Τρίτη 20 Νοεμβρίου 2012

Σάββατο, 17 Νοεμβρίου 2012Η ΜΕΤΑΝΟΙΑ

Σάββατο, 17 Νοεμβρίου 2012

Η ΜΕΤΑΝΟΙΑ


Ο άνθρωπος μετά το βάπτισμα και αφού λάβει την πρώτη μεγάλη άφεση των αμαρτημάτων του, δεν παραμένει αναμάρτητος εις το διηνεκές. Ως λογικό ον που διασώζει την ελευθερία της βουλήσεώς του αφ ενός, και παρωθούμενος αφ’ ετέρου από το αμαρτητικό της φύσεως που –όπως είδαμε– εξακολουθεί να υπάρχει στη φύση του και μετά το βάπτισμα, μένει ανοικτός στή διάπραξη κάθε αμαρτήματος. Μάλιστα, αν το αμάρτημα αυτό συμβεί να είναι θανάσιμο, χάνει τη δικαιωση που έλαβε διά τού βαπτίσματος και κινδυνεύει να χάσει την ψυχή του. Ο Κύριος φυσικά δεν μπορούσε να παραβλέψει ένα τόσο θλιβερό ενδεχόμενο και εμερίμνησε ν’ αντιμετωπιστεί η μεγάλη ασθένεια της ψυχής (η αμαρτία) σε ειδικό μυστήριο που σκοπό του έχει την πνευματικήν ίαση της ψυχής και την αποκατάσταση της χαμένης δικαιώσεως στον αμαρτωλό. Το μυστήριο αυτό είναι η μετάνοια. Κατ αυτήν ο αμαρτωλός, που θλίβεται διά την κακομορφία της αμαρτίας του και με συντριβή καρδίας εξομολογείται τα παραπτώματά του στον αρμόδιο της Εκκλησίας λειτουργό (επίσκοπο ή πρεσβύτερο), με απόφαση ν' αλλάξει διάθεση και τρόπο ζωής, λαμβάνει διά της συγχωρητικής ευχής που εκφωνεί ο λειτουργός, άφεση των εξαγορευθέντων αμαρτημάτων του και επανέρχεται στο διαταραχθέν υπό της αμαρτίας κράτος της χάριτος τού Θεού.

Το μυστήριο της μετανοίας στηρίζεται στην εξουσία τού «δεσμείν και λύειν» τις αμαρτίες των ανθρώπων, που έλαβαν οι μαθητές και μέσω αυτών η Εκκλησία από τον Κύριον· «αν τινων αφήτε τας αμαρτίας, αφίενται αυτοίς· αν τινών κρατείτε, κεκράτηνται
. Το μυστήριο διά να είναι ολοκληρωμένο πρέπει να περιλαμβάνει δύο τινά· την ιδίως μετάνοια, δηλαδή τη συντριβή της καρδίας διά τα αμαρτήματα και την απόφαση αλλαγής νου (= μετάνοια) και συμπεριφοράς από τη μία μεριά, και από την άλλη τη διά ζώσης φωνής εξαγόρευση των αμαρτημάτων ενώπιον τού εκκλησιαστικού λειτουργού. Τά δύο αυτά στοιχεία είναι απαραίτητα διά την πληρότητα και την ενέργεια τού μυστηρίου. Αυτό που συνήθως λέγεται, ότι η εξαγόρευση των αμαρτημάτων στον πνευματικό δεν είναι αναγκαία, αρκεί ο άνθρωπος να εξομολογηθεί αυτά απ ευθείας στον Θεό κατά την ώρα της προσευχής, είναι εσφαλμένο και αψυχολόγητο. Ο αμαρτωλός είναι άνθρωπος ασθενής (άρρωστος). Η ασθένειά του είναι νόσος ψυχής. Πώς θα θεραπεύσει τη νόσο αυτή ο ιερέας, ο ιατρός της ψυχής, αν προηγουμένως δεν διαγνώσει τη φύση της ασθένειας και δεν πεισθεί ότι συντρέχουν οι λόγοι αφέσεως και αποκαταστάσεως της ψυχικής υγείας τού αμαρτωλού; Πώς δε θα διαγνώσει όλ' αυτά, αν προηγουμένως δεν τού τα γνωστοποιήσει ο ίδιος ο πάσχων αμαρτωλός; Την ανωτέρω θέση, ότι δηλαδή δεν είναι αναγκαία η εξομολόγηση, υποστηρίζουν οι Διαμαρτυρόμενοι, οι οποίοι, απορρίπτοντες τον ορατό χαρακτήρα της Εκκλησίας και υποστηρίζοντες την άμεση παράσταση και σχέση της ψυχής προς τον Θεό, απορρίπτουν όχι μόνο το μυστήριο της μετανοίας αλλά και τα λοιπά μυστήρια (πλην τού βαπτίσματος και της Ευχαριστίας), θεωρούντες αυτά ως εφευρήματα ανθρώπων και τίποτε περισσότερο. Όσοι δε εκ των Ορθοδόξων διατυπώνουν παρόμοιες περί εξομολογήσεως αντιλήψεις οδηγούνται σ αυτές ως επί το πλείστον από ανθρώπινα ψυχολογικά ελατήρια, από ντροπή να ομολογήσουν πράξεις τους ενώπιον των ιερέων, ίσως δε και από φόβο κοινολογήσεως των αμαρτημάτων τους εκ μέρους των εξομολόγων. Προφάσεις φυσικά εν αμαρτίαις. Όσο για το τελευταίο σημείο, είναι γνωστό το αυστηρώς απόρρητο της εξομολογήσεως, η τήρηση τού οποίου μπορεί να φθάσει, αν παραστεί ανάγκη, και στην απώλεια της ζωής τού εξομολόγου.

Στην αρχαία Εκκλησία η εξαγόρευση γινόταν δημοσία στην ευχαριστιακή σύναξη της χριστιανικής κοινότητος. Η ωραία όμως αυτή συνήθεια είχε και τους κινδύνους της. Εκτός τού ότι η εξομολόγηση ειδικών αμαρτημάτων (σαρκικών) μπορούσε να σκανδαλίσει ορισμένα μέλη της χριστ. κοινότητος (νεαρά κυρίως Πρόσωπα), η κοινοποίηση άλλων (κυρίως εγκλημάτων) μπορούσε να προκαλέσει την παρέμβαση των αρχών, οι οποίες είχαν κατασκόπους στις λατρευτικές συνάξεις της Εκκλησίας, και τη σύλληψη από την πολιτεία των κακοπραγούντων και των παραβατών της κειμένης νομοθεσίας. Οι λόγοι αυτοί, σε συνδυασμό με άλλους, οδήγησαν στην πρώιμη αντικατάσταση της δημόσιας εξαγορεύσεως με την προσωπική ενώπιον τού πνευματικού πατρός εξομολόγηση.

Το ορατό σημείο τού μυστηρίου είναι η εξαγόρευση των αμαρτιών και η ευχή απολύσεως, την οποίαν απαγγέλλει στο τέλος ο πνευματικός λειτουργός. Την απόλυση αυτήν δεν την παρέχει ο ιερέας σε περίπτωση που διαγνώσει ανειλικρίνεια ή πλημμελή μετάνοια στον εξομολογηθέντα. Στις περιπτώσεις αυτές επιβάλλει επιτίμια στον εξαγορευόμενο διά να τον οδηγήσει σε πραγματική μετάνοια και ειλικρινή τοποθέτηση στο θέμα της πνευματικής νόσου του και της επιθυμίας του να λάβει την ψυχική του ίαση. Επιτίμια όμως μπορεί να επιβάλλει ο ιερέας και σ αυτούς που δέχτηκαν άφεση αμαρτιών, με σκοπό να τους στερεώσει στη νέα τους πνευματική ζωή. Τα επιτίμια αυτά (ελεημοσύνη, προσευχές, ανάγνωση ωφελίμων βιβλίων, αποδημία σε ιερούς τόπους κ.ά.) είναι παιδαγωγικά φάρμακα που αποβλέπουν στη στερέωση τού μετανοούντος αδελφού. Δεν αποτελούν ουσιαστικό στοιχείο τού μυστηρίου, ώστε η παρουσία τους να είναι πάντοτε απαραίτητη, η δε έλλειψή τους να ζημιώνει την ολοκληρία τού μυστηρίου. Τα επιτίμια επίσης δεν είναι μέσα ικανοποιήσεως της θείας δικαιοσύνης, όπως παραδέχονται οι Ρωμαιοκαθολικοί
. Είναι απλές παιδαγωγίες, φάρμακα τονωτικά της ψυχικής υγείας τού ανθρώπου και τίποτε περισσότερο.

Η μετάνοια είναι μυστήριο επαναλαμβανόμενο. Σ’ αυτό θα προσέλθει ο πιστός όσες φορές το απαιτούν οι πνευματικές του ανάγκες και η κατάσταση της ψυχικής υγείας του. Κανένας περιορισμός δεν επιβάλλεται στην προσέλευσή του αυτή. Φυσικά το «προχείρως αμαρτάνειν», δηλαδή να μη προσέχει κανείς την ηθική του ζωή και αμαρτάνοντας να προσέρχεται συνεχώς στο ιερό μυστήριο, είναι επικίνδυνο, διότι ο επιπόλαιος αυτός αμαρτωλός «δυσκόλως ζήσεται»
. Αν αποβλέψουμε όμως στην εγγενή αδυναμία της φύσεως που είναι πάντοτε επικλινής προς την αμαρτίαν, ακόμη δε και στο γεγονός ότι η αμαρτία στη σύγχρονη εκκοσμικευμένη εποχή είναι «ευπερίστατος» (γίνεται πολύ εύκολα), η Εκκλησία, ως στοργική μητέρα, πρέπει να έχει πάντοτε ανοιχτές τις πύλες τού ιερού μυστηρίου της στα αμαρτάνοντα μέλη της και να είναι έτοιμη να παρέχει σ αυτά άφεση αμαρτιών, χωρίς κωλύματα και περιορισμούς, τόσο περισσότερο όσο οι πιστοί, κατά την εντολή τού Κυρίου, οφείλουν να συγχωρούν τους αδελφούς τους «έως εβδομηκοντάκις επτά» (συνεχώς). Άλλωστε οι περί μετανοίας αυστηρές αντιλήψεις ορισμένων χριστιανικών κύκλων της αρχαίας Εκκλησίας, ότι μετά την πρώτην άφεση που χορηγείται στο βάπτισμα δεν υπάρχει άλλη ή –προς το επιεικέστερο– άλλη μία και μόνη· όπως και η πρακτική ορισμένων τοπικών εκκλησιών (της Β. Αφρικής) που δεν έκαναν δεκτούς σ εκκλησιαστική κοινωνία τους βαρύτατα αμαρτάνοντας και τους αρνουμένους τον Χριστό κατά τη διάρκεια των διωγμών, δεν επεκράτησαν στην Εκκλησία, η οποία υιοθέτησε την επιεική και πιο σωστή πρακτική της Εκκλησίας της Ρώμης, η οποία δεχόταν σ εκκλησιαστική κοινωνία τους πεπτωκότες.

Το μυστήριο της μετανοίας είναι πολύ σημαντικό διά την πνευματική ζωή της Εκκλησίας. Αφορά στη ψυχική υγιεινή των τέκνων της, τα οποία ανακουφίζει από το βάρος της ενοχής και το πιεστικό άγχος των τύψεων της συνειδήσεως. Η βεβαιότητα ότι στο ιερό μυστήριο ο πιστός αποβάλλει τον όγκο των αμαρτημάτων του, γίνεται και πάλι φίλος και υιός Θεού, αναγεννώμενος με τη χάρη τού αγίου Πνεύματος· ότι, εγκαταλείποντας το βάθρο τού πνευματικού πατρός, επιστρέφει στον οίκο του «δεδικαιωμένος»
, έχοντας στην ψυχή του την επίσκεψη τού θείου Παρακλήτου, όλ’ αυτά φτερώνουν την ψυχή και γλυκαίνουν την καρδιά του, τονώνοντας την προσπάθειά του να ζήσει ζωή σύμφωνη με το νόμο και το θέλημα τού Κυρίου. Από την άποψη αυτή η μετάνοια δικαίως χαρακτηρίζεται ως «δεύτερο βάπτισμα». Περιττό, τέλος, να σημειώσουμε, ότι η αμέλεια τού ανθρώπου και η αδιαφορία του για το σημαντικό αυτό μυστήριο εγκυμονεί τεράστιους κινδύνους όχι μονάχα για την πνευματική του υγεία, αλλά και για τη σωτηρία της ψυχής του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου