Πέμπτη 18 Οκτωβρίου 2012

ΠΕΡΙ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗΣ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑΣ & ΘΕΛΗΣΕΩΣ.

Περί θεολογικής καινοτομίας και θελήσεως
του π. Θωμά Βαμβίνη
Ένα κείμενο, το οποίο δεν μπορεί να κρύψη την πρόθεση του συγγραφέα του να δημιουργήση εντυπώσεις, είδε το φώς της δημοσιότητας μέσα από την ιστοσελίδα amen.gr. Βασική επιδίωξή του είναι η υποβάθμιση, αν όχι η μείωση των θεολογικών τοποθετήσεων και επισημάνσεων, με υπεροπτικούς απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς, του άρθρου «Βουλησιοκρατικός (βολονταριστικός) Περσοναλισμός», του οποίου αποσιωπά τον συγγραφέα, ενώ ταυτόχρονα επιχειρεί υπεράσπιση και υπερύψωση «καινοτόμων», κατ’ αυτόν, θεολογικών έργων.

Ο τίτλος του κειμένου είναι: «“Ουκ έστιν θέλησις ανυπόστατος”: Πρόσωπο και Θέλησις στην Ορθόδοξη Θεολογία» και συγγραφέας του ο π. Παντελεήμων Μανουσάκης, Ph.D., Καθηγητής Φιλοσοφίας στο καθολικό Κολλέγιο του Τιμίου Σταυρού, ΗΠΑ.

Ο π. Π. Μανουσάκης ξεκινά το άρθρο του με την περιγραφή δύο τρόπων θεολογίας. Ο ένας τρόπος είναι της θεολογικής καινοτομίας (τόν οποίο θεωρεί σπάνιο και δύσκολο και εκεί τοποθετεί τα έργα των μεγάλων Πατέρων, καθώς και το έργο του Μητροπολίτου Περγάμου). Ο άλλος τρόπος είναι της αντιγραφής του παρελθόντος, της στασιμότητας (τόν οποίο θεωρεί ανέξοδο και εκεί τοποθετεί το άρθρο που επιχειρεί ανεπιτυχώς, όπως θα δούμε στην συνέχεια, να κρίνη). Ο τρόπος με τον οποίο ο π. Π. Μανουσάκης διαρθρώνει και καταγράφει την σκέψη του δηλώνει ότι το υπόβαθρο του στοχασμού του είναι τυπικά δυτικό. Είναι φιλοσοφικό και όχι ορθόδοξα θεολογικό. Γι’ αυτό μάλλον δεν μπορεί να ελέγξη την θεολογική ποιότητα –τήν ορθοδοξία ή ανορθοδοξία– των επιχειρημάτων του. Έτσι, οδηγείται σε διατυπώσεις, που για έναν καθηγητή της φιλοσοφίας μπορεί να μήν έχουν σοβαρές επιπτώσεις στην αξιοπιστία του, αλλά για έναν ορθόδοξο θεολόγο φανερώνουν τουλάχιστον άγνοια των Πατερικών ερμηνευτικών αρχών.

Θα αναφερθούν στην συνέχεια δύο κομβικά σημεία του κειμένου του π. Π. Μανουσάκη.

1. Ο π. Π. Μανουσάκης θεωρεί ότι αυτό που δίνει υπεροχή στην θεολογία των αγίων Πατέρων είναι η πρωτοτυπία, είναι η καινοτομία. Ισχυρίζεται ότι από τους δύο τρόπους θεολογίας, που προαναφέραμε, «ο ένας [ο “καινοτόμος”] παράγει θεολογία, ο άλλος ανθολογεί καταλογάδην τα ρήματα του παρελθόντος. Ο ένας συνθέτει, ο άλλος, στην καλύτερη των περιπτώσεων, αναλύει». Πάνω σ’ αυτήν την κατανόηση της θεολογίας είναι απαραίτητες τρεις παρατηρήσεις:

Πρώτον, έχει διαπιστωθή ότι πολλοί από τους «καινοτόμους», που κινούνται ακόμη στην θεολογική αγορά, έφθασαν στην θεολογική καινοτομία γιατί δεν διάβασαν ολόκληρα (από την αρχή ως το τέλος) πολλά από τα Πατερικά έργα στα οποία αναφέρονται, αλλά γνώρισαν «τά ρήματα του παρελθόντος» από ανεπαρκή αποσπάσματα, από ασυνεχή σπαράγματα της Πατερικής γραμματείας, θησαυρισμένα προφανώς σε κάποιες χρηστικές ανθολογίες. Παρακάμπτεται, όμως, αυτή η πολύ σημαντική πραγματικότητα ή μάλλον αποτίθεται στην ευαισθησία της επιστημονικής συνείδησης των «καινοτόμων», για να επισημανθή κάτι σημαντικότερο, ότι, δηλαδή, στην άποψη περί καινοτομίας του π. Π. Μανουσάκη φανερώνεται η σχολαστική διδασκαλία περί εξελίξεως της Εκκλησίας κατά την γνώση της αλήθειας, ότι με την πάροδο του χρόνου η Εκκλησία εμβαθύνει περισσότερο στα δόγματα τής πίστεως. Σημειωτέον ότι με την διδασκαλία αυτή δικαιολογήθηκε από τους Παπικούς το filioque. Θεωρήθηκε, δηλαδή, εμβάθυνση και εξέλιξη τής θεολογικής γνώσης.

Δεύτερον, πολλοί από τους αγίους Πατέρες, όπως ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, μας άφησαν ανθολογήσεις «ρημάτων» από τα έργα των προγενεστέρων τους Πατέρων. Άλλοι πάλι εμφαντικά έλεγαν, όπως ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, «ερώ εμόν ουδέν». Συνοψίζοντας αυτό το εκκλησιαστικό θεολογικό ήθος ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς έλεγε ότι η σωτήρια τελειότητα είναι «τό ταυτά φρονείν προφήταις, αποστόλοις, πατράσι, πάσιν απλώς, δι' ών το άγιον Πνεύμα μαρτυρείται λαλήσαν περί τε Θεού και των κτισμάτων αυτού». Προφανώς αυτοί οι άγιοι Πατέρες δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν «ανέξοδοι παρελθοντολόγοι». Το ίδιο δεν είναι «ανέξοδοι παρελθοντολόγοι» και οι Πατέρες των Οικουμενικών Συνόδων, οι οποίοι συγκροτούσαν Πατερικά ανθολόγια, προκειμένου να διακριβώσουν με απόλυτη αξιοπιστία και σοβαρότητα τόσο τις θέσεις των προγενεστέρων τους Πατέρων, όσο και των αιρετικών. Μέ αυτόν τον τρόπο οι Πατέρες κρατούσαν σταθερά και ακαινοτόμητα τα νοήματα της Αποστολικής και Πατερικής θεολογικής παραδόσεως, τα οποία, όμως, κάποιες φορές, αναδιατύπωναν χρησιμοποιώντας και καινούργια «ρήματα», ανάλογα με τις προκλήσεις των αιρετικών και τις ποιμαντικές ανάγκες της Εκκλησίας. Πάνω στο θέμα αυτό είναι πολύ σημαντική η διδασκαλία του π. Ι. Ρωμανίδη, που αναδιατυπώνει στις μέρες μας ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ιερόθεος.

Και τρίτον, η Εκκλησία δεν δρά θεολογικά και ποιμαντικά στον κόσμο, ωσάν να είναι κάποια εταιρεία ηλεκτρονικών υπολογιστών ή κατασκευής αυτοκινήτων, η οποία για να μήν χάση την δύναμή της στην αγορά θα πρέπει να προσφέρη κάθε φορά και κάτι καινούργιο, εντυπωσιακό και πρωτοποριακό. Τα μέλη της Ορθόδοξης Εκκλησίας αγωνίζονται να ανακαινίσουν τον εαυτό τους «τή άπαξ παραδοθείση τοίς αγίοις πίστει», γνωρίζοντας ότι κατά την ημέρα της Πεντηκοστής έφθασαν οι Απόστολοι «εις πάσαν την αλήθειαν». Η Εκκλησία δίνει ανά τους αιώνες στα μέλη της την δυνατότητα μετοχής στον φωτισμό της γνώσεως («εν πυρίναις γλώσσαις»), που της δόθηκε την ημέρα της Πεντηκοστής.

2. Το κύριο θέμα του άρθρου είναι η συζήτηση γύρω από το αν η θέληση (στόν άνθρωπο και στον Θεό) είναι της φύσεως ή του προσώπου. Ο π. Π. Μανουσάκης ισχυρίζεται ότι το κρινόμενο από αυτόν άρθρο «αποπειράται να καταδείξει πώς η θέληση ταυτίζεται με την φύση και όχι με το πρόσωπο και άρα όσοι επιχειρούν την ταύτιση της θελήσεως με το ανθρώπινο πρόσωπο (κατανομάζονται ρητώς ο Περγάμου Ιωάννης και ο Χρ. Γιανναράς) αποκλίνουν στην σοβαρή αίρεση του Αρειανισμού». Ο ισχυρισμός αυτός χαρακτηρίζεται από υπεραπλούστευση ή και αλλοίωση των όσων περιλαμβάνονται στο άρθρο «Βουλησιοκρατικός (βολονταριστικός) Περσοναλισμός», και αυτό φανερώνεται από τα παρακάτω:

Πρώτον, στο άρθρο «Βουλησιοκρατικός (βολονταριστικός) Περσοναλισμός» δεν ταυτίζεται η θέληση με την φύση. Η θέληση είναι ιδιότητα της φύσεως. Άν ληφθούν οι λέξεις με την πραγματική τους σημασία, τότε η ταύτιση της θέλησης με την φύση θα σήμαινε ότι η φύση είναι θέληση και η θέληση είναι φύση. Αυτή η παρατήρηση δεν είναι εξεζητημένη, γιατί είναι εκφραστική θεολογικών πεποιθήσεων, που εμφανίζονται με ενάργεια στην τελευταία παράγραφο του άρθρου του π. Μανουσάκη, η οποία θα σχολιασθή πιο κάτω.

Πάντως, αυτό που τονίζεται στο κρινόμενο από τον π. Μανουσάκη άρθρο, με συνεχείς παραπομπές στον άγιο Μάξιμο, αλλά και στον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό, είναι ότι η θέληση (τό απλώς θέλειν) συνδέεται (δέν ταυτίζεται) με την φύση. «Η θέληση δεν συνδέεται με το πρόσωπο, αλλά με την φύση, γι’ αυτό και ο Χριστός είχε δύο θελήσεις –θεία και ανθρώπινη– σε ένα πρόσωπο-υπόσταση». Αλλού σημειώνεται: «Οι Πατέρες δίδαξαν ότι η θέληση και η ενέργεια είναι ιδιότητες και ικανότητες της φύσεως και όχι του προσώπου». Και πιο κάτω: «η θέληση είναι όρεξη και ορμή της φύσεως, είναι φυσική κίνηση του λόγου, είναι αυτεξούσια κίνηση της νοερής ψυχής, συνδέεται δηλαδή με την φύση και όχι με το πρόσωπο». Πουθενά δεν υπάρχει λόγος για ταύτιση θελήσεως και φύσεως. Η θέληση παρουσιάζεται ως όρεξη και ορμή της φύσεως.

Δεύτερον, στο άρθρο «Βουλησιοκρατικός (βολονταριστικός) Περσοναλισμός» δεν αποσυνδέεται τελείως η θέληση από το πρόσωπο, διότι δεν αποσυνδέεται το πρόσωπο από την φύση. Ο κριτής του, βέβαια, αλλιώς κατανοεί το περιεχόμενό του, ως φορέας ιστορικοφιλολογικώς αναχρονιστικών και με βάση τα κείμενα έωλων απόψεων περί δήθεν πάλης των Πατέρων για απαλλαγή από μια πλατωνική ουσιοκρατία. Όμως το άρθρο «Βουλησιοκρατικός (βολονταριστικός) Περσοναλισμός» δεν μπαίνει στο ψευτοδίλημμα της προτεραιότητας του προσώπου έναντι της φύσεως ή της φύσεως έναντι του προσώπου. Η θέληση (τό απλώς θέλειν) είναι της φύσεως, το πώς θέλειν είναι της υποστάσεως. «Δεν είναι το ίδιο “τό του θέλοντος θέλημα και το θελητόν”, ή η θέληση και ο θέλων, όπως δεν είναι το ίδιο “τό θέλειν και το πώς θέλειν”».

Η υπόσταση-πρόσωπο είναι ο διαχειριστής του φυσικού θελήματος. Γιατί άλλο είναι το θελητικό (η φύση), άλλο ο θέλων (η υπόσταση) και άλλο το θελητό. Ως προς το θελητό (αυτό που θέλουμε) ο Θεός και οι άγιοι ταυτίζονται. Δεν ταυτίζονται όμως οι θελήσεις τους, γιατί δεν ταυτίζονται οι φύσεις τους. Άλλωστε «όποιων η ουσία είναι η ίδια, αυτών και η θέληση είναι η ίδια, και όποιων η ουσία είναι διαφορετική, και η θέληση και η ενέργεια είναι διαφορετική. Συμβαίνει και το αντίστροφο, δηλαδή όποιων η θέληση και η ενέργεια είναι η ίδια, αυτών και η ουσία είναι η ίδια, και όποιων η θέληση και η ενέργεια είναι διαφορετική και η ουσία είναι διαφορετική. Έτσι, στον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιον Πνεύμα κατανοούμε την ταυτότητα της φύσεως από την ταυτότητα της ενεργείας και του θελήματος». Αυτή είναι η Ορθόδοξη Πατερική διδασκαλία για το θέμα.

Άν τώρα ληφθή σοβαρά υπόψη το ρητό: «Ουκ έστιν θέλησις ανυπόστατος», το οποίο τέθηκε από τον π. Π. Μανουσάκη στον τίτλο του κειμένου του, με το οποίο σαφώς συνδέει την θέληση με την υπόσταση, τότε κατά λογική ακολουθία καταλήγει κανείς σε ποικιλία αιρετικών συμπερασμάτων, ανάλογα με το ποιό είναι το σημείο από το οποίο εκκινεί ο συλλογισμός του.

Το «Ουκ έστιν θέλησις ανυπόστατος» είναι παράφραση του ρητού «Ουκ έστιν φύσις ανυπόστατος», το οποίο αρχικά χρησιμοποιήθηκε από τους Πατέρες της Εκκλησίας, στην συνέχεια όμως έγινε θεμελιώδες αξίωμα των Νεστοριανών και κυρίως των Μονοφυσιτών στην πολεμική τους εναντίον της Δ' Οικουμενικής Συνόδου της Χαλκηδόνας. Αφού δεν υπάρχει φύση ανυπόστατη και ο Χριστός έχει δύο φύσεις, άρα ο Χριστός (έλεγαν οι Νεστοριανοί) έχει δύο υποστάσεις. Από την άλλη μεριά οι Μονοφυσίτες εκκινώντας από το ότι ο Χριστός έχει μία υπόσταση κατέληγαν στο συμπέρασμα ότι έχει και μία φύση. Αντίστοιχα, αφού (σύμφωνα με το ρητό του π. Π. Μανουσάκη) δεν υπάρχει θέληση ανυπόστατη και στον Χριστό έχουμε μία υπόσταση, άρα στον Χριστό υπάρχει μία μόνον θέληση (Μονοθελητισμός). Και εφόσον στην Αγία Τριάδα έχουμε τρεις υποστάσεις, άρα έχουμε και τρία θελήματα (βλασφημία).

Ο εκβιασμός των κειμένων, για να δειχθή ο υποστατικός χαρακτήρας του θελήματος, οδηγεί αναπόφευκτα τον π. Π. Μανουσάκη στην επιχειρηματολογία του μονοθελήτη Πατριάρχη Πύρρου, ο οποίος στον διάλογό του με τον άγιο Μάξιμο προσπαθούσε να κατοχυρώση τον υποστατικό χαρακτήρα της θελήσεως, για να καταλήξη στην μία υποστατική θέληση του Χριστού, να αποδείξη, δηλαδή, τον μονοθελητισμό του. Είναι χαρακτηριστικός ο διάλογος:

«ΠΥΡ. Είς ο Χριστός, ή ού;
ΜΑΞ. Ναί, είς προδήλως.
ΠΥΡ. Ει ούν είς ο Χριστός, ως είς πάντως και ήθελεν, έν πάντως αυτού και το θέλημα και ου δύο».

Εν κατακλείδι, κρίνεται αναγκαίος ένας σχολιασμός της τελευταίας παραγράφου του π. Π. Μανουσάκη, στην οποία γράφεται:

«Τέλος, εάν η θέλησις είναι φυσική και ενέργεια της φύσεως και μόνον, και εάν επιτραπή η «μετάβασις εις άλλον γένος» την οποίαν απροβλημάτιστα πραγματοποιεί ο συντάκτης του εν λόγω κειμένου, μεταφέροντας την συζήτηση από τον άνθρωπο στον Τριαδικό Θεό—τότε θα πρέπει να αποδεχθή και την ταύτιση μεταξύ γεννήσεως και εκπορεύσεως από την μία και δημιουργίας από την άλλη, αφού θα μπορούσε να ειπωθή πώς ο Πατήρ γεννά τον Υιό θελήσει και δημιουργεί τον κόσμο φύσει…».

Η έκφραση «τής φύσεως και μόνον» αφορά την οπτική του π. Μανουσάκη και όχι το άρθρο που κρίνει. Πάντως, διστάζει κανείς (λόγω εκπλήξεως) να αποτιμήση τον τρόπο με τον οποίον ο π. Μανουσάκης, από την θεώρηση της θελήσεως ως φυσικής φθάνει στην ταύτιση της γεννήσεως του Υιού και της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος με την δημιουργία της κτίσεως. Αυτή η συνεπαγωγή: αν η θέληση είναι φυσική, τότε στην θεότητα το «θελήσει» ταυτίζεται με το «φύσει», είναι όντως εκπληκτική.

Πάντως, η άποψή του αυτή μπορεί να φωτισθή ερμηνευτικά επαρκώς, αν ληφθούν υπόψη τα θεολογικά του θεμέλια που φανερώνονται από το κείμενό του. Πρώτο είναι η ταύτιση θελήσεως και φύσεως, και δεύτερο (υπόβαθρο του πρώτου) είναι η ταύτιση άκτιστης ενέργειας και άκτιστης φύσεως στον Θεό. Ο π. Π. Μανουσάκης σαφώς διατείνεται, όπως προηγουμένως σημειώσαμε, ότι η θεώρηση της θελήσεως ως φυσικής σημαίνει γι’ αυτόν ταύτιση της θελήσεως με την φύση. Το δεύτερο θεμέλιο προκύπτει από την αντίληψή του ότι η θεώρηση της θελήσεως ως ενέργειας της φύσεως, έχει ως συνέπεια την ταύτιση στον Θεό του «θελήσει» και του «φύσει». Αυτό σημαίνει ότι ο π. Π. Μανουσάκης ταυτίζει την άκτιστη ενέργεια του Θεού με την άκτιστη φύση Του, δηλαδή, θεωρεί τον Θεό ως «καθαρά ενέργεια» (Actus Purus). Αυτό βεβαιώνεται από το κείμενό του. Γιατί, αν δεν δέχεται την ταύτιση της άκτιστης ενέργειας του Θεού με την άκτιστη φύση Του, τότε πώς μπορεί να θεωρή ότι είναι δυνατόν να ταυτισθή η εκ της φύσεως γέννηση του Υιού και η εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος με την δημιουργία του κόσμου, η οποία συντελείται με την άκτιστη ενέργεια του Θεού;

Και ένας παρεπόμενος προβληματισμός: Μήπως αυτό το σχολαστικό θεολογικό υπόβαθρο (δόγμα του δυτικού Χριστιανισμού), με τους φόβους που δημιουργεί για ταύτιση γεννήσεως και εκπορεύσεως στον Θεό με την πράξη της δημιουργίας, είναι που οδηγεί στην άποψη ότι η πηγή της Αγίας Τριάδος, της τριαδικής υποστάσεως του Θεού, είναι το ελεύθερο θέλημα του Πατρός;

Αυτά όμως είναι πράγματα ξένα προς την απλότητα της Αποστολικής και Πατερικής θεολογίας.

Ως επισφραγιστική των παραπάνω σκέψεων καταγράφεται επιλογικά σχετική θέση του Ν. Ματσούκα, για το πόσο ξένοι προς την «λαγαρή» παράδοση των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας είναι κάποιοι τέτοιοι σύγχρονοι στοχασμοί για τις ενδοτριαδικές αΐδιες σχέσεις:

«...περιηγήσεις νεοτέρων θεολόγων στα άδυτα των αΐδιων σχέσεων των προσώπων της Αγίας Τριάδας, για να θεμελιώσουν μια θεολογία του προσώπου και ένα περσοναλισμό, πέρα από το ότι δεν έχουν κανένα αντίκρυσμα στή θεολογία των πατέρων, που τέτοια θέματα τα εντόπιζαν στις ιστορικές και κοινωνικές σχέσεις της θείας οικονομίας, “εκβιάζουν” και “βιάζουν” κάποια κείμενα με παράθεση πληθωρικών και εν πολλοίς ακατανόητων σχολαστικών όρων, χωρίς να υπάρχει προς τούτο καμμιά απολύτως ανάγκη. Δίπλα τους υπάρχει ανέγγιχτος ο θησαυρός της θείας οικονομίας, αυτό το λαγαρό πρότυπο της πατερικής θεολογίας και η απλότητα της αλήθειας. Έτσι κι’ αλλιώς ο καταιγισμός αυτών των νεότερων όρων και ο νεότευκτος σχολαστικισμός κανένα απολύτως δεν ενδιαφέρει...». (Δογματική Γ', σελ. 44)

____________

Σημείωση:
O π.Θωμάς Βαμβίνης είναι κληρικός της Ι.Μ.Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου και υπηρετεί στον Ιερό Μητροπολιτικό Ναό Αγίου Δημητρίου Ναυπάκτου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου