἁμαρτήματα τοῦ μὴ πρὸς θάνατον ἁμαρτήσαντος,
καί ε) ὅτι πολὺ ἰσχύει ἡ δέησις δικαίου παρὰ τῷ Θεῷ.
Ὀφείλομεν ἄρα εὔχεσθαι ὑπὲρ ἀλλήλων καὶ ἐπικαλεῖσθαι τὰς δεήσεις τῶν δικαίων ὑπὲρ ἡμῶν ἁμαρτανόντων, ὡς μεγάλην παρρησίαν πρὸς τὸν Θεὸν κεκτημένων τῶν δικαίων, ἀφοῦ μάλιστα οἴδαμεν, ὅτι τοῦτό ἐστιν εὐπρόσδεκτον τῷ Θεῷ, καὶ ὅτι ὁ Θεὸς ἐπικαμπτόμενος ταῖς δεήσεσι τῶν δικαίων συγχωρεῖ καὶ τὰ μὴ πρὸς θάνατον ἁμαρτήματα.
Ἤδη ταῦτα γινώσκοντες ἐπιτρέπεται νὰ ἀμφιβάλλωμεν, ὅτι οἱ ὑπὲρ ἡμῶν πρεσβεύσαντες Ἅγιοι καὶ δίκαιοι καὶ μεταστάντες ὑπὸ τοῦ Κυρίου ἀπὸ τῆς Ἐκκλησίας τῆς στρατευομένης πρὸς τὴν θριαμβεύουσαν θέλουοιν εὔχεσθαι ὑπὲρ ἡμῶν τῶν στρατευομένων; Τοιαύτη ἀμφιβολία ἐκφράζει ἀπιστίαν πρὸς τὸ δόγμα, ὅτι οἱ ἐν Κυρίῳ ἀποθνῄσκοντες μεταβαίνουσιν ἀπὸ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ἐν χώρᾳ ζώντων, ἐν σκηναῖς δικαίων, ἐν τῇ Βασιλείᾳ τῶν Οὐρανῶν εἰ δὲ πιστεύομεν εἰς τὸ δόγμα τοῦτο, ὀφείλομεν ἐπίσης νὰ πιστεύωμεν ὅτι οἱ ἅγιοι καὶ οἱ δίκαιοι πρεσβεύουσιν ὑπὲρ ἡμῶν καὶ τῶν δεήσεων ἡμῶν ἐνωτίζονται ὡς μέλη ἑνὸς καὶ τοῦ αὐτοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας καὶ δέονται ὑπὲρ ἡμῶν καὶ φορεῖς τῶν θείων δωρεῶν ἡμῖν γίνονται.
Οἱ πρὸς ταῦτα ἀντιφρονοῦντες λέγουσιν: «Εἷς μεσίτης μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων»· ἀλλ᾿ οἱ ταῦτα λέγοντες πρὸς ἡμᾶς ὀφείλουσι πρῶτον πρὸς τοὺς διδάξαντας ἡμᾶς Ἀποστόλους νὰ ἀποτείνωσι τὴν ἔνστασιν ἐὰν πεποίθασιν ἐπὶ τῇ ὀρθότητι αὐτῆς καὶ φρονῶσιν ὅτι αὐτὴ ὀρθῶς τίθεται· διότι ἡμεῖς ἑπόμεθα, ὡς εἴδομεν, τῇ διδασκαλίᾳ τῶν Ἀποστόλων, ἀλλὰ δυστυχῶς οὐκ ὀρθῶς τίθεται, διότι ἡ ἔνστασις ἀλλάσσει τὸ θέμα τῆς συζητήσεως καὶ φέρει εἰς παράλογον συμπέρασμα.
Καὶ πρῶτον, ἡ ἔνστασις δὲν κεῖται πρὸς τὸ θέμα (περὶ τῆς πρεσβείας τῶν ἁγίων), διότι ἕτερον μεσιτεία Χριστοῦ, τοῦ Λυτρωτοῦ τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἑαυτοῦ Πατέρα, καὶ ἕτερον πρεσβεία ἡ μεσιτεία τῶν ἁγίων πάντων, τῆς Θεοτόκου καὶ τῶν ἀγγέλων πρὸς τὸν Σωτῆρα Χριστόν.
Διότι τὸ μὲν «εἷς μεσίτης μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων» κηρύσσει τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν Σωτῆρα καὶ Λυτρωτὴν τοῦ κόσμου καὶ γνωρίζει πᾶσιν, ὅτι εἷς ἐστιν ὁ λυτρούμενος τοὺς ἀνθρώπους ἐκ τῆς καταδυναστείας τοῦ πονηροῦ, ὅτι ὀφείλομεν αὐτῷ πιστεῦσαι καὶ ἐν τῷ ὀνόματι αὐτοῦ βαπτισθῆναι καὶ λαβεῖν ἄφεσιν ἁμαρτιῶν, καὶ ὅτι ἐκτὸς αὐτοῦ οὔκ ἐστιν σωτηρία.
Πρὸς ταῦτα οὐδεὶς ἀντιλέγει· ἡμεῖς ταῦτα πιστεύομεν καὶ ὁμολογοῦμεν. Τὸ δὲ περὶ πρεσβείας τῶν ἁγίων πρὸς τὸν Σωτῆρα Χριστὸν δόγμα ἐκφράζει ταύτην ἀκριβῶς τὴν πίστιν τῶν πιστευσάντων πρὸς τὸν Σωτῆρα τὸν δοξάσαντα τοὺς ἁγίους αὐτοῦ καὶ ἐπακούοντα τῶν δεήσεων αὐτῶν. Ὥστε ἡ ἔνστασις τῶν διαμαρτυρομένων ἡ μέχρι κόρου ἀφόρητου προβαλλομένη, «εἷς μεσίτης μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου», δι᾿ ἧς ζητοῦσι νὰ πείσωσιν ἡμᾶς μὴ αἰτεῖσθαι τὰς πρεσβείας τῶν ἁγίων, δὲν κεῖται πρὸς τὸ συζητούμενον θέμα ἀλλ᾿ ἐκτὸς αὐτοῦ· διότι τὸ προτεινόμενον εἷναι νέον θέμα, ὅπερ οὐδεὶς ἀμφισβητεῖ, ὡς νέον δὲ θέμα καὶ διάφορον πρὸς τὸ συζητούμενον οὐδ᾿ ὅλως αἰρεῖ ἢ ἀναιρεῖ τιθέμενον τὴν ἡμετέραν περὶ πρεσβείας τῶν ἁγίων δοξασίαν διότι ἕτερον μεσιτεία Υἱοῦ πρὸς Πατέρα, καὶ ἕτερον μεσιτεία ἁγίων πρὸς τὸν δοξάσαντα αὐτοὺς Κύριον. Ἡ ἔνστασις δὲν φέρει εἰς ὀρθὸν συμπέρασμα, διότι ἐκ τῆς μείζονος προτάσεως· «εἷς μεσίτης μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων, Ἰησοῦς Χριστός», ἐξάγουσι συμπέρασμα, ὅτι οὐδεὶς μεσίτης πρὸς Χριστόν»· ὅπερ λογικῶς ψευδές.
Ὁ ὀρθὸς συλλογισμὸς θὰ ἧτο: «ἄρα οὐδεὶς ἕτερος πρὸς τὸν Θεὸν τὸν Πατέρα μεσίτης»· ἀλλ᾿ οἱ ἐνιστάμενοι οὐχ οὕτως λογικεύονται, ἐν ᾧ δὲ παραλογίζονται περιπίπτοντες εἰς τὸ ἐν τῇ λογικῇ καλούμενον σόφισμα ἑτεροζητησεως, διδάσκουσιν ἡμᾶς τὴν μετὰ λόγου εὐσέβειαν.
Ἀληθῶς πρὸς μὲν τὸν Πατέρα εἷς μεσίτης ὁ Υἱός· πρὸς τὸν Υἱὸν ὅμως πάντες οἱ ἅγιοι οἱ κύκλῳ αὐτοῦ· διὸ ὁσάκις δεόμεθα πρὸς τὸν Υἱὸν ἐπικαλούμεθα πρεσβευτὰς τὴν Θεοτόκον καὶ τοὺς ἁγίους πάντες καὶ τούτους πρὸς τὸν Σωτῆρα τιθέμεθα μεσίτας· τοῦτο δὲ ἐδιδάχθημεν παρὰ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων ὁσάκις δὲ δεόμεθα πρὸς τὸν Θεὸν Πατέρα τότε μόνον τὸν Υἱὸν προσάγομεν πρεσβευτὴν καὶ μεσίτην, οὐδέποτε δὲ λέγομεν εὐχὴν πρὸς τὸν Θεὸν Πατέρα ὑπὲρ τελέσεως μυστηρίου γινομένην ἢ ἑτέρας τάξεως μὴ ἀναφέρουσαν τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ ὡς μόνον μεσίτην μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων.
Μαρτυρίαι περὶ πρεσβείας τῶν ἁγίων ἐκ τῆς Ἱερᾶς παραδόσεως
Ἐκ τῆς ἱερᾶς παραδόσεως διδασκόμεθα ὅτι οἱ Ἅγιοι Πάντες καὶ ἡ Θεοτόκος ἐθεωρήθησαν ἀπὸ τῶν ἀποστολικῶν χρόνων ἐν τῇ μιᾷ ἁγίᾳ καθολικῇ καὶ ἀποστολικῇ Ἐκκλησίᾳ πρέσβεις πρὸς τὸ Σωτῆρα Χριστὸν ὑπὲρ τῆς στρατευομένης Ἐκκλησίας, ὡς παρρησίαν πολλὴν πρὸς Αὐτὸν κεκτημένοι.Καί,
α) ἐν ἅπασι τοῖς λειτουργικοῖς βιβλίοις τῆς τε Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας καὶ ἐν αὐτοῖς τοῖς τῶν ἑτεροδόξων Ἐκκλησιῶν ἀναφέρονται οἱ ἅγιοι ὡς πρεσβεύοντες ὑπὲρ ἡμῶν πρὸς τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν.
β) Ἐκ παραδόσεως παρέλαβαν ἡ Ἐκκλησία ἀπὸ τῶν ἀποστολικῶν χρόνων καὶ τίθησι μερίδας τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ τῶν ἁγίων ἐν τῷ δισκαρίῳ, δεξιόθεν καὶ ἀριστερόθεν τοῦ ἁγίου Ἄρτου, καὶ ποιεῖται κατ᾿ ὄνομα μνείαν αὐτῶν. Ἡ παράδοσις δ᾿ αὐτὴ ἐγίνετο καὶ γίνεται ἐν τῇ Καθολικῇ Ἐκκλησίᾳ πάντοτε πανταχοῦ καὶ ὑπὸ πάντων
γ) Ἐν τοῖς διπτύχοις ἐμνημονεύοντο καὶ μνημονεύονται πάντες οἱ προαπελθόντες ἅγιοι.
δ) Οἱ ἀρχαιότατοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας δοξάζουσιν ὅτι οἱ ἅγιοι πρεσβεύουσιν ὑπὲρ ἡμῶν πρὸς τὸν Κύριον καὶ αὐτοὶ ἐξαιτοῦνται τὰς πρεσβείας αὐτῶν.
Οὕτως ὁ Μέγας Βασίλειος ἐν λόγῳ πρὸς τοὺς τεσσαράκοντα Μάρτυρας λέγει: «Πόσα ἂν Ἔκαμες, ἵνα ἕνα ποῦ εὕρῃς ὑπὲρ σοῦ δυσωποῦντα τὸν Κύριον; Τεσσαράκοντά σοι εἰσι, σύμφωνον ἀναπέμποντες προσευχήν. Ὅπου δύο ἢ τρεῖς εἰσι συνηγμένοι ἐπὶ τῷ ὀνόματι τοῦ Κυρίου, ἐκεῖ ἐστιν ἐν μέσῳ αὐτῶν, ὅπου δὲ τεσσαράκοντα τίς ἀμφιβάλλει Θεοῦ παρουσίαν; Ὁ θλιβόμενος ἐπὶ τοὺς τεσσαράκοντα καταφεύγει, ὁ εὐφραινόμενος ἐπ᾿ αὐτοὺς ἀποτρέχει· ὁ μὲν ἵνα λύσιν εὕρῃ τῶν δυσχερειῶν, ὁ δὲ ἵνα φυλαχθῇ αὐτῷ τὰ χρηστότερα. Ἐνταῦθα γυνὴ εὐσεβὴς ὑπὲρ τέκνων εὐχομένη καταλαμβάνεται, ἀποδημοῦντι ἀνδρὶ τὴν ἐπάνοδον αἰτουμένη, ἀρρωστοῦντι τὴν σωτηρίαν. Μετὰ μαρτύρων γενέσθω τὰ αἰτήματα ὑμῶν. Οἱ νεανίσκοι τοὺς ἠλικιώτας μιμείσθωσαν. Οἱ πατέρες τοιούτων εἶναι παῖδες εὐχέσθωσαν αἷ μητέρες καλῆς μητρὸς διήγημα διδαχθήτωσαν.... Ὢ χορὸς ἅγιος! Ὢ σύνταγμα ἱερόν! Ὢ συνασπισμὸς ἀρραγής! Ὢ κοινοὶ φύλακες τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων! Ἀγαθοὶ κοινωνοὶ φροντίδων, δεήσεως συνεργοί, πρεσβευταὶ δυνατώτατοι, ἀστέρες τῆς Οἰκουμένης, ἄνθη τῶν Ἐκκλησιῶν. Ὑμᾶς οὐχ ἡ γῆ κατέκρυψεν, ἀλλ᾿ οὐρανὸς ἀπεδέξατο· ἠνοίγησαν ὑμῖν παραδείσου πύλαι» (ὁμιλία θ´).
Ὁμοίως ἐπικαλεῖται ὑπὲρ ἑαυτοῦ τὰς πρεσβείας τῶν ἐν Οὐρανοῖς ἁγίων λέγων: «Δέχομαι καὶ τοὺς ἁγίους Ἀποστόλους, προφῆτας καὶ μάρτυρας καὶ εἰς τὴν πρὸς τὸν Θεὸν ἱκεσίαν τούτους ἐπικαλοῦμαι, τοῦ δι᾿ αὐτῶν, ἤγουν διὰ τῆς μεσιτείας αὐτῶν ἵλεών μοι γενέσθαι τὸν φιλάνθρωπον Θεὸν καὶ λύτρον μοι τῶν πταισμάτων γενέσθαι καὶ δοθῆναι.» (Βασιλ. ἐπιστολ. τξ´ πρὸς Ἰουλιαν. τὸν Παραβάτ.)
Ὁ δὲ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἐν λόγῳ εἰς αὐτὸν τὸν Μέγαν Βασίλειον λέγει καὶ τάδε ἐν τέλει: «Σὺ δὲ ἡμᾶς ἐποπτεύοις ἄνωθεν, ὢ θεία καὶ ἱερὰ κεφαλὴ καὶ τὸν δεδομένον ἡμῖν παρὰ Θεοῦ σκόλοπα τῆς σαρκὸς εἰς τὴν ἡμετέραν παιδαγωγίαν, ἢ στήσαις ταῖς σεαυτοῦ πρεσβείαις, ἢ πείσαις καρτερῶς φέρειν, καὶ πάντα βίον ἡμῖν διεξάγοις πρὸς τὸ λυσιτελέστερον, εἰ δὲ μετασταίημεν, δέξαιο κἀκεῖθεν ἡμᾶς ταῖς σεαυτοῦ σκηναῖς».
Ὡσαύτως καὶ ἐν τῷ εἰς τὴν μνήμην τοῦ μάρτυρος Κυπριανοῦ λόγῳ αὐτοῦ ὁ θεῖος Γρηγόριος μνημονεύει παρθένου κινδυνευούσης καὶ τὴν βοήθειαν καὶ πρεσβείαν τῆς Θεοτόκου αἰτησάσης (1).
Ἐπίσης ὁ θεῖος Χρυσόστομος ἐπικαλεῖται εἰς πρεσβείαν καὶ τὴν Μητέρα τοῦ Κυρίου λέγων: «.... Οὐ λείπει τῷ Θεῷ Δεβώρα, οὐ λείπει τῷ Θεῷ Ἰσραήλ· ἔχομεν γὰρ καὶ ἡμεῖς τὴν Ἁγίαν Παρθένον καὶ Θεοτόκον Μαρίαν πρεσβεύουσαν ὑπὲρ ἡμῶν· εἰ γὰρ ἡ τυχοῦσα γυνὴ ἐνίκησε, πόσῳ μᾶλλον ἡ τοῦ Χριστοῦ Μήτηρ καταισχύνει τοὺς ἐχθροὺς τῆς ἀληθείας;» (2)
Ἐπίσης καὶ ἐν τῷ λόγῳ αὐτοῦ εἰς Μελέτιον τὸν Ἀντιοχείας λέγει: «Εὐξώμεθα δὲ κοινῇ πάντες, ἄρχοντες καὶ ἀρχόμενοι, γυναῖκες καὶ ἄνδρες, πρεσβύτεροι καὶ νέοι, δοῦλοι καὶ ἐλεύθεροι, αὐτὸν τὸν Μελέτιον κοινωνὸν τῆς εὐχῆς ταύτης λαβόντες» (Τόμ. Β´ σελ. 619.)
Ὡσαύτως καὶ ὁ Ὠριγένης μαρτυρεῖ περὶ τῆς πρεσβείας τῶν ἁγίων, καὶ διὰ τῆς ἀρχαιότητος τῆς μαρτυρίας αὐτοῦ τὴν ἀρχαιοτάτην δόξαν τῆς Ἐκκλησίας περὶ τῆς πρεσβείας τῶν ἁγίων κυροῖ. Ὁ Ὠριγένης λέγει τάδε: «Αἱ ψυχαὶ τῶν πεπελεκισμένων ἕνεκα τῆς μαρτυρίας τοῦ Ἰησοῦ, μὴ μάτην τῷ ἐν Οὐρανοῖς θυσιαστηρίῳ προσεδρεύουσαι, διακονοῦσι τοῦ Εὐχομένοις ἄφεσιν ἁμαρτημάτων;» (3)
Ὁ δὲ Θεοδώρητος γράφων περὶ τῆς ἀφανείας τῶν Τάφων τῶν γενομένων Αὐτοκρατόρων καὶ παραβάλλων αὐτοὺς πρὸς τοὺς ναοὺς τῶν ἁγίων μαρτύρων, λέγει ταῦτα: «Οἱ δὲ τῶν καλλινίκων μαρτύρων σηκοὶ λαμπροὶ καὶ περίβλεπτοι, καὶ μεγέθει διαπρεπεῖς καὶ παντοδαπῶς πεποικιλμένοι καὶ κάλλους ἀφιέντες μαρμαρυγάς. Εἰς δὲ τούτους οὐχ ἅπαξ ἢ δὶς τοῦ ἔτους ἢ πεντάκις φοιτῶμεν, ἀλλὰ πολλάκις μὲν πανηγύρεις ἐπιτελοῦμεν, πολλάκις δὲ καὶ ἡμέρας ἑκάστης τῷ τούτων Δεσπότῃ τοὺς ὕμνους προσφέρομεν καὶ οἱ μὲν ὑγιαίνοντες αἰτοῦσι τῆς ὑγείας φυλακὴν οἱ δέ τινι νόσῳ παλαίοντες, τὴν τῶν παθημάτων ἀπαλλαγὴν αἰτοῦσι καὶ ἄγονοι παίδας, καὶ στερίφαι παρακαλοῦσι γενέσθαι μητέρες, καὶ οἱ τῆς δὲ τῆς δωρεᾶς ἀπολαύσαντες, ἀξιοῦσιν ἄρτια σφίσι φυλαχθῆναι τὰ δῶρα· καὶ οἱ μὲν εἰς τίνα ἀποδημίαν στελλόμενοι λιπαροῦσι τούτους συνοδοιπόρους γενέσθαι καὶ τῆς ὁδοῦ ἡγεμόνας, οἱ δὲ τῆς ἐπανόδου τετυχηκότες τὴν τῆς χάριτος ὁμολογίαν προσφέρουσιν οὐχ ὡς θεοῖς αὐτοῖς προσιόντες, ἀλλ᾿ ὡς θείους ἀνθρώπους ἀντιβολοῦντες, καὶ γενέσθαι πρεσβευτὰς ὑπὲρ σοφῶν παρακαλοῦντες· ὅτι δὲ τυγχάνουσιν ὧν περ αἰτοῦσιν οἱ πιστῶς ἐπαγγέλοντες, ἀναφανδὸν μαρτυρεῖ τὰ τούτων ἀναθήματα, τὴν ἰατρείαν δηλοῦντα. Οἱ μὲν γὰρ ὀφθαλμῶν, οἱ δὲ ποδῶν, ἄλλοι δὲ χειρῶν προσφέρουσιν ἐκτυπώματα, καὶ οἱ μὲν ἐκ χρυσοῦ, οἱ δὲ ἐξ ὕλης ἀργύρου πεποιημένα, δέχεται γὰρ ὁ τούτων Δεσπότης καὶ τὰ σμικρά τε καὶ εὔωνα τῇ τοῦ προσφέροντας τὸ δῶρον δυνάμει μετρῶν δηλοῖ δὲ ταῦτα προκείμενα τῶν παθημάτων τὴν λύσιν· ἧς ἀνετέθη μνημεῖα παρὰ τῶν ἀρτίων γεγενημένων. Ταῦτα δὲ κηρύττει τῶν κειμένων τὴν δύναμιν, ἡ δὲ τούτων δύναμις τὸν τούτων Θεὸν ἀληθινὸν ἀποφαίνει Θεόν» (Τόμ. 4ος σελ. 453- 454).
Ταῦτα δὲ ἔγραφεν ὁ Θεοδώρητος κατὰ τὰ μέσα τοῦ πέμπτου αἰῶνος, γράψας ἐκκλησιαστικὴν Ἱστορίαν ἀπὸ τοῦ 320 μέχρι τοῦ 436. Ἐὰν λοιπὸν τοιοῦτος ἧτο ὁ σεβασμὸς τῶν πιστῶν πρὸς τοὺς μάρτυρας ἀπὸ τὰς ἀρχὰς τοῦ τετάρτου αἰῶνος, τίς δυναται νὰ μὴ συνομολόγησῃ ἡμῖν μετὰ τὰς προσαχθείσας μαρτυρίας ὅτι οἱ πιστοί, οἱ ἀπὸ τοῦ πρώτου μάρτυρος ἀρξάμενοι σέβειν τοὺς μάρτυρας, ἐτίμων αὐτοὺς καὶ κατὰ τὸν δεύτερον καὶ τρίτον αἰῶνα, καὶ ὅτι τούτων τῷ παραδείγματι καὶ τῷ ζήλῳ ἑπόμενοι καὶ οἱ τοῦ τετάρτου αἰῶνος χριστιανοὶ ἐτίμων τοὺς μάρτυρας καὶ ἵδρυον μεγαλοπρεπεῖς ναούς; Ἀπὸ δὲ τῶν προσφερομένων ἐκτυπωμάτων τῶν θεραπευθέντων μελῶν μαρτυρεῖται καὶ ἡ τῶν εἰκόνων τῶν ἁγίων ἐν ταῖς Ἐκκλησίαις ἀνιστόρησις διότι ἐπ᾿ αὐταῖς ἀνηρτῶντο τὰ ἐκτυπώματα, ἀπαραλλάκτους ὡς καὶ σήμερον γίνεται, ἐξ ὦν δηλοῦται, ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἀπαρασαλεύτως ἐτήρησεν ὅ,τι παρέλαβε, καὶ ὅτι περὶ ὦν φρονεῖ ὀρθοφρονεῖ.
Ὁ Πατριάρχης Ἱερεμίας ἐν τῇ πρώτῃ αὐτοῦ ἀποκρίσει πρὸς τοὺς διαμαρτυρόμενους θεολόγους τῆς Τυβίγγης κατὰ τὸ 1576, ἀπαντῶν εἰς τὸ εἰκοστὸν πρῶτον καὶ πάντων τελευταῖον κεφάλαιον τῆς Αὐγουσταίας ὁμολογίας, λέγει τὰ ἑξῆς:
«Καὶ ὅτι μνείαν τῶν ἁγίων ποιεῖσθαι συμφέρει εἰς τὸ στηριχθῆναι τὴν πίστιν ἡμῶν ἐννοούντων, πὼς τῆς χάριτος καὶ βοηθείας διὰ τῆς πίστεως θεόθεν ἐπέτυχον, λέγομεν. Ὅτι ἐπίκλησις κυρίως μὲν ἁρμόζει μόνῳ τῷ Θεῷ καὶ πρώτως καὶ ἰδιαίτατα αὐτῷ προσήκει, ἡ δὲ πρὸς τοὺς ἁγίους γενομένη, οὐ κυρίως ἐστίν, ἀλλὰ κατὰ συμβεβηκὸς εἰπεῖν καὶ κατὰ χάριν. Οὐχὶ γὰρ Πέτρος ἢ Παῦλος εἰσακούει τῶν ἐπικαλουμένων αὐτούς, ἀλλ᾿ ἡ χάρις ἣν ἔχουσι, κατὰ τὸ εἰρημένον παρὰ τοῦ Κυρίου: «ἔσομαι μεθ᾿ ὑμῶν ἕως τῆς συντελείας».
«Καὶ περὶ μὲν τῆς ἐπὶ Θεοῦ ἐπικλήσεως, Παῦλος ὁ θεῖος, Ῥωμαίοις ἐπιστέλλων, φησί· πῶς γὰρ ἐπικαλεσόμεθα εἰς ὃν οὐκ ἐπιστεύσαμεν; δεικνύων ὅτι ἐκεῖνον μόνον δεῖ ἐπικαλεῖσθαι, εἰς ὃν ἐπιστεύσαμεν, τὸν Θεὸν δηλονότι· ὅτι δὲ καὶ ἡμεῖς Θεῷ μόνῳ κυρίως τὴν ἐπίκλησιν ἀπονέμομεν, ἐν τῇ θείᾳ, Μυσταγωγίᾳ ἐκφωνοῦμεν «καταξίωσον ἡμᾶς Δέσποτα, μετὰ παρρησίας ἀκατακρίτως τολμᾶν ἐπικαλεῖσθαι Σὲ τὸν ἐπουράνιον Θεὸν Πατέρα καὶ λέγειν: Πάτερ ἡμῶν, ὁ ἐν τοῖς Οὐρανοῖς. Καὶ ἀλλαχοῦ, φησί, Κύριε τῶν δυνάμεων μεθ᾿ ἡμῶν γενοῦ, ἄλλον γὰρ ἐκτός Σου βοηθὸν ἐν θλίψεσιν οὐκ ἔχομεν. Καὶ πάλιν, ἄλλον γὰρ ἐκτός Σου Θεὸν οὐ γινώσκομεν. Μεσίτας δὲ ποιούμεθα τοὺς ἁγίους πάντας, ἐξαιρέτως δὲ τὴν τοῦ Κυρίου Μητέρα, ἀναθήμασι, παρακλήσεσι, εἰκόσιν ἱεραῖς, σχετικῶς οὐ λατρευτικῶς προσκυνουμέναις. Οἴδαμεν γὰρ λατρείαν μόνῳ τῷ Θεῷ ἐξαιρέτως προσάγειν, καὶ ἐκτὸς αὐτοῦ ἄλλον οὐ γινώσκομεν, οὔτε προσκυνεῖν Θεῷ ἀλλοτρίῳ.»
«....Ἄλλα καὶ τοὺς ἁγίους πάντας μεσίτας ἡμῶν καὶ πρέσβεις ἀναγραφόμεθα. Καί οὐ μόνον ἐν τῷ παρόντι αἰῶνι, ἀλλὰ καὶ ἐν τῷ μέλλοντί φαμεν, ὅτι μεσιτεία τις ἔσται, ἀγγέλων δεηθησομένων ὑπὲρ τινων, καὶ ἁγίων, καὶ τῆς τοῦ Κόσμου Κυρίας οὐχ ἥκιστα. Πλὴν οὐχ ὑπὲρ πάντων ἁπλῶς, οὐδὲ ὑπὲρ τινος ἐν ἁμαρτίαις θᾳνόντος· οὔμενουν, ἀπέκλεισε γὰρ ὁ Θεὸς τοῖς τοιούτου; καθ᾿ ἅπαξ τὸ ἑαυτοῦ Ἔλεος. Διὸ καὶ ἀπεφήνατο κατ᾿ αὐτῶν καὶ θυγατέρας οὐ μὴ ἐξέλωνται, ἀλλ᾿ ὑπὲρ μόνον ἐκείνων ἱκετεύουσι πάντες, ὑπὲρ ὧν καὶ αἱ πρεσβεῖαι δεκταί· ἤγουν, τῶν ἐν μετανοίᾳ φθασάντων ἀπαλλάξαι τὸν βίον, οὔπω δὲ τὰς τῶν ἁμαρτημάτων κηλίδας δυνηθέντων ἐκπλῦναι, καὶ ἔτι τῆς κρίσεως ἱσταμένης. Μετὰ δὲ τὸ λυθῆναι τὸ θέατρον, καὶ ἕκαστον ἀπαχθῆναι εἰς τὸν ἀποτεταγμένον τόπον αὐτῷ τῆς κολάσεως, μεσιτεία οὔκ ἐστιν οὐδ᾿ οὐ μὴ γένηται.»
«Καὶ ἡ μεσιτεία αὕτη νῦν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ γίνεται καὶ κηρύττεται καὶ πρὸς τοὺς ἁγίους ἀναφωνοῦμεν καὶ πρὸς τὴν Κυρίαν ἡμῶν, Παναγία Δέσποινα Θεοτόκε, πρέσβευε ὑπὲρ ἡμῶν τῶν ἁμαρτωλῶν πρὸς δὲ τοὺς ἁγίους ἀγγέλους, Πᾶσαι αἱ οὐράνιαι δυνάμεις τῶν ἁγίων ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων πρεσβεύσατε ὑπὲρ ἡμῶν ἀλλὰ καὶ πρὸς τὸν προφήτην καὶ πρόδρομον καὶ βαπτιστὴν τοῦ Κυρίου, τούς τε ἐνδόξους ἀποστόλους, μάρτυρας, ὁσίους, ποιμένας, προφήτας, διδασκάλους οἰκουμενικοὺς καὶ λοιποὺς πάντας ἁγίους καὶ γυναικῶν ἁγίων χορὸν δεόμεθα πρεσβεύειν ὑπὲρ ἡμῶν τῶν ἁμαρτωλῶν, ὅπως χάριτι Θεοῦ, τῇ ἀηττήτῳ καὶ θείῳ καὶ ἀκαταλήπτῳ δυνάμει τοῦ Σταυροῦ, ἵλεως ἡμῖν ἁμαρτάνουσι γένηται, αὐτῷ λατρεύουσι καὶ ἐν ἐξομολογήσει καὶ μετανοίᾳ προσκαρτεροῦσι καὶ δεομένοις φωτισθῆναι τοὺς ὀφθαλμοὺς τῆς ψυχῆς ἡμῶν, μήποτε ἁμαρτάνοντας ὑπνώσωμεν εἰς θάνατον καὶ ὁ ἐχθρὸς ἰσχύσῃ καθ᾿ ἡμῶν. Ὅθεν τῇ πρεσβείᾳ πάντων ὧν εἴπομεν ἀντιλήπτορα γενέσθαι τὸν Θεὸν δεόμεθα, καὶ ῥυσθῆναι τῶν παγίδων τοῦ πονηροῦ ».
Ὁ Θεὸς τῶν χριστιανῶν εἶναι Θεὸς ζώντων, οἱ δὲ Ἅγιοι ἐνδιαφέρονται ὑπὲρ τῆς στρατευομένης Ἐκκλησίας ἱκετεύοντες ὑπὲρ αὐτῆς πρὸς τὸν Κύριον. Ὅτι δὲ ὁ τοιοῦτος σύνδεσμος ἀναθερμαίνει τὴν καρδίαν, ζωογονεῖ τὸ συναίσθημα καὶ εἰς ἀπομίμησιν τῶν προτύπων τούτων τῆς χριστιανικῆς ζωῆς παροτρύνει, εἶναι παντί που δῆλον. Κυροῦται δ᾿ ἄλλως τὸ δίδαγμα τοῦτο ὑπὸ τῆς πράξεως τῆς Ἐκκλησίας τιμώσης τοὺς ἀγγέλους κατὰ Ἰουστίνον τὸν φιλόσοφον καὶ μάρτυρα (Thiersch. II, 338) γεραιρούσης τοὺς μάρτυρας τῆς πίστεως κατὰ τὴν ἡμέραν τοῦ μαρτυρίου αὐτῶν, τελούσης ἐπὶ τοῦ τάφου αὐτῶν τὴν θείαν μυσταγωγίαν καὶ ἐξᾳιτουμένης τὰς εὐχὰς αὐτῶν (ὅρα τὰς μαρτυρίας τῶν πατέρων εἰς τὴν Dogmegesch τοῦ Munscher Ι, 85 καὶ 449 ἐξ).
Μαρτυρίαι ἐκ τῶν ἁγίων Γραφῶν ὅτι ὀφείλομεν τιμᾶν τοὺς ἁγίους τοῦ Θεοῦ
Ἡ Παλαιὰ ἁγία Γραφὴ πλεῖστα περιέχει χωρία ἐν οἷς δείκνυται ἡμῖν ἡ ὀφειλὴ τοῦ τιμᾶν τοὺς ἁγίους τοῦ Θεοῦ. «Αἰνεῖτε τὸν Θεὸν ἐν τοῖς ἁγίοις αὐτοῦ» (ψαλ. 150, 1) ἐθαυμάστωσε Κύριος τὸν ὅσιον αὐτοῦ (Ψαλ. 4, 4) ἐμοὶ δὲ λίαν ἐτιμήθησαν οἱ φίλοι σου ὁ Θεός, λίαν ἐκραταιώθησαν αἱ ἀρχαὶ αὐτῶν (ψαλ. 138. 17). Καὶ ὁ παροιμιαστὴς γνωρίζει ἡμῖν ὅτι μνήμη δικαίων μετ᾿ ἐγκωμίων (παροιμ. 10, 7). Ἐν τῇ Παλαιᾷ Γραφῇ τιμῶνται πάντες οἱ ἀπὸ Ἀδὰμ μέχρι Χριστοῦ δίκαιοι, ὁ προφητάναξ ψάλλει ἐν ψαλμῷ λβ´ «ἀγαλλιᾶσθε δίκαιοι ἐν Κυρίῳ, τοῖς εὐθέσι πρέπει αἴνεσις» οἱ δίκαιοι καλοῦνται υἱοὶ Θεοῦ καὶ τιμῶνται ὑπὸ πάντων τῶν ἀγαπώντων τὸν Θεόν. Περὶ τῆς τιμῆς τῶν δικαίων ὅσα γράφονται ἐν τῇ Παλαιᾷ Γραφῇ ἐν τῇ μελέτῃ ταύτῃ ἀδύνατον νὰ περιληφθῶσιν ἐάν τις εἴπη ὅτι ὅλα τὰ ποιητικὰ βιβλία τῆς Παλαιᾶς Γραφῆς εἰσιν ἔπαινος τῶν δικαίων δὲν θέλει ἀποστῇ τῆς ἀληθείας· Ἄρα ἐὰν τοῖς εὐθέσι πρέπει αἴνεσις, τοῖς ὑπὲρ πίστεως καὶ ἀληθείας καὶ δικαιοσύνης παθόντας καὶ πρὸς τὸν Θεὸν μεταστάντος τίς ἔπαινος ἱκανός; πιστεύω ὅτι πᾶς ἔπαινος ἀνεπαρκὴς θέλει δειχθῇ πρὸς πλήρη ἔκφρασιν τῆς προσηκούσης αὐτοῖς τιμῆς.Ἡ δὲ Καινὴ Διαθήκη ἄρχεται ἀπὸ τοῦ μακαρισμοῦ τῶν δικαίων καὶ καταλήγει εἰς τὴν ἀνύψωσιν αὐτῶν μέχρι τοῦ καθίσαι ἐκ δεξιῶν καὶ εὐωνύμων τοῦ θρόνου τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ· πῶς λοιπὸν οὓς ὁ Θεὸς ἐδόξασε καὶ ἐτίμησεν οἱ πιστοὶ αὐτοῦ θεράποντες δύνανται νὰ ἀτιμάζωσιν αὐτούς; ὁ πιστὸς ὁ ἀγαπῶν τὸν Θεὸν ἀγαπᾷ καὶ τοὺς ἁγίους αὐτοῦ καὶ τιμᾶ καὶ γεραίρει τὴν μνήμην αὐτῶν.
Ἐν τῇ ὁμολογίᾳ Μητροφάνους τοῦ Κριτοπούλου ἀναγινώσκομεν «Οἱ παλαιοὶ ἐκεῖνοι καὶ ἅγιοι τῆς προτύπου Ἐκκλησίας προστάται, ἰδόντες πολλὰς ἀποκαλύψεις διὰ τῶν τῇδε μεταστάντων ἁγίων γενομένας τοῖς ἔτι τῷ βίῳ τούτῳ περιοῦσι χριστιανοῖς — λέγω δὲ Γρηγόριον τὸν θαυματουργόν, τὸν ἀκροατὴν Ὠριγένους, ἐξ ἀποκαλύψεως διδασκόμενον τὴν εὐσεβῆ τῶν χριστιανῶν πίστιν διὰ τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Εὐαγγελιστοῦ καὶ τῆς Παναγίας Θεοτόκου· Κωνσταντῖνον τὸν μέγαν καὶ πρῶτον ἐν χριστιανοῖς βασιλεῦσιν, ὑπὸ τῶν ἁγίων ἀποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου διδασκόμενον τὸν χριστιανισμὸν καὶ αὐτὸς δὲ ὁ περιφανέστατος ἐν ἁγίοις Γρηγόριος ὁ Θεολόγος φησί, πολλάκις κατ᾿ ὄναρ νουθετεῖσθαι ὑπὸ τοῦ μεγάλου Βασιλείου, ἤδη τὸ χρεῶν λειτουργήσαντος· ἀλλὰ καὶ πολλὰ τούτοις παρόμοια εὑρίσκεται ἐν ταῖς ἱστορίαις τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας — συνῆκαν ἐκ Πνεύματος ἁγίου τὴν ἤδη ἐν οὐρανῷ θριαμβεύουσαν Ἐκκλησίαν μὴ ἀναίσθητον εἶναι τῶν ἀναγκῶν καὶ παθημάτων τῆς ἐπὶ γῆς στρατευομένης Ἐκκλησίας, μηδὲ κάρω τὰς τῶν ἁγίων ψυχὰς κατέχεσθαι μέχρι τῆς ἀναστάσεως καθάπερ ὑπὸ μανδραγόρα καθειζούσας, ὅπερ ἐδοξέτισι λίαν ἀνοήτως».
«Θαυμαστὸν δέ, πῶς διελαθὲν αὐτοὺς τὸ τοῦ Ἀποστόλου ἐπιθυμοῦντος ἀναλῦσαι καὶ σὺν Χριστῷ εἶναι. Οὐ γὰρ ἂν ἐπεθύμησε ποτ᾿ ἐν κάρω ἔσεσθαι, εἰ τοῦτο ἤδει».
«Ταύτ᾿ οὖν συνιέντες οἱ τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας τρόφιμοι, καὶ θεόθεν κινούμενοι — οὐδὲν γὰρ ἀθεεῖ κοινῇ πάντες οἱ ἐκλεκτοὶ δύνανται ποιῆσαι — ἤρξαντο τοὺς ἁγίους ἐπικαλεῖσθαι εἰς πρεσβείαν, ἅμα μὲν ἀναιροῦντες διὰ τούτου τὴν τῶν ὡς ἀληθῶς κεκαρωμένων ματαίαν ὑπόληψιν, ἐμφαίνοντές τε ἐνεῖναι τοῖς ψυχαῖς αἴσθησιν καὶ δίχα τῶν σωμάτων οὐ γὰρ ἀναισθήτους ἐπεκαλέσαντο ἂν ἅμα δὲ πιστεύοντες τὸ πανάγιον Πνεῦμα τὸ ἐν ἐκείνοις οἰκοῦν ἀποκαλύπτειν αὐτοῖς τὴν χρείαν τῶν ἐπικαλούντων, εἰς συμπάθειαν τῶν ἀδελφῶν τούτους διεγεῖρον, ἥτις συμπάθεια ἐμφαίνει τὴν ἑνότητα ἐκείνων τε καὶ ἡμῶν, εἴπερ τι ἄλλο, ἣν ὁ Ἀπόστολος τοῖς τοῦ σώματος μέλεσι παρείκασεν, ὧν ἑνὸς πάσχοντος οὐκ ἒσθ᾿ ὅπως μὴ καὶ πάντα συμπάσχειν καὶ συναλγεῖν τῷ κάμνοντι μέλλει».
«Εἰ γὰρ ἔτι ἐν τῷ σώματι τούτῳ τῷ παχεῖ τῆς ψυχῆς προκαλύμματι — ὅθεν οὐκ ἄλλως εἰμὴ ὡς ἐν ἐσόπτρῳ καὶ αἰνίγματι δυνάμεθα καθορᾶν τι τῶν ὑψηλότερων καὶ πνευματικοῖς προσηκόντων — οὖσι τοῖς ἁγίοις ἀπεκαλύφθη τὰ πόρρω, οἷον τῷ προφήτῃ Ἐλισσαίῳ ἡ τοῦ Γιεζῆ πονηρία, τῷ ἀποστόλῳ Παύλῳ ἢ τῶν ἡμεδαπῶν Μακεδόνων χρεία. Ὅραμα, φησίν, ὤφθη, τῷ Παύλῳ· ἀνήρ τις Μακεδὼν ἑστώς, παρεκάλει αὐτὸν λέγων διαβὰς εἰς Μακεδονίαν βοηθῆσον ἡμῖν πως οὐχὶ νῦν μᾶλλον τῆς σκηνῆς καὶ τοῦ ἐπιπροσθοῦντος καλύμματος ἁπαλλαγεῖσι τούτοις τρανότερον τὰ ἡμέτερ᾿ ἀποκαλυφθήσεται, ἵνα μὴ ἐνδεέστεροι ἡμῶν ὦσιν ἐν τούτῳ».
Ἐν τῇ συμβολικῇ τοῦ Χρήστου Ἀνδρούτσου ἀναγινώσκωμεν :
«Δύο εἶναι κυρίως τὰ ἐπιχειρήματα, δι᾿ ὧν οἱ διαμαρτυρόμενοι καταπολεμοῦσι τὸ δόγμα τοῦτο τῶν Ἁγίων, ἔνθεν μὲν ὅτι ἀντιβαίνει εἰς τὴν θείαν λατρείαν καὶ τὴν πρώτην ἐντολὴν τοῦ δεκαλόγου, καθ᾿ ὅσον «εἷς μεσίτης Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων, ἄνθρωπος Ἰησοῦς Χριστός» (Α´ Τιμοθ. β´ 5), μεταποιοῦν τὸν Θεὸν εἰς ἐπίγειόν τινα βασιλέα δι᾿ αὐλικῶν μεσιτειῶν καμπτόμενον ὑπὲρ τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ τὸ ἐπιχείρημα τοῦτο ἐπαναλαμβάνουσι μέχρις ἀηδίας δημοκοποῦσαι αἱ ἐν Ἀνατολῇ προτεσταντικαὶ ἑταιρεῖαι.
Ἀλλ᾿ ὅτι μὲν δὲν προσκρούει εἰς τὴν θείαν λατρείαν, οὐδ᾿ ἔχει σχέσιν τινὰ πρὸς τὴν πρώτην ἢ δευτέραν ἐντολὴν συνομολογοῦσι μὲν καὶ οἱ νηφαλιώτεροι τῶν Διαμαρτυρομένων (Thiersch. II,342), πείθεται δὲ πᾶς τις ἀναλογιζόμενος, ὅτι, ὡς διέστειλε πρῶτος ὁ Ἱερὸς Αὐγουστίνος, ἡ πρὸς τοὺς Ἁγίους ἀπονεμόμενη τιμὴ δὲν εἶναι δουλεία ἢ aboratio, ἀλλὰ μόνον τιμητικὴ προσκύνησις· καθόσον ὁ ἀσπαζόμενος τὴν εἰκόνα διαστέλλει προδήλως οὐ μόνον εἰκόνα καὶ πρωτότυπον, ἀλλὰ καὶ δημιουργὸν ἀπὸ τῶν δημιουργημάτων αὐτοῦ· τουναντίον μάλιστα ἡ ἐπίκλησις τῶν Ἁγίων καὶ ἀναδεικνύει τὴν θείαν λατρείαν, καθ᾿ ὅσον ἡ τῶν Ἁγίων εὐδαιμονία πηγάζει ἐκ τῆς ἀξιομισθίας τοῦ Κυρίου, οὕτινος ἡ δόξα ἀκτινοβολεῖ καὶ ἐπὶ τῶν πιστῶν αὐτοῦ ἀκολούθων, δοξαζομένου ἐν αὐτοῖς τοῦ Ὑψίστου.
«Ἡ αἴγλη τῶν Ἁγίων, ὡς ἄριστα παρατηρεὶ ὁ Μohler οὐδὲν ἄλλο εἶναι ἢ τὸ ἀπαύγασμα τῆς δόξης τοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ ἀπόδειξις τῆς ἀπείρου αὐτοῦ δυνάμεως, ἐκ κόνεως καὶ ἁμαρτίας αἰωνία καὶ φωτεινὰ παραγούσης πνεύματι» (448)...
Ὁμοίως ἥκιστα παραβλάπτεται καὶ ἡ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ μεσιτεία διὰ τῆς ἐπικλήσεως τῶν Ἁγίων, διότι πᾶσα πρὸς τοὺς Ἁγίους δέησις ἀποτείνεται πρὸς αὐτοὺς οὐχὶ ὡς ἰδία δυνάμει καὶ οἴκοθεν δυναμένους σῶσαι καὶ ἀπαλλάξαι ἀπὸ τοῦ κακοῦ, ἀλλ᾿ ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ Κυρίου οὕτινος καὶ ἐμμέσως ζητεῖται ἡ χάρις καὶ ἡ ἀρωγή.
Οὐ μόνον αἱ ἐκφράσεις πρεσβεύειν, δυσωπεῖν, ἱκετεύειν καὶ εἴ τινες ἕτεροι, καὶ αἱ λατινικοὶ Miserere nobis, audi nos, διαστελλόμεναι τοῦ ora pro nobis (Κat. Rom. IV 6,8), δηλοῦσι τὸ εἶδος τοῦτο τῆς δεήσεως τὸ οὐδαμῶς τῇ μεσιτείᾳ ἀντικείμενον, ἀλλὰ καὶ αἱ ἄμεσοι ἐνιαχοῦ πρὸς τοὺς Ἁγίους καὶ δὴ μάλιστα τὴν Θεοτόκον δεήσεις αἱ διὰ τοῦ τύπου «σῶσον, ἐλέησον ἡμᾶς» ἐκφωνούμεναι κατ᾿ οὐσίαν ἀναφέρονται εἰς τὴν διὰ τῆς παρεμβάσεως τῶν Ἁγίων θείαν βοήθειαν καὶ σωτηρίαν. Ἄλλως δὲ ἀποδεχόμενοι οἱ Διαμαρτυρόμενοι ὅτι οἱ Ἅγιοι οἴκοθεν δέονται τοῦ Θεοῦ ὑπὲρ τῆς στρατευομένης Ἐκκλησίας χωρὶς αἱ τοιαῦται δεήσεις νὰ παραβλάπτωσι τὴν μεσιτείαν τοῦ Κυρίου, δὲν δύνανται φυσικῶς νὰ ἀρνηθῶσι καὶ τοῖς ἐπὶ γῆς πιστοῖς, ὅπως ἐξαιτῶνται παρὰ τῶν Ἁγίων ὅ,τι αὐτοὶ ποιοῦσιν οἴκοθεν, οὐδαμῶς προσκρούοντες εἰς τὸν Θεόν· τοῦτο δὲ τοσούτῳ μᾶλλον, ὅσῳ διατηρεῖται μὲν οὕτω ἰσχυρὸς καὶ ἀκμαῖος ὁ πρὸς τὴν θριαμβεύουσαν Ἐκκλησίαν σύνδεσμος, πλεῖστα δὲ ἐκ τῆς συναφείας ταύτης ἀγαθὰ καρποῦνται οἱ ἐπὶ τῆς γῆς ἀγωνιζόμενοι (Πρβλ. Mohler 452). Ἐν γένει δὲ ὅπως καὶ ἐν τῷ καθ᾿ ἡμέραν βίῳ ἐπευχόμενοι ἀλλήλοις οἱ ἄνθρωποι μακροβιότητα καὶ εὐδαιμονίαν ἥκιστα προσκρούουσιν εἰς τὴν ὑψίστην τῶν πάντων ἀρχὴν τὴν τὰ πάντα δωρουμένην, οὕτω καὶ ἡ τῶν Ἁγίων ἐπίκλησις δὲν δύναται νὰ χαλάρωση τὴν μεταξὺ δημιουργήματος καὶ δημιουργοῦ ἀπόλυτον σχέσιν.
Οὐδὲν ὑπάρχει ἐν τῇ Γραφῇ χωρίον ἀντιβαίνον εἰς τὴν τιμὴν τῶν Ἁγίων ἢ τῶν λειψάνων καὶ εἰκόνων, αὐτῶν, οὐδὲ ἔχουσιν δίκαιον οἱ Διαμαρτυρόμενοι προβάλλοντες τὰ τῆς ἀποκαλύψεως ιθ´ 10, καὶ κβ´ 8—9, ἔνθα ὁ ἄγγελος ἀποκρούει τὴν προσκύνησιν τοῦ Ἰωάννου λέγων «τῷ Θεῷ προσκύνησον»· καὶ τυφλῷ δῆλον ὅτι ὁ ἄγγελος ἀποποιεῖται τὴν προσκύνησιν τοῦ Ἰωάννου λέγων «τῷ Θεῷ προσκύνησον»· καὶ τυφλῷ δῆλον, ὅτι ὁ Ἄγγελος ἀποποιεῖται τὴν προσκύνησιν ταύτην, διότι ὁ Ἰωάννης ἐκλαμβάνει αὐτὸν ὡς Θεὸν τουναντίον δὲ ἡ Γραφὴ ὑπεμφαίνει μᾶλλον τὸ τῶν Ἁγίων δόγμα, δι᾿ ὧν λέγει περὶ Ἰούδα τοῦ Μακκαβαίου ἰδόντος ἐν ὀνείρῳ τοὺς ἀρχιερεῖς Ὀνίαν καὶ Ἱερεμίαν δεομένους ὑπὲρ τοῦ λαοῦ (2 Μακκαβ. 15, 22) καὶ περὶ δικαίων εἰσακουομένων, (Πράξ. 12, 5. Β´ Πέτρ. 1, 15. Ἰακ. 5, 16. Ἀποκ. 5, 8 ἕξ.), ὁμοίως δὲ καὶ περὶ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, εἴτε αὐτοῦ ὑπὲρ ἄλλων εὐχόμενου (Φιλήμ. 1, 4) εἴτε τὰς εὐχὰς τῶν ἄλλων αἰτουμένου (Ρωμ. 15, 30)· ὁμοίως δὲ καὶ τὰ περὶ χερουβὶμ ἐζωγραφημένων καὶ τὰ περὶ σημικινθίων καὶ Σουδαρίων ἐν τῇ Γραφῇ παρατηρούμενα (Ἔξ. 25, 18—23. Πράξ. 19, 12), μᾶλλον ὑπὲρ τῆς τιμῆς τῶν εἰκόνων καὶ τῶν λειψάνων δύνανται νὰ προσαχθῶσιν.
Οὐδὲν δὲ ἀνύτουσιν αἱ πυκνοὶ τῶν διαμαρτυρομένων ἐνστάσεις ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι ὁ ἥλιος οἱ δὲ ἅγιοι τὰ ἄστρα τὰ παρὰ τοῦ ἡλίου λαμβάνοντα τὸ φῶς, καὶ ὅτι τῆς ἡμέρας καταφώτου ὑπὸ τοῦ ἡλιακοῦ φωτὸς οὕσης οὐδεὶς προσφεύγει εἰς τὸ ἀμυδρὸν φῶς τῶν ἀστέρων (πρβλ. Stolting Gebet 192) (4). Σχολαία δ᾿ ὄντως εἶναι ἡ ἔνστασις, πῶς ποτε εἰσακούουσι τὴν δέησιν ἡμῶν οἱ Ἅγιοι οἱ μὴ δυνάμενοι ὡς ἐκ τῆς πεπερασμένης αὐτῶν φύσεως νὰ γινώσκωσι τὰ ἡμέτερα. Ὡς οἱ ἄγγελοι χαίρουσιν ἐν οὐρανῷ ἐπὶ ἑνὶ ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι, μένει δὲ ἀκατανόητον ἡμῖν, πῶς ποτε πεπερασμένοι καὶ οὖτοι ὄντες γινώσκουσι τὴν μετάνοιαν ταύτην, οὕτω καὶ οἱ ἐν τῷ Θεῷ ὅντες ἅγιοι, κατὰ τρόπον ἀκατανόητον, λαμβάνουσι γνῶσιν τῆς δεήσεως, ἣν ἀπευθύνουσιν αὐτοῖς οἱ ἐπὶ γῆς πιστοὶ (Thiersch, II, 332).
Ὁμοίως δὲ οὐδαμῶς ὀρθὰ ἀποφαίνονται νεώτεροί τινες διαμαρτυρόμενοι θεολόγοι ἀξιοῦντες ὅτι εἶναι μὲν ὀρθὴ ἡ γενικὴ τῶν εἰκόνων βάσις, ὅτι πᾶν τὸ ἱστορικῶς ἐμφανισθὲν δύναται νὰ ἀποδοθῇ διὰ τῆς τέχνης, οὐδαμῶς ὅμως φέρει οὔτε εἰς ἐξάρτησιν τῆς ὕλης (5) τῶν εἰκόνων ἐκ τῆς Ἱστορίας τῶν Ἁγίων, οὔτε εἰς θρησκευτικὴν πρὸς αὐτὰς τιμὴν (Cass 324 ἐξ.). Πάντα ταῦτα εἶναι διακρίσεις ἀσύστατοι καὶ ἀπόβλητοι. Ἀκριβῶς τὸ διδακτικὸν στοιχεῖον ἐν τῇ ἀπεικονίσει φέρει κατ᾿ ἀνάγκην εἰς ἐξάρτησιν τῆς ὕλης ἀπὸ τῆς ἱστορίας τῶν Ἁγίων, ἁπλὴ δὲ τεχνικὴ μόνον ἀπόλαυσις ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, ἀντικειμένη εἰς τὸν σκοπὸν τῆς ἱερᾶς λατρείας, ἥκιστα δύναται νὰ τεθῇ ὡς σκοπὸς καὶ νὰ ἐπιτραπῇ εἰς τὰς τὸ πνεῦμα τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας διακατεχούσας ἐκκλησίας.
Ἡ τιμὴ τῶν ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας γεραιρομένων Ἁγίων δὲν δύναται νὰ περιορισθῇ εἰς γενικὴν μὲν καὶ ἀόριστον, ἡθικῶς δὲ ἄκαρπον τῶν ἔργων αὐτῶν ἀναγνώρισιν, οἵα εἶναι ἡ τιμὴ τῶν κοσμικῶς ἀναδειχθέντων καὶ ὠφελησάντων, ἀλλ᾿ ἀνάγκη νὰ λάβῃ τὴν προσήκουσαν θρησκευτικὴν μορφήν, δι᾿ ἧς ἐμπεδοῦται καὶ ἐξαγνίζεται καὶ καρποφορεῖ ἐπὶ τῶν πιστῶν, καὶ αὐτὴ εἶναι ὁ διὰ τοῦ ἀσπασμοῦ τῶν εἰκόνων καὶ τῶν λειψάνων σεβασμὸς καὶ ἡ πρὸς αὐτοὺς δέησις. Ἐντεῦθεν δὲ βλέπομεν ὅτι καὶ αἱ γενικαὶ ἐκεῖναι περὶ ἀποδοχῆς τῆς τιμῆς τῶν Ἁγίων ἐν τῇ Αὐγουσταίᾳ ὁμολογίᾳ ἐκφράσεις, ἀποστερηθεῖσαι τὴν μόνην ἀληθῆ θρησκευτικὴν αὐτῶν περιβολὴν ταύτην, οὔτε εἰς τὴν καρδίαν τοῦ λαοῦ εἰσέδυσαν, οὔτε ἄλλως ἐπὶ τῆς ζωῆς τῶν ἀνθρώπων ἐπέδρασαν. Τὴν ῥοπήν, ἣν ἀσκεῖ ἐπὶ τῆς θρησκευτικῆς ζωῆς ἡ παράστασις τοῦ Κυρίου περιβαλλόμενου ὑπὸ τοσούτου νέφους μαρτύρων παθόντων ὑπὲρ αὐτοῦ καὶ δοξασθέντων καὶ καθόλου περιστεφομένου ὑπὸ τῶν ἐν τῷ ἐνιαυσίῳ κύκλῳ ἑορτῶν τῶν τοῖς ἴχνεσιν αὐτοῦ ἀκολουθησάντων Ἁγίων, κατανοεῖ τις καὶ σήμερον, τὰς χριστιανικὸς κοινότητας τῆς Ἀνατολῆς, τὰς μὴ ὑπὸ τοῦ ῥεύματος τοῦ πολιτισμοῦ παρασυρθείσας, ἐπισκεπτόμενος. Εἰς τὴν ῥοπὴν δέ, ταύτην ἀποβλέπων ὁ Ηerder ἐπόθησεν ὅπως ἐκδοθεῖ ἀνθολόγιόν τι διὰ τὸν λαὸν ἐκ τῶν Actorum Sanctorum (Tiersch, II 343)
Ὁ Ἱεροσολύμων Κύριλλος λέγει περὶ τῆς τιμῆς τῶν ἁγίων τὰ ἑξῆς:
Τιμῶμεν τῆς τῶν ἁγίων θήκας καὶ τῆς οὕτω λαμπρὰς αὐτῶν εὐανδρίας καθάπερ ἐν τάξει γερῶν καὶ ἀντιμισθίας τὴν ἀμάραντον αὐτοῖς κατατιθέμενοι μνήμην. Τιμῶμεν ἄνδρας ἁγίους τιμῶντας τὴν πίστιν καὶ τοῖς τῆς εὐανδρίας ἐκχύμασιν εὐ μάλα κατεστεμμένους, ἀγωνισαμένους τε μέχρι ψυχῆς καὶ αἵματος καὶ μαρτυρήσαντας τῇ δόξῃ τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῖς τῆς εὐσεβείας ἀνδραγαθήμασιν ἐκλαμπρυνομένοις (Κυριλλ. Ἱεροσολ. βιβλ. στ´).
Καὶ ᾧ μέγας Βασίλειος λέγει:
«Ὁ ἁψάμενος ὁστέου μάρτυρος λαμβάνει τινὰ μετουσίαν ἁγιασμοῦ ἐκ τῆς τῷ σώματι παρεδρευούσης χάριτος. Τίμιος οὖν ἐναντίον Κυρίου ὁ θάνατος τοῦ ὁσίου αὐτοῦ.» (Βασιλείου ἐν ψαλμ. Κθ´).
Ταῦτα φρονεῖ καὶ δοξάζει ἡ Ἀνατολικὴ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία περὶ τῆς τιμῆς καὶ τῆς πρεσβείας τῶν ἁγίων τοῦ Θεοῦ, ὧν ταῖς πρεσβείαις ἐλεήσαι καὶ σώσαι ἡμᾶς Χριστὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν.
ΤΕΛΟΣ ΚΑΙ Τῼ ΘΕῼ ΔΟΞΑ
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Γρηγορ. Ναζιαν. λόγ. εἰς Μάρτυρα Κυπριονόν. Τόμ. Α´ σελ. 279.2. Χρυσοστ. λόγ. περὶ τοῦ χρησίμως τῆς προφητείας ἀσαφεῖς εἶναι.
3. Ὠριγ. προτρεπτ. εἰς μαρτύρων § 30 βλέπε καὶ § 50.
4. Σημ. II. Ν. Ἐὰν ἐζητοῦμεν παρὰ τῶν Ἁγίων φωτισμὸν πρὸς γνῶσιν τῆς ἀληθείας, εἶχε θέσιν τινὰ ἡ παραβολή, ἤδη ὅμως οὐδεμίαν θέσιν οὐδὲ ἰσχὺν τίνα, διότι οὐδὲν τοιοῦτον ζητοῦμεν παρ᾿ αὐτῶν. Ὥστε πλανῶνται πλάνην δεινὴν οἱ ταῦτα λέγοντες.
5. Τοῦ περιεχομένου.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)