Κυριακή 25 Αυγούστου 2013

Ο τέταρτος (4ος) αιώνας ως ο «χρυσούς» αιώνας τής Εκκλησίας (Β')

Ο τέταρτος (4ος) αιώνας ως ο «χρυσούς» αιώνας τής Εκκλησίας (Β')
Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου
 
(συνέχεια από τό προηγούμενο)
 
4. Οι Τρείς Ιεράρχες, ιδιαιτέρως ο Μέγας Βασίλειος
Σέ αυτή τήν οργανωτική προσπάθεια τής Εκκλησίας έπαιξαν σημαντικό ρόλο μεγάλοι Πατέρες, όπως είναι οι Τρείς Ιεράρχες, ήτοι ο Μέγας Βασίλειος, ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος καί λίγο αργότερα ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Σέ αυτούς πρέπει νά προστεθούν ο Μέγας Αθανάσιος, πού προηγήθηκε καί τόν οποίο οι επόμενοι θεωρούσαν ως θεολογικό τους Γέροντα, όπως καί ο άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης, αδελφός τού Μεγάλου Βασιλείου καί άλλοι Πατέρες.
Ο Μέγας Βασίλειος καί ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος σπούδασαν στίς φιλοσοφικές σχολές τής εποχής εκείνης καί στήν Αθήνα, καί γνώρισαν όλη τήν παιδεία τής εποχής τους. Τό ίδιο έγινε καί μέ τόν άγιο Ιωάννη τόν Χρυσόστομο πού είχε διδάσκαλο τόν ρήτορα Λιβάνιο, ο οποίος τόν εκτιμούσε.
Έτσι, οι Τρείς Ιεράρχες είχαν εξαιρετικά χαρίσματα, ήτοι μεγάλη χωρητικότητα διανοίας, γνώση τών φιλοσοφικών ρευμάτων τής εποχής τους, καί επί πλέον πνευματική εμπειρία τού Θεού. Καί τά τρία αυτά γνωρίσματα ήταν ικανά νά τούς βοηθήσουν γιά νά διαδραματίσουν αυτόν τόν μεγάλο ρόλο τήν εποχή εκείνη. Πρόκειται γιά ιδανικούς παράγοντες προκειμένου νά συντελέσουν στήν συνάντηση μεταξύ τής χριστιανικής αποκαλύψεως καί τής ελληνικής σκέψεως, χωρίς νά επιτευχθή κάποιος συγκρητισμός. Αυτό δέν ήταν αποτέλεσμα μόνον τής γνώσεως τής παιδείας τής εποχής τους, πού απέκτησαν, ούτε απλώς καρπός τών μεγάλων διανοητικών χαρισμάτων τους πού είχαν, αλλά οφειλόταν καί στήν εμπειρία τού Θεού πού διέθεταν. Δέν γνώρισαν μόνον μεγάλους ασκητάς στήν εποχή τους, αλλά έζησαν οι ίδιοι στήν έρημο, καί διά τής καθάρσεως καί τού φωτισμού τού νού έφθασαν στήν θέα τής δόξης τού Θεού. Μέ τόσα μεγάλα χαρίσματα μπόρεσαν νά διαδραματίσουν σπουδαίο ρόλο στήν εποχή τους.
Προηγουμένως υπογραμμίσθηκε ότι ο Χριστιανισμός ξεκίνησε μέ άλλη ορολογία, δηλαδή τήν εβραϊκή σκέψη, όπως διαμορφώθηκε μέ τήν νέα Αποκάλυψη, συνάντησε τόν γνωστικισμό, καί τόν ελληνισμό, κυρίως τόν νεοπλατωνισμό καί τελικά διαρθρώθηκε στά βασικά σημεία, μέ τήν σημαντική βοήθεια τών Τριών Ιεραρχών.
Χωρίς νά παραγνωρίζεται η σπουδαιότητα όλων τών Πατέρων τής Εκκλησίας, γιατί ο καθένας έχει τό δικό του χάρισμα καί τήν ιδιαίτερη προσφορά του στήν Εκκλησία, θά μπορούσε νά σημειωθή η σημαντική παρουσία τού Μεγάλου Βασιλείου. Νομίζω ότι αποτελεί κεντρικό πρόσωπο μεταξύ τών Πατέρων τού 4ου αιώνος, καί αυτό αποδεικνύεται από τό ότι όλοι οι άλλοι άγιοι Πατέρες τόν ανεγνώριζαν ως ηγετική φυσιογνωμία. Θά γίνη μιά ενδεικτική αναφορά σέ μερικά σημεία στά οποία φαίνεται η προσφορά τού Μεγάλου Βασιλείου στήν Εκκλησία πάνω στά θεολογικά καί εκκλησιαστικά ζητήματα πού ανέκυψαν τόν 4ο αιώνα.
 
Στό θεολογικό θέμα (Τριαδικός Θεός) είναι εκείνος πού προσδιόρισε τήν διαφορά μεταξύ χρόνου, αιωνίου καί αϊδίου, καθώς επίσης τήν διαφορά μεταξύ τού «ό,τι εστιν ο Θεός», πού τό γνωρίζουμε από τίς ενέργειές Του, τού «τί εστι» η ουσία τού Θεού καί τό «πώς εστιν» τά πρόσωπα τής Αγίας Τριάδος τά οποία αγνοούμε. Ακόμη, ο Μέγας Βασίλειος ταύτισε τούς όρους πρόσωπο καί υπόσταση γιά νά αντιμετωπίση τούς διαφόρους αιρετικούς τής εποχής του, κυρίως τόν Ευνόμιο, καί προσδιόρισε τήν διαφορά μεταξύ τού προσώπου-υποστάσεως καί τής ουσίας. Επίσης, ομίλησε γιά τό αμέθεκτο τής ουσίας τού Θεού καί τό μεθεκτό τών ενεργειών Του, καί καθόρισε τήν αληθινή έννοια τού τρόπου υπάρξεως τών Προσώπων τής Αγίας Τριάδος.
Μέ συντονισμένες καί κοπιαστικές περιοδείες του, παρά τήν εύθραυστη υγεία του, διαφύλαξε τήν ενότητα τής Εκκλησίας, η οποία στό διάστημα μεταξύ τής Α’ Οικουμενικής Συνόδου καί τής Β’ Οικουμενικής Συνόδου ταλαιπωρείτο από σχίσματα καί διαιρέσεις. Οι περιοδείες πού έκανε καί οι επιστολές πού απέστειλε σέ διαφόρους Επισκόπους δείχνουν ότι ήταν ένας αληθινός εκκλησιαστικός ηγέτης.
Μέ αληθινή σοφία καί ποιμαντική ευαισθησία καθόρισε τά εκκλησιαστικά, κανονικά καί ποιμαντικά ζητήματα, πού απασχολούσαν τούς Επισκόπους καί Κληρικούς τής εποχής του, καί τά αντιμετώπισε μέ πνεύμα σοφίας καί συνέσεως. Είναι σημαντικές οι κανονικές επιστολές τού Μεγάλου Βασιλείου πού περικλείουν τούς 92 κανόνες του καί δείχνουν τήν σοφία καί τό μεγαλείο αυτού τού μεγάλου εκκλησιαστικού ανδρός καί αγίου τής Εκκλησίας. Η Εκκλησία μέ τόν 2ο Κανόνα τής Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου προσέλαβε καί κατοχύρωσε τά κείμενα αυτά ως εκκλησιαστικά καί κανονικά.
Διαβάζοντας κανείς τίς μεγαλοπρεπείς ευχές πού συνέταξε καί απήρτισαν τήν θεία Λειτουργία, πού φέρει τό όνομά του, θαυμάζει τόν πλούτο τής εσωτερικής του καταστάσεως, τήν θεολογική του πληρότητα, αλλά κυρίως τήν πνευματική του εμπειρία, αφού φαίνεται ο τρόπος μέ τόν οποίο πλησίαζε ο ίδιος τόν Θεό, ο τρόπος τής προσευχής του, καί οι πλούσιες πνευματικές εμπειρίες του.
Η διδασκαλία του γιά τόν άνθρωπο, η ανάλυση τού κατ’ εικόνα καί καθ’ ομοίωση, ο σκοπός τής υπάρξεώς του καί η αποστολή του στήν Εκκλησία αποτελεί έναν υπέροχο καθρέπτη τής όλης προσωπικότητάς του.
Τά ασκητικά κείμενά του, όπως οι ασκητικοί λόγοι, «οι όροι κατά πλάτος» καί «οι όροι κατ’ επιτομήν», καθώς επίσης καί «οι ασκητικές διατάξεις», τόν αποδεικνύουν ως τόν μεγάλο διοργανωτή τού μοναχικού βίου, καί διαβάζοντας κανείς τά κείμενα αυτά αντιλαμβάνεται τό πόσο γνώριζε στό βάθος τήν ψυχή τού ανθρώπου, τά πάθη πού τήν διακρίνουν, αλλά καί τόν τρόπο μέ τόν οποίο οι μοναχοί μπορούν νά επιτύχουν τήν ένωσή τους μέ τόν Θεό.
Οι ομιλίες του δείχνουν τόν πλούτο τής ψυχής του, τίς επιστημονικές γνώσεις πού είχε αποκτήσει, μέ τήν σπουδή καί τήν μελέτη, αφού στήν ερμηνεία στήν «εξαήμερο» κατόρθωσε νά συγκεντρώση όλες τίς επιστημονικές γνώσεις εκείνης τής εποχής καί νά τίς αντιμετωπίση θεολογικά. Επίσης, οι ερμηνευτικές αναλύσεις στούς ψαλμούς τού Δαυΐδ δείχνουν τήν προσευχή πού είχε καί τήν θεοπτική εμπειρία τήν οποία είχε αποκτήσει. Οι ομιλίες του φανερώνουν τήν διακριτική καί μαχητική αντιμετώπιση τών κοινωνικών ζητημάτων τής εποχής του καί αναφέρονται στούς πλουσίους καί τούς πτωχούς, στά ανθρώπινα πάθη καί τίς κοινωνικές ακαταστασίες.
 
Οι επιστολές πού απέστειλε στόν φίλο του άγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο, τόν αδελφό του άγιο Γρηγόριο Νύσσης καί σέ άλλους Επισκόπους δείχνουν τήν ησυχαστική παράδοση πού είχε βιώσει, τίς θλίψεις καί τίς δοκιμασίες πού είχε περάσει.
Όταν διαβάση κανείς όλο τό θεολογικό καί εκκλησιαστικό έργο πού επετέλεσε ο Μέγας Βασίλειος, μέ τήν μεγάλη εμπειρική θεολογική γνώση, τήν καταπληκτική διάκρισή του, καί τήν εκκλησιαστική του σοβαρότητα, μάλιστα μέχρι τήν ηλικία τών 49 ετών, όπου καί κοιμήθηκε, εκπλήττεται γιά τήν μεγάλη χωρητικότητα τής διάνοιας, γιά τά σημαντικά διοργανωτικά του προσόντα καί τίς θεοπτικές εμπειρίες του, τίς οποίες είχε αποκτήσει στήν έρημο, αλλά καί στήν μετέπειτα ζωή του.
Αυτό δείχνει γιατί τά γραπτά του κείμενα ήταν εκείνα πού προσδιόρισαν τίς αποφάσεις τής Εκκλησίας κατά τά μετέπειτα χρόνια, όπως γιά παράδειγμα κατά τήν περίοδο τής εικονομαχίας, τήν απόφαση τής Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου, αλλά καί τήν περίοδο τών ησυχαστικών ερίδων, αφού στήν διδασκαλία τού Μεγάλου Βασιλείου βρίσκεται εν σπέρματι όλη η ησυχαστική παράδοση καί εμπειρία, όπως καθορίσθηκε τόν 14ο αιώνα καί σέ αυτήν παραπέμπει καί ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς. Σέ όλη τήν εκκλησιαστική ζωή κατέχει κεντρική θέση η προσωπικότητα, τό έργο καί η διδασκαλία τού Μεγάλου Βασιλείου.
Γιά νά φανή η μεγάλη προσωπικότητά του θά αναφερθούν τέσσερα σημαντικά βιβλία, μεταξύ πολλών άλλων πού κυκλοφορούν, στά οποία ο αναγνώστης μπορεί νά διαπιστώση τήν πολυεδρική προσωπικότητα τού Μεγάλου Βασιλείου.
Τό ένα είναι τό σύγγραμμα τού διακεκριμένου Καθηγητού τής Πατρολογίας Παναγιώτου Χρήστου, μέ τίτλο «ο Μέγας Βασίλειος», στό οποίο παρουσιάζεται όλη η ζωή καί τό θεολογικό έργο τού Μεγάλου Βασιλείου. Τό βιβλίο αυτό είναι γραμμένο μέ πλήρη επιστημονική επάρκεια καί επιστημονική ωριμότητα. Στό πρώτο μέρος μέ τίτλο «βίος καί πολιτεία» παρουσιάζει τήν καταγωγή, τίς σπουδές καί τίς αναζητήσεις τού Μεγάλου Βασιλείου, τήν ζωή του ως μοναχού καί πρεσβυτέρου, τήν επισκοπική, μητροπολιτική, εξαρχική καί οικουμενική του δραστηριότητα. Στό δεύτερο μέρος παρουσιάζει τόν Μέγα Βασίλειο ως συγγραφέα από τά κείμενά του πού έχουν διασωθή, ήτοι τό συγγραφικό του έργο καί τά ερμηνευτικά, δογματικά, ασκητικά συγγράμματα, τίς ομιλίες, τίς επιστολές καί τήν θεία Λειτουργία του. Στό τρίτο μέρος εκτίθεται η θεολογική σκέψη τού Μεγάλου Βασιλείου γιά τήν σχέση μεταξύ χριστιανικής καί ελληνικής παιδείας, γιά τό θεολογικό (τριαδολογικό) πρόβλημα, γιά τόν κόσμο καί τήν δημιουργία, γιά τόν Χριστό καί τήν Εκκλησία, γιά τίς κοινωνικές του απόψεις, γιά τόν μοναχικό καί πνευματικό βίο, καί γιά τήν εσχατολογική του διδασκαλία. Στό τέταρτο μέρος αναφέρει τά σχετικά μέ τό τέλος καί τήν μνήμη τού Μεγάλου Βασιλείου, τήν βιβλιογραφία καί διαφόρους πίνακες. Πρόκειται γιά ένα πανόραμα τού βίου, τής πολιτείας καί τής θεολογίας τού μεγάλου αυτού εκκλησιαστικού ανδρός καί αγίου.
Τό δεύτερο βιβλίο είναι τού καθηγητού τής Πατρολογίας Στυλιανού Παπαδοπούλου μέ τίτλο «η ζωή ενός Μεγάλου, Βασίλειος Καισαρείας». Στό εξαιρετικό καί μυσταγωγικό αυτό βιβλίο παρουσιάζεται η ζωή, η δράση καί η θεολογία τού Μεγάλου Βασιλείου μέσα από τά δικά του κείμενα, τίς απόψεις τών συγχρόνων του, όπως τού αγίου Γρηγορίου τού Θεολόγου, τού αγίου Γρηγορίου Νύσσης, αλλά καί τίς αρχαίες καί νεώτερες πηγές. Τό σημαντικό είναι ότι ο συγγραφέας μέ γνώση τών πηγών καί τών βοηθημάτων παρουσιάζει ανάγλυφα, γλαφυρά καί διηγηματικά τόν βίο, τήν πολιτεία καί τήν θεολογική σκέψη τού Μεγάλου Βασιλείου, από τά μικρά του χρόνια, τίς σπουδές του, τήν μοναχική ζωή, τήν ζωή του ως Κληρικού καί Επισκόπου, τούς αγώνες του γιά τήν ειρήνη καί τήν αλήθεια τής Εκκλησίας, γιά τήν ανακούφιση τού πόνου καί γιά τήν κοίμηση τού μεγάλου αυτού αγίου. Τό βιβλίο αυτό διαβάζεται μέ ευκολία, μέ ιερά μέθεξη, καί είναι υπόδειγμα γιά τό πώς η θεολογία μπορεί νά περάση στόν λαό. Η διήγηση είναι συγκινητική καί δημιουργεί έμπνευση.
 
Τό τρίτο βιβλίο μέ τόν τίτλο «Βασιλειάς» είναι συλλογικός τόμος καί συγκροτείται από εισηγήσεις πού έγιναν στήν Θεσσαλονίκη σέ συνεργασία τής Ιεράς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης, τής Θεολογικής Σχολής τού Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, καί τού Πατριαρχικού Ιδρύματος Πατερικών Μελετών. Στόν συλλογικό αυτόν τόμο Κληρικοί καί Καθηγητές εξέθεσαν τίς έρευνές τους στίς διάφορες ουσιαστικές πλευρές τού βίου, τού έργου καί τής θεολογικής σκέψεως τού Μεγάλου Βασιλείου. Είναι ένας τόμος καταπληκτικός, διότι διάφοροι επιστήμονες παρουσιάζουν πολλές πλευρές τής προσωπικότητας τού Μεγάλου Βασιλείου.
Καί τό τέταρτο βιβλίο είναι η διδακτορική διατριβή τής Ολυμπίας Παπαδοπούλου-Τσανανά μέ τίτλο «η αθρωπολογία τού Μεγάλου Βασιλείου». Τό βιβλίο αυτό είναι πραγματικά υπόδειγμα διδακτορικής διατριβής πάνω στό θέμα τής ανθρωπολογίας, κατά τήν διδασκαλία τού Μεγάλου Βασιλείου καί διαρθρώνεται σέ πέντε κεφάλαια. Στό πρώτο κεφάλαιο μέ τίτλο «τούτο άνθρωπος» γίνεται λόγος γιά τήν δημιουργία τού ανθρώπου καί τήν ζωή τών Πρωτοπλάστων στόν Παράδεισο. Στό δεύτερο κεφάλαιο μέ τίτλο «Θεού αλλοτρίωσις» αναπτύσσεται τό θέμα τής πτώσεως τού ανθρώπου, οι συνέπειές της, καί γίνεται λόγος γιά τό πρόβλημα τού κακού, παρουσιάζοντας τήν σχετική διδασκαλία γιά τόν διαβολο, τόν θάνατο καί τήν αμαρτία. Στό τρίτο κεφάλαιο μέ τίτλο «η τού Υιού περί τόν άνθρωπον οικονομία» εκτίθεται η διδασκαλία τού Μεγάλου Βασιλείου γιά τό σεσιγημένο μέγα μυστήριο τής σωτηρίας τού ανθρώπου, γιά τήν ενανθρώπηση τού Χριστού καί τήν ανάκληση καί επάνοδο τού ανθρώπου στό αρχαίο κάλλος. Στό τέταρτο κεφάλαιο μέ τίτλο «Χριστού μίμησις» εκτίθεται η αναγέννηση τού ανθρώπου πού γίνεται μέσα στήν Εκκλησία, μέ τήν οικειοποίηση τών καρπών τής ενανθρωπήσεως τού Χριστού μέ τά Μυστήρια καί τήν ασκητική ζωή. Τέλος, στό πέμπτο κεφάλαιο μέ τίτλο «η συντέλεια τού αιώνος τούτου» παρουσιάζεται η διδασκαλία τού Μεγάλου Βασιλείου γιά τήν καθολική ανάσταση τών σωμάτων, τήν κρίση τού Θεού καί τήν θέωση τού ανθρώπου. Στό τέλος η σύνοψη καί τά συμπεράσματα διατρέχουν όλο τό περιεχόμενο τής διατριβής. Πράγματι, πρόκειται γιά μιά σημαντική διατριβή, στήν οποία τονίζονται υπέροχες αλήθειες, όλη η σκέψη τού Μεγάλου Βασιλείου γιά τόν άνθρωπο, τήν δημιουργία του, τήν πτώση του καί τήν θέωσή του, μέσα σέ λίγες σχετικά (133) σελίδες.
Ύστερα από όλα αυτά θά πρέπει νά υπογραμμισθή μιά παρατήρηση τήν οποία θεωρώ σημαντική πού είναι αποτέλεσμα όλων τών έως τώρα μελετών μου πάνω στήν εκκλησιαστική ζωή καί τήν πατερική διδασκαλία. Ο 4ος αιώνας αποτελεί κεντρικό σημείο στήν ζωή καί τήν διδασκαλία τής όλης Εκκλησίας, γιατί τότε διαμορφώθηκε καί εκφράσθηκε η διδασκαλία της στήν αντιμετώπιση όλων τών έως τότε θεολογικών καί φιλοσοφικών ρευμάτων, καθώς επίσης ότι αυτός απετέλεσε τήν βάση τής μετέπειτα θεολογίας μέχρι σήμερα.
Όλα όσα αναπτύχθηκαν στήν Εκκλησία στούς μετέπειτα αιώνες από άλλους αγίους Πατέρες, έχουν τήν εν σπέρματι αναφορά τους στόν 4ο αιώνα, δηλαδή στήν διδασκαλία τής Εκκλησίας, όπως εκφράσθηκε από τούς Τρείς Ιεράρχες, ιδιαιτέρως από τόν Μέγα Βασίλειο. Όλοι οι μεταγενέστεροι Πατέρες έχουν οπωσδήποτε υπ’ όψη τους τήν διδασκαλία τών Τριών Ιεραρχών καί παραπέμπουν σέ αυτούς, ή αναπτύσσουν τήν διδασκαλία τους, καί κυρίως αναφέρονται στήν μεγάλη προσωπικότητα τού Μεγάλου Βασιλείου καί τήν διδασκαλία του.
Γιά παράδειγμα, οι επόμενες Οικουμενικές Σύνοδοι σέ βασικά ζητήματα στηρίζονται στούς Τρείς Ιεράρχες ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογιτής τήν διδασκαλία τών Καππαδοκών Πατέρων γιά νά αντιμετωπίσει τίς Χριστολογικές αιρέσεις τής εποχής του ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, ο κορυφαίος αυτός δογματικός θεολόγος τής Εκκλησίας θεωρεί ως πνευματικό του πατέρα τόν άγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο, πού έζησε τέσσερεις αιώνες πρίν από αυτόν ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς πού έζησε τόν 14ο αιώνα αντιμετωπίζοντας τόν Βαρλαάμ, πού εξέφραζε τήν αυγουστίνεια θεολογία, όπως τήν παρουσίαζε ο δυτικός σχολαστικισμός, παραπέμπει συχνά στήν διδασκαλία τών Πατέρων τού 4ου αιώνος καί ιδιαιτέρως τού Μεγάλου Βασιλείου, καί τό ίδιο κάνουν οι μετέπειτα Φιλοκαλικοί Πατέρες τού 18ου αιώνος.
Επομένως, ο πυρήνας τής ορθοδόξου θεολογίας τής Εκκλησίας, η οποία έφθασε μέχρι τίς ημέρες μας, η οποία βεβαίως είναι προφητική, αποστολική καί πατερική, είναι ο 4ος αιώνας, καί κατά βάση είναι η διδασκαλία τών Τριών Ιεραρχών, ιδιαίτερα τού Μεγάλου Βασιλείου.
 
Αγαπητοί μου,
Σέ πολλά σημεία τής ομιλίας αυτής τονίσθηκε ότι πολλοί θεολόγοι έχουν εντοπίσει ότι ο 4ος αιώνας, γιά τούς λόγους πού καταγράφηκαν πιό πάνω, κυρίως γιά τό θεολογικό έργο τών Μεγάλων Πατέρων, θεωρείται ως ο «χρυσούς αιώνας» τής Εκκλησίας. Τότε τέθηκαν οι βάσεις γιά τήν όλη διοργάνωση καί τήν θεολογική έκφραση τής εκκλησιαστικής ζωής. Όμως, τελικά θεωρώ ότι ο 4ος αιώνας χαρακτηρίζεται ως «χρυσούς αιώνας» τής Εκκλησίας, όχι απλώς γιά τίς αποφάσεις τών δύο πρώτων Οικουμενικών Συνόδων, ούτε απλώς γιά τήν διοργάνωση τής Εκκλησίας, αλλά γιά τήν ύπαρξη μεγάλων εκκλησιαστικών ανδρών, μεταξύ τών οποίων είναι οι Τρείς Ιεράρχες, ιδιαιτέρως ο Μέγας Βασίλειος, οι οποίοι ένωσαν στενά τήν πράξη μέ τήν θεωρία καί βοήθησαν τήν Εκκλησία σέ μιά δύσκολη περίοδο.
Όταν διαβάσουμε προσεκτικά τήν ζωή τους, θά διαπιστώσουμε ότι ακολούθησαν όλη τήν μέθοδο γνώσεως τού Θεού, όπως περιγράφεται από τούς Προφήτες, τούς Αποστόλους, καί τούς Πατέρας όλων τών αιώνων, πού είναι η κάθαρση, ο φωτισμός καί η θέωση. Πρόκειται γιά τήν ησυχαστική μέθοδο, τήν νοερά προσευχή καί τήν εμπειρία τής ακτίστου δόξης τού Θεού. Οι Πατέρες αυτοί στούς οποίους αναφερθήκαμε πιό πάνω είναι θεούμενοι μέ όλη τήν σημασία τής λέξεως. Καί μέ αυτήν τήν προοπτική βοήθησαν τά ποίμνιά τους νά ζούν τήν εκκλησιαστική ζωή, γι’ αυτό καί οδήγησαν πολλούς στήν αγιότητα καί τήν θέωση.
Αυτή ήταν η αιτία γιά τήν οποία ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης έλεγε ότι κάθε αιώνας στόν οποίο η πλειοψηφία τών Χριστιανών φθάνουν στήν θέωση, διά τής καθάρσεως καί τού φωτισμού, είναι «χρυσούς αιώνας» τής Εκκλησίας. Αυτό σημαίνει ότι τότε διατηρείται αυτή η μέθοδος γνώσεως τού Θεού. Άλλωστε, η πραγματική εκκλησιαστική ιστορία είναι τά συναξάρια τών αγίων. Όλα τά άλλα κινούνται στήν περιφέρεια καί τήν επιφάνεια. Οι άγιοι πού γνωρίζουν εμπειρικά τό μυστήριο τής θεολογίας καί τής σωτηρίας, διά τής πράξεως καί τής θεωρίας, είναι οι μυστικοί πνευματικοί αδένες τής εκκλησιαστικής ζωής. Έλεγε ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης:
«Κάθε φορά πού ένας ορθόδοξος Χριστιανός φθάνει στόν φωτισμό ήδη μετέχει στά αποτελέσματα τής εμπειρίας τής θεώσεως, πού προγεύεται μέ τόν φωτισμό καί ολοκληρώνεται πλέον, όταν φθάνη στήν θέωση. Οπότε, ο «χρυσούς αιών» μπορεί νά περιγραφή ως εξής νομίζω. Όταν, η πλειοψηφία τών Χριστιανών φθάνουν στόν φωτισμό, στήν κάθαρση τής καρδιάς καί πολλοί εξ αυτών φθάνουν καί στήν θέωση, έχουμε «χρυσούν αιώνα». Επομένως, αυτό είναι τό κριτήριο γιά τό πού βρισκόμαστε. Λοιπόν, είχαν αυτό τό πράγμα οι Χριστιανοί στούς πρώτους αιώνες; Βέβαια τό είχαν. Τό μαρτυρούν τόσα πολλά λείψανα, πού έχουμε από εκείνη τήν εποχή από τούς μάρτυρες».
Τό σημαντικό είναι ότι η πατερική περίοδος δέν τελείωσε ποτέ, αλλά υπάρχει μέσα στήν Εκκλησία, η οποία αναδεικνύει Πατέρες. Οι Πατέρες είναι οι μεγάλοι θεολόγοι, οι οποίοι γνώρισαν εκ πείρας τόν Θεό καί στήν συνέχεια θεολόγησαν απλανώς.
Η άποψη ότι τελείωσε η πατερική θεολογία τόν 8ο αιώνα, έπειτα αναπτύχθηκε η σχολαστική θεολογία τόν 11-13ο αιώνα, πού είναι ανώτερη από τήν πατερική, καί στήν συνέχεια αναπτύχθηκε η ρωσική θεολογία, πού είναι ανώτερη καί από τίς δύο προηγούμενες, είναι κακόδοξη από ορθοδόξου πλευράς. Είναι γνωστός ο λόγος τού αγίου Ιωάννου τού Δαμασκηνού: «Μή μέταιρε όρια αιώνια ά οι Πατέρες ημών έθεντο, μήδ' υπέρβαινε τήν θείαν Παράδοσιν». Δυστυχώς, η σύγχρονη θεολογία έχει κάνει σοβαρά λάθη καί σέ μερικά βασικά σημεία έχει αποδεσμευθή από τήν εκκλησιαστική πατερική διδασκαλία.
Μέσα σέ αυτήν τήν προοπική εορτάζουμε τίς μνήμες τών αγίων, καί τήν εορτή τών Τριών Ιεραρχών. Δέν τιμάμε απλώς εκείνους πού εργάσθηκαν εγκεφαλικά καί συνέδεσαν τόν ελληνισμό μέ τόν χριστιανισμό, αλλά τιμάμε τούς μεγάλους εκείνους Πατέρας πού μέ τήν ζωή, τό έργο καί τήν θεολογία τους δόξασαν τόν Τριαδικό Θεό, καί δοξάσθηκαν από Αυτόν, καί αξιώθηκαν νά ζούν μέσα στό θείο καί άκτιστο Φώς, καί έτσι αποτελούν γιά όλους εμάς, Κληρικούς καί λαϊκούς, ποιμένας καί διδασκάλους, υποδείγματα τής θείας ζωής καί φωτεινά παραδείγματα πρός μίμηση.–
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου