Κυριακή 25 Αυγούστου 2013

Εκκλησιολογική Προσέγγιση των Σχέσεων Επισκόπου

  Εκκλησιολογική Προσέγγιση των Σχέσεων Επισκόπου
και Ιερών Μονών της Επαρχίας του
Σπυρίδωνος Δημ. Κοντογιάννη, Αφιέρωμα στον
Όσιο Αθανάσιο τον Μετεωρίτη
,
(Με την ευκαιρία των εγκαινίων του Ιερού Μετοχιακού Ναού Οσίου Αθανασίου του Μετεωρίτου στην Υπάτη Λαμίας, 27 Αυγούστου 2006), εκδ. Ιερά Μονή Μεγάλου Μετεώρου, ʼγια Μετέωρα 2007, σελ. 83-94
 
«Τοῖς τήν ἱερατικήν λαχοῦσιν ἀξίαν, μαρτύρια καί κατορθώματα αἱ τῶν κανονικῶν διατάξεων εἰσίν ὑποτυπώσεις... Τούτων οὖν οὕτως ὄντων καί διαμαρτυρομένων ἡμῖν, ἀγαλλιώμενοι ἐπ' αὐτοῖς ὡς εἰ τις εὕροι σκῦλα πολλά, ἀσπασίως τούς θείους κανόνας ἐνστερνιζόμεθα καί ὁλόκληρον τήν αὐτῶν διαταγήν καί ἀσάλευτον κρατύνομεν, τῶν ἐκτεθέντων ὑπό τῶν ἁγίων σαλπίγγων τοῦ Πνεύματος, τῶν πανευφήμων Ἀποστόλων, τῶν τε ἐξ ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί τῶν τοπικῶς συναθροισθεισῶν ἐπί ἐκδόσει τοιούτων διαταγμάτων καί τῶν ἁγίων Πατέρων ἡμῶν, ἐξ ἑνός γάρ ἅπαντες καί τοῦ αὐτοῦ Πνεύματος αὐγασθέντες ὥρισαν τά συμφέροντα» (1).
Δια του ανωτέρω ιερού Κανόνος, οι θειότατοι Πατέρες, οι συγκροτήσαντες την Ζ' Οικουμενική Σύνοδο (787) αποφαινόμενοι, χαρακτηρίζουν τους ιερούς Κανόνες ως καρπούς του Αγίου Πνεύματος, θεοπνεύστους, δηλαδή, και δεν αφήνουν καν περιθώρια χαρακτηρισμού τούτων ως ανθρωπίνων επινοημάτων. Εκ του χαρακτηρισμού δε τούτου καθίσταται φανερό ότι η Εκκλησία δι' αυτών κυβερνάται θεανθρωπίνως και όχι ανθρωπίνως, ό,τι δε εκ των εκκλησιαστικών πραγμάτων δεν οικοδομείται επί των θεμελίων των ιερών Κανόνων, αλλά επί ανθρωπίνων θελήσεων και επιθυμιών ή και συμφερόντων προσωπικών των εκ του ιερού καταλόγου, πάντοτε καταρρέει, διότι οι παραβάσεις των ιερών Κανόνων, έστω και εξ αγαθών προθέσεων, επισύρουν την σκληρότατη και αδυσώπητη εκδίκηση αυτών.
Οι ιεροί Κανόνες δεν είναι νομικά κείμενα προσαρμοζόμενα ή ερμηνευόμενα κατά το δοκούν ή τροποποιούμενα κατά τις διαθέσεις των εκάστοτε νομοθετούντων τα πολιτικά πράγματα. Οι ιεροί Κανόνες εκφράζουν την πίστη και την θεολογία της Εκκλησίας, είναι τα «μαρτύρια» της πίστεως και της θεολογίας, διότι αποτελούν την πρακτική εφαρμογή των δογμάτων της Εκκλησίας και αποσκοπούν «στην κατά περίπτωση ανόθευτη διαφύλαξη της αναγκαίας για την ζωή των πιστών πληρότητος του περιεχομένου της αληθείας της αποκαλύψεως από κάθε παρανόηση η παρέκκλιση, ήτοι στην ορθή βίωση της ουσίας του Μυστηρίου της Εκκλησίας σε κάθε στιγμή της ιστορίας» (2).
Είναι γνωστόν ότι «Ο Μοναχισμός είναι καρπός αγλαός του ευαγγελικού κηρύγματος. Στον χώρο του βιώθηκαν στο έπακρο όλες οι ευαγγελικές αρετές, για να δοθή και η ουράνια ευλογία των υπερφυσικών χαρισμάτων. Είναι η ασπίδα, η προφυλακή και ο υπερασπιστής της Εκκλησίας κατά των ορατών και αοράτων εχθρών της στο διάβα των αιώνων, είναι η ελπίδα της για το μέλλον, είναι το εχέγγυο για την διατήρηση ακραιφνούς της Ορθοδόξου πίστεως και ζωής» (3) . Κατά τον λόγον του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Χριστοδούλου «Ο Μοναχισμός εις την Ορθόδοξον Εκκλησίαν είναι οι πνευματικοί πνεύμονες της Εκκλησίας. Ανδρώος και Γυναικείος Μοναχισμός αποτελεί φως δια τους πιστούς μας». Κατά την ιστορική του δε διαδρομή, ο Μοναχισμός γνώρισε ποικίλες μορφές ασκήσεως και πνευματικότητος από μεμονωμένους αναχωρητές ή ασκητές και από οργανωμένες μοναστικές κοινότητες (Αναχωρητισμός, Ασκητισμός, Λαύρες, Ιδιόρρυθμο σύστημα, Κοινοβιακό σύστημα, Στυλίτες ή Κιονίτες, Βοσκοί, Έγκλειστοι, Γυμνίτες, Χαμαιεύνες, Ανιπτόποδες, Ρυπώντες, Εντεθαμμένοι, Σιγώντες, Σιδηρούμενοι, Δενδρίτες κ.λπ.) (4).
Είναι, επίσης, γνωστόν ότι «οι μονές δεν ιδρύθηκαν το πρώτον από το Κράτος ή την Εκκλησίαν, αλλά από ιδιώτες, είτε μοναχούς, είτε λαϊκούς, ενίοτε και κληρικούς και διοικούνταν κατά το κτιτορικό δίκαιο και σύμφωνα με τα μοναστηριακά, κατ' εξοχήν, τυπικά... Η δε υπαγωγή των Μονών, ή ακριβέστερα των ασκουμένων σε αυτές μοναχών, υπό την εποπτεία του επιχωρίου επισκόπου, η οποία εγκαινιάζεται δια και από της Δ' Οικουμενικής Συνόδου, δεν σήμαινε σε καμμία περίπτωση και αλλαγή των οργάνων και του τρόπου διοικήσεως της Μονής και μάλιστα της οικονομικής διαχειρίσεως αυτής. Είναι χαρακτηριστικό ότι καθ' όλη την Βυζαντινή περίοδο τα σημαντικώτερα και οικονομικώς ισχυρότερα των μοναστηριών είναι γνωστά ως αυτοδέσποτα ή αυτεξούσια...» (5) . Επειδή, όμως, ο Ορθόδοξος Μοναχισμός «δεν είναι υπέρ την Εκκλησίαν ή παρά την Εκκλησίαν», αλλά εντεταγμένος στην τοπική Εκκλησία και την πνευματική της ζωή και «βιώνει κατά το δυνατόν εναργέστερα το Μυστήριο της Εκκλησίας και γι αυτό αναπαύει την Εκκλησία» (6), να μην ιδρύονται Μονές «παρά γνώμην του της πόλεως Επισκόπου», χωρίς δηλαδή την άδεια και την ευλογία του επιχωρίου Αρχιερέως, ως ορίζει δια του δ΄ κανόνος της η εν Χαλκηδόνι Δ' Οικουμενική Σύνοδος (451)· «Οἱ ἀληθῶς καί εἰλικρινῶς τόν μονήρη μετιόντες βίον τῆς προσηκούσης ἀξιούσθωσαν τιμῆς. Ἐπειδή δε τίνες, τῷ μοναχικώ κεχρημένοι προσχήματι, τάς τε Ἐκκλησίας καί τά πολιτικά διαταράσσουσι πράγματα, περιϊόντες ἀδιαφόρως ἐν ταῖς πόλεσιν, οὐ μήν ἀλλά καί μοναστήρια ἑαυτοῖς συνιστᾶν ἐπιτηδεύοντες, ἔδοξε μηδένα μέν μηδαμοῦ οἰκοδομεῖν, μηδέ συνιστᾶν μοναστήριον ἤ εὐκτήριον οἶκον, παρά γνώμην τοῦ τῆς πόλεως ἐπισκό­που· τούς δέ καθ' ἑκάστην πόλιν καί χώραν μονάζοντας, ὑποτετάχθαι τῷ ἐπισκόπῳ καί τήν ἡσυχίαν ἀσπάζεσθαι καί προσέχειν μόνῃ τῇ νηστείᾳ καί τῇ προσευχῇ, ἐν οἷς τόποις ἀπετάξαντο, προσκαρτεροῦντες μήτε δέ ἐκκλησιαστικοῖς, μήτε βιωτικοῖς παρενοχλεῖν πράγμασιν ἤ ἐπικοινωνεῖν, καταλιμπάνοντας τά ἴδια μοναστήρια, εἰ μήποτε ἄρα ἐπιτραπεῖεν διά χρείαν ἀναγκαίαν ὑπό τοῦ τῆς πόλεως ἐπισκόπου· μηδένα δέ προσδέχεσθαι ἐν τοῖς μοναστηρίοις δοῦλον ἐπί τό μονᾶσαι, παρά γνώμην τοῦ ἰδίου δεσπότου· τόν δέ παραβαίνοντα τοῦτον ἡμῶν τόν ὅρον, ὡρίσαμεν ἀκοινώνητον εἶναι, ίνα μή τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ βλασφημῆται. Τόν μέν τοι ἐπίσκοπον τῆς πόλεως, χρή τήν δέουσαν πρόνοιαν ποιεῖσθαι τῶν μοναστηρίων» (7).
Με τον ανωτέρω κανόνα της η Δ' Οικουμενική Σύνοδος καθώρισε συγχρονικά και διαχρονικά τα κανονικά όρια των σχέσεων του Επισκόπου με τα Μοναστήρια της επισκοπικής του παροικίας, έτσι ώστε οι μεν μοναχοί να διατηρούν την πλήρη ανεξαρτησία του μοναχικού τους βίου, την αδιάλειπτη προσευχή και την εσωτερική πνευματική ζωή των μοναστηριών τους, χωρίς όμως να διαταράσσουν και να δημιουργούν προβλήματα με την δράση τους στην ζωή της τοπικής Εκκλησίας και ο επιχώριος Επίσκοπος αποκτά το δικαίωμα να εγκρίνη την ίδρυση των Μοναστηριών και να ελέγχη την εκτός αυτών ζωή και δράση των μοναχών. Έτσι «η κανονική αυτή ρύθμιση της σχέσεως του Επισκόπου με τα Μοναστήρια της επισκοπικής τον περιφερείας υπήρξε η καταστατική βάση όχι μόνο της μεταγενέστερης κανονικής παραδόσεως, αλλά και της διαχρονικής εκκλησιαστικής πράξεως» (8).
Η σχέση όμως του επιχωρίου Επισκόπου προς τις Ιερές Μονές της εκκλησιαστικής του δικαιοδοσίας, εκτός του Κανόνος δ΄ της Δ' Οικουμενικής Συνόδου, προσδιορίζεται με σαφήνεια χαρακτηριστική και από όλη την θεμελιώδη σχετική κανονική παράδοση, όπως αυτή ορίζεται από τους ιερούς Κανόνες: η', της Δ' Οικουμενικής, μ', μα', μβ', μγ', μδ', με', μς', μζ' και μθ' της Πενθέκτης· ια', ιβ', ιγ', κ', κα' και κβ' της Ζ' Οικουμενικής· α', β', γ', δ', ε', ς' της Πρωτοδευτέρας κ.λπ.
Την αυθεντική κανονική αύτη παράδοση των σχέσεων του επιχωρίου Επισκόπου με τις Ιερές Μονές της επαρχίας του, η οποία είναι και η μόνη εκκλησιολογικά ορθή προσέγγιση των σχέσεων αυτών και συντελεί στην προαγωγή του «ουρανίου πολιτεύματος» του Μοναχισμού, ως εκφράζουσα την περί αληθείας υπέρχρονη εκκλησιαστική συνείδηση, αυτήν προσφέρει πάντοτε η Εκκλησία ακέραιη σε κάθε εποχή. Και αυτή την αλήθεια της Εκκλησίας περιέλαβαν και τονίζουν, για τις σχέσεις του επιχωρίου Επισκόπου με τις Μονές της επαρχίας του, με εντυπωσιακή ακρίβεια, πληρότητα και πιστότητα, τόσο ο εισέτι ισχύων «Καταστατικός Κανονισμός υπ' αριθμ. 39/1972 Περί των εν Ελλάδι Ορθοδόξων Ιερών Μονών και Ησυχαστηρίων» (9), όσο και ο «Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας της Ελλάδος» (Νόμος 590/1977 Φ.Ε.Κ. 146/31-5-77, Τεύχος Α') (10).
Τόσο στον «Καταστατικό Κανονισμό 39/1972», όσο και στον «Καταστατικό Χάρ­τη της Εκκλησίας της Ελλάδος (Νόμος 590/1977) περιγράφονται με βάση την ως ανωτέρω Κανονική Παράδοση των σχέσεων του επιχωρίου Επισκόπου με τα Μοναστήρια της επισκοπικής του παροι­κίας, όλες οι κανονικές δικαιοδοσίες του Επισκόπου επ' αυτών: «...6. Ο Μητροπολί­της ασκεί επί των Ιερών Μονών της επαρχίας αυτού την κατά τους ιερούς Κανόνας πνε υματικήν εποπτείαν δια την κανονικήν μνημόνευσιν του ονόματος αυτού εν ταις ιεραίς Ακολουθίαις, την χειροθεσίαν του Ηγουμένου, την έγκρισιν της κούρας των μοναχών, την ανάκρισιν των κανονικών παραπτωμάτων, την μέριμναν δια την κατά τους ιερούς Κανόνας λειτουργίαν της Μονής και τον έλεγχον της νομιμότητος της οικονομικής διαχειρίσεως αυτής» (11).
Επειδή όμως εσχάτως, εκ μέρους ωρισμένων εκκλησιαστικών ή νομικών η και δημοσιογραφικών παραγόντων παραποιούνται και παρερμηνεύονται οι ιεροί Κανόνες, οι οποίοι αναφέρονται στις σχέσεις των επιχωρίων Επισκόπων με τα Μοναστήρια της περιοχής τους, όπως π.χ. ο δ' της Δ' Οικουμενικής Συνόδου ή η φράσις του Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος και η παρόμοια του Καταστατικού Κανονισμού υπ' αριθμ. 39/1972 ότι: «Ο Μητροπολίτης ασκεί επί των Ιερών Μονών της επαρχίας αυτού την κατά τους ιερούς Κανόνας πνευματικήν εποπτείαν...», δια να τονισθή το «επισκοποκεντρικόν» δήθεν του Μοναχισμού και το πλειστάκις ακουόμενον εις τα Εκκλησιαστικά και Πολιτικά Δικαστήρια «δίχα γνώμης Ἐπισκόπου μηδέν ἐπιτελείσθωσαν» οι Πρεσβύτεροι και οι Διάκονοι, επεκτεινόμενον μάλιστα και στους Μοναχούς, χρησιμοποιείται ο λθ' Αποστολικός Κανών, πρέπει να διευκρινισθή τι σημαίνουν οι φράσεις «πνευματική εποπτεία» του Καταστατικού Χάρτου και του Καταστατικού Κανονισμού και «μηδέν ἐπιτελείσθωσαν» του λθ' Αποστολικού Κανόνος.
α) «Πνευματική εποπτεία». Η φράση αυτή καλύπτει μόνο τα ρητώς αναφερόμενα κανονικά δικαιώματα του επιχωρίου Επισκόπου, όπως αυτά μνημονεύονται στο ʼρθρον 39 § 6 του Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος και τον Καταστατικό Κανονισμό υπ΄ αριθμ. 39/1972 § 6 και παρετέθησαν ανωτέρω. Κατά τον Καθηγητή της Γενικής Εκκλησιαστικής Ιστορίας και Κανονολόγο Βλάσιο Φειδα στην Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, «ο όρος πνευματική εποπτεία περιορίζει την ευχέρεια παρεμβάσεων του επιχωρίου Επισκόπου στην εσωτερική λειτουργία της Μονής μόνο σε περιπτώσεις επιβεβαιωμένων αντικανονικών πράξεων των μοναχών ή παρεκκλίσεων στη νομιμότητα της οικονομικής διαχειρίσεως της περιουσίας της Μονής». Και ακόμη: «Η συνήθης τάση ωρισμένων επιχωρίων επισκόπων (σημ. ημ.: ή και νομικών) να ερμηνεύσουν τον όρο πνευματική εποπτεία υπό την έννοια της "εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας", η οποία ασκείται στις ενορίες είναι καταχρηστική, αφού παραθεωρεί την κανονική παράδοση για την εσωτερική αυτοτέλεια του μοναχικού βίου. Καταχρηστική είναι επίσης και η συνήθης υποστήριξη της ερμηνείας αυτής με άσχετη προς το ζήτημα εκκλησιολογική αρχή για την σχέση Επισκόπου και τοπικής Ε κκλησίας, όπως αυτή προβάλλεται στην Πατερική Παράδοση, αφού τα Μοναστήρια δεν είναι ενορία» (12).
β) «Δίχα γνώμης Ἐπισκόπου μηδέν ἐπιτελείσθωσαν». Έτσι ακούγεται ή γράφεται κυρίως από Νομικούς παραποιημένος ο όρος του λθ' Αποστολικού Κανόνος, ώστε να δημιουργείται πνεύμα αδιαλλαξίας και εμμονής σε λανθασμένες επιλογές. Ο εν λόγω Κανόνας έχει ως ακολούθως: «Οἱ Πρεσβύτεροι καί οἱ Διάκονοι ἄνευ γνώμης τοῦ Ἐπισκόπου μηδέν ἐπιτελείσθωσαν. Αὐτός γάρ ἐστιν ὁ πεπιστευμένος τόν λαόν τοῦ Κυρίου, καί τόν ὑπέρ τῶν ψυχῶν αὐτῶν λόγον ἀπαιτηθησόμενος» (13) . Κατ' αρχήν δέον να λεχθή, προ παντός άλλου, ότι ο εν λόγω Αποστολικός Κανών δεν αναφέρεται στους Μοναχούς, ούτε στα Μοναστήρια, αλλά μόνον στους Κληρικούς, τους Πρεσβυτέρους και τους Διακόνους και τούτο διότι όπως και ανωτέρω ελέχθη, τα Μοναστήρια δεν είναι ενορίες, ούτε οι Μοναχοί Εφημέριοι. Αυθεντική ερμηνεία του εν λόγω Αποστολικού Κανόνος κάνει ο π. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος με άρθρο του, δια του οποίου αποκρούει τις παρανοήσεις και παρερμηνείες του και αποκλείει την απόλυτη έννοια της λέξεως «μηδέν» ως «φυσικώς αδύνατον και λογικώς απαράδεκτον». Νομίζομεν, γράφει ο π. Επιφάνιος, ότι «αρκεί να έχη τις τον κοινόν νουν, ίνα απόκρουση και αποκλείση πάσαν σκέψιν περί απολύτου εννοίας. Η απόλυτος έννοια θα ήτο και φυσικώς αδύνατος και λογικώς απαράδεκτος. Διότι, εν εναντία περιπτώσει, θα έπρεπε να είπωμεν ότι ο Κληρικός χρειάζεται άδειαν του Επισκόπου και δια να φάγη ή να πίη ή να κοιμηθή ή να ένδυθή ή να περιπατήση. Αλλά τούτο θα ήτο αδιανόητον». ʼλλωστε, το «μηδέν ἐπιτελείσθω» παρά των Πρεσβυτέρων και Διακόνων και όχι υπό των Μοναχών, αναφέρεται «εἰς ὅ,τι ἀνήκει τῇ δικαιοδοσίᾳ τοῦ Ἐπισκόπου», συμφώνως προς τις γνώμες των εγκυροτέρων Κανονολόγων Ζωναρά, Βαλσάμωνα, Αριστηνό και ʼγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη, στις οποίες στηριζόμενος ο π. Έπιφάνιος καταλήγει στο συμπέρασμα: «Ἐπίκλησις τοῦ λθ' Ἀποστολικοῦ Κανόνος ἐναντίον Κληρικῶν, οἵτινες οὔτε ἐξομωλόγησαν ἄνευ ἐπισκοπικοῦ ἐνταλτηρίου, οὔτε ἐπέβαλον ἤ ἔλυσαν ἀφορισμόν, οὔτε ἔκειραν Μοναχούς ἤ Μοναχάς, οὔτε ἐχειροθέτησαν ἀναγνώστας, οὔτε Ναούς ἤ Μονάς ἵδρυσαν, οὔτε ἀδείας γάμων ἐξέδωσαν, οὔτε ἀκίνητα τῆς Ἐκκλησίας ἐπώλησαν, οὔτε ἄλλο τι τοιοῦτον ἐποίησαν, ἐπίκλησις, λέγομεν, τοῦ εἰρημένου Κανόνος ἐναντίον τοιούτων Κληρικῶν, ἐπ' οὐδενί λόγῳ δύναται νά εὐσταθήσῃ (14).
Είναι όμως ανάγκη εδώ να σημειωθούν και τα ακόλουθα. Ο Επίσκοπος, δια της χειροτονίας του, αναλαμβάνει την μεγάλη ευθύνη της διαφυλάξεως αλώβητου και απαραχάρακτου της «παρακαταθήκης» της πίστεως, της Ιεράς Παραδόσεως της Εκκλησίας και των αιωνίων θεσμίων και καθεστώτων αυτής.
Η Εκκλησία, κατά την ύπαρξίν της, είναι Χριστοκεντρική , αφού «ὅπου ἄν ᾖ Χριστός Ἰησοῦς, ἐκεῖ ἡ καθολική Ἐκκλησία» (15) , ε νώ κατά την λειτουργική της έκφανση είναι επισκοποκεντρική, εφ' όσον όλοι «οι ἐπίσκοποι, οἱ κατά τά πέρατα ὁρισθέντες, ἐ ν Ίησοῦ Χριστοῦ γνώμη εἰσίν» (16) επίσκοπος ποιμαίνει την επισκοπή του όχι «ως έξουσίαν έχων», α λλ' ως ακολουθών την γνώμη του Ιησού Χριστού, ο Οποίος είναι και η αδιάσπαστος ζωή των εις Αυτόν πιστευόντων και η γνώμη του Θεού Πατρός «καί γάρ Ἰησοῦς Χριστός, τό ἀδιάκριτον ἡμῶν ζῆν, τοῦ Πατρός ἡ γνώμη...» (17).
Η ενότητα του επισκόπου, της ορατής, δηλαδή, κεφαλής της τοπικής Εκκλησίας και της επισκοπής του, νοείται, όχι βεβαίως ως μία απλή διοικητική σχέση ή ως μία ένωση δύο χωρισμένων μεταξύ των τάξεων (κλήρου και λαού και καθ' ωρισμένους Ιερούς Κανόνας προστίθεται και τρίτη τάξις, η των ασκητών-μοναχών) (18), αλλά νοείται ως οργανική ενότητα του όλου εκκλησιαστικού σώματος πάντοτε «προκαθημένου τοῦ ἐπισκόπου εἰς τόπον Θεοῦ καί τῶν πρεσβυτέρων εἰς τόπον συνεδρίου τῶν Ἀποστόλων καί τῶν διακόνων...» (19) . Η διάκρισις, λοιπόν, κληρικών και λαϊκών εις την ζωήν της Εκκλησίας είναι λειτουργική και όχι ταξική, διότι ο καθένας έχει ιδιαιτέραν διακονίαν στο Σώμα του Χριστού, την Εκκλησίαν, και δεν εισάγει ουδεμία ουσιαστική διαφορά. Όλοι οι βαπτισμένοι στο όνομα του Χριστού δια των Μυστηρίων, κοινωνούν της θείας ζωής του Χριστού και καθίστανται μέτοχοι της σώζουσας χάριτος του Θεού και κληρονόμοι της Βασιλείας Του.
Ο επίσκοπος δεν ασκεί «ιδίαν έξουσίαν», αλλά «ιερατικήν λειτουργίαν» επιστασίας «των του Σωτήρος ποιμνίων». Είναι ο «οικονομών» τα της Εκκλησίας, ως «οἰκονόμος τῶν μυστηρίων τοῦ Θεοῦ» (20) , τουτέστιν, ως οικονόμος «ἵνα μή τά δεσποτικά σφετερίσηται, ἵνα μή ὡς δεσπότης ἑαυτῷ ἐκδικῇ, ἀλλ' ὡς οἰκονόμος διοικῇ. Οἰκονόμου γάρ τό διοικεῖν τά ἐγχειρισθέντα καλῶς· οὐχ αὐτοῦ λέγειν εἶναι τά δεσποτικά, ἀλλά τουναντίον τοῦ δεσπότου τά ἑαυτοῦ» (21).
Η ενότητα της τοπικής Εκκλησίας, λοιπόν, θεμελιώνεται στην λειτουργική διακονία του επισκόπου στην παρ' αυτού τελούμενη Θεία Ευχαριστία, εφ' όσον μόνον σε αυτή είναι δυνατή η Χριστοκεντρική ενότητα των πιστών σε ένα εκκλησιαστικό σώμα. Αυτή η άρρηκτη ενότητα επισκόπου και τοπικής Εκκλησίας και η ενότητα των επισκόπων μεταξύ τους, είναι και η ορατή βάση της ενότητας της ανά την Οικουμένην Μιας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας. Δια τούτο, εάν παύση η λειτουργική αυτή διακονία του επισκόπου ή μετατραπή σε εξουσία, τότε παύει και η σχέση ενότητός του με το ποίμνιο του, γίνεται σχέση εξουσιαστική, σχέση «προϊσταμένης αρχής» προς «υφισταμένους ύπαλλήλους». Εάν η λειτουργική διακονία του επισκόπου μεταβληθή σε εξουσιαστική δύναμη, τότε γίνεται καταχρηστική και αυθαίρετη, αλλά κυρίως και προ πάντων αντικανονική.
Όταν το ορατό κέντρο των Μυστηρίων του Θεού, ο επίσκοπος δηλαδή, ο οποίος είναι «εἰς τύπον» και «τόπον» Χριστού παύση να είναι το λειτουργικό κέντρον της επισκοπής του, ο ποιμήν και φιλόστοργος πατήρ του ποιμνίου του και γίνη εξουσιαστής της επισκοπής του, διοικητής αυτής απλώς ή άρχων απαιτητικός, τότε η υπακοή, την οποία οφείλει σ' αυτόν το ποίμνιο του, κλήρος, μοναχοί και λαός, μετατρέπεται σε «πειθαρχία» υπαλληλική προς τον επίσκοπο, ο οποίος θέλει να διοική «κατ' ἰδίαν θέλησιν ὑπέρ τούς νόμους» (=Ιεροί Κανόνες) κατά την κρίση του δηλαδή και όχι κατά το φρόνημα και τους θεσμούς της Εκκλησίας.
Πολλές φορές, η παρά τους Ιερούς Κανόνες και το φρόνημα της Εκκλησίας εξουσιαστική διοίκηση του Επισκόπου, ο οποίος θέλει τους υπ' αυτόν κληρικούς και Μοναχούς, αλλά και τον λαό ως «υπηρετικόν προσωπικόν» του ή ιδιοκτησία του και όχι συμπρεσβυτέρους του και συμποιμένες του τους κληρικούς και πνευματικά του τέκνα το ποίμνιο του Χριστού, το αγγελικό τάγμα των Μοναχών και τον λαό του Θεού, δηλαδή, τότε αυτοί, ο κλήρος, οι Μοναχοί και ο λαός, δεν μπορεί να είναι «ἐγκεκραμένοι (αὐτῷ τῷ ἐπισκόπῳ) ὡς ἡ Ἐκκλησία Ἰησοῦ Χριστῷ καί ὡς ὁ Ἰησοῦς Χριστός τῷ Πατρί...» (22).
Τότε έχουμε απώλεια της των τέκνων αγάπης και υπακοής και προσπάθεια επιβολής, με ποικίλους τρόπους, της πειθαρχίας του δικαίου του ισχυρότερου. Και βεβαίως η πειθαρχία μπορεί να επιτύχη ωρισμένα εξωτερικά στοιχεία επίπλαστου ευταξίας ή ακόμη και υπακοής, εκείνο, όμως, το οποίο ασφαλώς εισάγει και επιβάλλει είναι ο φόβος, τον οποίο μόνο η αγάπη μεταξύ του ποιμένος και του ποιμνίου, η σύμφωνη προς τις εντολές του Κυρίου, την πατερική διδασκαλία, τους Ιερούς Κανόνες και τα εκκλησιαστικά θέσμια δύναται να θέση εκ ποδών.
Κατά ταύτα , λοιπόν, είναι προφανές ότι ο σεβασμός των παραδοσιακών καθεστώτων του μοναστικού βίου είναι πρωτίστη υποχρέωσις του επιχωρίου επισκόπου, η οποία του επιβάλλει την αποφυγή βεβιασμένων ή αυθαιρέτων επεμβάσεων στην εσωτερική πνευματική ζωή της Μονής, γι' αυτό και οι ιεροί κανόνες περιορίζουν την ευχέρεια των παρεμβάσεων του μόνο στην θεραπεία διαπιστωμένων ή και χρονιζόντων κανονικών ή και οικονομικών παραπτωμάτων της Μονής. ʼλλωστε, η όλη εσωτερική πνευματική ζωή των μοναχών της Μονής αποτελεί, κατά τους ιερούς κανόνες, την κύρια αποστολή και πνευματική ευθύνη του ηγουμένου της Μονής και όχι βεβαίως του επιχωρίου επισκόπου, ο οποίος ηγούμενος, κατά την άποψη της Εκκλησίας, όπως την εκφράζουν οι άγιοι Πατέρες και δη ο κατ' εξοχήν νομοθέτης του Μοναχισμού Μέγας Βασίλειος «οὐδέν ἕτερον ἐστι» δια την Μονήν του «ἤ ὁ τοῦ Σωτήρος ἐπέχων πρόσωπον» (23) α φού ενώπιον του Ηγουμένου, του «τοῦ Σωτήρος ἐπέχοντος πρόσωπον», δίδονται οι φρικτές μοναχικές υποσχέσεις προς τον Θεό, κατά την μυστηριακού χαρακτήρα πνευματική διαδικασία της ιεράς Ακολουθίας της κούρας του Μοναχού (24), υποσχέσεις, οι οποίες αποτελούν και την πεμπτουσία της μοναχικής αφιερώσεως με πνευματικές και σωτηριολογικές προεκτάσεις, τόσο για τον Μοναχό, όσο και για τον αναδεχόμενο αυτόν Ηγούμενο, ο οποίος οφείλει να προστατεύη αυστηρά το απαραβίαστο του ασκητικού βίου της Μονής και των Μοναχών του, συμφώνως προς τις μοναχικές υποσχέσεις και τους θεσμικούς κανόνες της ασκήσεως και μάλιστα «ἀνυστάκτως τῇ ἐμπιστευθείσῃ αὐτῷ ποίμνῃ ἐπαγρυπνεῖν πρός τό μή ἀπολέσθαι ἐξ αὐτῆς πρόβατον μηδέ ἕν, ἐν τῇ τοῦ νοητοῦ λύκου φθαρέν ἐπηρείᾳ», διότι, «λόγον μέλλει ἀποδοῦναι ὑπέρ αὐτῆς τῷ ἡμετέρῳ Θεῷ ἐν ἡμερα κρίσεως» (25) , γι' αυτό και στην αμφίδρομη αυτή πνευματική σχέση δεν ευοδούται από τους ιερούς Κανόνες καμμία επισκοπική παρεμβολή ή αξίωση.


ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
(1) Α' Κανών της Ζ' Οικουμενικής Συνόδου. Αγαπίου ιερομόναχου Νικόδημου μοναχού, Πηδάλιον..., (Ανασταστική εκδ. Βασ. Ρηγόπουλου), Θεσσαλονίκη 2003, σελ. 322. Βλασίου Ιω. Φειδά, Ιεροί Κανόνες και Καταστατική Νομοθεσία της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήναι 1998, σελ. 180. Μετάφραση ημετέρα του εν λόγω Κανόνος και ερμηνεία του Αγίου Νικόδημου του Αγιορείτου, βλ. στο Παράρτημα της παρούσης μελέτης, σελ. 322-323.
(2) Βλασιου Ιω. Φειδα, ένθ' ανωτ., σελ. 42.
(3) Σπυρίδωνος Δημ. Κοντογιάννη, Η ιστορική διαδρομή του Ορθοδόξου Μοναχισμού και ο μοναστικός βίος στις Κυκλάδες, εν τω τόμω «Η Αγία Πελαγία της Ιεράς Μονής Κεχροβουνίου Τήνου. 250 χρόνια από την γέννηση της (17522002)». Πρακτικά Ημερίδος (5 Οκτωβρίου 2002), (εκδ. Εταιρείας Τηνιακών Μελετών), Αθήνα 2005, σελ. 66.
(4) Περί αυτού βλ. Ευσταθίου Θεσσαλονίκης, Εἰς τόν ὑπερλίαν σπουδάζοντα διά στύλου ἐν Θεσσαλονίκῃ, εν .Ρ. Μι g νε, Ρ G 136, 217-220. Η. Delehaye , Les saint Stylites, Bruxelles 1923. Σπυρίδωνος Δημ. Κοντογιάννη, ενθ' ανωτ., σελ. 76-77.
(5) Ιωάννου Κονιδάρη, Ζητήματα του δικαίου των ι. μονών και μοναχών, εν «Εκκλησία», τομ. ΟΖ' (2000) σελ.35. Πρβλ. Γεωργίου Αποστολάκη, Σχέσεις Μητροπολίτου και Ιερών Μονών της Εκκλησίας της Ελλάδος, Τρίκαλα-Αθήνα 2003, σελ.38.
(6) Γεωργίου Καψάνη, Αρχιμ., Τα χαρακτηριστικά του Ορθοδόξου Μοναχισμού, εν «Όσιος Γρηγόριος», Περίοδος Β', Αριθμ. 23(1998), σελ. 43· Πρβλ. και Γεωργίου Αποστολάκη, ένθ' ανωτ., σελ.37·
(7) Αγαπίου ιερομόναχου- Νικόδημου μοναχού, Πηδάλιον, σελ. 187-189. Βλασίου Ιω. Φειδα, ένθ' ανωτ., σελ. 137-138· Μετάφραση ημετέρα του ανωτέρω Κανόνος και ερμηνεία του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου, βλ. στο Παράρτημα της παρούσης μελέτης, σελ. 188-189.
(8) Βλασίου Ιω. Φειδά, Κανονικό Σημείωμα περί των ορίων της εποπτείας του Επισκόπου στις Ιερές Μονές, εν Γεωργίου Αποστολάκη, ένθ' ανωτ., σελ. 44· Πρβλ. και Σπυρίδωνος Δημ. Κοντογιάννη, Περί των εν Ελλάδι Ιερών Μονών και Ησυχαστηρίων. Υφίσταται αναγκαιότης ή μη τροποποιήσεως του υπ' αριθμ.39/1972 Καταστατικού Κανονισμού; εν «Αντίδωρον τω Μεσσηνίας Χρυσοστόμω Θέμελη», τομ. Δ', Καλαμάτα 2006, σελ. 347.
(9) Ο εν λόγω «Καταστατικός Κανονισμός» εψηφίσθη υπό της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος την 12 ην Ιουνίου 1972 και εξεδόθη προνοία Αυτής υπό της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήναι 1972.
(10) Εψηφίσθη υπό της Βουλής των Ελλήνων την 26 ην Μαΐου 1977, εξεδόθη δε σε ιδιαίτερο τεύχος υπό της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήναι 1977· Τούτον βλ. και εν Ι.Μ. Κονιδάρη Σ.Ν. Τρωιάννου, Εκκλησιαστική Νομοθεσία: Κείμενα και Σχόλια (Εκδόσεις Αντ. Σάκκουλα), Αθήνα 1984, σελ. 90-95. Βλασίου Ιω. Φειδά, Ιεροί Κανόνες και Καταστατική Νομοθεσία της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήναι 1988, σελ. 430-488. Οι υπογράφοντες την Εισηγητική Έκθεση επί του Σχεδίου Νόμου «Περί κυρώσεως του Κώδικος Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος» προς την Βουλήν των Ελλήνων Υπουργοί (ένθ' ανωτ.σελ.430-436), τονίζουν ότι:
«1. Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας είναι οι δια των άρθρων 3 και 13 του εν ισχύι Συντάγματος κατοχυρούμενοι ι. κανόνες... Οι υ πό της Βουλής ψηφιζόμενοι Καταστατικοί Νόμοι της Εκκλησίας της Ελλάδος χαράσσουν ακριβώς τα πλαίσια αυτά, χωρίς να θίγουν την κατά συνταγματικήν επιταγήν τήρησιν των ι. Κανόνων υπό της Εκκλησίας της Ελλάδος, διο και αποτελούν βασικά κείμενα δια την απρόσκοπτον συνεργασίαν μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας.
»2... δια του ΝΔ. 82/1974, το ο ποίον προέβλεπε την σύστασιν ειδικής Κληρικολαϊκής Επιτροπής προς σύνταξιν Σχεδίου Καταστατικού Νόμου της Εκκλησίας της Ελλάδος, δια την κατά τρόπον σταθερόν και πάγιον ρύθμισιν πάντων των αφορώντων εις την διοίκησιν της Εκκλησίας της Ελλάδος θεμάτων. Η ως άνω επιτροπή, συστηθείσα δια της υπ' αριθ. Φ. 051.1/39/93686/ 14.10.1974 αποφάσεως του Υπουργού Παιδείας (Φ.Ε.Κ. 1073/1910.1974 Τευχ. Δεύτερον), επεράτωσε το έργον της δια της συντάξεως σχεδίου Καταστατικού Νόμου, το οποίον διεβιβάσθη μετά της κατά νόμον γνώμης της ΔΙΣ. εις το Υπουργείον Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, δια να κατατεθή εις την Βουλήν προς ψήφισιν κατά την διαδικασίαν την προβλεπομένην υπό των διατάξεων του άρθρου 11 του ΝΔ. 87/1974
»3· Αι εν τω μεταξύ διαπιστωθείσαι ελλείψεις υπό του Οικουμενικού Πατριαρχείου και της αρμοδίας Υπηρεσίας του ΥΠ.Ε.Π.Θ. κατέστησαν επιτακτικήν την αναβίωσιν της Κληρικολαϊκής Επιτροπής μετά τίνων μεταβολών εις την συγκρότησιν αυτής δια του Ν. 462/1976 "Περί ρυθμίσεως ζητημάτων τινών του Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος".
»Αι υπό της ως άνω Επιτροπής γενόμενοι τροπολογίαι εις τα άρθρα τον αρχικού Σχεδίου, απεστάλησαν προς την ΔΙΣ. δια την έκφρασιν της κατά Νόμον γνώμης της, η δε γνώμη της ΔΙΣ. επί των τροπολογηθεισών διατάξεων ανεπέμφθη και πάλιν εις την Επιτροπήν, η οποία διεμόρφωσε και το παρόν τελικόν κείμενον του Σχεδίου Καταστατικού Νόμου.
»4· Η Κληρικολαϊκή Επιτροπή του Ν. 462/1976 ειργάσθη επί τη βάσει και των υποβληθέντων νπομνημάτων υπό των διαφόρων ενδιαφερομένων φορέων, αξιοποιήσασα εις το τελικόν κείμενον τας γενομένας θετικάς προτάσεις. Ειδικώτερον ελήφθησαν υπ' όψει η επί του Σχεδίου γνώμη της Δ.Ι.Σ., τα αιτήματα του Ι. Συνδέσμου Κληρικών Ελλάδος και γενικώτερον πάσαι αι προτάσεις, αι οποίαι ή­σαν σύμφωνοι προς το Σύνταγμα, τους ι. κανόνας, την κειμένην νομοθεσίαν και την νομολογίαν των Δικαστηρίων της Χώρας.
»5. Δια του Σχεδίου Καταστατικού Νόμου εξασφαλίζεται η νόμιμος δημοκρατική λειτουργία των διοικητικών εκκλησιαστικών θεσμών κατά την επιταγήν του αρθρου 3 παρ. 1 του Συντάγματος και των συνταγματικώς κατωχυρωμένων ι. κανόνων.
(11) Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας της Ελλάδος, Κεφάλαιον Ι Α', Περί των Ιερών Μο­νών, άρθρον 39. § 6, σελ. 80-89. Καταστατικός Κανονισμός 39/1972, άρθρον 6, § ι. Πρβλ. και Βλασίου Ιω. Φειδά, ένθ' ανωτ., σελ. 467 και Γεωργίου Αποστολάκη, ένθ' ανωτ., σελ. 23-25.
(12) Βλασίου Ιω. Φειδά, εν Γεωργίου Αποστολάκη, ένθ' ανωτ., σελ. 47-48. Σπυρίδωνος Δημ. Κοντογιάννη, ένθ' ανωτ., σελ. 349.
(13) Αγαπίου ιερομόναχου- Νικόδημου μοναχού, Πηδάλιον..., σελ. 43· Βλασίου Ιω. Φειδά, Ιεροί Κανόνες και Καταστατική Νομοθεσία της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήναι 1998, σελ. 194. Μετάφραση ημετέρα του εν λόγω Κανόνος και ερμηνεία του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου, βλ. στο Παράρτημα της παρούσης μελέτης, σελ. 43.
(14) Επιφανίου Ι. Θεοδωρόπουλου, Αρχιμ., ʼρθρα Μελέται Επιστολαί, τομ. Α', Εν Αθήναις 1986, σελ. 212-214.
(15) Ιγνατίου, Προς Σμυρναίους, J .Ρ. Μι g νε, Ρ G , 5, VIII 713Β.
(16) Ιγνατίου, Πρ o ς E φεσίους, ένθ' ανωτ. III , 647Α.
(17) Ένθ' ανωτ.
(18) Γεωργίου Καψάνη, Αρχιμ.,Η ποιμαντική διακονία κατά τους Ιερούς Κανόνας, (εκδ. ʼθως), Αθήνα 2003, σελ. 93·
(19) Ιγνατίου, Προς Μαγνησιείς, ένθ' ανωτ. VI , 668Α.
(20) Α' Κορινθ., δ', ι.
(21) Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Ομιλία Χ εις Α' Κορινθ. J .Ρ. Μι g νε, Ρ G 61, στ. 84.
(22) Ιγνατίου, Πρoς E φεσίους, ένθ' ανωτ., V , 648 Β C , 650Α.
(23) Γεωργίου Καψάνη, A ρχιμ, ενθ' ανωτ. σελ. 171.
(24) Την «Ακολουθία του Μεγάλου και Αγγελικού Σχήματος», της κούρας, δηλαδή, Μοναχού βλ. εν Ευχολόγιον το Μέγα (επανεκδιδόμενον εις Γ΄ έκδοσιν υπό του Εκδοτικού Οίκου «Αστήρ», βάσει της εν Βενετία Β' Εκδόσεως 1862 εκ της Ελληνικής Τυπογραφίας του Φοίνικος, Αθήναι 1986, σελ. 199-219.
(25) Την «Τάξιν επί προχειρίσει Ηγουμένου», βλ. Ευχολόγιον, ένθ' ανωτέρω, σελ. 181-184.
 
 
******
Παράρτημα Μεταφράσεως και ερμηνείας
α) Α' Κανόνος Ζ' Οικουμενικής Συνόδου, β) Δ' Κανόνος Δ' Οικουμενικής Συνόδου, γ) ΛΘ' Αποστολικού Κανόνος.
Κανών Α' της Ζ' Οικουμενικής Συνόδου
Μετάφραση
Γι' αυτούς που επέλεξαν να ενταχθούν στον ιερό κλήρο, μαρτύρια και οδηγοί της ζωής τους είναι οι κανονικές διατάξεις και υποτυπώσεις των Συνόδων, τις οποίες, με χαρά και ευχαρίστηση αποδεχόμενοι, μαζί με τον θεοφάντορα Δαβίδ, ψάλλομε προς τον Δεσπότη Θεό και λέγομε: Ακολουθώντας την οδό των μαρτυρίων σου εχάρηκα όπως αν είχα όλα τα πλούτη του κόσμου και Συ επρόσταξες να φυλάσσω τα μαρτύρια σου εις τον αιώνα και να ζω με δικαιοσύνη, γι' αυτό δός μου τη φώτιση σου για να ζήσω. Έτσι, η προφητική φωνή μας δίνει την εντολή να φυλάσσομε εις τον αιώνα τα μαρτύρια του Θεού αμετακίνητα και απαρασάλευτα και να ζούμε μ' αυτά, όπως παραγγέλει ο θεόπτης Μωϋσής, ότι δηλαδή δεν επιτρέπεται τίποτε να προσθέσομε σ' αυτά ούτε και να αφαιρέσομε. Και ο θείος Απόστολος Πέτρος, καυχώμενος γι' αυτά, δηλώνει ότι και οι άγγελοι ελάχιστα επιθυμούν να εγκύψουν σ' αυτά και να τα τηρούν. Αλλά και ο Παύλος λέγει ότι, και αν ακόμη άγγελος εξ ουρανού ευαγγελίζεται πράγματα πέρα από τα παραδεδομένα, αυτός να είναι αναθεματισμένος. Αφού λοιπόν αυτά έτσι έχουν και έτσι μας παραδίδονται, μεγάλη αγαλλίαση αισθανόμαστε, όπως ακριβώς όταν κανείς έβρισκε πολλά λάφυρα. Γι' αυτό ασπαζόμαστε τους θείους κανόνες, τους ενστερνιζόμαστε και τους τηρούμε αναλλοίωτους και ισχυρούς. Διότι οι άγιες σάλπιγγες του πνεύματος των πανευφήμων Αποστόλων διετύπωσαν τους κανόνες αυτούς, καθώς και οι έξι προγενέστερες Οικουμενικές Σύνοδοι, που συγκροτήθηκαν για την έκδοση αυτών των διαταγμάτων των άγιων Πατέρων μας. Και όλοι τους φωτίστηκαν και εμπνεύστηκαν από το ίδιο ʼγιο Πνεύμα και καθόρισαν όλα αυτά τα συμφέροντα στον ιερό κλήρο...
 
Ερμηνεία Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου
Οἱ θεῖοι Κανόνες, μαρτύρια (1) μέν εἶναι κοντά εἰς τούς Ἱερωμένους, καθ' ὅ μαρτυροῦσι καί φανερώνουν εἰς αὐτούς πῶς πρέπει νά πολιτεύωνται. Κατορθώματα δέ, καθ' ὅ συντηρούμενοι ἀπό αὐτούς, κατορθοῦσι καί διευθύνουσι τήν ζωήν αὐτῶν. Τούτους δέ τούς Κανόνας ἡ Σύνοδος αὕτη μετά χαράς ἀποδεχομένη διά τοῦ παρόντος Κανόνος, τά προφητικά ἐκεῖνα λόγια τοῦ Δαβίδ ἀναμέλπει πρός τόν Θεόν, τά οὕτω διαγορεύοντα. Ἐχάρηκα Κύριε εἰς τά μαρτύρια σου, καθώς ἤθελα χαρῇ, ἄν εἶχα ὅλους τούς πλούτους τοῦ κόσμου. Καί σύ ἐπρόσταξες νά φυλάττω τά μαρτύριά σου εἰς τόν αἰῶνα, μέ τά ὁποῖα σόφισόν με, καί θέλω ζήσει εἰς αὐτά. Καί ἄν ἡ φωνή αὕτη τοῦ Προφήτου μᾶς προστάζῃ νά φυλάττωμεν τά μαρτύρια τοῦ Θεοῦ παντοτεινά, καί νά ζῶμεν εἰς αὐτά, φανερόν εἶναι, ὅτι καί αὐτά παντοτεινά καί ἀσάλευτα διαμένουσιν (κράδη γάρ ὀνομάζεται κατά τόν Ζωναράν ὁ ἀσθενής καί εὐκόλως συντριβόμενος κλάδος τῆς συκῆς, ἀκράδαντα δέ τά στερεά καί ἀκίνητα)· δι' ὅ καί ὁ Μωϋσής λέγει, οὔτε νά πρόσθεσῃ τινάς εἰς τά τοῦ Νόμου οὔτε νά εὐγάνῃ. Καυχᾶται δέ εἰς αὐτά καί ὁ κορυφαῖος Πέτρος λέγων, ὅτι ἐπιθυμοῦσι νά παρακύψουν οἱ Ἄγγελοι, εἰς ἐκεῖνα δηλ. ὁποῦ ἐφανέρωσαν εἰς ἡμᾶς οἱ ἐν πνεύματι Θεοῦ εὐαγγελισάμενοι Ἀπόστολοι· καί ὁ Παῦλος ἀναθεματίζει, κἄν Ἄγγελος ἦναι, ἐκεῖνος ὁποῦ εὐαγγελίζεται ἔξω ἀπό τά παραδεδομένα. Διά τοῦτο καί ἡμεῖς χαίροντες εἰς τούς θείους Κανόνας, καθώς χαίρονται οἱ στρατιώται, ὅταν εὕρουν κούρση πολλά εἰς τούς νικηθέντας ἐχθρούς των, ὡς λέγει καί τοῦτο ὁ Δαβίδ, περιχαρώς αὐτούς ἐναγκαλιζόμεθα, καί κρατύνομεν, καί ἐπικυροῦμεν, τόσον τούτοις, ὑπό τῶν ἁγίων Ἀποστόλων ἐκτεθέντας, ὅσον καί τούς ἐξ Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί τῶν τοπικῶν, καί τῶν κατά μέρος Πατέρων. Ἀναθεματίζοντες μέν ἐκείνους, ὁποῦ καί ἐκεῖνοι ἀναθεματίζουσι, καθαιροῦντες δέ ἐκείνους, ὁποῦ καί ἐκεῖνοι καθήρουν, καί ἀφορίζοντες ἐκείνους, ὁποῦ καί ἐκεῖνοι ἀφορίζουσι, καί ἁπλῶς εἰπεῖν, ἐπιτιμῶντες ἐκείνους, ὁποῦ καί ἐκεῖνοι ἐπιτιμῶσι. Διότι, καθώς ἐκεῖνοι, ὁποῦ δέν ἔχουσι γνώμην φιλάργυρον, ἀρκοῦνται εἰς τά παρόντα χρήματα ὁποῦ ἔχουσιν, ὡς λέγει ὁ Παῦλος ἔτσι καί ἡμεῖς οὔτε προσθέτομεν, οὔτε ἀφαιροῦμεν, ἀλλά ἀρκούμεθα εἰς τούς ὁρισθέντας παρά τῶν ἁγίων Πατέρων Κανόνας (2). Ὅρα καί τόν α' τῆς δ' καί τά ἐν τῇ ἀρχῇ τῆς βίβλου προλεγόμενα τῶν Κανόνων.
(Πηδάλιον, σελ. 322323,'Εκδ. «ʼστέρος»,Εν Αθήναις 1970)
 
Δ' Κανών τῆς ἐν Χαλκηδόνι Δ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου (451)
Μετάφραση
Όσοι αληθινά και με ειλικρίνεια επέλεξαν να ζήσουν τον μοναχικό βίο, σ' αυτούς πρέπει να απονέμονται οι προσήκουσες τιμές. Επειδή όμως κάποιοι, μεταχειριζόμενοι ως πρόσχημα την μοναχική τους ιδιότητα, περιφέρονται χωρίς καμμιά διάκριση στις πόλεις, και όχι μόνο, αλλά και μοναστήρια προσπαθούν να οικοδομήσουν για τους εαυτούς τους, θεωρήθηκε σωστό και αποφασίσθηκε, κανένας να μην έχη το δικαίωμα να οικοδόμηση και να οργάνωση μοναστήρι ή ευκτήριο οίκο χωρίς την άδεια του τοπικού Επισκόπου. Οι μοναχοί κάθε πόλεως και χώρας να τηρούν υποταγή στον Επίσκοπο, να είναι αφοσιωμένοι στην ησυχαστική ζωή τους και να έχουν στραμμένη την προσοχή τους μόνο στη νηστεία και στην προσευχή, παραμένοντας σταθερά εκεί που δέχτηκαν τη μοναχική κουρά τους. Να μην περιπλέκονται και αναμειγνύονται σε εκκλησιαστικά και κοσμικά ζητήματα, ερχόμενοι σε επικοινωνία με τον έξω κόσμο και εγκαταλείποντες τα μοναστήρια τους, παρά μόνο αν θεωρηθή αναγκαία η παρέμβαση τους και ζητηθή από τον τοπικό επίσκοπο. Να μη δέχονται δε κανένα δούλο για να μονάση στα μοναστήρια τους χωρίς την συγκατάθεση του κυρίου του (αφεντικού του). Όποιος δε παραβαίνει αυτό τον κανόνα ορίζομε να είναι ακοινώνητος (αφορισμένος), για να μη βλασφημείται το όνομα του Θεού. Ο τοπικός λοιπόν Επίσκοπος, έχει την υποχρέωση να μεριμνά για την καλή λειτουργία των μοναστηριών.
 
Ερμηνεία Αγίου Νικόδημου του Αγιορείτου
Ταῦτα διορίζει ὁ παρών Κανών. Οἱ ἀληθῶς καί χωρίς καμμίαν ὑπόκρισιν τήν μοναχικήν ζωήν μεταχειριζόμενοι, ἄς ἀξιώνονται τῆς πρεπούσης τιμῆς. Ἀλλ' ἐπειδή μερικοί μεταχειρίζονται τό μοναχικόν σχῆμα πρός ἐπίδειξιν καί δέλεαρ διά νά τιμῶνται, καί συγχέουσι τά ἐκκλησιαστικά καί πολιτικά πράγματα, θέλοντες νά διοικοῦσιν αὐτά, καί περιτριγυρίζουσι μέν μέ ἀδιαφορίαν εἰς τάς πόλεις, μοναστήρια δέ ἐδικά τους ἐπιτηδεύουσι νά οἰκοδομοῦν. Διά τοῦτο ἐφάνη εὔλογον, κανένας μοναχός, μήτε εἰς χωρίον, μήτε εἰς πόλιν, μήτε εἰς ἔρημον, ἤ εἰς ἄλλο κανένα μέρος νά οἰκοδομῇ καί νά συνιστᾶ μοναστήριον, ἤ οἶκον εὐκτήριον, χωρίς τήν γνώμην τοῦ κατά τόπον Ἐπισκόπου. Οἱ Μοναχοί οἱ εἰς κάθε πόλιν καί χώραν εὑρισκόμενοι νά ὑποτάσσωνται εἰς τόν τοῦ τόπου Ἐπίσκοπον, καί νά ἡσυχάζωσιν, εἰς μόνην τήν προσευχήν καί νηστείαν σχολάζοντες, καί διαμένοντες, εἰς τά μοναστήρια ἐκεῖνα, ὁποῦ ἐκουρεύθησαν, χωρίς νά ἀφίνουσιν αὐτά (ὅρα τόν κα'. τῆς ζ'), ἔξω μόνον ἄν κατά ἀνάγκην καί χρείαν διορισθοῦν εἰς τοῦτο ὑπό τοῦ Ἐπισκόπου, κρίναντος αὐτούς ἐπιτηδείους. Ἐφάνη δέ εὔλογον πρός τούτοις, νά μή δέχεται κανένας δοῦλος εἰς μοναστήριον νά κουρεύεται Μοναχός χωρίς τήν γνώμην τοῦ αὐθέντου του, ἵνα μή καί οἱ ἄνθρωποι βλέποντες τούς Μοναχούς νά περιπλέκωνται εἰς κοσμικά καί οἱ αὐθένται λυπούμενοι διά τούς δούλους των, βλασφημῶσι τό τάγμα τῶν Μοναχῶν, καί ἐντεῦθεν βλασφημῆται δι' αὐτῶν τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ. Ὅστις δέ παραβῇ τόν Κανόνα τοῦτον νά ἀφορίζεται. Καθώς ὅμως οἱ Μοναχοί πρέπει νά σχολάζουσιν εἰς τά ἀνήκοντα ἔργα τοῖς μοναχοῖς, ἔτσι καί ὁ Ἐπίσκοπος πρέπει νά ἔχῃ τήν προσήκουσαν πρόνοιαν τῶν μοναστηριῶν αὐτῶν, ὑπερασπιζόμενος αὐτούς καί ἐλεών ἐν ταῖς ἀναγκαίαις χρείαις, ἤ ἐκ τῶν ἰδίων, ἤ ἐκ τῶν πτωχικῶν χρημάτων τῆς ἐκκλησίας κατά τόν μα' Ἀποστολικόν, καί κε' Ἀντιοχείας, διά δύω αἴτια· πρῶτον, διά νά μένουσιν ἐκεῖνοι ἥσυχοι καί ἀπερίσπαστοι, καί β' διά νά ἀπολαμβάνῃ καί αὐτός ἐκ τούτου ψυχικήν ὠφέλειαν».
(Πηδάλιον, σελ. 188189,'Εκδ. «ʼστέρος»,Εν Αθήναις, 1970)
 
Αποστολικός Κανών ΛΘ'
Μετάφραση
Οι πρεσβύτεροι και οι διάκονοι να μην πράττουν τίποτε χωρίς τη γνώμη του τοπικού επισκόπου. Διότι σ' αυτόν έχει εμπιστευθή ο Κύριος τον λαόν του και από αυτόν θα ζητηθή να δώση λόγο για τη σωτηρία των ψυχών τους.
Ερμηνεία Αγίου Νικόδημου του Αγιορείτου
Ὁ παρών Ἀποστολικός Κανών διορίζει, ὅτι οἱ Πρεσβύτεροι, καί οἱ Διάκονοι χωρίς τήν γνώμην καί ἄδειαν τοῦ Ἐπισκόπου των, δέν ἠμποροῦν νά ἐνεργήσουν κανένα ἱερατικόν λειτούργημα, τόσον ἀπό ἐκεῖνα, ὁποῦ ἀνήκουσιν εἰς τήν ἀρχιερατικήν ἐξουσίαν τοῦ Ἐπισκόπου, ὅσον καί ἀπό ἐκεῖνα, τῶν ὁποίων ἔχουσι μέν αὐτοί τήν δύναμιν, διά τοῦ Μυστηρίου τῆς χειροτονίας, τήν δέ ἐνέργειαν αὐτῶν νά ἐπιτελέσουν δέν ἠμποροῦν χωρίς τοῦ Ἀρχιερέως τήν γνώμην. (Ταῦτα δέ χάριν παραδείγματος εἶναι, τό νά μή ἐξομολογοῦν μήτε νά συγχωροῦν τούς μετανοοῦντας, κατά τόν στ', ζ', καί ν' τῆς ἐν Καρθαγένῃ (3), τό νά ἀφιερώνωσι τάς παρθένους εἰς τόν Θεόν, κατά τόν στ' τῆς αὐτῆς, τό νά μή χειροθετοῦν καί κείρουν Ἀναγνώστας, ἤ Μοναχούς, καί ἄλλα παρόμοια). Ἐπειδή, λέγει, ὁ Ἐπίσκοπος κυρίως καί κατ' ἐξοχήν, ἐνεπιστεύθη τόν λαόν τοῦ Κυρίου, καί κατ' ἐξοχήν αὐτός, ὡς ποιμήν, ἔχει νά ζητηθῇ χρεωστικῶς ἀπό τόν Θεόν, λογαριασμόν ἀκριβόν τάς ψυχάς τοῦ ποιμνίου του.
(Πηδάλιον, σελ. 4345. Εκδ. «Αστέρος», Εν Αθήναις, 1970)


ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1 "Ορα ένταϋθα πόσον σεβάσμιοι και αΐδέσιμοι είναι οι θείοι Κανόνες· διότι με εκείνους τους τίτλους και τα ονόματα όπου σεμνύνεται η θεόπνευστος και άγια Γραφή, με αυτούς τους ίδιους σεμνύνει τους θείους Κανόνας και η αγία αΰτη Σύνοδος, μαρτύρια αυτούς αποκαλούσα, και δικαιώματα και τα δμοια τούτοις.
2. Δι' δ και ο Φώτιος, τιτλ. α κεφ. β' λέγει, δτι η γ' διάταξις τοϋ β' τίτλου των Νεαρών θέλει να κρατοϋσιν οι Κανόνες των επτά Συνόδων, και τα δόγματα αυτών ως αϊ θεΐαι Γραφαί.
3. "Οθεν και οι Πρεσβύτεροι, τόσον οι άγαμοι δσον και ΰπανδροι, δι' ένταλτηρίου και προτροπής λαμβάνουσι παρά τοΰ ʼρχιερέως τοϋ δεσμεΐν και λύειν την έξουσίαν.Έχοντες γαρ ούτοι μέσα εις την ίερωσύνην δυνάμει έμπεριεχόμενον το δεσμεΐν και λύειν τας αμαρτίας, δια της προτροπής ταύτης και τοΰ ένταλτηρίου προσλαμβάνουσι και την τούτου ένέργειαν. Πολλοί δε Αρχιερείς, ου μόνον δι' ένταλτηρίου και ψιλής προτροπής, αλλά ακόμη και δια χειροθεσίας ποιοϋσι τους Πνευματικούς, το όποιον είναι κρεΐττον και άσφαλέστερον, και ουδέν άτοπον γεννά. Η γαρ χειροθεσία αΰτη ευλογίας εστί μετάδοσις, κατά τον Ταράσιον, και την ζ' σύνοδον (και δρα την ύποσ. τοϋ η' της α'.) και χάριτος Πνευματικής, κατά τας Πράξεις. Δια των χειρών γαρ φησι των Αποστόλων, έδίδεται το Πνεύμα το άγιον. Και εύλογος έστιν αΰτη να γίνεται, τόσον κατ' εκείνους όπου λέγουν δτι εμπεριέχεται δυνάμει εις την Ίερωσύνην το δεσμεΐν και λύειν, δσον και κατ' εκείνους δποϋ λέγουν τα έναντία.Ένας άπό τους όποιους φαίνεται να ήναι και ο Θεσσαλονίκης Συμεών. »Λέγει γαρ (άποκρ. ια'.) δτι οι Πρεσβύτεροι δεν έχουν όμοϋ με την χειροτονίαν και το δεσμεΐν και λύειν, αλλά μόνον ο'ι Επίσκοποι. Κατά προτροπήν δε και ένταλμα των Επισκόπων, και κατά ανάγκην, και αυτοί δύνανται να ενεργούν. Λέγει δε ο λ Κανών 'Ιωάννου τοϋ Κίτρους, δτι, δσοι Πνευματικοί λάβουν μίαν φοράν την άδειαν και έκλογήν παρά τοϋ ʼρχιερέως να εξομολογούν, δεν κάμνει χρεία πλέον να λαμβάνουν πάλιν αυτήν άπό τον εκείνου διάδοχον. Το γαρ άπαξ γεννηθέν, δεν δύναται να γεννηθή δύω φοραΐς. Κατά άλλον γαρ τρόπον δεν δύνανται ούτοι να στερηθούν την χάριν της Πνευματικής διαγωγής, έξω μόνον αν πέσουν εις κανένα αμάρτημα. Τότε καθαιρούνται και της ίερωσύνης, και τοϋ Πνευματικού επαγγέλματος. "Ωστε κατά τον Κανόνα τούτον, οι πνευματικοί πρέπει να έχουν ενεργούσαν την ίερωσύνην. "Οσοι δε δεν ένεργούσι δια τίνα κωλυτικά των αμαρτήματα, ουδέ πρέπει να εξομολογούν. Και δσοι τούτο ποιοΰσι, παρά Κανόνας ποιοϋσι. Και δρα πλατύτερον την ύποσημ. τοϋ ρβ' της στ'».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου