Η Μεγάλη Σαρακοστή στη ζωή μας
Η Μεγάλη Σαρακοστή έχει, όχι μια απλή επιφανειακή, αλλά μια αληθινή επίδραση στην ύπαρξή μας, διότι  τούτη η ζωή είναι πολύ διαφορετική από τη ζωή των ανθρώπων εκείνων που ζούσαν τον καιρό που γράφονταν οι ύμνοι και οι ακολουθίες και συντάσσονταν οι κανόνες και τα τυπικά.
Τότε οι άνθρωποι ζούσαν σε μια σχετικά μικρή αγροτική κοινωνία, μέσα σ’ ένα οργανωμένο ορθόδοξο κόσμο και η Εκκλησία διαμόρφωνε το γενικό ρυθμό της ζωής των.  Τώρα ζούμε σε τεράστια αστικά κέντρα, σε τεχνοκρατούμενες πολυπολιτισμικές και πολυθρησκευτικές  κοινωνίες,  με τα «πιστεύω» και τις απόψεις τους,  για τον κόσμο και μέσα σ’ αυτές εμείς οι ορθόδοξοι αποτελούμε μια ασήμαντη μειονότητα. Η Μεγάλη Σαρακοστή δεν είναι πια «αισθητή» όπως ήταν παλιά στην Ελλάδα ή στην Ρωσία, ας πούμε. Συνεπώς,  πώς μπορούμε εμείς, εκτός από το να κάνουμε κάποιες  «συμβατικές» προσαρμογές στην καθημερινή ζωή μας, να τηρήσουμε τη Σαρακοστή;
Είναι φανερό,  ότι για τους πιο πολλούς από τους πιστούς το να παρακολουθούν καθημερινά τις ακολουθίες αυτής της περιόδου είναι αδύνατο. Εξακολουθούν, φυσικά να εκκλησιάζονται την Κυριακή, αλλά, η Θεία Λειτουργία τις Κυριακές της Σαρακοστής, τουλάχιστον εξωτερικά, δεν φανερώνει κάτι από τη Μεγάλη Σαρακοστή και έτσι δεν μπορεί κανείς να έχει ούτε καν την αίσθηση του λατρευτικού τυπικού της Σαρακοστής, δεδομένου μάλιστα ότι η λατρεία είναι το μόνο μέσο που μας μεταφέρει στο πνεύμα της Σαρακοστής. Και εφ’ όσον η Σαρακοστή με κανένα τρόπο δεν χρωματίζει τον πολιτισμό, στον οποίο ανήκουμε, δεν είναι ν’ απορεί κανείς, γιατί καταλαβαίνουμε τη Σαρακοστή αρνητικά δηλαδή, σαν μια περίοδο στην οποία απαγορεύονται μερικά φαγώσιμα πράγματα, όπως το κρέας κ.ά. Η συνηθισμένη ερώτηση: «τί προσπαθείς να στερηθείς τούτη τη Σαρακοστή;» συνοψίζει τέλεια την αρνητική προσέγγιση της Σαρακοστής. Σαν Θετική προσέγγιση, θεωρείται η αντίληψη ότι η Σαρακοστή είναι ο καιρός για την πραγματοποίηση της ετήσιας «υποχρέωσης» της Εξομολόγησης και της θείας Κοινωνίας «… και όχι αργότερα από την Κυριακή των Βαΐων…» έγραφε ένα φυλλαδιάκι μιας ενορίας. Και αφού εκπληρωθεί αυτή η υποχρέωση τότε το υπόλοιπο της Σαρακοστής φαίνεται να χάνει όλα τα θετικά νοήματα.
Έτσι είναι φανερό ότι έχει αναπτυχτεί μια, μάλλον βαθιά, διαφωνία ανάμεσα στο «πνεύμα» ή τη «θεωρία» της Σαρακοστής, που προσπαθούμε να σκιαγραφήσουμε με βάση τη λατρεία, και στην κοινή και συνηθισμένη αντίληψη που επικρατεί και υποστηρίζεται, όχι μόνο από τους λαϊκούς αλλά ακόμα και από τους ίδιους τους κληρικούς. Γιατί είναι πάντοτε πολύ πιο εύκολο να περιορίσεις κάτι πνευματικό μέσα σε κάτι τυπικό, παρά ν’ αναζητήσεις το πνευματικό μέσα στο τυπικό. Μπορούμε να πούμε, χωρίς καμιά υπερβολή, ότι αν και η Μεγάλη Σαρακοστή «τηρείται» ακόμα, όμως έχει χάσει την επίδρασή της στη ζωή μας, σταμάτησε να είναι το λουτρό της μετανοίας και της ανανέωσης, που είχε ως σκοπό της, σύμφωνα με τη λειτουργική και πνευματική διδασκαλία της Εκκλησίας.
Μπορούμε, άραγε, να ξαναβρούμε και να ξανακάνουμε τη Μεγάλη Σαρακοστή μια πνευματική δύναμη για την καθημερινή πραγματικότητα της ύπαρξής μας;  Η απάντηση σ’ αυτή την ερώτηση εξαρτάται από το αν επιθυμούμε να πάρουμε στα σοβαρά τη Μεγάλη Σαρακοστή ή όχι. Όσο και αν είναι νέες ή διαφορετικές οι συνθήκες κάτω από τις οποίες ζούμε σήμερα, όσο και αν είναι πραγματικές οι δυσκολίες και τα εμπόδια που υψώνονται από το σύγχρονο κόσμο μας, τίποτε απ’ αυτό δεν αποτελεί αμετάκλητο εμπόδιο, τίποτε δεν κάνει τη Μεγάλη Σαρακοστή «αδύνατη».
Η πραγματική αιτία για την οποία βαθμιαία χάνουμε την επίδραση της Σαρακοστής στη ζωή μας βρίσκεται βαθύτερα. Είναι η δική μας συνειδητή ή ασυνείδητη μείωση της θρησκευτικότητας σε ένα επιπόλαιο τυπολατρικό  συμβολισμό, πράγμα που αποτελεί ακριβώς το ξεστράτισμα και μετριάζει τη σοβαρότητα των απαιτήσεων της θρησκείας από τη ζωή μας, την αίτηση για δέσμευση και προσπάθεια.
Αυτή η μείωση, θα πρέπει να προσθέσουμε, είναι, κατά κάποιο τρόπο, ιδιόμορφη στην Ορθοδοξία. Οι χριστιανοί της Δύσης, Καθολικοί ή Προτεστάντες, όταν αντιμετωπίζουν αυτό που εκείνοι θεωρούν «αδύνατον» αλλάζουν την ίδια τη θρησκεία, την «προσαρμόζουν» στις νέες συνθήκες έτσι ώστε, να την κάνουν «εφαρμόσιμη». Είδαμε τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία πρώτα να ελαττώνει τη νηστεία στο κατώτατο όριο και ύστερα να την ξεφορτώνεται τελείως. Με δικαιολογημένη αγανάκτηση, απορρίπτουμε  μια τέτοια «προσαρμογή» ως προδοσία της χριστιανικής παράδοσης και ως περιορισμό στο ελάχιστο της χριστιανικής πίστης. Πράγματι, η αλήθεια και η δόξα της Ορθοδοξίας είναι ότι δεν προσαρμόζεται και δεν συμβιβάζεται με τις χαμηλότερες επιδιώξεις, ούτε κάνει το Χριστιανισμό πιο «εύκολο». Αυτό είναι η δόξα της Ορθοδοξία αλλά δυστυχώς, όχι για μας τους ορθόδοξους.
Δεν είναι σήμερα, ούτε και χθες, αλλά πολύ παλιότερα που βρήκαμε ένα τρόπο να συμφιλιώνουμε τις απόλυτες απαιτήσεις της Εκκλησίας με την ανθρώπινη αδυναμία μας. Και αυτό δεν γίνεται μόνο με «απώλεια του προσώπου», αλλά και με πρόσθετες αφορμές για αυτοδικαίωση και ήσυχη συνείδηση. Ο τρόπος για να επιτευχθεί αυτό είναι η εκπλήρωση αυτών των απαιτήσεων συμβατικά, και ο συμβολικός τυπικισμός, που διαποτίζει σήμερα όλη τη θρησκευτική μας ζωή.
Έτσι, λόγου χάρη, δε θα σκεπτόμασταν ποτέ να αναθεωρήσουμε τη Λειτουργία μας και τους μοναστικούς κανονισμούς της.  Θεός φυλάξοι!  Όμως ονομάζουμε την ακολουθία της μιας ώρας, ως «ολονύκτια αγρυπνία» και υπερήφανα εξηγούμε, ότι αυτή είναι η ίδια ακολουθία που έκαναν οι μοναχοί στη Λαύρα του Αγίου Σάββα τον 9ο αιώνα!
Σε σχέση με τη Μεγάλη Σαρακοστή, αντί να εμβαθύνουμε και να αναλύουμε τα θέματα «τι είναι νηστεία ή τι είναι Σαρακοστή», ικανοποιούμαστε με τα σύμβολά της. Στα εκκλησιαστικά περιοδικά και φυλλάδια εμφανίζονται συνταγές για «ένα υπέροχο νηστήσιμο πιάτο»! Μπορεί ακόμα κάποια ενορία, για να συγκεντρώσει μερικά πάρα πάνω χρήματα να οργανώνει ένα καλό διαφημισμένο «σαρακοστιανό γεύμα». Είναι τόσα πολλά εκείνα που στις εκκλησίες μας εξηγούνται συμβολικά ως ενδιαφέροντα, πολύχρωμα και διασκεδαστικά έθιμα και παραδόσεις, σαν κάτι δηλαδή που μας δένει όχι τόσο πολύ με το Θεό και με μια νέα ζωή «εν Αυτώ», όσο με το παρελθόν και τις συνήθειες των προγόνων μας, ώστε γίνεται όλο και περισσότερο δύσκολο να διακρίνουμε πίσω απ’ αυτά τα λαϊκά έθιμα, τη σοβαρότητα της θρησκείας σε όλη της την έκταση.
Τονίζουμε, ότι δεν υπάρχει τίποτε το άσχημο στα διάφορα έθιμα.  Διότι πράγματι,  όταν αυτά πρωτοεμφανίστηκαν ήταν τα μέσα με τα οποία η κοινωνία μπορούσε να δείξει ότι έπαιρνε στα σοβαρά τη θρησκεία. Τότε τα έθιμα δεν ήταν σύμβολα, αλλά η ίδια η ζωή. Αυτό που συνέβη στη συνέχεια, ήταν το ότι καθώς άλλαξε η ζωή και έπαψε λίγο-λίγο η θρησκεία να τη διαμορφώνει στην ολότητά της, λίγα από τα έθιμα διασώθηκαν σαν σύμβολα ενός τρόπου ζωής που δεν υπήρχε πια. Και αυτό που διασώθηκε ήταν εκείνο που, αφ’ ενός είναι έντονα ζωντανό και αφ’ ετέρου είναι λιγότερο δύσκολο. Ο πνευματικός κίνδυνος εδώ είναι ότι σιγά-σιγά αρχίζει κανείς να καταλαβαίνει τη θρησκεία σαν ένα σύστημα από σύμβολα και έθιμα μάλλον,  παρά να ερμηνεύει όλα αυτά σαν μια πρόκληση για πνευματική ανανέωση και προσπάθεια.
Μεγαλύτερη είναι η προσπάθεια που γίνεται για να προετοιμάζονται νηστήσιμα φαγητά ή για το πασχαλινό τραπέζι, παρά για τη νηστεία και τη συμμετοχή στην πνευματική πραγματικότητα του Πάσχα. Αυτό σημαίνει ότι, όσο τα έθιμα και οι παραδόσεις δε συνδεθούν και πάλι με τη γενική θρησκευτική αντίληψη από την οποία προέρχονται, όσο δηλαδή δεν παίρνουμε στα σοβαρά τα σύμβολα, η Εκκλησία θα παραμένει χωρισμένη από τη ζωή και δεν θα την επηρεάζει καθόλου. Αντί να παριστάνουμε με σύμβολα την «πλούσια κληρονομιά» μας, είναι καιρός πια, να αρχίσουμε να την ενσωματώνουμε στην καθημερινή ζωή μας.
Το να πάρουμε στα σοβαρά τη Μεγάλη Σαρακοστή σημαίνει ότι, θα τη θεωρούμε, πρώτα απ’ όλα με την πιο βαθιά έννοια, ως μια πνευματική πρόκληση που απαιτεί αντίδραση, απόφαση, πρόγραμμα και συνεχή προσπάθεια. Ακριβώς για τον λόγο αυτό, όπως ξέρουμε, θεσπίστηκαν από την Εκκλησία οι εβδομάδες προετοιμασίας για τη Μεγάλη Σαρακοστή. Η περίοδος αυτή είναι καιρός για δράση, για απόφαση, για προγραμματισμό. Ο καλύτερος και ευκολότερος τρόπος είναι ν’ ακολουθήσουμε την καθοδήγηση της Εκκλησίας, που είναι η μελέτη και ο στοχασμός πάνω στα πέντε ευαγγελικά θέματα που μας προσφέρονται τις πέντε Κυριακές της περιόδου πριν από τη Μεγάλη Σαρακοστή.
Τα θέματα αυτά είναι: η διακαής επιθυμία (Ζακχαίος), η ταπείνωση (Τελώνης και φαρισαίος), επιστροφή από την εξορία (Άσωτος), η κρίση (Κυριακή της Απόκρεω) και η συγχωρητικότητα (Κυριακή της Τυροφάγου). Αυτές οι ευαγγελικές περικοπές δεν διαβάζονται μόνο και μόνο για ν’ ακουστούν στην Εκκλησία. Ο σκοπός είναι να τις «πάρω μαζί μου στο σπίτι» και να στοχαστώ πάνω σ’ αυτές σχετίζοντάς τες μάλιστα, με τη ζωή μου, την οικογενειακή μου κατάσταση, τις επαγγελματικές υποχρεώσεις μου, το ενδιαφέρον μου για τα υλικά πράγματα, τις σχέσεις μου με τους συγκεκριμένους ανθρώπους με τους οποίους ζω. Αν σ’ αυτή την προσπάθεια περισυλλογής προσθέσει κανείς και την προσευχή αυτής της περιόδου: «της μετανοίας άνοιξόν μοι πύλαις  ζωοδότα…» και τον ψαλμό 136 «επί των ποταμών της Βαβυλώνος εκεί εκαθήσαμεν…» μπορεί να καταλάβουμε τι σημαίνει να «νιώθεις ότι είσαι με την Εκκλησία», και πώς μπορεί μια λειτουργική περίοδος να χρωματίσει τη καθημερινή ζωή. Επίσης είναι μια πολύ καλή ευκαιρία να διαβάσει κανείς κάποιο θρησκευτικό βιβλίο. Ο σκοπός δε αυτού του διαβάσματος δεν είναι μόνο ν’ αυξήσουμε τις θρησκευτικές γνώσεις μας. Είναι να καθαρίσουμε το μυαλό μας απ’ όλα όσα συνήθως το πλημμυρίζουν. Είναι πραγματικά απίστευτο πόσο στο μυαλό μας συνωστίζονται όλων των ειδών οι έννοιες, τα ενδιαφέροντα, οι αγωνίες και οι εντυπώσεις και πόσο ελάχιστο έλεγχο ασκούμε πάνω σ’ όλα αυτά. Διαβάζοντας ένα θρησκευτικό βιβλίο συγκεντρώνουμε την προσοχή μας σε κάτι εντελώς διαφορετικό από το συνηθισμένο περιεχόμενο των σκέψεών μας· δημιουργείται έτσι μια άλλη διανοητική και πνευματική ατμόσφαιρα. Όλα αυτά, φυσικά, δεν είναι «συνταγές» ίσως να υπάρχουν άλλοι τρόποι για να προετοιμαστεί κανείς για τη Σαρακοστή. Το βασικό σημείο είναι ότι, στη διάρκεια αυτής της περιόδου βλέπουμε τη Μεγάλη Σαρακοστή σαν να βρίσκεται σε κάποια απόσταση, σαν κάτι δηλαδή που ακόμα έρχεται και που μας το στέλνει ο ίδιος ο Θεός σαν ευκαιρία για αλλαγή, για ανανέωση, για εμβάθυνση, και ότι παίρνουμε αυτή την επερχόμενη ευκαιρία πολύ στα σοβαρά. Έτσι, όταν την Κυριακή της Συγγνώμης (Τυρινής) αφήνουμε το σπίτι μας και πάμε στον Εσπερινό, μπορεί να είμαστε έτοιμοι να κάνουμε δικά μας – έστω και για λίγο – τα λόγια από το Μεγάλο Προκείμενο που ανοίγει τη Μεγάλη Σαρακοστή. «Mη αποστρέψης το πρόσωπόν σου από του παιδός σου, ότι θλίβομαι…»
«… Ει μη εν Προσευχή και Νηστεία»
Δεν μπορεί να υπάρξει Σαρακοστή χωρίς νηστεία. Όμως φαίνεται ότι πολλοί άνθρωποι σήμερα ή δεν παίρνουν τη νηστεία στα σοβαρά ή, αν την παίρνουν, παρεξηγούν τον πραγματικό πνευματικό σκοπό της. Για μερικούς νηστεία σημαίνει ένα συμβολικό «σταμάτημα» σε κάτι. Για κάποιους άλλους, νηστεία είναι μια προσεκτική τήρηση των νηστευτικών κανόνων. Και στις δύο περιπτώσεις η νηστεία δεν συνδέεται με την όλη προσπάθεια της Μεγάλης Σαρακοστής. Εδώ θα πρέπει να προσπαθήσουμε να καταλάβουμε τη διδασκαλία της Εκκλησίας για τη νηστεία και ύστερα να ρωτήσουμε τον εαυτό μας: Πώς μπορούμε εμείς, να εφαρμόσουμε αυτή τη διδασκαλία στη ζωή μας.
Η νηστεία ή η αποχή από τις τροφές δεν είναι αποκλειστικά μια χριστιανική συνήθεια. Υπήρχε και υπάρχει και σε άλλες θρησκείες ή και πέρα από τις θρησκείες, όπως λόγου χάρη, σε μερικές ειδικές θεραπείες κλπ. Σήμερα οι άνθρωποι νηστεύουν (απέχουν από το φαγητό) για πάρα πολλές αιτίες ακόμα και για πολιτικούς μερικές φορές λόγους (απεργία πείνας).
Είναι πολύ σημαντικό, λοιπόν, να ξεχωρίσουμε το μοναδικό περιεχόμενο στη χριστιανική νηστεία. Αυτό μας αποκαλύπτεται πρώτα απ’ όλα στην αλληλοεξάρτηση που υπάρχει ανάμεσα σε δυο γεγονότα που βρίσκονται στην Αγία Γραφή: το ένα στην αρχή της Παλαιάς Διαθήκης και το άλλο στην αρχή της Καινής Διαθήκης.
Το πρώτο γεγονός είναι, το «σταμάτημα της νηστείας» από τον Αδάμ στον Παράδεισο. Έφαγε, ο Αδάμ, από τον απαγορευμένο καρπό. Έτσι μας παρουσιάζεται η πρώτη αμαρτία του ανθρώπου. Το δεύτερο γεγονός είναι ότι ο Χριστός, ο Νέος Αδάμ αρχίζει με νηστεία. Ο Αδάμ πειράσθηκε και υπόκυψε στον πειρασμό. Ο Χριστός πειράσθηκε και νίκησε τον πειρασμό. Η συνέπεια της αποτυχίας του Αδάμ είναι η έξωσή του από τον Παράδεισο και ο θάνατος. Ο καρπός της νίκης του Χριστού είναι η συντριβή του θανάτου και η δική μας επιστροφή στον Παράδεισο. Είναι φανερό ότι απ’ αυτή την άποψη η νηστεία παρουσιάζεται σαν κάτι που έχει αποφασιστική και τελειωτική σημασία. Δεν είναι μια απλή «υποχρέωση», ένα έθιμο· είναι δεμένη μ’ αυτό το ίδιο το μυστήριο της ζωής και του θανάτου, της σωτηρίας και της καταδίκης.
Στην ορθόδοξη διδασκαλία, αμαρτία δεν είναι μόνο η παράβαση της εντολής που φέρνει σαν συνέπεια την τιμωρία· είναι πάντοτε ένας ακρωτηριασμός της ζωής που μας δόθηκε από το Θεό. Για το λόγο αυτό η ιστορία της προπατορικής αμαρτίας μας παρουσιάζεται σαν μια πράξη τροφής. Η τροφή είναι μέσο ζωής· αυτό μας κρατάει ζωντανούς. Αλλά ακριβώς εδώ είναι η βασική ερώτηση: Τί σημαίνει να είναι κανείς ζωντανός και τί σημαίνει «ζωή»
Για μας σήμερα αυτοί οι όροι έχουν πρωταρχικά μια βιολογική έννοια: ζωή είναι αυτό που τελικά εξαρτιέται από την τροφή και, κατ’ επέκταση, από τον υλικό κόσμο. Αλλά για την Αγία Γραφή και για την ορθόδοξη παράδοση αυτή η ζωή «…επ’ άρτω μόνω», ταυτίζεται με το θάνατο, γιατί ακριβώς είναι μια θνητή ζωή, γιατί ο θάνατος κυριαρχεί πάντοτε μέσα της. Ο Θεός, το ξέρουμε αυτό, «δεν δημιούργησε το θάνατο». Αυτός είναι ο Δοτήρας της Ζωής. Πώς λοιπόν η ζωή έγινε θνητή; Γιατί ο θάνατος και πάλι ο θάνατος  είναι η μόνη απόλυτη βεβαιότητα κάθε ύπαρξης; Η Εκκλησία μας απαντά.  Διότι ο άνθρωπος αρνήθηκε τη ζωή όπως την έκανε ο Θεός και του την πρόσφερε, και προτίμησε μια ζωή πού να εξαρτιέται, όχι αποκλειστικά από το Θεό, αλλά «επ’ άρτω μόνω». Όχι μονάχα παράκουσε το Θεό και αυτοτιμωρήθηκε, αλλά άλλαξε ολόκληρη τη σχέση ανάμεσα στον εαυτό του και σ’ όλη την κτίση. Σίγουρα ο κόσμος δόθηκε στον άνθρωπο από το Θεό σαν «τροφή», σαν μέσο ζωής· ακόμα η ζωή ήταν για να γίνει κοινωνία με το Θεό· δεν είχε δικό της σκοπό αλλά περιεχόταν ολόκληρη στο Θεό. «Εν αυτώ ζωή ην, και η ζωή ην το φως των ανθρώπων» (Ιωαν. 1,14).
Έτσι ο κόσμος και η τροφή δημιουργήθηκαν σαν μέσα επικοινωνίας με το Θεό και μόνον αν ο άνθρωπος δεχόταν ν’ ανοιχτεί στο Θεό,  θα του πρόσφεραν όλα αυτά τη ζωή.  Η τροφή αυτή μόνη της, μέσα της, δεν έχει ζωή και δεν μπορεί να δώσει ζωή. Μόνο ο Θεός έχει Ζωή και είναι Ζωή. Μέσα στην τροφή ο ίδιος ο Θεός – και όχι οι θερμίδες – είναι η αρχή της ζωής. ΄Ετσι, η τροφή, η ζωή, η γνώση του Θεού και η κοινωνία μαζί Του,  ήταν ένα και το αυτό πράγμα. Η απύθμενη τραγωδία του Αδάμ είναι ότι, έφαγε,  για δικό του όφελος.  Ακόμα δε περισσότερο απ’ αυτό, είναι γιατί έφαγε «χωρισμένος» από το Θεό, για να μπορέσει να γίνει ανεξάρτητος απ’ Αυτόν. Και αν το έκανε αυτό ήταν γιατί πίστευε πως η τροφή είχε μέσα της ζωή και έτσι εκείνος γευόμενος αυτή την τροφή θα γινόταν σαν το Θεό, θα είχε δηλαδή μέσα του δική του ζωή! Με άλλα λόγια: πίστευε στην τροφή, ενώ ο σκοπός πίστης, εμπιστοσύνης και εξάρτησης είναι ο Θεός και μόνο ο Θεός. Ο κόσμος και η τροφή έγιναν ο Θεός του, η πηγή και η αρχή της ζωής του. Έγινε σκλάβος τους.
‘Αδάμ – στα Εβραϊκά – σημαίνει «άνθρωπος». Αυτό είναι και το δικό μου όνομα και το κοινό όνομα για όλους μας. Ο άνθρωπος είναι ακόμα Αδάμ, είναι ακόμα ο σκλάβος της «τροφής». Μπορεί να ισχυρίζεται ότι πιστεύει στο Θεό, αλλά ο Θεός, δεν είναι η ζωή του, η τροφή του, το περιεχόμενο που αγκαλιάζει ολόκληρη την ύπαρξή του. Μπορεί να λέει ότι παίρνει τη ζωή του από το Θεό, αλλ’ όμως δεν ζει «εν τω Θεώ» και για το Θεό. H επιστήμη του, οι εμπειρίες του, η αυτοσυνειδησία του, όλα κτίζονται πάνω στην ίδια βάση: «επ’ άρτω μόνω». Τρώμε για να διατηρούμαστε ζωντανοί, είμαστε ζωντανοί αλλά όχι «εν τω Θεώ». Ακριβώς αυτή είναι η αμαρτία όλων των αμαρτιών. Αυτή είναι η ετυμηγορία του θανάτου, που κρέμεται πάνω από τη ζωή μας.
Ο Χριστός είναι ο Νέος Αδάμ. Έρχεται να επανορθώσει την καταστροφή, που επέβαλε στη ζωή ο Αδάμ, να αποκαταστήσει τον άνθρωπο στην αληθινή ζωή, αρχίζει με νηστεία: «νηστεύσας ημέρας τεσσαράκοντα και νύκτας τεσσαράκοντα, ύστερον επείνασε» (Ματθ. 4,2).
Η πείνα είναι η κατάσταση εκείνη κατά την οποία αναγνωρίζουμε την εξάρτησή μας από κάτι άλλο, τη στιγμή που νιώθουμε κατεπείγουσα και απαραίτητη ανάγκη για τροφή καταλαβαίνουμε, ότι δεν έχουμε τη ζωή μέσα μας. Είναι αυτό το όριο πέρα από το οποίο ή πεθαίνω από ασιτία ή αφού ικανοποιήσω το σώμα μου, έχω ξανά το αίσθημα της ζωής μέσα μου. Αυτή ακριβώς, με άλλα λόγια, είναι η στιγμή που αντιμετωπίζουμε την τελική ερώτηση:
Από τί λοιπόν εξαρτάται η ζωή μου;
Και εφ’ όσον η ερώτηση δεν είναι απλά μια ακαδημαϊκή ερώτηση, αλλά τη νιώθω μ’ ολόκληρο το σώμα μου, είναι επίσης και στιγμή πειρασμού. Ο Διάβολος ήρθε στον Αδάμ μέσα στον Παράδεισο. Ήρθε επίσης και στο Χριστό μέσα στην έρημο. Πλησίασε δηλαδή δυο πεινασμένους και τους είπε: Χορτάστε την πείνα σας, γιατί αυτή είναι η απόδειξη ότι εξαρτάσθε ολοκληρωτικά από την τροφή, ότι η ζωή σας βρίσκεται στην τροφή.  Kαι, ο μεν Αδάμ, πίστεψε και έφαγε, ο δε Χριστός, αρνήθηκε τον πειρασμό και είπε: ο άνθρωπος «ουκ επ’ άρτω μόνω ζήσεται».  Αρνήθηκε να δεχτεί αυτό το ψέμα που ο διάβολος επιβάλλει στον κόσμο, το κάνει δε ολοφάνερη αλήθεια, χωρίς καμιά επιπλέον συζήτηση, το κάνει θεμέλιο για όλες τις απόψεις μας, τις επιστήμες, την ιατρική, πιθανόν και για τη θρησκεία. Κάνοντας αυτά ο Χριστός αποκατέστησε τη σχέση ανάμεσα στην τροφή, τη ζωή και το Θεό, σχέση την οποία είχε σπάσει ο Αδάμ και που εμείς εξακολουθούμε να τη σπάμε κάθε μέρα.
Τι είναι, λοιπόν, νηστεία για μας τους χριστιανούς;
Είναι η είσοδός μας και η συμμετοχή μας σε κείνη την εμπειρία του Χριστού με την οποία μας ελευθερώνει από την ολοκληρωτική εξάρτηση από την τροφή, την ύλη και τον κόσμο. Με κανένα τρόπο η δική μας ελευθερία δεν είναι πλήρης. Με το να ζούμε ακόμα στο μεταπτωτικό κόσμο, στον κόσμο του Αδάμ, με το να είμαστε μέρος του, εξακολουθούμε να εξαρτόμαστε από την τροφή. Αλλά όπως ακριβώς ο θάνατός μας, από τον οποίο είναι ανάγκη οπωσδήποτε να περάσουμε, έγινε χάρη στο θάνατο του Χριστού, μια διάβαση προς τη ζωή, έτσι και η τροφή που τρώμε και η ζωή που μας δίνει, μπορεί να γίνει ζωή «εν τω Θεώ» και για το Θεό. Ένα μέρος της τροφής μας έχει ήδη γίνει «τροφή αθανασίας» . Αυτή η τροφή είναι το Σώμα και το Αίμα του ίδιου του Χριστού. Αλλά ακόμα και ο «επιούσιος άρτος» που παίρνουμε από το Θεό μπορεί να είναι σ’ αυτή τη ζωή μας και σ’ αυτόν τον κόσμο, εκείνο που μας δίνει δύναμη, να είναι η επικοινωνία μας με το Θεό μάλλον, παρά εκείνο που μας χωρίζει απ’ Αυτόν. Έτσι, η νηστεία είναι εκείνη που μπορεί να πραγματοποιήσει μια τέτοια μεταστροφή,  που μπορεί να μας δώσει την υπαρξιακή βεβαίωση, ότι η εξάρτησή μας από την τροφή και την ύλη, δεν είναι ολοκληρωτική και τέλεια. Ότι ενωμένη με την προσευχή, τη χάρη και τη λατρεία μπορεί να γίνει πνευματική.
Όλα αυτά σημαίνουν, αν το νιώσουμε βαθιά, ότι η νηστεία είναι το μόνο μέσο, με το οποίο ο άνθρωπος επανορθώνει την αληθινή πνευματική του φύση. Δεν είναι μια θεωρητική, αλλά μια αληθινά πρακτική πρόκληση για τον «πατέρα του ψεύδους», που καταφέρνει να μας πείθει, ότι εξαρτιόμαστε μόνο από το ψωμί και να οικοδομήσει όλη την ανθρώπινη γνώση, την επιστήμη και όλη την ύπαρξη πάνω σ’ αυτό το ψέμα. Η νηστεία είναι ένα ξεσκέπασμα αυτής της απάτης και ταυτόχρονα μια απόδειξη, ότι υπάρχει αυτό το ψέμα. Έχει ύψιστη σημασία το ότι ο Χριστός, ενώ νήστευε συνάντησε το Σατανά και το ότι αργότερα είπε ότι ο Σατανάς δεν αντιμετωπίζεται «ει μη εν νηστεία και προσευχή». Η νηστεία είναι ο πραγματικός αγώνας κατά του Διαβόλου γιατί είναι η πρόκληση στο νόμο που τον κάνει «άρχοντα του κόσμου τούτου». Όμως, αν κάποιος πεινασμένος ανακαλύψει, ότι μπορεί πραγματικά να γίνει ανεξάρτητος απ’ αυτή την πείνα, ότι δεν θα καταστραφεί απ’ αυτήν, αλλά ακριβώς το αντίθετο, ότι μπορεί να τη μετατρέψει σε πηγή πνευματικής δύναμης και νίκης, τότε τίποτε δεν απομένει απ’ αυτό το μεγάλο ψέμα στο οποίο ζούσαμε μετά από τον Αδάμ.
Πόσο άραγε ξεφύγαμε από την συνηθισμένη αντίληψη της νηστείας;  Ότι, δηλαδή, η νηστεία δεν είναι παρά η αλλαγή φαγητών, ή το τί επιτρέπεται και τί απαγορεύεται, απ’ όλη την επιφανειακή υποκρισία. Τελικά νηστεύω σημαίνει μόνο ένα πράγμα: πεινάω. Να φτάνω δηλαδή στα όρια εκείνης της ανθρώπινης κατάστασης οπότε φαίνεται καθαρά η εξάρτηση από την τροφή και, καθώς είμαι πεινασμένος ν’ ανακαλύπτω, ότι αυτή η εξάρτηση δεν είναι όλη η αλήθεια για τον άνθρωπο, ότι αυτή η πείνα είναι πρώτα απ’ όλα μια πνευματική κατάσταση και που αυτή, στην πραγματικότητα, είναι πείνα για το Θεό.
Στη ζωή της πρώτης Εκκλησίας, νηστεία πάντοτε σημαίνει τέλεια αποχή από την τροφή, κατάσταση πείνας, ώθηση του σώματος στα άκρα. Εδώ όμως ανακαλύπτουμε ακόμα ότι η νηστεία σαν μια σωματική προσπάθεια, δεν έχει κανένα νόημα χωρίς το πνευματικό συμπλήρωμά της «… εν νηστεία και προσευχή». Αυτό σημαίνει ότι χωρίς την αντίστοιχη πνευματική προσπάθεια, χωρίς να τρεφόμαστε με τη Θεία Πραγματικότητα, χωρίς ν’ ανακαλύψουμε την ολοκληρωτική μας εξάρτηση από το Θεό και μόνο απ’ Αυτόν, η σωματική νηστεία, θα καταντήσει μια πραγματική αυτοκτονία. Αν ο ίδιος ο Χριστός πειράσθηκε, ενώ νήστευε, εμείς δεν έχουμε την παραμικρή πιθανότητα ν’ αποφύγουμε έναν τέτοιο πειρασμό. Η σωματική νηστεία είναι απαραίτητη μεν,  αλλά χάνει κάθε νόημα και γίνεται αληθινά επικίνδυνη, αν ξεκοπεί από την πνευματική προσπάθεια, από την προσευχή και την αυτοσυγκέντρωση. Η νηστεία είναι μια τέχνη, που την κατέχουν απόλυτα οι άγιοι. Θα ήταν αλαζονικό και επικίνδυνο για μας, αν δοκιμάζαμε αυτή την τέχνη χωρίς διάκριση και προσοχή. Η λατρεία της Μεγάλης Σαρακοστής μας υπενθυμίζει συνέχεια τις δυσκολίες, τα εμπόδια και τους πειρασμούς, που περιμένουν όσους νομίζουν, ότι μπορούν να στηριχτούν στη δύναμη της θέλησής τους και όχι στο Θεό.
Για το λόγο αυτό εκείνο που πρώτα απ’ όλα χρειαζόμαστε, είναι μια πνευματική προετοιμασία, για την προσπάθεια της νηστείας. Και αυτή είναι να ζητήσουμε από το Θεό βοήθεια και επίσης να κάνουμε τη νηστεία μας θεοκεντρική. Να νηστεύουμε, εν ονόματι του Θεού. Πρέπει να ξανανιώσουμε ότι το σώμα μας είναι ναός της Παρουσίας του. Είναι ανάγκη να ξαναβρούμε ένα θρησκευτικό σεβασμό για το σώμα, την τροφή, για το σωστό ρυθμό της ζωής. Όλα αυτά πρέπει να γίνουν πριν αρχίσει η νηστεία, ώστε όταν αρχίσουμε να νηστεύουμε να είμαστε εφοδιασμένοι με πνευματικό οπλισμό, με το δράμα και το πνεύμα της μάχης και της νίκης.
Κατόπιν έρχεται η ίδια η νηστεία, που μπορεί να πραγματοποιηθεί σε δύο επίπεδα: πρώτα ως ασκητική νηστεία και ύστερα ως γενική νηστεία.
Η ασκητική νηστεία περιλαμβάνει μια δραστική μείωση της τροφής, έτσι ώστε η συνεχής κατάσταση πείνας να μπορεί να βιωθεί ως υπενθύμιση του Θεού και ως διαρκής προσπάθεια συγκέντρωσης του νου μας στο Θεό. Όποιος το έχει δοκιμάσει αυτό,  έστω και για λίγο, ξέρει ότι ή ασκητική νηστεία, αντί να μας αδυνατίζει, μας ξαλαφρώνει, μας ευκολύνει στην αυτοσυγκέντρωση, μας κάνει νηφάλιους, χαρούμενους και καθαρούς. Αυτός που νηστεύει έτσι, παίρνει την τροφή ως αληθινό δώρο του Θεού. Είναι συνέχεια στραμμένος προς τον εσωτερικό κόσμο, ο οποίος, ανεξήγητα, γίνεται ένα είδος τροφής.
Η γενική νηστεία περιορίζεται σε διάρκεια και συνδυάζεται με τη Θεία Ευχαριστία. Με τις παρούσες συνθήκες ζωής η καλύτερη μορφή αυτής της νηστείας είναι η μέρα πριν από τη βραδινή Θεία Λειτουργία των Προηγιασμένων. Είτε νηστεύουμε αυτή τη μέρα από νωρίς το πρωί, είτε αργότερα, το βασικό σημείο είναι να ζούμε όλη τη μέρα ως μια μέρα προσδοκίας, ελπίδας, μια μέρα πείνας για τον ίδιο το Θεό. Δηλαδή να αυτοσυγκεντρωθούμε και να σκεφτούμε αυτό που πρόκειται να έρθει, το δώρο που θα πάρουμε και που για χάρη του απαρνούμαστε όλα τ’ άλλα δώρα.
Ας θυμόμαστε, ότι όσο περιορισμένη και αν είναι η νηστεία μας – εφ’ όσον είναι αληθινή νηστεία – θα μας οδηγήσει στον πειρασμό, στην αδυναμία, στην αμφιβολία και στον ερεθισμό. Μ’ άλλα λόγια, θα είναι μια πραγματική μάχη και πιθανόν ν’ αποτύχουμε πολλές φορές. Αλλά αν ανακαλύψουμε, ότι η χριστιανική ζωή είναι μάχη και προσπάθεια, τότε βρήκαμε το βασικό στοιχείο της νηστείας. Μια πίστη που δεν έχει ξεπεράσει τις αμφιβολίες και τον πειρασμό, σπάνια μπορεί να θεωρηθεί αληθινή πίστη. Δυστυχώς, δεν υπάρχει καμιά πρόοδος στη χριστιανική ζωή χωρίς την πικρή εμπειρία της αποτυχίας. Πάρα πολλοί άνθρωποι αρχίζουν να νηστεύουν με ενθουσιασμό και σταματούν μετά την πρώτη αποτυχία. Ακριβώς σ’ αυτή την πρώτη αποτυχία έρχεται η πραγματική δοκιμή. Αν μετά την αποτυχία και την συνθηκολόγηση με τις ορέξεις μας και τα πάθη μας ξαναγυρίσουμε όλα απ’ την αρχή και δεν υποχωρήσουμε όσες φορές κι αν αποτύχουμε, αργά ή γρήγορα η νηστεία μας, θα φέρει τους πνευματικούς καρπούς της. Ανάμεσα στην αγιότητα και τον απογοητευτικό κυνισμό βρίσκεται η μεγάλη και θεϊκή αρετή της υπομονής.  Υπομονή πρώτα απ’ όλα για τον εαυτό μας. Δεν υπάρχει σύντομος δρόμος για την αγιότητα. Για κάθε σκαλοπάτι πρέπει να πληρώσουμε ολόκληρο το αντίτιμο. Έτσι, το καλύτερο και ασφαλέστερο είναι ν’ αρχίσουμε με το ελάχιστο. Ακριβώς λίγο πάνω από τις φυσικές μας δυνατότητες και ν’ αυξήσουμε τις προσπάθειές μας σιγά-σιγά, παρά να επιχειρήσουμε άλματα σε μεγάλα ύψη στην αρχή και να σπάσουμε μερικά κόκκαλα πέφτοντας στη γη!
Έτσι λοιπόν, από μια συμβατική και τυπική νηστεία – δηλαδή νηστεία από υποχρέωση και συνήθεια – πρέπει να γυρίσουμε στην πραγματική νηστεία. Ας είναι περιορισμένη και ταπεινή, αλλά να είναι συνεχής και αποφασιστική. Ας αντιμετωπίσουμε έντιμα τις πνευματικές και φυσικές μας δυνατότητες και ας ενεργήσουμε ανάλογα. Ας θυμόμαστε πάντως, ότι δεν μπορούμε να νηστέψουμε χωρίς να προκαλέσουμε αυτές τις δυνατότητες, χωρίς να ενεργοποιήσουμε στη ζωή μας τα θεϊκά λόγια «τα αδύνατα παρ’ ανθρώποις δυνατά εστί παρά τω Θεώ».
ΠΗΓΗ: Α. Σμέμαν: Μεγάλη Σαρακοστή-Πορεία προς το Πάσχα, Μετάφραση: Ελένη Γκανούρη, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 1999.

Ο συγγράψας  μακαριστός π. Αλέξανδρος Σμέμαν γεννήθηκε το 1921 στην Εσθονία. Η Ρωσική επανάσταση αναγκάζει την οικογένειά του λίγα χρόνια μετά να εγκαταλείψει τη Ρωσία και να εγκατασταθεί στο Παρίσι όπου ο Αλέξανδρος έζησε τα νεανικά του χρόνια, έκανε τις εγκύκλιες σπουδές του και αργότερα στα δύσκολα χρόνια του πολέμου (1940-45) πραγματοποίησε τις πανεπιστημιακές σπουδές του στο Θεολογικό Ινστιτούτο του Αγίου Σεργίου στο Παρίσι. Ειδικεύται στην εκκλησιαστική ιστορία. Στην συνέχεια διδάσκει ο ίδιος στον Άγιο Σέργιο, εκκλησιαστική ιστορία, νυμφεύεται την ρωσικής καταγωγής, Τζουλιάνα Οσόγκουιν (το 1943) και χειροτονείται ιερέας (το 1946). Στον Άγιο Σέργιο συνεχίζει να διδάσκει μέχρι την αναχώρηση της οικογένειάς του για την Αμερική το 1951. Το 1959 αποκτά τον τίτλο του διδάκτορα από το πανεπιστήμιο του Αγίου Σεργίου. Από το 1963 μέχρι και το θάνατό του το 1983, αναλαμβάνει επίσημα τη θέση του Κοσμήτορα στον Άγιο Βλαδίμηρο. Σημαντικό σταθμό στους αγώνες του για το πρόβλημα της διασποράς, απετέλεσε η ίδρυση της Αυτοκέφαλης Ορθόδοξης Εκκλησίας της Αμερικής (O.C.A.) το 1970.
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ: Το κείμενο υπέστη στη μετάφραση μικρή  προσαρμογή υφ’ ημών.