Δευτέρα 18 Νοεμβρίου 2013

TO ΕΓΚΛΗΜΑ ΤΗΣ ΚΑΚΟΒΟΥΛΟΥ ΒΛΑΣΦΗΜΙΑΣ



TO ΕΓΚΛΗΜΑ ΤΗΣ ΚΑΚΟΒΟΥΛΟΥ ΒΛΑΣΦΗΜΙΑΣ





Βλάσφημο πόστερ μουσικού συγκροτήματος
TO ΕΓΚΛΗΜΑ ΤΗΣ
ΚΑΚΟΒΟΥΛΟΥ ΒΛΑΣΦΗΜΙΑΣ
Υπό ΓΕΩΡΓΙΟΥ Η. ΚΡΙΠΠΑ
 Διδάκτορος Πολιτικών Επιστημών

    Ως γνωστόν η κακόβουλος βλασφημία τιμωρείται δι’ άρθρου 198 του Ποιν. Κώδικος.
Δια της παραγρ. 1 της ως άνω διατάξεως τιμωρείται ο δημοσία και κακοβούλως καθ’ οιονδήποτε τρόπον καθυβρίζων τον Θεόν. Ενταύθα, ως γίνεται γενι­κώς αποδεκτόν (1), έννομον αγαθόν οίτινος την προστασίαν σκοπεί η υπ’ όψιν διάταξης είναι ουχί ο Θεός, όστις βεβαίως δεν έχει ανάγκην ανθρώπινης προστασίας, αλλά το θρησκευτικών συναίσθημα των πολιτών, όπερ προσβάλλεται εκ της βλα­σφημίας(2).
Ως Θεός θα πρέπει να νοηθή ουχί ο κατά τας αντιλήψεις και τα δόγματα έκα­στου, αλλά το Υπέρτατον Ον το ως τοιούτον θεωρούμενον υπό πάσης γνωστής μονοθεϊστικής θρησκείας(3) ιδία δε της Χριστιανικής. Επομένως εις την έννοιαν του Θεού θα περιλάβωμεν και τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδος(4). Κακόβου­λος βλασφημία όθεν είναι αξιόποινος και αν απευθύνεται ου μόνον κατά του Θεού, αλλά και κατά του Ιησού Χριστού ή του Αγίου Πνεύματος.
Καθύβρισις του Θεού είναι έννοια ευρυτέρα της εξυβρίσεως και περιλαμβάνει πάσαν εκδήλωσιν περιφρονητικήν προς τον Θεόν(5). Δεν απαιτείται επομένως χρήσις εξυβριστικών εκφράσεων αποκλειστικώς. Αξιόποινοι είναι ωσαύτως και εκφράσεις προσβάλλουσαι ου μόνον ευθέως τον Θεόν, αλλά και την θείαν και Ιεράν Ιδιό­τητά Του(6), ως και τας συνεπείας της τοιαύτης ιδιότητάς Του, τ.έ. ότι, ως Θεός τυγχάνει παντοδύναμος, πάνσοφος, παντογνώστης, ελεήμων, δίκαιος, μακρόθυμος, ανεξίκακος, πολυεύσπλαχνος κλπ., έστω και αν τα στοιχεία ταύτα δεν τυγχάνουν ευ­θέως αντιληπτά υπό των πάντων. Αρκεί ότι, προσιδιάζουν εις την εν λόγω ιδιότητά Του και βεβαίως δεν απαντώνται κατά την αυτήν τουλάχιστον έκτασιν εις τον άνθρωπον. Εις την εν λόγω γνώμην ως προς τας συνεπείας της θείας και ιεράς ιδιότητος του Θεού δέον να καταλήξωμεν εκ του ότι, εξυπηρετείται ο σκοπός του νόμου, τ.έ. και δια καθυβρίσεως τούτων έχομεν προσβολήν του θρησκευτικού συναισθήμα­τος του κοινού κατά την αυτήν έκτασιν με την ευθέως κατά του Θεού καθύβρισιν. Αρκεί η καθύβρισις των στοιχείων τούτων της ιδιότητάς Του να έχη χαρακτήρα καταφρονητικόν και ουχί βεβαίως να αποτελή απλήν αμφισβήτησιν τούτων επί του θεωρητικού πεδίου, οπότε και δεν συντρέχει το αξιόποινον και επί απλής θεωρητι­κής αμφισβητήσεως ως προς την ύπαρξιν τού Θεού (7) και εφ’ όσον αύτη δεν περιέ­χει το στοιχείον της καθυβρίσεως. Υπό των εν τη ως άνω υποσημειώσει ημετέρων συγγραφέων υποστηρίζεται ομοφώνως ότι, δεν συνιστούν αξιόποινον πράξιν οι σαρ­κασμοί, αι κατάραι, αι ανόητοι εκφράσεις, αι ειρωνείαι ή αι μικροβλασφημίαι. Η τοιαύτη άποψις ουδόλως αιτιολογούμενη υπό τούτων φρονούμεν ότι, δεν είναι ορθή καθ’ άπασαν την έκτασίν της, καθ’ όσον ερευνητέον τυγχάνει ουχί εάν μία έκφρασις συνιστά κατάραν ή ειρωνείαν ή ανόητον έκφρασιν ή μικροβλασφημίαν ή οτιδήποτε παρεμφερές, άλλ’ εάν τυγχάνη «καθύβρισις», υφ’ ην έννοιαν αύτη εσκιαγραφήθη. Επομένως και η ανόητος έκφρασις και η μικροβλασφημία κ.λ.π. ουδόλως τυγ­χάνουν a priori μη αξιόποινοι, καθ’ όσον ουδόλως δικαιούμεθα να σταθώμεν εις την φύσιν μιας εκφράσεως ως κατάρας ή μικροβλασφημίας κ.λ.π. ως άνω και να μην χωρήσωμεν περαιτέρω εις την έρευναν της συνδρομής των στοιχείων της καθυβρίσεως συμφώνως τω νόμω. Κατ’ ακολουθίαν κάλλιστα είναι δυνατόν μία τοιαύτη έκφρασις να είναι αξιόποινος και ως εκ τούτου η προαναφερομένη γνώμη των ημετέρων συγγραφέων (μη αιτιολογούμενη άλλωστε) δεν είναι ορθή, ως ουδόλως στηριζομένη εις τον νόμον.
Η καθύθρισις του Θεού είναι δυνατόν να γίνη «καθ’ οιονδήποτε τρόπον», ως ρητώς ορίζει το άρθρον 198 Π.Κ., δηλονότι προφορικώς, εγγράφως, δια κινήσεων, χειρονομιών, συμβολισμών, εικόνων κ.λ.π. (8), ή δια του τύπου(9). Φρονούμεν όμως περαιτέρω ότι, δια της έννοιας «καθ’ οιονδήποτε τρόπον» δεν νοεί ο νομοθέτης μό­νον τον τρόπον εκφράσεως της καθυθριστικής εκδηλώσεως, άλλ’ επί πλέον το αξιό­ποινον είναι δυνατόν να συντρέχη και εάν η βλασφημία στρέφεται ουχί αμέσως κατά του Θεού, αλλά και εμμέσως. Τουτ’ αυτό άλλωστε δέον να καταλήξωμεν ότι δέχον­ται οι εν υποσημειώσει αναφερόμενοι συγγραφείς, εφ’ όσον ομιλούν και περί «συμ­βολικού» τρόπου εκφράσεως της καθυβριστικής κατά του Θεού εκδηλώσεως, εν όψει της φράσεως του νόμου «καθ’ οιονδήποτε τρόπον». Ούτω ως κακόβουλος βλα­σφημία θα θεωρηθή η καταφρονητική εκδήλωσις εναντίον εικόνος του Θεού ή ενός των προσώπων της Αγίας Τριάδος, η εναντίον θεοπνεύστου κειμένου, ως ε.π. της Αγίας Γραφής ή ιερού σκεύους ή ιερού Ναού κ.λ.π. εφ’ όσον η εκδήλωσις περιέχει το στοιχείον της καθυβρίσεως του Θεού.
Βλάσφημη αφίσα του εθνικοσοσιαλιστικού χώρου
Η βλασφημία δέον να γίνη «δημοσία». Δεν απαιτείται δηλ. να γίνη εις δημό­σιον τόπον, άλλ’ ενώπιον περισσοτέρων ατόμων μη αποτελούντων στενόν οικογενειακόν ή φιλικόν κύκλον, εφ’ όσον μεταξύ δράστου και τρίτων δεν υφίσταται στενός οικογενειακός δεσμός ή ψυχικός σύνδεσμος(10). Προκειμένου περί του εν λόγω ψυχικού συνδέσμου δέον ούτος να νοηθή ως εξαιρετικώς στενός, ίνα αποκλεισθή το αξιόποινον, ε.π. η βλασφημία ενώπιον συναδέλφων εις τινά εργασίαν τυγχάνει πα­ράνομος καίτοι υφίσταται ψυχικός δεσμός μεταξύ των, ομοίως η βλασφημία ενώπιον συμφοιτητών ή συνυπηρετούντων εν τω στρατεύματι (11) καίτοι υφίσταται με­ταξύ των ωρισμένος ψυχικός δεσμός. Ομοίως η βλασφημία είναι αξιόποινος ως «δημοσία» λαμβάνουσα χώραν ενώπιον γεν. συνελεύσεως ανωνύμου εταιρείας (12). Ο δράστης δεν απαιτείται να απευθύνεται προς ωρισμένον πρόσωπον(13). Δημοσία γενομένη θεωρείται η βλασφημία ωσαύτως, όταν λαμβάνη χώραν εντός μεταφορι­κού μέσου δημοσίας χρήσεως (λεωφορεία, σιδηρόδρομοι), κέντρα διασκεδάσεως κ.λ.π. (12) (13). Δημοσία θεωρείται γενομένη βλασφημία εξ άλλου όταν πραγματο­ποιείται δια του τύπου αρκεί το έντυπον να ετέθη εις κυκλοφορίαν ως απαιτεί ο εκάστοτε νόμος περί τύπου(14).
Τέλος η βλασφημία ως καθύβρισις του Θεού δέον να είναι κακόβουλος. Περί της έννοιας ταύτης εκ μεν των αλλοδαπών συγγραφέων δεν υφίσταται επεξεργασία, εκ του ότι αλλοία είναι η διατύπωσις του γερμανικού νόμου (παρ. 166 του γερμαν. Ποιν. Κώδ.). Εκ των ημετέρων συγγραφέων αναφέρεται η έννοια της κακοβου­λίας άνευ επεξεργασίας πλην του Καρανίκα (προς ον και συμφωνεί ο Αϊδαλής) υποστηρίζοντας ότι, ως κακόβουλος θα θεωρηθή η βλασφημία, εφ’ όσον ο δράστης εκδηλώνει εχθρικήν προς τον Θεόν νοοτροπίαν (15), επικαλούμενος τούς γερμανούς συγγραφείς Scbonke - Schroder. Ούτοι όμως εις τα δυο κύρια σημεία του έργου των, άτινα αναφέρονται εις το κακόβουλον (boswillig) (16) δέχονται ότι ως τοιούτον θα θεωρηθή ουχί μόνον η εκδήλωσις εχθρικής διαθέσεως, αλλά παν έτερον ταπεινόν κίνητρον (oder sonst aus einem niedrigen Beweggrund), εν οίς και η χαιρεκακία, η σαδιστική διάθεσις, η φιλαργυρία, η ιδιοτέλεια, η αδιαφορία δια το καθήκον κ.λ,π. Επομένως η έννοια της κακοβουλίας είναι εν προκειμένω ευρυτέρα της απλής εχθρότητος και δέον να ληφθή ύπ’ όψιν ως και εν Γερμανία. Κατ’ ακολουθίαν τούτου αξιόποινος τυγχάνει η βλασφημία και όταν ο δράστης προέβη εις την πράξιν του ου μόνον λόγω εχθρότητος προς τον Θεόν, αλλά και εξ αιτίας οιουδήποτε ετέρου ταπεινού αιτίου, ως ε.π. ίνα δημιουργήση την εντύπωσιν του «μοντέρνου» τού μη λαμβάνοντος σοβαρώς υπ’ όψιν τον Θεόν, ή ίνα επιδείξη δυνα­μισμόν και αναγκάση έτερον να προβή εις ενέργειαν ωρισμένην κ.λ.π. και αν η βλασφημία εκφράζεται υπό αίρεσιν, ε.π. εάν ο δράστης απειλή έτερον όπως πράξη τι, δηλών ότι άλλως θα βλασφημήση και αναφέρων ρητώς την βλασφημίαν προσθέ­των απλώς το μόριον «θα».
Εις πάσαν όμως περίπτωσιν η κακόβουλος βλασφημία δέον να γίνεται δημοσία, των δύο τούτων στοιχείων της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος απαιτουμένων ουχί διαζευκτικώς αλλά αθροιστικώς, ως προκύπτει εκ της φράσεως του νό­μου «δημοσία και κακοβούλως».
    Η καθύβρισις του Θεού νοείται ως τοιαύτη υπό αντικειμενικήν έποψιν, χωρίς να απαιτήται όπως έχει προσβληθή και το θρησκευτικόν συναίσθημα των τρίτων, ενώπιον των οποίων τελείται το έγκλημα της εξυβρίσεως(17). Δηλονότι τυγχάνει τούτο τυπικόν και ουχί εκ του αποτελέσματος, καθ’ όσον ουδόλως εκ του κειμένου του νόμου προκύπτει ότι, η τέλεσις του εν λόγω εγκλήματος προϋποθέτει την επέλευσιν ωρισμένου αποτελέσματος. Αξιοσημείωτος είναι και η εν προκειμένω διάταξις της παρ. 166 του γερμανικού Ποινικού Κώδικος, ήτις απαιτεί όπως η βλασφημία προκαλή αγανάκτησιν (Argemis gibt) ίνα θεωρηθή ως αξιόποινος. Εν τούτοις ως εκ της τοιαύτης διατυπώσεως του γερμανικού νόμου, ήτις σαφώς ομιλεί περί ωρισμένου αποτελέσματος, δεν υφίσταται ομοφωνία εν τη γερμανική επιστήμη. Ούτω οι Schonke - Schroder (σελ. 706) και ο Dalcke (σελ. 162) υποστηρίζουν ότι, η προσβολή του θρησκευτικού συναισθήματος απαιτείται να συντρέχη τουλά­χιστον δι’ ένα των παρόντων, ενώ ο Loffler (σελ. 293) υποστηρίζει ότι, απαιτείται η προσβολή τού θρησκευτικού συναισθήματος περισσοτέρων εκ των παρόντων, προσθέτει δε ότι, εφ’ όσον η βλασφημία διαπράττεται δια του τύπου, η τοιαύτη προσβολή του θρησκευτικού συναισθήματος των αναγνωστών δέον να θεωρηθή ως δεδομένη εάν αποδειχθή ο δόλος του δράστου.
   Ως προς την υποκειμενικήν υπόστασιν του υπό ανάπτυξιν εγκλήματος οίκοθεν νοείται ότι, απαιτείται δόλος τού δράστου. Αρκεί δε και ενδεχόμενος δόλος(18). Εκ του ότι η βλασφημία ως ελέχθη λαμβάνεται υπό αντικειμενικήν έποψιν προκύπτει ότι, η τυχόν καλή πίστις του δράστου δεν αίρει την υποκειμενικήν υπαιτιότητα(19), ουδέ έχει σημασίαν το εάν ο δράστης ώθήθη εις την πράξιν του εξ ιδίας θρησκευτικής πεποιθήσεως, καθ’ όσον ενταύθα δεν πρόκειται περί συγγνωστής πλάνης (19), δεδομένου ότι η τοιαύτη πλάνη δεν είναι νοητή (20) ουδόλως συντρεχόντων εν προκειμένω των στοιχείων των άρθρων 30 και 31 του Ποινικού Κώδικος. Εξ άλλου η εξ ιδίας θρησκευτικής ή άλλης πεποιθήσεως τέλεσις τού εγκλήματος ουδόλως αίρει το αξιόποινον, τούτο δε διότι, άλλως θα είχομεν παράβασιν της υπό τού συντάγματος κατοχυρουμένης αρχής της ισότητος, εάν εθεωρείτο επιτρεπτή η τοιαύτη άρσις του αξιοποίνου λόγω ιδιαιτέρου θρησκευτικού ή ηθικού λόγου ή ιδιαιτέρας τοιαύτης αντιλήψεως. Τυχόν επομένως τοιαύτη διάταξις θα ήτο σαφώς αντισυνταγματική.
Το αξιόποινον δεν αίρεται και αν κίνητρον του δράστου υπήρξεν η επιστημονική έρευνα(21) ή η καλλιτεχνική δημιουργία (22) διότι καίτοι η ελευθερία αμφοτέρων των πνευματικών τούτων εκδηλώσεων κατοχυρούται συνταγματικώς(23), ούχ ήττον όμως η τοιαύτη ελευθερία δύναται να εξικνήται μόνον μέχρις ωρισμένου ο­ρίου, τ.έ. ουχί πέραν τού ορίου προσβολής ετέρου αγαθού (του θρησκευτικού συναι­σθήματος), δεδομένου ότι η ελευθερία θρησκευτικής συνειδήσεως κατοχυρούται και αύτη συνταγματικώς.
Διά της παρ. 2 τού άρθρου 198 του Π.Κ. τιμωρείται η δημοσία εκδήλωσις ελλείψεως σεβασμού προς το θείον.
Η ως άνω παρ. 2 είναι διάταξις επικουρική εν σχέσει προς την παρ. 1, ως προκύπτει εκ της φράσεως «Όστις εκτός της περιπτώσεως της παρ. 1». Κατά συ­νέπειαν αποκλείεται κατ’ ιδέαν συρροή αμφοτέρων των παραγράφων του άρθρου 198 βάσει του κανόνος lex primaria derogat subsidiarae (24).
Λόγω της επικουρικότητος της ως άνω διατάξεως ισχύουν κατ’ αρχήν τα όσα ελέχθησαν και δια την πρώτην παράγραφον. Ούτω προστατευόμενον έννομον αγαθόν εν προκειμένω είναι και ενταύθα το θρησκευτικόν συναίσθημα του κοινού(25), όπερ ωσαύτως προσβάλλεται εξ εκδηλώσεων ελλείψεως του προς το θείον σεβασμού. Περαιτέρω εν όψει του ότι, η 1η παράγραφος ομιλεί περί καθυβρίσεως του Θεού, ενώ η 2α παράγραφος περί ελλείψεως σεβασμού προς το θείον, δέον να παρατηρηθούν τα κάτωθι:
α) Το θείον είναι έννοια ευρυτέρα της τού Θεού και περιλαμβάνει παν ό,τι θεωρείται Ιερόν υπό τίνος ανεγνωρισμένης θρησκείας(25). Η εν προκειμένω ιερότης βεβαίως δεν απαιτείται να έχη ακολουθήσει ωρισμένην διαδικασίαν ιεροποιήσεως, οσιοποιήσεως, καθαγιασμού κ.λ.π., αρκεί να έχη σχέσιν προς τον Θεόν, τούς ιερούς ναούς, τούς θρησκευτικούς λειτουργούς υπό την τοιαύτην ιδιότητά των και εφ’ όσον συνδέεται προς την θρησκευτικήν πίστιν ή την λατρείαν. Ούτω ε.π. αξιόποινος κατά την παρούσαν διάταξιν τυγχάνει η βλασφημία των αγίων προσώπων, των ιερών μυστηρίων, των ιερών συμβόλων, εικόνων, σκευών κ.ο.κ.
β) Ενταύθα δεν απαιτείται η καθύβρισις του θείου (ως εν τη 1η παραγρά­φω), άλλ’ η δια βλασφημίας εκδήλωσις ελλείψεως σεβασμού προς το θείον. Η βλασφημία δύναται να λάβη χώραν προφορικώς, εγγράφως, δι’ εικόνων, χειρονομιών, συμβολισμών κ.λ.π. και δια του τύπου, ως ακριβώς και η καθύβρισις. Βεβαίως δεν απαιτείται η χρήσις ωρισμένων λέξεων, άλλ’ ως βλασφημία νοείται πάσα προσβλητική εκδήλωσις (26), εφ’ όσον αύτη συνιστά και έλλειψιν του προς το θείον σεβασμού. Του σεβασμού όστις είναι απαραίτητος, ίνα πληρωθή ο σκοπός του νόμου, δηλονότι ίνα μη θιγή το θρησκευτικόν συναίσθημα των τρίτων. Βλασφημία μη εκδηλούσα έλλειψιν του προς το θείον σεβασμού δεν αντιλαμβανόμεθα πώς δύναται να νοηθή, δεδομένου ότι και ενταύθα ως προς την υποκειμενικήν υπαιτιότητα ισχύει ό,τι ελέχθη και ως προς την προηγουμένην παράγραφον, τ.ε. η πράξις κρίνεται αντικειμενικώς και δεν έχει σημασίαν η καλή πίστις του δράστου. Προφανώς ο νομοθέτης ήθελε να περιλάβη ενταύθα την εκδήλωσιν ελλείψεως σεβασμού προς το θείον δια βλασφημίας προς διάκρισιν άλλου είδους όμοιας εκδηλώσεως κατά των θείων γενομένης ουχί δια βλασφημίας αλλά δι’ ετέρου τρόπου.
γ) Εν προκειμένω ο Καρανίκας (σελ. 227) ισχυρίζεται ότι, η ψυχολογική δια­φορά μεταξύ του εγκλήματος της καθυβρίσεως τού Θεού και της δια βλασφημίας εκδηλώσεως ελλείψεως σεβασμού προς το θείον έγκειται εις το ότι, εις το πρώτον ένοχοι καθίστανται άτομα αντιμαχομένων θρησκευτικών δογμάτων, ή αιρετικοί, ενώ εις το δεύτερον ένοχοι καθίστανται και οι πιστοί προς το δόγμα τού οποίου το θείον προσβάλλουν. Η ιδιότυπος αυτή γνώμη — υπό ουδενός ετέρου υποστηριζομένη — είναι φρονούμεν εντελώς εσφαλμένη, καθ’ όσον: α) «Ψυχολογική διαφορά» μετα­ξύ δύο εγκλημάτων είναι έννοια άγνωστος εις το Ποινικόν Δίκαιον και βεβαίως ουδέ εκ του νόμου προκύπτει τοιούτον τι. β) Η άποψις τού Καρανίκα ότι οι δράσται τού πρώτου εγκλήματος είναι οι ανήκοντες εις αντιμαχόμενα θρησκευτικά δόγματα και του δευτέρου οι ανήκοντες εις το αυτό δόγμα, είναι ωσαύτως αυθαίρετος και ουδόλως προκύπτει εκ του νόμου, πολλώ μάλλον καθ’ όσον ούτος ουδόλως αιτιολο­γεί την τοιαύτην γνώμην του ην απλώς και μόνον αναφέρει. Μάλιστα δε ου μόνον εις τον νόμον δεν στηρίζεται, άλλ’ επί πλέον και αποβαίνει κατά του σκοπού του νό­μου, διότι εάν δεχθώμεν την ως άνω άποψιν, η προστασία του εννόμου αγαθού (θρησκ. συναίσθημα) δεν πραγματοποιείται. Εφ’ όσον όθεν γίνεται γενικώς αποδεκτόν ότι προστατευόμενον αγαθόν επί του εγκλήματος της παρ. 1 είναι το θρη­σκευτικόν συναίσθημα δεν δύναται να ευσταθήση η ως άνω γνώμη του Καρανίκα, καθ’ όσον ούτω θα κατελήγομεν εις αναίρεσιν των όσων προηγουμένως υπεστηρίχθησαν, δηλονότι η αποδοχή της απόψεως ταύτης προϋποθέτει ως έννομον αγαθόν την προστασίαν ουχί του θρησκευτικού συναισθήματος γενικώς, αλλά την προστα­σίαν ωρισμένης θρησκείας έναντι επιθέσεων κατ’ αυτής (κατά του Θεού της) υπό ετεροδόξων ή ετεροθρήσκων, όπερ άτοπον, ως ουδόλως εκ του νόμου προκύπτον.
δ) Κατά τα λοιπά ισχύουν τα όσα ελέχθησαν ως προς το έγκλημα της παρ. 1, ωσαύτως και ως προς την υποκειμενικήν υπόστασιν.
ε) Τέλος το έγκλημα της παρ. 1 ή της παρ. 2 δυνατόν να συρρεύση κατ’ ιδέαν με εξύβρισιν(27), όταν εις τον δόλον του δράστου ενυπάρχη και καθύβρισις του Θεού ή εκδήλωσις ελλείψεως σεβασμού προς το θείον και συγχρόνως εκδήλωσις καταφρονήσεως ετέρου.
Δι’ αμφότερα εξ άλλου τα ως άνω εγκλήματα εκ του ότι πραγματοποιούνται ταύτα δια διαφόρων τρόπων είναι δυνατή η απόπειρα(28), ήτις ως προς το έγκλημα της παραγρ. 2 (όπερ τιμωρείται δια φυλακίσεως μέχρι τριών μηνών), είναι δυνα­τόν να κριθή υπό του δικαστηρίου ατιμώρητος εν όψει της παραγρ. 3 τού άρθρου 42 του Π.Κ.(28), όπερ ορίζει ότι το δικαστήριον δύναται να κρίνη την απόπειραν ατιμώρητον, προκειμένου περί πλημμελήματος τιμωρουμένου δια ποινής ουχί ανωτέρας των τριών μηνών. Εφ’ όσον όμως το έγκλημα διαπράττεται δια του τύπου δεν νοείται απόπειρα, δεδομένου ότι επί των τοιούτων εγκλημάτων, ως γίνεται γε­νικώς αποδεκτόν, δεν είναι νοητή η απόπειρα(29).
 


1) Καρανίκα, Εγχειρίδιον Ποινικού Δικαίου, Τόμ. Β' Ειδικόν Μέρος, τεύχ. β' 1955, σελ. 224. Τούση - Γεωργίου, Ποινικός Κώδιξ, Β' έκδ. 1958 σελ. 406. Αϊβαλή, Αι παρεκτροπαί τού τύπου, 1966 σελ. 103. Strafgesetzbuch Leipziger Kommentar, τόμ. II, 8η έκδ. 1958 σελ. 49. Schonke- Schroder, Strafgesetzbuch - Kommentar, 10 έκδ. 1961 σελ. 705. Welzel, Das Deutsche Strafrecht, 6η έκδ. 1958 σελ. 368. Lοff1er, Presserecht, τόμ. I έκδ. β' 1969 σελ. 292. Ούτω και Πλημμ. Θηβών 141/69 Ποιν. Χρον. Κ' σελ. 136, δεχόμενη όμως ότι, ώς προστατευόμενον αγαθόν είναι η θρησκευτική ειρήνη όπερ δεν δέχονται οι προαναφερόμενοι συγγραφείς.
2) Ο Loffler, σελ. 292 προτείνει μάλιστα όπως εις μελλοντικήν τροποποίησιν τού Π.Κ. περιληφθή εντός του κειμένου της δ/ξεως ποίον είναι το προστατευόμενον εν νόμον αγαθόν ως πράττει ο ελβετικός Π.Κ.
3) Καρανίκα, σελ. 225. Τούση-Γεωργίου, σελ. 406. Αϊδαλή, σελ. 106. Welzel, σελ. 368. Schonke - Schroder, σελ. 705. Loffler, σελ. 293 υποστηρίζοντος όμως ότι, υφίσταται διένεξις εν τη θεωρία μεταξύ ευρείας και στενής έννοιας του Θεού.
4) Αίδαλή, σελ. 102. Τούση-Γεωργίου, σελ. 406. Welzel, σελ. 368. Kohlrausch - Lange, Strafgesetzbuch. 4η έκδ. 1956 σελ. 257. StGB Leipz. Komm. σελ. 49. Ούτω και η γερμαν. νμλγ., ην ιδέ εν Loffler, σελ. 293 Contra Da1cke, Strafrecht und Strafverfahren, 36η έκδ. 1955 σελ. 362, ομιλών μόνον περί τού Θεού και του Ιησού Χριστού, ουχί όμως και του Αγίου Πνεύματος, πρβλ. όμως σχετ. Ματθ. 12, 31-32 «πάσα αμαρτία και βλασφημία αφεθήσεται τοις ανθρώποις, η δε του Πνεύματος βλασφημία ουκ αφεθήσεται τοις ανθρώποις και ος εάν είπη λόγον κατά του Υιού του ανθρώπου, αφεθήσεται αυτώ ος δ’ αν είπη κατά του Πνεύματος του Αγίου, ούκ αφεθήσεται αυτώ ούτε εν τω νυν αιώνι ούτε εν τω μέλλοντι». Ιδέ και Μάρκου 3, 29, «ος δ’ αν βλασφημήση εις το Πνεύμα το Άγιον, ουκ έχει άφεσιν εις τον αιώνα, άλλ’ ένοχος έστιν αιωνίου κρίσεως». Και Λουκά 12. 10 «τω δε είς το Άγιον Πνεύμα βλασφημήσαντι ούκ αφεθήσεται». Επομένως η άποψις του Dalcke εν προκειμένω δεν είναι ορθή, καθ΄ όσον ώς προς την Χριστιανικήν θρησκείαν η απαγόρευσις βλασφημίας ειδικώς του Αγίου Πνεύματος είναι απόλυτος και κατηγορηματική.
5)Τούση-Γεωργίου, σελ. 406. Αϊδαλή, σελ, 102. Kohlrausch - Lange, σελ. 356. Welzel, σελ. 368. SchSnke- Schroder, σελ. 705. Καρανίκα, σελ. 225.
6) Loffler, σελ. 293. StGb Leipz. Koram. σελ. 49. Dalcke, σελ. 162.
7) Καρανίκα. σελ. 225. Τούση-Γεωργίου, σελ. 406. Schonke-Schrοder, σελ. 706. Lοf f1er, σελ. 293.
8) Καρανίκα. σελ. 225. Τούση-Γεωργίου, σελ. 406. Schonke-Schrοder, σελ. 706. Lοf f1er, σελ. 293. We1zel, σελ. 368. Oι Kohlrausch - Lange, σελ. 357 δεν δέχονται τας εικονικάς παραστάσεις
9) Lοff1er, σελ. 293.
10) Καρανίκα, σελ. 226. Schonke - Schroder, σελ. 554. Kohlrausch- Lange, σελ. 356. Lοff1er, σελ. 306. Welzei, σελ. 368. StGb Leipz. Komm., σελ. 50 Πλημμ. Θπ3. 141/69 Ποιν. Χρον. Κ' σελ. 136. Διαρκ. Ναυτ/κείον 76/73 Ποιν. Χρον. ΚΓ' σελ. 229.
11)  Διαρκ. Ναυτ/κείον 76/73 Ποιν. Χρον. ΚΓ' σελ. 229.
12) Loffler, σελ. 306.
13)  Schonke – Schroder, σελ. 554
14) Ειδικώς Loffler, σελ. 294. Κρίππα, Ερμηνεία του Νόμου περί τύπου, 1974 σελ. 54-55 και αυτόθι αλλοδαπή νμλγ. Η «δημοσία» πραγμάτωσις τής βλασφημίας είναι γεγονός πραγματικόν μη υποκείμενον εις ακυρωτικόν έλεγχον, ΑΠ 45 /74 Ποιν. Χρον. ΚΔ' σελ. 354.
15) Η γνώμη των Τούση-Γεωργίου, ην καταπολεμά—ορθότατα—ο Καρανίκας, σελ. 226 δεν μας ενδιαφέρει, διότι εις την β' έκδοσιν του Ποιν. Κώδ. των δύο τούτων συγγραφέων η γνώμη αύτη δεν περιέχεται ως απαλειφθείσα και επομένως δέον να δεχθώμεν ότι, συμφωνούν ούτοι προς τον Καρανίκαν.
16) Σελ. 716 και 858. Ουχί όμως ώς προς την βλασφημίαν, καθ’ όσον η περί ταύτης § 166 του γερμαν. Ποιν. Κώδ. δεν περιέχει το στοιχείον του κακοβούλου και επομένως ουχί ορθώς οι Τούσης- Γεωργίου, παραπέμπουν εις το έργον των Γερμανών τούτων υπομνηματιστών υπό την § 166.
17)  Καρανίκα, σελ. 226.
18 Καρανίκα, σελ. 226. Τούση - Γεωργίου, σελ. 407. Aϊδαλή, σελ. 103. Schenke - Schroder, σελ. 706. Loffler, σελ. 294. StGb Leipz. Komm. σελ. 50.
19) Ως ορθότατα παρατηρεί ο Καρανίκας, σελ. 226.
20) Τούση - Γεωργίου, σελ. 83.
21) Καρανίκα, σελ. 226.
22) Loffler, σελ. 293 - 4.
23) Ως προς την συνταγματικήν προστασίαν της επιστήμης ιδέ Rοe11ecke, Wissenschaftliche Freiheit als institutionelle Garantie, JZ 1967 σελ. 726. Loffler, σελ. 373 και σελ. 388. Ως προς την τέχνην Sshick, Verfassungsrechtlicher Begriff des Kunstwerks, JZ 1970 σελ. 645. Loffler, σελ. 385 επ. γενικώς και σελ. 295-6 ειδικώς ως προς την σχέσιν κακοβούλου βλασφημίας και ελευθερίας τής τέχνης.
24) Τούση - Γεωργίου, σελ. 218. Schonke - Schrdder, σελ. 431. Welzel, σελ. 197.
25) Καρανίκα, σελ. 227.
26) Ούτω StGB Leipz. Komm. σελ, 49 ένθα ως βλασφημία θεωρείται «in schmah- suchtiger Weise etwas• verachtlicbes υber Gott aussagen». Τα αυτά κατά λέξιν αναφέρει και ο Dalcke, σελ. 162. Περαιτέρω Schonke - Schroder, σελ. 705 - 6, ων την άποψιν αποδέχεται ο Καρανίκας, σελ. 225. Ούτω και Kohlrausch - Lange, σελ. 357.
27) Πλημμ. Θηβ. 141/69 Ποιν. Χρον. Κ' σελ. 136. Διαρκ. Ναυτ/κείον 70/73 Ποιν• Χρον. ΚΓ σελ. 229.
28) Τούση - Γεωργίου, σελ. 407.
29) Κρίππα, Ερμηνεία του νόμου περί τύπου, 1974 σελ. 55 και αυτόθι βιβλιογραφία.



 «ΠΟΙΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ» ΚΕ'  σελ.359-466 
 ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: ΑΝΤΙΑΙΡΕΤΙΚΟΝ ΕΓΚΟΛΠΙΟΝ   
 
Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον       www.egolpion.com


Read more: http://www.egolpion.com/vlasfimia.el.aspx#ixzz2l0IZM21C

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου